Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Διηγήσεις: ” Ἀγῶνες γιά τά κτήματα τῆς Μονῆς”

κς΄. Ἀγῶνες γιά τά κτήματα τῆς Μονῆς

­     Αδι­α­θέ­τη­σα καί ἀρ­ρώ­στη­σα ἀ­πό στε­να­χώ­ρια τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ ,ὄ­χι ἀ­πό τούς πα­τέ­ρες,  ἀλλά ἔ­χο­με κι ἐ­μεῖς τά δι­κά μας. Πολ­λές φο­ρές, ὅ­ταν ἐρ­γά­ζων­ται οἱ πα­τέ­ρες, ὑ­πάρ­χει καί τό κυ­νη­γη­τό, ὑ­πάρ­χουν καί οἱ πει­ρα­σμοί, τά σκάν­δα­λα. Εἴχα­με ἕ­να κτη­μα­τά­κι καί τό κτη­μα­τά­κι αὐ­τό, ἔ­λε­γα καί στόν κ. Τζού­μα, ἤ­τα­νε 400 χρό­νια καί ἔ­γι­ναν ἀ­παλ­λο­τρι­ώ­σεις τό ᾽32–᾽38 καί πῆ­ραν τά κτή­μα­τα οἱ ἀ­κτή­μο­νες⋅ πε­ρί­που 20–30.000 στρέμ­μα­τα πῆ­ραν οἱ κο­σμι­κοί. Καί τά δά­ση βέ­βαι­α ἔ­γι­ναν Δη­μό­σιο δά­σος. (Βέ­βαι­α) ἔ­χο­με τόν κό­σμο, βο­η­θά­ει ὅ­λος ὁ κό­σμος τό Μο­να­στή­ρι. Δέν ἔ­χο­με ἀ­νάγ­κη οὔ­τε ἀ­πό κτῆ­μα, οὔ­τε πε­ρι­ου­σί­α, ἀλ­λά ἐ­φ᾽ ὅ­σον ὑ­πάρχη ἕ­νας μι­κρός ἐ­λαι­ώ­νας καί λί­γα χω­ρα­φά­κια, μᾶς δί­νουν λί­γο στά­ρι, λί­γο ψω­μί. Σή­με­ρα εἶ­ναι ὁ π. Ἰ­ά­κω­βος, ἔρ­χε­ται ὁ κό­σμος βο­η­θᾶ τό Μο­να­στή­ρι. Αὔ­ριο ἐ­γώ πε­θαί­νω. Εἶ­ναι ἕ­ξι πα­τέ­ρες στήν Μο­νή, μπο­ρεῖ νά ᾽ρ­θοῦν δύ­ο τρεῖς ἀ­κό­μη, ἂς γίνουν πέν­τε δέ­κα. Ἔ! Πῶς νά ζή­σουν καί αὐ­τοί, ἂν δέν ἔ­χουν λί­γο ψω­μά­κι στό Μο­να­στή­ρι; Ἕ­νας ἀ­πο­κλει­σμός (νά γί­νη), κά­τι (νά συμ­βῆ), νά μήν ἔ­χουν λί­γο λα­δά­κι, νά μα­ζέ­ψουν λί­γες ἐ­λί­τσες; Ὁ Θε­ός βέ­βαι­α δέν ἀ­φή­νει κα­νέ­ναν, φρον­τί­ζει τά πε­τει­νά τοῦ οὐρανοῦ, πό­σο μᾶλ­λον γι­ά μᾶς, ἀλ­λά σάν ἄν­θρω­ποι ὅ­μως, καί ἐ­φ᾽ ὅ­σον ὑ­πῆρ­ξαν στό Μο­να­στή­ρι χι­λιά­δες στρέμ­μα­τα, για­τί νά μήν ἔ­χη τό Μο­να­στή­ρι λί­γα χω­ρα­φά­κια, ἴ­σα–ἴ­σα νά βγά­λουν λί­γο ψω­μά­κι καί ἕ­ναν ἐ­λαι­ώ­να;

