Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Διηγήσεις

ια΄. Εὐλάβεια σέ ἱερωμένους

Οταν ἤ­μου­να στρα­τι­ώ­της στήν Ἀ­θή­να, ὅ­ποι­ον ἔ­βλε­πα στόν δρό­μο, ἔ­λε­γα “Κα­λη­μέ­ρα”, “Καλη­­σπέ­ρα”, (ἀλλ᾽ αὐ­τοί) δέν μέ μι­λοῦ­σαν. Τό εἶχα πα­ρά­πο­νο, για­τί λέ­ω “ἐ­μεῖς στό χω­ριό μας λέ­με “Κα-

­λη­μέ­ρα”, “Κα­λη­σπέ­ρα”, “Χαί­ρε­τε”, “γειά σας”, ἐ­δῶ;”.

»Εἶ­πα, λοι­πόν, στόν συν­ταγ­μα­τάρ­χη μου, αὐ­τός ἦ­ταν ἅ­γιος ἄν­θρω­πος, καί μοῦ λέ­ει: “Ἄ­κου­σε νά σοῦ πῶ, παι­δί μου. Ἐ­δῶ, παι­δί μου, δέν λέ­νε “Χαί­ρε­τε”, ἐ­κτός ἄν εἶ­ναι κα­νέ­νας γνω­στός, ὅ­πως εἴμα­στε ἐ­μεῖς γνω­στοί, κα­νέ­νας Ἱ­ε­ρέ­ας, κα­νέ­νας γνωστός μας ἄν­θρω­πος”.

»Κά­πο­τε, ἐ­κεῖ στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα Πει­ραι­ῶς, ἀ­πέ­ναν­τι, βλέ­πω ἀ­πό μα­κριά ἕ­ναν πα­πά καί τοῦ κά­νω ὑ­πό­κλι­ση, αὐ­τός μοῦ κά­νει νό­η­μα “ἔ­λα–ἐ­δῶ, ἔ­λα–ἐ­δῶ”. “Πά­τερ μου, πῶς νά ᾽ρθῶ; ἐ­δῶ εἶ­ναι λε­ω­φό­ρος, θά μέ κό­ψουν τά αὐ­το­κί­νη­τα” –ἔρ­χον­ταν ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο ἀ­πά­νω, ἔρ­χον­ταν ἀπ᾽ τήν Τερ­ψι­θέ­α τά τράμ καί τά αὐ­το­κί­νη­τα– “θά μέ κό­ψουν τά αὐ­το­κί­νη­τα”. “Μή φο­βᾶ­σαι, λέ­ει, ἔ­λα”. Τε­λι­κά μέ δυ­σκο­λί­α πέ­ρα­σα, κόν­τε­ψαν νά μέ κό­ψουν, ἕ­να μέ πά­τη­σε στό πα­πού­τσι. Πῆ­γα, λοι­πόν, ἔ­βα­λα με­τά­νοι­α, τοῦ φί­λη­σα τό χέ­ρι. Μοῦ λέ­ει:

— Ὅ­ταν βλέ­πης πα­πά, νά τοῦ φι­λή­σης τό χέ­ρι, γιά νά παίρ­νης εὐ­λο­γί­α. Τοῦ λέ­ω:

— Πά­τερ, καί ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ἀ­πό οἰ­κο­γέ­νεια πνευ­μα­τι­κή καί τό σό­ϊ μας ἀ­πό γε­νε­ές γε­νε­ῶν ἦ­ταν ὅ­λο ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι στήν Μι­κρά Ἀ­σί­α.

»Κά­πο­τε, ἐρ­χό­μου­να ἀ­πό τήν Ἀ­νω­τέ­ρα Στρα­τι­ω­τι­κή Δι­οί­κη­ση, εἶ­χα πά­ει κά­τι ἔγ­γρα­φα, καί κά­τω στόν ἠ­λε­κτρι­κό στό Μο­να­στη­ρά­κι βλέ­πω τόν μα- ­κα­ρί­τη, τόν ἀ­εί­μνη­στο τόν Δε­σπό­τη τῶν Κα­λα­βρύ­των τόν Γε­ώρ­γιο. Ἐ­γώ τόν γνώ­ρι­σα, εἶ­χε αὐ­τός τό ἐγ­κόλ­πιο ἀ­πό μέ­σα, ἀλ­λά ἐ­γώ τόν γνώ­ρι­σα, για­τί πή­γαι­να στήν ἐκ­κλη­σί­α στό Ἱ­ε­ρό καί τόν γνώ­ρι­σα ὅ­ταν ἦ­ταν στόν Πει­ραι­ᾶ πρίν γί­νη Δε­σπό­της. Λέ­ω, “θά μπῶ καί ἐ­γώ στό τραῖ­νο νά πιά­σω μιά θέ­ση, νά τήν προ­σφέ­ρω στόν Δε­σπό­τη”, ἄν καί ντρε­πό­μου­να νά σπρώ­ξω τόν κό­σμο νά μπῶ μέ­σα στό τραῖ­νο. Μπῆ­κα τε­λι­κά μέ­σα, βρῆ­κα μιά θέ­ση, κά­θο­μαι, ὁ Δε- σπό­της πῆ­γε νά πια­στῆ ἀ­πό κά­τι λου­ριά πού εἶ­χε ἐ­κεῖ καί κόν­τε­ψε νά πέ­ση πά­νω στόν κό­σμο καί λέ­ει ὁ εἰ­σπρά­κτωρ: “Μί­α θέ­ση γιά τόν Δέ­σπο­τα”. Μί­α κυ­ρί­α εἶ­χε δύ­ο μι­κρά τό ἕ­να ἀ­πό δε­ξιά τό ἄλ­λο ἀ­πό ἀ­ρι­στε­ρά. Λέ­ει (ξα­νά ὁ εἰ­σπρά­κτωρ) :

— Μαν­τάμ–μαν­τάμ, σέ πα­ρα­κα­λῶ, μιά θέ­ση γιά τόν Δέ­σπο­τα.

— Τήν πλη­ρώ­νω ἐ­γώ, κύ­ρι­ε εἰ­σπρά­κτορ, τήν θέ­ση, τοῦ ἀ­πάν­τη­σε.

— Ἔ! βάλ­το τό ἕ­να τό παι­δά­κι πά­νω στήν πο­διά σου, τῆς λέ­ει, νά κα­θή­ση καί ὁ Δέ­σπο­τας.

— Δέν πει­ρά­ζει, δέν πει­ρά­ζει, εἶ­πε ὁ Δε­σπό­της.

— Ὁ­ρί­στε, λέ­ω τό­τε ἐ­γώ, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, κα­θῆ­στε.

»Μέ κοίτα­ξε αὐ­τός κα­λά–κα­λά, με­τά μοῦ λέ­ει:

— Βρέ, στρα­τι­ώ­τα, ἐ­σύ εἶ­σαι ἀ­δύ­να­τος, λε­πτός ἄν­θρω­πος καί κου­ρα­σμέ­νος, κά­θη­σε στρα­τι­ώ­τα μου ἐ­σύ.

— Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, τήν θέ­ση τήν πῆ­ρα γιά σᾶς. Τήν εὐ­χή σας, ὁ­ρί­στε κα­θῆστε. Ἔ­βα­λα μιά με­τά­νοι­α, τοῦ φί­λη­σα τό χέ­ρι καί κά­θη­σε ὁ Δε­σπό­της.

»Ἔ­τσι ἔ­μα­θα ἀ­πό τούς γο­νεῖς μου. Ἔ­τσι πέ­ρα­σα στήν Ἀ­θή­να, μέ τούς πα­πᾶ­δες καί μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α, τί­πο­τα ἄλ­λο, καί τήν ὑ­πη­ρε­σί­α μου ὡς στρα-­τι­ώ­της. Ἀλ­λά δέν μ᾽ ἀ­δί­κη­σε ὁ Θε­ός⋅ 36 μῆ­νες μέ φύ­λα­γε τό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ».

 

ιβ΄. Ὁ Δι­οι­κη­τής του

ό δα­κτυ­λά­κι τοῦ Δι­οι­κη­τῆ μου τό ᾽­χω (μέ­χρι) σή­με­ρα καί τό θυ­μιά­ζω, (ἐ­πει­δή) ἔ­γρα­φε τίς ἄ­δει­ες ἐ­ξό­δου μου, γι­ά νά πη­γαί­νω στήν Ἐκ­κλη­σί­α νά κοι­νω­νῶ καί νά ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­μαι. Ὁ Δι­οι­κη­τής μοῦ ᾽λε­γε: ”Σέ ὑ­πο­στη­ρί­ζω ἀ­πό συμ­φέ­ρον, γι­ά νά μέ μνη­μο­νεύ­ης, ὅ­ταν πε­θά­νω­”. Ἔ­παιρ­νε φτω­χο­κό­ρι­τσα, τούς ἔ­βα­ζε λε­φτά στήν Τρά­πε­ζα, τά μά-­θαι­νε δου­λειά, τά  κα­λο­τά­ϊ­ζε, τά κα­λο­πάν­τρευ­ε, τά ἀ­πο­κα­θι­στοῦ­σε. Τέ­τοι­α ἔ­κα­νε».

ιγ΄. Μακαρία ἁπλότης

ά σᾶς πῶ τώ­ρα τί ἁ­πλό­τη­τα εἴ­χα­με ἐ­κεῖ­να τά χρό­νια; Θά γε­λά­σε­τε. Μοῦ λέ­ει κά­πο­τε ὁ Δι­οι­κη­τής μου –ἦ­ταν Συν­ταγ­μα­τάρ­χης– “δέν μοῦ λές, παι­δί μου, Ἰ­ά­κω­βε, τί ὥ­ρα εἶ­ναι;”. Τώ­ρα ἐ­γώ πού δέν ἤ­ξε­ρα τήν ὥ­ρα τί νά τοῦ πῶ; Γιά νά μήν τοῦ πῶ ὅ­τι δέν ξέ­ρω, σκέ­φθη­κα ἄς τοῦ πῶ μιά ὥ­ρα (καί) αὐ­τός θά κοι­τά­ξη τό ρο­λό­ϊ. Κοι­τά­ζω, βλέ­πω δύ­ο δείχτες. Ὁ με­γά­λος (πού) λέ­ει τήν ὥ­ρα καί ὁ μι­κρός (τά λε­πτά).

— Ἡ ὥ­ρα εἶ­ναι τέσ­σε­ρις.

— Πά­ρε τό κο­ρί­τσι, μοῦ λέ­ει, νά μᾶς πῆ τήν ὥ­ρα.

— Μέ κο­ρί­τσια ἐ­γώ δέν μι­λά­ω, κύ­ρι­ε Συν­ταγ­μα­τάρ­χα. Ἐ­γώ ἔ­χω προ­ο­ρι­σμό, θά πά­ω στό Μο­ναστή- ρι, ἐ­γώ ἀ­πό παι­δί μέ κο­ρί­τσια δέν μι­λά­ω.

— Κα­λά, μοῦ λέ­ει, πά­ρε τό 14 στό τη­λέ­φω­νο. (Αὐ- τός ἦ­ταν ὁ ἀ­ριθ­μός γιά τήν ὥ­ρα).

»Παίρ­νω καί λέ­ει ἀ­πό μέ­σα μιά λε­πτή κο­ρι­τσί­στι­κη φω­νή εἴ­κο­σι. Τό πα­ρα­τά­ω ἀ­μέ­σως κά­τω.

— Τί εἶ­πε, μοῦ λέ­ει ὁ Δι­οι­κη­τής, τό κο­ρί­τσι;

— Μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, κύ­ρι­ε Δι­οι­κη­τά, μιά κο­πέλ­λα φώ­να­ξε εἴ­κο­σι.

»Κα­τά­λα­βε αὐ­τός ὅ­τι ἡ ὥ­ρα ἦ­ταν 8.00΄. Καί πό­σα καί πό­σα (ἄλ­λα τέ­τοι­α γε­γο­νό­τα!).

»Ἀλ­λά ἐ­κεῖ­να τά χρό­νια μπο­ρεῖ νά ἤ­μα­σταν ἁ­πλά παι­διά καί φτω­χοί ἄν­θρω­ποι ἀλ­λά εἴ­χα­με τι­μή καί ἠ­θι­κή. Ὅ,τι μᾶς λέ­γαν οἱ γο­νεῖς μας τό κά­ναμε».

ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ   ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ  4

ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 28-32

Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα