κς΄. Ἀγῶνες γιά τά κτήματα τῆς Μονῆς
Αδιαθέτησα καί ἀρρώστησα ἀπό στεναχώρια τοῦ Μοναστηριοῦ ,ὄχι ἀπό τούς πατέρες, ἀλλά ἔχομε κι ἐμεῖς τά δικά μας. Πολλές φορές, ὅταν ἐργάζωνται οἱ πατέρες, ὑπάρχει καί τό κυνηγητό, ὑπάρχουν καί οἱ πειρασμοί, τά σκάνδαλα. Εἴχαμε ἕνα κτηματάκι καί τό κτηματάκι αὐτό, ἔλεγα καί στόν κ. Τζούμα, ἤτανε 400 χρόνια καί ἔγιναν ἀπαλλοτριώσεις τό ᾽32–᾽38 καί πῆραν τά κτήματα οἱ ἀκτήμονες⋅ περίπου 20–30.000 στρέμματα πῆραν οἱ κοσμικοί. Καί τά δάση βέβαια ἔγιναν Δημόσιο δάσος. (Βέβαια) ἔχομε τόν κόσμο, βοηθάει ὅλος ὁ κόσμος τό Μοναστήρι. Δέν ἔχομε ἀνάγκη οὔτε ἀπό κτῆμα, οὔτε περιουσία, ἀλλά ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχη ἕνας μικρός ἐλαιώνας καί λίγα χωραφάκια, μᾶς δίνουν λίγο στάρι, λίγο ψωμί. Σήμερα εἶναι ὁ π. Ἰάκωβος, ἔρχεται ὁ κόσμος βοηθᾶ τό Μοναστήρι. Αὔριο ἐγώ πεθαίνω. Εἶναι ἕξι πατέρες στήν Μονή, μπορεῖ νά ᾽ρθοῦν δύο τρεῖς ἀκόμη, ἂς γίνουν πέντε δέκα. Ἔ! Πῶς νά ζήσουν καί αὐτοί, ἂν δέν ἔχουν λίγο ψωμάκι στό Μοναστήρι; Ἕνας ἀποκλεισμός (νά γίνη), κάτι (νά συμβῆ), νά μήν ἔχουν λίγο λαδάκι, νά μαζέψουν λίγες ἐλίτσες; Ὁ Θεός βέβαια δέν ἀφήνει κανέναν, φροντίζει τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, πόσο μᾶλλον γιά μᾶς, ἀλλά σάν ἄνθρωποι ὅμως, καί ἐφ᾽ ὅσον ὑπῆρξαν στό Μοναστήρι χιλιάδες στρέμματα, γιατί νά μήν ἔχη τό Μοναστήρι λίγα χωραφάκια, ἴσα–ἴσα νά βγάλουν λίγο ψωμάκι καί ἕναν ἐλαιώνα;
»Λοιπόν, πῆγε ἕνας ἀσεβής ἄνθρωπος καί μᾶς ἔκοψε 33 ρίζες ἐλιές ἀπό τήν ρίζα, καί ἔβαλε χῶμα ἀπό πάνω, τίς χωμάτωσε. Ἔρχεται κάποιος καί μοῦ λέει, ”πάτερ, κόψαν τίς ἐλιές τοῦ Μοναστηριοῦ καί τίς κάνανε ξυλοκάρβουνα”. ”Βρέ, παιδί μου, λέω, ἐγώ εἶχα περιουσίες καί τίς ἄφησα, εἶχα τούς γονεῖς μου, τά ἀδέρφια μου. Ἀλλά τί νά κάνω τώρα; Νά φύγω ἀπ᾽ τό Μοναστήρι νά πάω νά περιμένω στό κτῆμα μήν τό καταπατήσουν καί κόψουν τίς ἐλιές; Τί νά κάνω; Ἐγώ ἦρθα γιά τόν ὅσιο Δαυΐδ ἐδῶ μέσα. Τόν βλέπω ζωντανό τόν Ἅγιο. Γιατί ὁ ἅγιος Δαυΐδ ἐδῶ μέσα ἁγίασε, ἐδῶ μέσα ἀσκήτευσε”. Λέει: ”καλά, πάτερ, ποιός τίς ἔκοψε τίς ἐλιές;”. Ἔ! Πῆγα μπροστά στόν Ἅγιο, τόν προσκυνάω καί τοῦ λέω: ”Ἅγιέ μου Δαυΐδ, νά βάλης τό χέρι σου, κοίταξε, θά μοῦ πῆς τώρα ποιός ἔκοψε τίς ἐλιές μέχρι τό βράδυ. Νά μοῦ τόν φέρης αὐτόν τόν ἄνθρωπο, δέν θά τόν κάνω κακό”. Κακό δέν ἔκανα ποτέ μου, οὔτε σέ μύρμηγκα. Κάποτε σκότωσα ἕνα μύρμηγκα, τόν πάτησα μία φορά, ὅταν ἤμουν μικρό παιδί, μέ μάλωσε ἡ μάννα μου καί μοῦ εἶπε: ”Πατᾶς ἕνα μύρμηγκα, αὐτός ἔχει ζωή”. Καί ἀπό τότε φοβᾶμαι καί τόν μύρμηγκα νά πατήσω ἀκόμη.
»Πάω λοιπόν στόν Ἅγιο καί τοῦ λέω: ”Ἅγιέ μου, ἐγώ τά δικά μου τά ᾽δωσα, τίς περιουσίες μου τίς ἄφησα, πέθαναν οἱ γονεῖς μου δέν πῆγα νά τούς δῶ. Πῆγες ἐσύ, ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς σου;”, εἶπα στόν ἅγιο Δαυΐδ. Μιλοῦσα μαζί του (ὅπως) τώρα, (μπροστά) στήν εἰκόνα. ”Τώρα σ᾽ ἔφτειαξα τό Μοναστήρι, κάνεις μία χαρά, καμαρώνεις. Δέν μοῦ λές τώρα, στό κτῆμα νά πάω νά περιμένω κάτω ἢ τό Μοναστήρι (νά φροντίσω;) ”. Ἐγώ ἦρθα νά κάνω προσευχή καί μάλιστα δέν (ἤθελα νά ᾽ρθῶ) στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου ἐδῶ. Ἐγώ εἶχα σκοπό νά πάω σέ μία ἐρημιά καί νά εἶμαι μόνος μου. Ἐγώ δέν εἶχα συντροφιές, οὔτε μέ παιδιά μιλοῦσα, οὔτε μέ γυναῖκες. Μόνο μέ τούς παπᾶδες⋅ τούς ἀγαποῦσα ὅμως τούς Ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Λέω, ”Ἅγιέ μου, νά φύγω τώρα γιά τήν δική σου περιουσία (ἀπό) ἐδῶ πέρα, νά μέ παίρνουν στά Δικαστήρια καί τό ᾽να καί τ᾽ ἄλλο καί νά τρέχω στά Ἐφετεῖα ἐξ αἰτίας τό ἕνα μέτρο γῆς, τό κτῆμα; Ἄκουσε, ἅγιέ μου Δαυΐδ, νά τό ξέρης, ἂν μέχρι τό βράδυ δέν τόν φέρης πρό τοῦ Ἑσπερινοῦ μιά ὥρα, νά τό ξέρης θά σέ κλείσω ἐδῶ μέσα, καντήλι δέν θά σ᾽ ἀνάψω οὔτε θά σέ λιβανίσω, οὔτε θά σέ λειτουργήσω. Ἅγιέ μου, λέω, ἔπαθα καρδιά, ἔπαθα στεναχώρια, ἔπαθα τόσα καί τόσα καί σηκώνομαι μετά κόπου καί κάνω Λειτουργία. Ἐσύ μέ βοηθᾶς, ἀλλά, ἅγιέ μου Δαυΐδ, συγχώρα με αὐτό πού σοῦ εἶπα, ἐγώ θά σέ λιβανίσω, θά σέ θυμιάσω, ἀλλά νά τόν φέρης νά τόν δῶ. Ἄν δέν τόν φέρης Γέρο, πρόσεξε. Ποῦ νά ξέρω ἐγώ ποιός ἔκοψε τά δέντρα;”.
»Τό βράδυ, παιδιά μου, μιά ὥρα πρό τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅπως ἤμουν μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, τοῦ λέω: ”Γέρο, δέν φάνηκε αὐτός πού ἔκοψε τά δέντρα”. Ξαφνικά μπαίνει μέσα ἕνας, ἔκανε τόν σταυρό του ἔτσι (δηλ. ὄχι σωστά). Λοιπόν λέω, ”αὐτός εἶναι”. Βλέπω, λάμψαν τά μάτια τοῦ Ἁγίου, γιατί στήν εἰκόνα του κινεῖται. Καί τό θυμιατό του κινεῖται καί ἡ εἰκόνα του χτυπάει, ὅταν ἔχωμε στεναχώριες στό Μοναστήρι καί χτυπάει ἡ εἰκόνα ἀναστατωμένη μέσα στό τέμπλο. Ἐπίσης καί στ᾽ ἅγια Λείψανα γίνεται ἕνας κρότος μέσα. Τόν βλέπω λοιπόν, ἔρχεται κατά πάνω μου.
— Καλησπέρα, πάτερ.
— Καλησπέρα.
— Πάτερ, ἐγώ ἔκοψα τά δένδρα… τίς ἐλιές.
— Ποιές ἐλιές, ποιά δέντρα παιδί μου; λέω⋅ ἔκανα πώς δέν ἤξερα.
— Νά, ἐδῶ τοῦ ἁγίου Δαυΐδ τά δέντρα, τίς ἐλιές.
— Παιδί μου λέω, γιατί τίς ἔκοψες τίς ἐλιές τοῦ ἁγίου Δαυΐδ; Ἐάν λέω, 450 χρόνια πού εἶναι τό Μοναστήρι αὐτό τό κτηματάκι αὐτό εἶναι 400 χρονῶν ἐάν ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔκοβε μία ρίζα ἐλιά κάθε χρόνο, δέν θά ὑπῆρχαν. Θές, παιδί μου, ἐσύ νά ἀσχολοῦνται (οἱ ἄλλοι) μέ (τίς) δικές σου ἐλιές;
— Ὄχι.
— Ἐσύ, γιατί;
— Ἔ! καλά μοῦ λέει, θά μέ πᾶς στά Δικαστήρια; Ἐσύ π. Ἰάκωβε, εἶσαι ἅγιος ἄνθρωπος.
— Βρέ, δέν θά σέ πάω στά Δικαστήρια ἐγώ, θά σέ πάη ὅμως ὁ ἀγρονόμος. Γιατί, ὅταν πηγαίνης καί κόβης τά δέντρα τοῦ Μοναστηριοῦ, δέν σκέφτεσαι ὅτι κάποιος τά φύτευσε, κάποιο νοικοκύρη εἶχαν ἢ Ἅγιο ἢ παπά ἢ κοσμικό ἢ λαϊκό. Δέν τό σκέφτηκες στίς 2, στίς 5. Πῶς ἔκοψες τίς 33 ἐλιές; Καί τώρα τί θές;
— Δέν θά μέ συγχωρήση ὁ ἅγιος Δαυΐδ;
— Βέβαια, θά σέ συγχωρήση ὁ ἅγιος Δαυΐδ, ἀλλά νά μᾶς δώση καί μυαλό ὁ ἅγιος Δαυΐδ. Ἐμεῖς θέλουμε νά περισώσουμε τό κτῆμα μας. Γιατί, παιδί μου, τίς ἔκοψες; Ἄν, παιδί μου, πηγαίνετε κάθε μέρα καί κάθεστε ἐκεῖ δίπλα καί λέτε, ”τώρα μέ τά κόμματα καί τώρα μέ τήν κατάσταση θά τό πάρωμε τό κτηματάκι;”. Ὁρίστε τό Μοναστήρι ἔδωσε 30.000 στρέμματα σέ δεκαπέντε χωριά, ὅλη ἡ περιοχή ἐδῶ πέρα ἔχει τά κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ. Καί ἀφῆσαν καμμιά πενηνταριά στρέμματα σέ μιά βουνοπλαγιά, τά καλλιεργοῦν τρεῖς οἰκογένειες. Καί τώρα αὐτοί μᾶς δίνουν λίγο σταράκι, ἀλλ᾽ ἐμεῖς δέν ἔχομε ἀνάγκη ἀπό χωράφια, ἀλλά ἐφ᾽ ὅσον εἶναι τοῦ Ἁγίου γιά συντήρηση, τ᾽ ἀφήσαμε.
»Καί τώρα ἐπειδή ἔγινε ὁ δρόμος στό Λουτρό, ἀξιοποιεῖται τό κτηματάκι αὐτό. Καί τώρα θέλουν νά τό καταπατήσουν. Καί τώρα χτίσανε κτίσματα ἐκεῖ κάτω πολλά. Ταλαιπωρίες πού πέρασα. (Ὕστερα μοῦ) λέει:
— Θά μέ πᾶς στό Δικαστήριο; Ἐγώ, τοῦ ᾽πα:
— Παιδί μου, στό Δικαστήριο δέν σέ πάω. Οἱ γονεῖς μου δέν πῆγαν (ποτέ) στό Δικαστήριο. Ἀλλά ὑ-πάρχει ὅμως τώρα ὁ ἀγρονόμος, (πού) θά σέ μηνύση.
»Πῆγα στό Δικαστήριο, νά μήν τά πολυλογῶ. Καί γιά 33 ἐλιές πού μᾶς κόψαν, μᾶς δῶσαν 1.500 δραχμές.
— Πάρτα, παιδί μου. Τό Μοναστήρι δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό 1.500 δραχμές. Ἡ Μονή ἔχει ἀνάγκη ἀπό τό κτηματάκι της. Ἐμεῖς, παιδί μου, ἔχομε ἀνάγκη ἀπό Χριστό καί ψυχή, δέν ἔχομε ἀνάγκη ἀπό κτήματα, ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχη ὅμως αὐτό τό κτηματάκι, θά τό ὑποστηρίξωμε. Εἶπα: ”Ἅγιέ μου Δαυΐδ, ἂν εἶναι τό κτῆμα δικό σου, νά κάνης τό θαῦμα σου”.
»Βλέπετε, παιδιά, ὅμως δέν εἶναι καί δικά μου. Ἡ εὐθύνη εἶναι μεγάλη πού ἔχω μέσ᾽ στό Μοναστήρι. Καί ἐγώ εἶχα ἔρθει μέ πρόγραμμα νά εἶμαι σ᾽ ἕνα ἀσκητήριο καί νά κάνω μετάνοιες καί νηστεῖες, ὅπως μέ εἶχε μάθει ἡ μητέρα μου ἀπό μικρό παιδί. Δέν ἤθελα μικρός νά ἔρθω στό Μοναστήρι καί νά μέ βλέπη ὁ κόσμος καί νά βλέπω τόν κόσμο. (Ἤθελα νά εἶμαι) ἁπλός ἄγαμος ἄνθρωπος, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἐπιθυμοῦσα ἦταν πῶς νά ἁγιάσω, νά γίνω ἅγιος. Τώρα ἀντί γιά ἅγιος, κολάστηκα. Μέ τό ᾽να μέ τ᾽ ἄλλο.
»Καί θά σᾶς πῶ, παιδιά μου, παίρνω τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ντύθηκα τά ”ἱερά” μου καί πάω μέ τά πόδια στό κτῆμα κάτω καί γονάτισα καί ἔβαλα σέ μία ἐλιά τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου καί σταύρωσα τά τέσσερα σημεῖα τοῦ κτήματος καί λέγω: ”Ἅγιέ μου Δαυΐδ, ἐάν εἶναι δικά σου, νά τά ὑποστηρίξης, νά καταισχυνθῆ ὁ διάβολος” – διότι ὁ διάβολος μέ πολεμοῦσε. Λοιπόν καί λέγω μετά, ”ἂν εἶναι δικά σου ἅγιε Δαυΐδ, δεῖξ᾽ τό θαῦμα σου νά τά πάρωμε, νά μήν μᾶς καταπατήσουν τό κτῆμα καί νά φύγουν αὐτοί οἱ κακοί ἄνθρωποι”. Θυμίασα τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, θυμίασα τό κτῆμα ὁλόκληρο μέ τό θυμιατό, μέ λιβάνι, πῆρα τήν εἰκόνα καί γύρισα στό κτῆμα καί τό σταύρωσα στά τέσσερα σημεῖα. Γονάτισα καί προσευχήθηκα: ”Ἅγιέ μου Δαυΐδ, Πανάγαθε Θεέ, ἐγώ δέν ἔχω κτηματική περιουσία, ἐγώ τά δικά μου τ᾽ ἄφησα ἔρημα, εἶχα περιουσίες μεγάλες, ἐγώ ἔχω ἀνάγκη ἀπό Χριστό καί ψυχή”. Νά σώσω τήν ψυχή, μήν κάνω σάν τόν σημερινό πλούσιο πού ἤθελε νά χαλάση τίς ἀποθῆκες καί νά φτειάξη πιό μεγαλύτερες. Ἀλλά εἶδες τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; ”Ἄφρον, αὐτῇ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴ σου ἀπαιτοῦσιν”. Δέν εἶπε ὅτι θά τήν πάρη ὁ Θεός, ἀλλ᾽ ὅτι ἀπαιτοῦσιν οἱ δαίμονες τήν ψυχή του. ”Αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες τίνι ἔσται;”.
»Πῆγα μέχρι τόν Ἄρειο Πάγο, ἂς εἶναι καλά, μᾶς βοηθήσανε. Αὐτός πού τό εἶχε ἁρπάξει ἔδινε οἰκόπεδα δωρεάν, ἔδινε λάδια, κτήματα, γιά νά μήν τό πάρη τό Μοναστήρι τό κτηματάκι. Ἦταν στό Μοναστήρι ὅμως 400 χρόνια τό κτῆμα αὐτό. (Ἔτσι) κερδίσαμε τό κτῆμα αὐτό. Βέβαια (πᾶνε) χρόνια τώρα».