     »Λοι­πόν, πῆ­γε ἕ­νας ἀ­σε­βής ἄν­θρω­πος καί μᾶς ἔ­κο­ψε 33 ρί­ζες ἐ­λι­ές ἀ­πό τήν ρί­ζα, καί ἔ­βα­λε χῶ­μα ἀ­πό πά­νω, τίς χω­μά­τω­σε. Ἔρ­χε­ται κά­ποι­ος καί μοῦ λέ­ει, ”πάτερ, κό­ψαν τίς ἐ­λι­ές τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ καί τίς κά­να­νε ξυ­λο­κάρ­βου­να­”. ­”Βρέ, παι­δί μου, λέ­ω, ἐ­γώ εἶ­χα πε­ρι­ου­σί­ες καί τίς ἄ­φη­σα, εἶ­χα το­ύς γονεῖς μου, τά ἀ­δέρ­φια μου. Ἀλ­λά τί νά κά­νω τώ­ρα; Νά φύ­γω ἀ­π᾽ τό Μο­να­στή­ρι νά πά­ω νά πε­ρι­μέ­νω στό κτῆ­μα μήν τό κα­τα­πα­τή­σουν καί κό­ψουν τίς ἐ­λι­ές; Τί νά κά­νω; Ἐ­γώ ἦρ­θα γιά τόν ὅ­σιο Δαυ­ΐδ ἐ­δῶ μέ­σα. Τόν βλέ­πω ζων­τα­νό τόν Ἅ­γιο. Για­τί ὁ ἅ­γιος Δαυ­ΐδ ἐ­δῶ μέ­σα ἁ­γί­α­σε, ἐ­δῶ μέ­σα ἀ­σκή­τευ­σε­”. Λέει: ”κα­λά, πά­τερ, ποι­ός τίς ἔ­κο­ψε τίς ἐ­λι­ές;”. Ἔ! Πῆ­γα μπρο­στά στόν Ἅ­γιο, τόν προ­σκυ­νά­ω καί τοῦ λέ­ω: ”Ἅ­γιέ μου Δαυ­ΐδ, νά βά­λης τό χέ­ρι σου, κο­ί­τα­ξε, θά μοῦ πῆς τώ­ρα ποι­ός ἔ­κο­ψε τίς ἐ­λι­ές μέ­χρι τό βρά­δυ. Νά μοῦ τόν φέ­ρης αὐ­τόν τόν ἄν­θρω­πο, δέν θά τόν κά­νω κα­κό­”. Κα­κό δέν ἔ­κα­να πο­τέ μου, οὔ­τε σέ μύρ­μηγ­κα. Κάποτε σκό­τω­σα ἕ­να μύρ­μηγ­κα, τόν πάτη­σα μί­α φο­ρά, ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρό παι­δί, μέ μά­λω­σε ἡ μάν­να μου καί μοῦ εἶ­πε: ”Πα­τᾶς ἕ­να μύρ­μη­γκα, αὐ­τός ἔ­χει ζω­ή­”. Καί ἀ­πό τό­τε φο­βᾶ­μαι καί τόν μύρ­μηγ­κα νά πα­τή­σω ἀ­κό­μη.

     »Πά­ω λοι­πόν στόν Ἅ­γιο καί τοῦ λέ­ω: ”Ἅ­γι­έ μου, ἐ­γώ τά δι­κά μου τά ᾽δω­σα, τίς πε­ρι­ου­σί­ες μου τίς ἄ­φη­σα, πέ­θα­ναν οἱ γο­νεῖς μου δέν πῆ­γα νά τούς δῶ. Πῆ­γες ἐ­σύ, ὅ­ταν πέ­θα­ναν οἱ γο­νεῖς σου;”, εἶ­πα στόν ἅ­γιο Δαυ­ΐδ. Μι­λοῦ­σα μα­ζί του (ὅ­πως) τώ­ρα, (μπρο­στά) στήν εἰ­κό­να. ­”Τώ­ρα σ᾽ ἔ­φτεια­ξα τό Μο­να­στή­ρι, κά­νεις μί­α χα­ρά, κα­μα­ρώ­νεις. Δέν μοῦ λές τώ­ρα, στό κτῆ­μα νά πά­ω νά πε­ρι­μέ­νω κά­τω ἢ τό Μο­να­στή­ρι (νά φρον­τί­σω;)­ ”. Ἐ­γώ ἦρ­θα νά κά­νω προ­σευ­χή καί μά­λι­στα δέν (ἤ­θε­λα νά ᾽ρ­θῶ) στό Μο­να­στή­ρι τοῦ Ἁ­γί­ου ἐ­δῶ. Ἐ­γώ εἶ­χα σκο­πό νά πά­ω σέ μί­α ἐ­ρη­μιά καί νά εἶ­μαι μό­νος μου. Ἐ­γώ δέν εἶ­χα συν­τρο­φι­ές, οὔ­τε μέ παι­διά μι­λοῦ­σα, οὔ­τε μέ γυ­ναῖ­κες. Μό­νο μέ τούς πα­πᾶ­δες⋅ τούς ἀ­γα­ποῦ­σα ὅ­μως τούς Ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Ὑ­ψί­στου. Λέ­ω, ”Ἅγιέ μου, νά φύ­γω τώ­ρα γι­ά τήν δι­κή σου πε­ρι­ου­σί­α (ἀ­πό) ἐ­δῶ πέ­ρα, νά μέ παίρ­νουν στά Δι­κα­στή­ρια καί τό ᾽να καί τ᾽ ἄλ­λο καί νά τρέ­χω στά Ἐ­φε­τεῖ­α ἐξ αἰ­τί­ας τό ἕ­να μέ­τρο γῆς, τό κτῆ­μα; Ἄ­κου­σε, ἅ­γι­έ μου Δαυ­ΐδ, νά τό ξέ­ρης, ἂν μέ­χρι τό βρά­δυ δέν τόν φέ­ρης πρό τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ μι­ά ὥ­ρα, νά τό ξέ­ρης θά σέ κλεί­σω ἐ­δῶ μέ­σα, καν­τή­λι δέν θά σ᾽ ἀ­νά­ψω οὔ­τε θά σέ λι­βα­νί­σω, οὔ­τε θά σέ λει­τουρ­γή­σω. Ἅ­γι­έ μου, λέ­ω, ἔ­πα­θα καρ­διά, ἔ­πα­θα στε­να­χώ­ρια, ἔ­πα­θα τό­σα καί τό­σα καί ση­κώ­νο­μαι με­τά κό­που καί κά­νω Λειτουργί­α. Ἐ­σύ μέ βο­η­θᾶς, ἀλ­λά, ἅ­γι­έ μου Δαυ­ΐδ, συγ­χώ­ρα με αὐ­τό πού σοῦ εἶ­πα, ἐ­γώ θά σέ λι­βα­νί­σω, θά σέ θυ­μιά­σω, ἀλ­λά νά τόν φέ­ρης νά τόν δῶ. Ἄν δέν τόν φέ­ρης Γέ­ρο, πρό­σε­ξε. Ποῦ νά ξέ­ρω ἐ­γώ ποιός ἔ­κο­ψε τά δέν­τρα;”.

»Τό βρά­δυ, παι­διά μου, μι­ά ὥ­ρα πρό τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ, ὅ­πως ἤ­μουν μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου, τοῦ λέ­ω: ”Γέρο, δέν φά­νη­κε αὐ­τός πού ἔ­κο­ψε τά δέν­τρα­”. Ξαφ­νι­κά μπαί­νει μέ­σα ἕ­νας, ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό του ἔ­τσι (δηλ. ὄ­χι σω­στά). Λοι­πόν λέ­ω, ”αὐ­τός εἶ­ναι­”. Βλέ­πω, λάμ­ψαν τά μά­τια τοῦ Ἁ­γί­ου, για­τί στήν εἰ­κό­να του κι­νεῖ­ται. Καί τό θυ­μια­τό του κι­νεῖ­ται καί ἡ εἰ­κό­να του χτυ­πά­ει, ὅ­ταν ἔ­χω­με στε­να­χώ­ρι­ες στό Μο­να­στή­ρι καί χτυ­πά­ει ἡ εἰ­κό­να ἀ­να­στα­τω­μέ­νη μέ­σα στό τέμ­πλο. Ἐ­πί­σης καί στ᾽ ἅ­για Λεί­ψα­να γί­νε­ται ἕ­νας κρό­τος μέ­σα. Τόν βλέ­πω λοι­πόν, ἔρ­χε­ται κα­τά πά­νω μου.

— Κα­λη­σπέ­ρα, πά­τερ.

— Κα­λη­σπέ­ρα.

— Πά­τερ, ἐ­γώ ἔ­κο­ψα τά δέν­δρα… τίς ἐ­λι­ές.

— Ποι­ές ἐ­λι­ές, ποι­ά δέν­τρα παι­δί μου; λέ­ω⋅ ἔ­κα­να πώς δέν ἤ­ξε­ρα.

— Νά, ἐ­δῶ τοῦ ἁ­γί­ου Δαυ­ΐδ τά δέν­τρα, τίς ἐ­λι­ές.

— Παι­δί μου λέ­ω, για­τί τίς ἔ­κο­ψες τίς ἐ­λι­ές τοῦ ἁγί­ου Δαυ­ΐδ; Ἐ­άν λέ­ω, 450 χρό­νια πού εἶ­ναι τό Μονα­στή­ρι αὐ­τό τό κτη­μα­τά­κι αὐ­τό εἶ­ναι 400 χρο­νῶν ἐ­άν ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος ἔ­κο­βε μί­α ρί­ζα ἐ­λιά κά­θε χρό­νο, δέν θά ὑ­πῆρ­χαν. Θές, παι­δί μου, ἐ­σύ νά ἀ­σχο­λοῦν­ται (οἱ ἄλ­λοι) μέ (τίς) δι­κές σου ἐ­λι­ές;

— Ὄ­χι.

— Ἐ­σύ, γι­α­τί;

— Ἔ! κα­λά μοῦ λέ­ει, θά μέ πᾶς στά Δι­κα­στή­ρια;­ Ἐ­σύ π. Ἰ­ά­κω­βε, εἶ­σαι ἅ­γι­ος ἄν­θρω­πος.

— Βρέ, δέν θά σέ πά­ω στά Δι­κα­στή­ρια ἐ­γώ, θά σέ πά­η ὅ­μως ὁ ἀ­γρο­νό­μος. Για­τί, ὅ­ταν πη­γαί­νης καί κό­βης τά δέν­τρα τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ, δέν σκέ­φτε­σαι ὅ­τι κά­ποι­ος τά φύ­τευ­σε, κά­ποι­ο νοι­κο­κύ­ρη εἶχα­ν ἢ Ἅ­γιο ἢ πα­πά ἢ κο­σμι­κό ἢ λα­ϊ­κό. Δέν τό σκέφτη­κες στίς 2, στίς 5. Πῶς ἔ­κο­ψες τίς 33 ἐ­λι­ές; Καί τώ­ρα τί θές;

— Δέν θά μέ συγ­χω­ρή­ση ὁ ἅ­γι­ος Δαυ­ΐδ;

— Βέ­βαι­α, θά σέ συγ­χω­ρή­ση ὁ ἅ­γιος Δαυ­ΐδ, ἀλ­λά νά μᾶς δώ­ση καί μυα­λό ὁ ἅ­γιος Δαυ­ΐδ. Ἐ­μεῖς θέ­λου­με νά πε­ρι­σώ­σου­με τό κτῆ­μα μας. Για­τί, παι­δί μου, τίς ἔ­κο­ψες; Ἄν, παι­δί μου, πη­γαί­νε­τε κά­θε μέ­ρα καί κά­θε­στε ἐ­κεῖ δί­πλα καί λέ­τε, ”τώ­ρα μέ τά κόμ­μα­τα καί τώ­ρα μέ τήν κα­τά­στα­ση θά τό πά­ρω­με τό κτη­μα­τά­κι;­”. Ὁ­ρί­στε τό Μο­να­στή­ρι ἔ­δω­σε 30.000 στρέμ­μα­τα σέ δε­κα­πέν­τε χω­ριά, ὅ­λη ἡ πε­ρι­ο­χή ἐ­δῶ πέ­ρα ἔ­χει τά κτή­μα­τα τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Καί ἀ­φῆ­σαν καμ­μιά πε­νην­τα­ριά στρέμ­μα­τα σέ μι­ά βου­νο­πλα­γιά, τά καλ­λι­ερ­γοῦν τρεῖς οἰ­κο­γέ­νει­ες. Καί τώ­ρα αὐ­τοί μᾶς δί­νουν λί­γο στα­ρά­κι, ἀλ­λ᾽ ἐ­μεῖς δέν ἔχο­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πό χω­ρά­φια, ἀλ­λά ἐ­φ᾽ ὅ­σον εἶ­ναι τοῦ Ἁ­γί­ου γι­ά συν­τή­ρη­ση, τ᾽ ἀ­φή­σα­με.

»Καί τώ­ρα ἐ­πει­δή ἔ­γι­νε ὁ δρό­μος στό Λου­τρό, ἀ­ξι­ο­ποι­εῖ­ται τό κτη­μα­τά­κι αὐ­τό. Καί τώ­ρα θέ­λουν νά τό κα­τα­πα­τή­σουν. Καί τώ­ρα χτί­σα­νε κτί­σμα­τα ἐ­κεῖ κά­τω πολ­λά. Τα­λαι­πω­ρί­ες πού πέ­ρα­σα. (Ὕστε­­ρα μοῦ) λέ­ει:

— Θά μέ πᾶς στό Δι­κα­στή­ρι­ο; Ἐ­γώ, τοῦ ᾽πα:

— Παι­δί μου, στό Δι­κα­στή­ρι­ο δέν σέ πά­ω. Οἱ γο­νεῖς μου δέν πῆ­γαν (ποτέ) στό Δι­κα­στή­ρι­ο. Ἀλ­λά ὑ-πάρ­χει ὅ­μως τώ­ρα ὁ ἀ­γρο­νό­μος, (πού) θά σέ μηνύση.

»Πῆ­γα στό Δι­κα­στή­ριο, νά μήν τά πο­λυ­λο­γῶ. Καί γι­ά 33 ἐ­λι­ές πού μᾶς κό­ψαν, μᾶς δῶ­σαν 1.500 δραχ­μές.

— Πάρ­τα, παι­δί μου. Τό Μο­να­στή­ρι δέν ἔ­χει ἀνάγκη ἀ­πό 1.500 δραχ­μές. Ἡ Μο­νή ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τό κτη­μα­τά­κι της. Ἐ­μεῖς, παι­δί μου, ἔ­χο­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πό Χρι­στό καί ψυ­χή, δέν ἔ­χο­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πό κτή­μα­τα, ἐ­φ᾽ ὅ­σον ὑ­πάρ­χη ὅ­μως αὐ­τό τό κτη­μα­τά­κι, θά τό ὑ­πο­στη­ρί­ξω­με. Εἶ­πα: ”Ἅ­γι­έ μου Δαυ­ΐδ, ἂν εἶ­ναι τό κτῆ­μα δι­κό σου, νά κά­νης τό θαῦ­μα σου­”.

     »Βλέ­πε­τε, παι­διά, ὅ­μως δέν εἶ­ναι καί δι­κά μου. Ἡ εὐ­θύ­νη εἶ­ναι με­γά­λη πού ἔ­χω μέσ᾽ στό Μοναστήρι. Καί ἐ­γώ εἶ­χα ἔρ­θει μέ πρό­γραμ­μα νά εἶ­μαι σ᾽ ἕ­να ἀ­σκη­τή­ριο καί νά κά­νω με­τά­νοι­ες καί νη­στεῖ­ες, ὅ­πως μέ εἶ­χε μά­θει ἡ μη­τέ­ρα μου ἀ­πό μι­κρό παιδί. Δέν ἤ­θε­λα μι­κρός νά ἔρ­θω στό Μο­να­στή­ρι καί νά μέ βλέ­πη ὁ κό­σμος καί νά βλέ­πω τόν κό­σμο. (Ἤ­θε­λα νά εἶ­μαι) ἁ­πλός ἄ­γα­μος ἄν­θρω­πος, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νο πού ἐ­πι­θυ­μοῦ­σα ἦ­ταν πῶς νά ἁ­γιά­σω, νά γί­νω ἅ­γιος. Τώ­ρα ἀν­τί γι­ά ἅ­γιος, κο­λά­στη­κα. Μέ τό ᾽να μέ τ᾽ ἄλ­λο.

     »Καί θά σᾶς πῶ, παι­διά μου, παίρ­νω τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου, ντύ­θη­κα τά ”ἱερά” μου καί πά­ω μέ τά πό­δια στό κτῆ­μα κά­τω καί γο­νά­τι­σα καί ἔ­βα­λα σέ μί­α ἐ­λιά τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου καί σταύ­ρω­σα τά τέσ­σε­ρα ση­μεῖ­α τοῦ κτή­μα­τος καί λέ­γω: ”Ἅ­γι­έ μου Δαυ­ΐδ, ἐ­άν εἶ­ναι δι­κά σου, νά τά ὑ­πο­στη­ρί­ξης, νά κα­ται­σχυν­θῆ ὁ δι­ά­βο­λο­ς” – δι­ό­τι ὁ δι­ά­βο­λος μέ πο­λε­μοῦ­σε. Λοι­πόν καί λέ­γω με­τά, ”ἂν εἶ­ναι δι­κά σου ἅ­γι­ε Δαυ­ΐδ, δεῖ­ξ᾽ τό θαῦ­μα σου νά τά πά­ρω­με, νά μήν μᾶς κα­τα­πα­τή­σουν τό κτῆ­μα καί νά φύ­γουν αὐ­τοί οἱ κα­κοί ἄν­θρω­ποι­”. Θυ­μί­α­σα τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου, θυ­μί­α­σα τό κτῆ­μα ὁ­λό­κλη­ρο μέ τό θυ­μια­τό, μέ λι­βά­νι, πῆ­ρα τήν εἰ­κό­να καί γύ­ρι­σα στό κτῆ­μα καί τό σταύ­ρω­σα στά τέσ­σε­ρα ση­μεῖ­α. Γο­νά­τι­σα καί προ­σευ­χή­θη­κα: ”Ἅ­γι­έ μου Δαυ­ΐδ, Πα­νά­γα­θε Θε­έ, ἐ­γώ δέν ἔ­χω κτη­μα­τι­κή πε­ρι­ου­σί­α, ἐ­γώ τά δι­κά μου τ᾽ ἄ­φη­σα ἔ­ρη­μα, εἶ­χα πε­ρι­ου­σί­ες με­γά­λες, ἐ­γώ ἔ­χω ἀ­νάγ­κη ἀ­πό Χρι­στό καί ψυ­χή­”. Νά σώ­σω τήν ψυ­χή, μήν κά­νω σάν τόν ση­με­ρι­νό πλού­σιο πού ἤ­θε­λε νά χα­λά­ση τίς ἀ­πο­θῆ­κες καί νά φτειάξη πι­ό με­γα­λύ­τε­ρες. Ἀλ­λά εἶ­δες τί τοῦ εἶ­πε ὁ Θε­ός; ”Ἄφρον, αὐ­τῇ τῇ νυ­κτὶ τὴν ψυ­χὴ σου ἀ­παι­τοῦ­σι­ν”. Δέν εἶ­πε ὅ­τι θά τήν πά­ρη ὁ Θε­ός, ἀλ­λ᾽ ὅ­τι ἀ­παι­τοῦ­σιν οἱ δαίμο­νες τήν ψυ­χή του. ”Αὐ­τὰ ποὺ ἑ­τοί­μα­σες τί­νι ἔσται;”.

»Πῆ­γα μέ­χρι τόν Ἄ­ρει­ο Πά­γο, ἂς εἶ­ναι κα­λά, μᾶς βο­η­θή­σα­νε. Αὐ­τός πού τό εἶ­χε ἁρ­πά­ξει ἔ­δι­νε οἰ­κό­πε­δα δω­ρε­άν, ἔ­δι­νε λά­δια, κτή­μα­τα, γι­ά νά μήν τό πά­ρη τό Μο­να­στή­ρι τό κτη­μα­τά­κι. Ἦ­ταν στό Μο­ναστή­ρι ὅ­μως 400 χρό­νια τό κτῆ­μα αὐ­τό. (Ἔτσι) κερ­δί­σα­με τό κτῆ­μα αὐ­τό. Βέ­βαι­α (πᾶνε) χρό­νια τώρα».

 
κε΄. ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ   ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ  4
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 42-48
Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις