Γεωργίου Παρούτογλου
φιλολόγου – ἱστορικοῦ
Τά τραγικά γιά τόν Ἑλληνισμό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τόν Πόντο γεγονότα, ὁδήγησαν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά στείλη ἱκανούς ἀρχιερεῖς του σέ διάφορες δύσκολες ἀποστολές. Ἔτσι τό 1918, ἀναθέτει στόν δραστήριο ἐπίσκοπο Σεβαστείας Γερβάσιο Σουμελίδη τήν περισυλλογή τῶν ἐφήβων χριστιανῶν τῶν ἐργαζομένων σέ τουρκικές οἰκογένειες καί στήν συνέχεια (τό 1919) θά ἀναλάμβανε τήν διαποίμανση καί τήν διακυβέρνηση τῶν χριστιανῶν τῆς Μητροπόλεως Κολωνίας.
Εὑρισκόμενος ἐκεῖ, κατά τήν κάθοδο τοῦ Κεμάλ στήν Ἄγκυρα, μεταφέρθηκε στήν Καισάρεια (τῆς ὁποίας ὁ Μητροπολίτης Νικόλαος Σακκόπουλος βρισκόταν στήν Κωνσταντινούπολη ἐκτελώντας χρέη Συνοδικοῦ ἀρχιερέως τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου) μαζί μέ τούς ἄλλους Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς, δηλαδή τόν Μητροπολίτη Ἰκονίου Προκόπιο Λαζαρίδη καί τόν Ἐπίσκοπο (καί ἀργότερα Τιτουλάριο Μητροπολίτη) Πατάρων Μελέτιο Χρηστίδη. Μέ αὐτούς συνεργάσθηκε γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν δυσχερῶν προβλημάτων τῶν χριστιανῶν τῆς ἐνδότερης Μικρᾶς Ἀσίας καί τοῦ Πόντου.
Τήν περίοδο ἐκείνη ὁ Ἰκονίου Προκόπιος Λαζαρίδης ζοῦσε ἐξόριστος στό Ἐρζερούμ, ὁ Πατάρων Μελέτιος Χρηστίδης στήν Ἀττάλεια, ὁ Ροδοπόλεως Κύριλλος Χατζηπαπαδημητρίου στήν Μάτσκα (Τζεβιζλίκ) καί ὁ Σεβαστείας Γερβάσιος Σουμελίδης στήν Νικόπολη (Καραχισάρ – Σαρκῆ), μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποστοῦν ἐξορίες, αἰχμαλωσίες, κινδύνους, κακώσεις, περιπέτειες καί ἄλλα δεινά Αἰτία ὅλων τῶν ἀνεκδιηγήτων βασάνων πού ὑπέστησαν οἱ Ἱεράρχες αὐτοί, ἦταν ἡ ἵδρυση Τουρκορθοδόξου Ἐκκλησίας στά ἐνδότερα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀνεξάρτητης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καί Αὐτοκέφαλης πού προξένησε μεγάλη ἀναστάτωση καί δημιούργησε πολλά προβλήματα.
Ἀρχομένου τοῦ ἔτους 1920, στό μή ὑπό τῶν συμμάχων κατεχόμενο τμῆμα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τοῦ Πόντου, βρίσκονταν οἱ Μητροπολῖτες Ἰκονίου Προκόπιος Λαζαρίδης, Ροδοπόλεως Κύριλλος Χατζηπαπαδημητρίου – Ἰωάννου, Χαλδίας Λαυρέντιος Παπαδόπουλος καί οἱ Ἐπίσκοποι Ἀπολλωνιάδος Ἰωακείμ Σιγάλας, Ζήλων Εὐθύμιος Ἀγριτέλλης, Πατάρων Μελέτιος Χρηστίδης, Σεβαστείας Γερβάσιος Σουμελίδης καί Ἀριστείας Ἱερόθεος Χριστοδουλίδης, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ Μητροπολίτης Χαλδίας Λαυρέντιος καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος Ἰωακείμ, πέτυχαν νά ἀποχωρήσουν ἀπό ἐκεῖ καί νά μεταβοῦν στήν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπό τουρκικῆς πλευρᾶς, περί τό τέλος τοῦ 1920, ἀφοῦ ἐπικράτησε πλήρως ὁ Κεμάλ, μετά τήν καταστολή τοῦ κινήματος ἐναντίον του ἀπό τόν Μολλᾶ Ἰκονίου Χεμκέρ Ὀγλού, μετέφερε τήν ἕδρα του ἀπό τό Ἐρζερούμ στήν Ἄγκυρα. Ἐκεῖ ἐπειδή θεώρησε τόν Μητροπολίτη Ἰκονίου Προκόπιο Λαζαρίδη συνεργάτη τοῦ ἀντιπάλου του, τόν συνέλαβε, τόν φυλάκισε καί μετά τόν ἐξόρισε στό Ἐρζερούμ, ὑπομένοντα παντοειδῆ βάσανα. Ἐκ παραλλήλου ἐμφανίζεται στήν σκηνή ὁ παπα–Εὐθύμιος. Αὐτός γεννημένος στό Ἂκ Ντάγ Μαντέν τῆς Μητροπόλεως Χαλδίας, μετά τήν εἴσοδό του στίς τάξεις τοῦ κλήρου, χειροτονημένος πρεσβύτερος τό 1918 ἀπό τόν Μητροπολίτη Καισαρείας Νικόλαο Σακκόπουλο, πρωτοστάτησε στήν ἵδρυση τῆς «Αὐτοκεφάλου Τουρκορθοδόξου Ἐκκλησίας», στήν ὁποία ἐνεπλάκησαν μοιραία καί ἀπό βέβαιη ἀνάγκη πρός διάσωση τοῦ χριστιανικοῦ ἑλληνισμοῦ οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς, Ἰκονίου Προκόπιος, Πατάρων Μελέτιος καί Σεβαστείας Γερβάσιος. Τό φρόνημα καί τῶν τριῶν Ἀρχιερέων, παρά τίς ταλαιπωρίες καί τίς ἐπικίνδυνες περιπέτειες γιά τήν ζωή τους, δέν κάμφθηκε στό ἐλάχιστο, ἐνῶ ἀμείωτος παρέμεινε ὁ σεβασμός, ἡ ἀφοσίωση, ἡ προσήλωση καί ἡ ἀγάπη πρός τήν κατ᾿ Ἀνατολάς Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία.
Ἀπό αὐτούς ὁ Πατάρων Μελέτιος κατηγορήθηκε ἀπό τούς Τούρκους καί τούς Ἰταλούς πού βρίσκονταν στήν Ἀττάλεια ὅτι δῆθεν βρισκόταν σέ συνεννόηση μετά τῶν ἁρμοδίων ἑλληνικῶν ἁρμοστῶν Κωνσταντινουπόλεως καί Σμύρνης καί μέ τόν Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο καί παραπέμφθηκε σέ δίκη. Στήν ἀρχή καταδικάσθηκε σέ θάνατο ἀπό τό Τουρκικό Δικαστήριο Ἀνεξαρτησίας. Ἡ ποινή ἀργότερα μετατράπηκε σέ ἐξορία. Μετά τήν ἀπόφαση αὐτή ὁ Πατάρων Μελέτιος, στίς 9 Ἰανουαρίου 1921, μέ συνοδεία χωροφυλάκων μεταφέρθηκε ἀπό τήν Ἀττάλεια στίς φυλακές τοῦ Βουρδουρίου καί ἀπό ἐκεῖ τέθηκε σέ αὐστηρό περιορισμό στό τουρκικό χωριό Τιφενῆ. Τελικά ὅμως δέν πραγματοποιήθηκε αὐτός ὁ περιορισμός ἀφ᾿ ἑνός μέν λόγῳ ἀσθενείας του καί ἀφ᾿ ἑτέρου λόγῳ εὐμενοῦς ὑπέρ αὐτοῦ ἐπεμβάσεως τοῦ ἰσχυροῦ κεμαλικοῦ παράγοντος Μπεκίρ Σαμῆ, ὁ ὁποῖος διέταξε τήν ἀποφυλάκιση του καί τήν παραμονή του μέχρι τίς 18 Μαΐου τοῦ ἰδίου ἔτους στήν οἰκία τοῦ ἱερέα Κωνσταντίνου Ἰωακειμίδη.
Κατά τόν χρόνο τοῦτο ἡ Κεμαλική κυβέρνηση διέταξε τήν ἐξορία τῶν χριστιανῶν τῶν περιοχῶν Σπάρτης (Πισιδίας), Βουρδουρίου, Μάκρης καί Ἰκονίου, στά ἐνδότερα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἡ διαταγή ἀφοροῦσε καί τόν Πατάρων Μελέτιο, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στίς 25 Ἰουνίου 1921 στό Ἄκ Σεράϊ καί στήν συνέχεια στήν Καρβάλη (Γκέλβερι). Ἐκεῖ παρέμεινε σέ πλήρη ἀπομόνωση μέχρι τίς 15 Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἀπό ἐκεῖ μέσῳ Καισαρείας καί Σεβαστείας ἔφθασε στήν Μαλάτεια, ἐπικοινωνώντας μέ τούς ἐκεῖ χριστιανούς πρός ἁγιασμό, χάριν τῶν ὁποίων λειτούργησε κατά τίς ἑορτές τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1921 καί τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1922.
Ἡ ἐκλογή τοῦ Μελετίου Μεταξάκη ὡς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στίς 25 Νοεμβρίου 1921, θεωρήθηκε ἀπό τήν Κεμαλική κυβέρνηση ὡς πρόκληση κατ᾿ αὐτῆς. Ἔτσι μέ διαταγή ἀπαγόρευσε στούς ἀρχιερεῖς καί τούς κληρικούς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας νά μνημονεύουν τό ὄνομα τοῦ νέου Πατριάρχου. Ἐπί πλέον ἀνέθεσε στόν Μπαχᾶ Βέη, ἄλλοτε διευθυντῆ τῶν θρησκευτικῶν ὑποθέσεων τοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, τήν διενέργεια τῶν δεόντων πρός συγκρότηση Ἐθνοσυνελεύσεως στήν Καισάρεια γιά νά ἐκπονηθῆ τό τελικό σχέδιο γιά ἵδρυση Αὐτονόμου Τουρκορθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἀποκήρυξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία θά γινόταν μόνο μέ τούς εὑρισκομένους ἐκεῖ ἀρχιερεῖς καί μέ ἄλλους νέους πού θά χειροτονοῦνταν.
Γιά τήν πραγμάτωση τοῦ σχεδίου αὐτοῦ, κατά τόν Φεβρουάριο τοῦ 1922, δόθηκαν τηλεγραφικῶς ἐντολές στούς νομάρχες στίς περιφέρειες τῶν ὁποίων βρίσκονταν οἱ τρεῖς αὐτοί ἀρχιερεῖς, δηλαδή ὁ Μητροπολίτης Ἰκονίου Προκόπιος καί οἱ Ἐπίσκοποι Πατάρων Μελέτιος καί Σεβαστείας Γερβάσιος. Ἡ ἐντολή ἦταν, οἱ τρεῖς αὐτοί ἀρχιερεῖς νά συναντηθοῦν στήν Καισάρεια καί νά ἐπιληφθοῦν αὐτοπροσώπως τήν ἵδρυση τῆς Τουρκορθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀντιλαμβάνεται κανείς σέ ποιά δυσχερεστάτη θέση περιῆλθαν οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔτσι βρέθηκαν πρό σκληροτάτου διλήμματος: ἤ νά ἀπειθήσουν πρός αὐτήν τήν ἐντολή ἀναλαμβάνοντας βαρύτατες εὐθῦνες καί γιά τούς ἑαυτούς τους, ἀλλά πρό πάντων γιά τίς χιλιάδες τῶν χριστιανῶν ἤ νά ὑποκύψουν πρός αὐτήν ἐρχόμενοι ἀσφαλῶς ἀντιμέτωποι πρός τήν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία.
Τήν στιγμή αὐτή παρουσιάζεται ὁ παπα–Εὐθύμιος πού πίστευε πώς μόνον αὐτός τυγχάνει ὁ ἐκπρόσωπος καί γενικός ἐπίτροπος ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς καί ἐνεργώντας πάνω ἀπό τήν Σύνοδο, προέβη σέ μεταθέσεις ἀρχιερέων: τόν Μητροπολίτη Ἰκονίου Προκόπιο μετέθεσε στήν Μητρόπολη Χαλδίας, τόν Μητροπολίτη Ροδοπόλεως Κύριλλο πού ἦταν ἔγκλειστος στίς φυλακές Λιβερᾶς καί μετά τῆς Τραπεζούντας μετέθεσε στήν Μητρόπολη Κολωνίας, τόν Ἐπίσκοπο Πατάρων Μελέτιο προήγαγε σέ Μητροπολίτη Καισαρείας καί τόν Ἐπίσκοπο Σεβαστείας προήγαγε σέ Μητροπολίτη Ἀγκύρας. Οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς, δηλαδή Ἰκονίου, Πατάρων καί Σεβαστείας, πρίν φθάσουν στήν Καισάρεια συναντήθηκαν στήν Σεβάστεια. Ἀπό ἐκεῖ ὁ Ἰκονίου Προκόπιος μέ ἔγγραφό του παρακάλεσε τήν Κεμαλική κυβέρνηση νά τόν ἐπιτρέψη νά πάη στήν Ἄγκυρα γιά νά συνεννοηθῆ γιά τήν ἐπίλυση σοβαρῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Τό αἴτημά του ἔγινε ἀποδεκτό καί ἔτσι πῆγε στήν Ἄγκυρα καί συναντήθηκε μέ τόν Σεβαστείας, ἐνῶ ὁ Πατάρων βρισκόταν στήν Καισάρεια.
Ἔπειτα ἀπό πολλές περιπέτειες καί διακυμάνσεις τοῦ ζητήματος τῆς ἱδρύσεως ἀνεξαρτήτου Τουρκορθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ τρεῖς παραπάνω ἀρχιερεῖς συναντήθηκαν στήν Καισάρεια καί ἀφοῦ ἐκτίμησαν καί στάθμισαν τήν θλιβερή καί ἄκρως ἐπικίνδυνη θέση, στήν ὁποία βρίσκονταν οἱ χριστιανοί τῆς Ἀνατολῆς καί πρός καθησυχασμό τῆς Κεμαλικῆς κυβερνήσεως πού ἀπαιτοῦσε ἔμπρακτη ἀπόδειξη τῆς ἀποδοχῆς τῶν ἐντολῶν της, κατόπιν πολυημέρων συσκέψεων καί διαβουλεύσεων, προέβησαν στήν ἐκλογή τοῦ ἄλλοτε ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ταξιαρχῶν Καισαρείας καί ἐφημερίου τοῦ ὁμωνύμου χωριοῦ Ταξιάρχης ἱερέως Κωνσταντίνου Παπαδοπούλου ὡς Μητροπολίτου Ἀγκύρας. Ἡ χειροτονία ἔγινε τόν Ἰανουάριο 1923 στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Νικολάου Καισαρείας, ἐν μέσῳ ἐνθουσιασμένου κόσμου. Τό ἔγκυρο τῆς χειροτονίας ἀνεγνώρισε ἐκ τῶν ὑστέρων τό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο περιορίσθηκε μόνον στόν ὑποβιβασμό του στόν βαθμό τοῦ ἐπισκόπου, ὑπό τόν τίτλο Ἀμφιπόλεως. Ἔτσι ἔστω καί μέ τήν τυπική καί ἀνώμαλη αὐτή πράξη τους, οἱ ἀρχιερεῖς αὐτοί προφύλαξαν τούς χριστιανούς τῆς περιοχῆς ἐκείνης ἀπό σοβαρότατες, καταστρεπτικές καί ἐξοντωτικές συνέπειες, ἐλπίζοντας ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό πού ἐνήργησαν θά μεταστρέφονταν ἐπί τό εὐνοϊκώτερο οἱ διαθέσεις τῆς κυβερνήσεως ἔναντι τῶν χριστιανῶν. Ἐπί πλέον πίστευαν ὅτι ἔτσι θά ἀποφυλακίζονταν ὁ Μητροπολίτης Ροδοπόλεως Κύριλλος καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἀριστείας Ἱερόθεος πού ἦταν ἔγκλειστος στίς φυλακές τῆς Ἀμασείας, κατόπιν συκοφαντίας.
Πρός διευκόλυνση μάλιστα τῆς ἀποφυλακίσεώς του, τόν ἀνέδειξαν Μητροπολίτη Νεοκαισαρείας. Μετά ἀπό ὅλα αὐτά ὁ νέος Μητροπολίτης Ἀγκύρας Κωνσταντῖνος, πῆρε ἐντολή νά μεταβῆ στήν ἕδρα του καί νά ἀναλάβη τά καθήκοντά του. Οἱ τρεῖς ἀρχιερεῖς ἐπέστρεψαν στό Ζιντζῆ Ντερέ, στήν Ἱερατική Σχολή Καισαρείας «διαβιοῦντες ἐν λιμῷ καί παντοειδεῖ στερήσει», ἀναμένοντας τήν εὐνοϊκή ἔκβαση καί ἐπίλυση τοῦ πολεμικοῦ δράματος, χωρίς πλέον νά γίνεται οὐδεμία περαιτέρω σκέψη καί συζήτηση περί ἱδρύσεως Τουρκορθοδόξου Ἐκκλησίας. Στίς 12 Μαρτίου 1923, μετά ἀπό ἀλλεπάλληλες ἐξορίες, κοπώσεις, ψυχικές καί σωματικές περιπέτειες, καταδιώξεις, παντοειδεῖς στερήσεις, βαθυτάτη πικρία καί ἀσθένειες, ἀποθνήσκει στήν ἀνωτέρω Ἱερατική Σχολή ὁ Μητροπολίτης Ἰκονίου Προκόπιος. Ἡ κηδεία του ἔγινε μέ τιμές στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καισαρείας, ἐν μέσῳ βαθυτάτου πένθους καί θρήνων γιά τήν ἀπώλεια ἑνός τέτοιου εὐφυοῦς Ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος κατά τήν περίοδο τῶν ὀδυνηρῶν συνεπειῶν γιά τούς χριστιανούς τῆς ἐνδότερης Μικρᾶς Ἀσίας ἐπέδειξε φρόνηση καί διπλωματική εὐστροφία, μέ ἀποτέλεσμα νά τούς περισώση ἀπό βέβαιο θάνατο.
Συντετριμμένοι οἱ ἄλλοι δύο Ἐπίσκοποι Πατάρων καί Σεβαστείας γιά τήν ἀπώλεια τέτοιου «συνετοῦ καί διπλωματικωτάτου» Ἀρχιερέως, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ζιντζῆ Ντερέ «μοιρολατρικῶς πλέον ἀναμένοντες τήν ἐξέλιξιν τῆς καταστάσεως, μή ἐνοχλούμενοι πλέον ὑπό τῆς Κεμαλικῆς κυβερνήσεως, ὑστερούμενοι ὅμως τῶν πάντων, πολλάκις δέ καί αὐτοῦ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου». Μετά τήν ὑπογραφεῖσα σύμβαση, κατά τό ἔτος 1924, μεταξύ Ἑλλάδος καί Τουρκίας περί ἀνταλλαγῆς τῶν πληθυσμῶν, στόν Σεβαστείας Γερβάσιο ἀνατέθηκε νά περισυλλέξη ἐκ τῶν ὁμογενῶν Κοινοτήτων τά ἐκκλησιαστικά κειμήλια. Στό ἔργο του αὐτό ὁ Ἐπίσκοπος Γερβάσιος δέν συνάντησε καμμιά κυβερνητική ἀντίδραση. Ἀπεναντίας εἶχε τήν ἐνίσχυση καί τήν ὑποστήριξη αὐτῆς. Ἔτσι ὁ Σεβαστείας Γερβάσιος, ἀφοῦ ἐκπλήρωσε τήν ἐντολή πού τοῦ δόθηκε καί συγκέντρωσε τά ἐκκλησιαστικά κειμήλια, ἀποφάσισε νά ἀναχωρήση μετά τῶν ἀνταλλαξίμων προσφύγων. Προτοῦ ὅμως ἐγκαταλείψει τό τουρκικό ἔδαφος, μέ ἔμπιστο πρόσωπό του ἀπέστειλε στόν νομάρχη Καισαρείας τά κλειδιά τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μέ τήν παράκληση νά μήν βεβηλωθοῦν οἱ τάφοι τῶν Ἀρχιερέων πού βρίσκονταν στόν περίβολο τοῦ Ναοῦ.
Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1924, ὁ Σεβαστείας Γερβάσιος ἀναχώρησε ἀπό τήν Καισάρεια συνοδεύοντας πολλά κιβώτια κειμηλίων καί ἔφθασε στόν Πειραιᾶ πρόσφυγας καί αὐτός, ὅπως καί πολλές ἄλλες
χιλιάδες Ἑλλήνων. Ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος τόν διώρισε Ἀρχιερατικό Ἐπίτροπο Νικαίας, ὅπου καί ἐγκαταστάθηκε ἀπό τήν ἄφιξή του στόν Πειραιᾶ. Ἐργάσθηκε μέ ζῆλο καί ἐνδιαφέρον γιά τούς πρόσφυγες μέ ἀνοικοδόμηση ἐκκλησιῶν καί σχολείων, καί μέ τήν ἀποκατάσταση τῶν προσφύγων σέ οἰκίες. Στίς 12 Φεβρουαρίου 1934 ἐξελέγη ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας Μητροπολίτης Γρεβενῶν. Ὁ Πατάρων Μελέτιος μετά ἀπό ἀπερίγραπτες στερήσεις καί κινδύνους, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1924, ἔφθασε κι αὐτός πρόσφυγας στήν Ἑλλάδα καί ἐγκαταστάθηκε στόν προσφυγικό οἰκισμό Ποδαρᾶδες (μετέπειτα Νέα Ἰωνία), ὅπου εἶχαν ἐγκατασταθῆ οἱ περισσότεροι ἀπό τούς συμπατριῶτες του. Ἐκεῖ ἐργάστηκε ἄοκνα γιά τήν ἀνακούφιση τοῦ πονεμένου ποιμνίου του. Ἵδρυσε Σχολεῖο γιά τά ἐργαζόμενα παιδιά, στήν πείνα τοῦ 1941 λειτούργησε συσσίτια πού πρόσφεραν καθημερινά 15.000 μερίδες φαγητοῦ καί τόσα ἄλλα. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1961, μέ τήν συμπλήρωση 50 χρόνων ἀρχιερωσύνης τοῦ Ἱεράρχου, γιά νά τόν τιμήση, ἀνύψωσε τήν Ἐπισκοπή Πατάρων σέ Μητρόπολη καί τόν Ἐπίσκοπο Μελέτιο σέ Μητροπολίτη Πατάρων.
Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, τήν 25η Μαρτίου τοῦ 1963, σέ μία συγκινητική τελετή βράβευσε τόν Ἱεράρχη καί στό πρόσωπό του τούς ἀφανεῖς ἥρωες τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ μεγάλος αὐτός ἄνδρας τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετώπισε καρτερικά διωγμούς καί ἐξορίες. Ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά γεράση ἐντός τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ἀπό παιδικῆς ἡλικίας ὑπηρέτησε. Ἐκοιμήθη στίς 20 Ἰουλίου 1967. Τά διδάγματα ἀπό τόν βίο του γίνονται γιά μᾶς ἀκόμη πλουσιώτερα, διότι ἐκπροσωπεῖ καί ὑπενθυμίζει τήν ἐκκλησιαστική, τήν ἐκπαιδευτική καί τήν ἐν γένει κοινοτική ζωή τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ.