Περί ἀπογνώσεως (δηλαδή, περί ἀπελπισίας)

Ἐκδόσεις: «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ»
Ἀπόδοση στήν Νεοελληνική: Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος
Τό βιβλίο «ΠΑΝΔΕΚΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ» ἀποτελεῖ ἀποθησαύριση μελετῶν, στό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται τό πνεῦμα τῶν ἁγίων Γραφῶν γιά κάθε ἀρετή καί κακία μέσα σέ 130 Κεφάλαια. Γράφτηκε ἀπό τόν Μοναχό Ἀντίοχο τόν Πανδέκτη (τόν ἐκ Γαλατίας) καί ἐκδόθηκε μέ τήν ἐγγυητική σφραγίδα καί ὑπογραφή τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Ὅμως, ἐπειδή καθίσταται δυσανάγνωστο καί δυσνόητο ἀπό τούς περισσότερους χριστιανούς, λόγω τῆς ἀρχαίας πού χρησιμοποιεῖ, δέν κυκλοφορεῖται ὅσο τοῦ ἀξίζει καί παραμένει ἄγνωστο. Ἐμεῖς προσπαθοῦμε, σύν Θεῷ καί στό κατά δύναμη, νά ἀποσπάσουμε ἐπίκαιρα θέματα καί νά τά δημοσιεύσουμε, μεταφέροντάς τα στήν Νεοελληνική. Καί νομίζουμε πώς, μέ τούς καιρούς πού… διατρέχουμε, τό ὡς ἄνω θέμα εἶναι πολύ ἐπίκαιρο καί θά ἀναπαύσει καί θά βοηθήσει πολλές ψυχές.

Ἀπόσπασμα ἀπό τόν 27ο  Λόγο

Τό πάθος τῆς ἀπογνώσεως εἶναι τό φοβερότερο καί πλέον δυσθεράπευτο ἀπό ὅλα τά ἄλλα πάθη πού προηγοῦνται, μέχρι νά πέσει ἡ ψυχή σ` αὐτό. Διότι ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀπιστία καί στήν ἀπελπισία· καί ὡς ἐκ τούτου παραδίνει τόν ἑαυτό του στά χέρια τῶν πονηρῶν δαιμόνων καί καθίσταται γι΄ αὐτούς τροφή καί ἀντικείμενο δαιμονικῆς χαρᾶς. Ὅπως ἀντιθέτως ὁ πιστός, ὁ ὁποῖος ἐλπίζει, εἶναι τροφή τοῦ Χριστοῦ «διότι, λέει, δική μου πολυτιμότατη τροφή εἶναι νά πράττω τό θέλημα Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μέ ἔστειλε, τοῦ Πατέρα μου» (Ἰω. 4,34). Θέλημα δέ τοῦ Πατέρα του εἶναι τό νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι καί τοῦ πονηροῦ καί ἀνθρωποκτόνου διαβόλου τό θέλημα εἶναι νά φέρει τόν ἄνθρωπο στήν ἀπόγνωση καί νά τόν ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια, στόν πνευματικό θάνατο.

Ἐμεῖς λοιπόν, πού ντυθήκαμε τόν Χριστό καί εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του καί ἀκοῦμε ἀπ΄ αὐτόν νά λέει ὅτι «ἐγώ δέν ἦλθα νά καλέσω ἐκείνους πού νομίζουν τόν ἑαυτό τους δίκαιο, ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς, γιά νά τούς ὁδηγήσω στήν μετάνοια καί τήν σωτηρία» (Ματθ.  9,13), ἄς ἀγωνιστοῦμε μέ τήν μετάνοια, ὥστε νά ἐξευμενίσουμε τόν ἀμνησίκακο Θεό μας, γιά νά μήν ἀκούσουμε ἀπό τόν Ἱερεμί· «Μήπως ἐκεῖνος πού πέφτει, δέν σηκώνεται; Μήπως ἐκεῖνος πού χάνει τόν δρόμο του καί παραπλανᾶται, δέν προσπαθεῖ νά ἐπιστρέψει;» (Ἱερ. 8, 4). Καί πάλι· «Δέν ὑπάρχει λοιπόν ἰαματικό βάλσαμο στήν χώρα Γαλαάδ ἤ δέν βρίσκεται ἐκεῖ γιατρός; Διότι αὐτός ὁ λαός μου παραπλανᾶται σέ μίαν ἀδιάντροπη ἀπομάκρυνση ἀπό μένα» (Ἱερ. 8, 22) .

Ἔχοντας λοιπόν ἐμεῖς, ἀδελφοί, τόν Θεό συμπαραστάτη καί βοηθό, ἄς προσκολληθοῦμε κατά πάντα ἐπάνω Του καί ποτέ νά μήν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ΄ αὐτόν· «Πλησιάστε κοντά μου, λέει,  καί ἐγώ θά πλησιάσω κοντά σας» (Ἰακ. 4, 8)· διότι αὐτός νοιάζεται γιά μᾶς, καθώς μᾶς ἐξαγόρασε μέ τό ἴδιο Του τό αἷμα. Εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μεγαλοφυοῦς καί γενναίας ψυχῆς τό νά μήν ἀπελπίζεται σέ καμιά ἀπό τίς ὁποιεσδήποτε συμφορές πού θά τήν βροῦν. Διότι «τόπος δοκιμασιῶν καί θλίψεων εἶναι ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ πάνω στή γῆ» (Ἰώβ, 7, 1). Ἀλλά ἐμεῖς νά μήν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τόν Κύριο, μέχρι νά δώσει ἐκεῖνος τήν ἐντολή νά φύγουν ἀπό πάνω μας οἱ πειρασμοί καί ἔτσι νά ἐπιστρέψουμε ξανά στήν ἀληθινή ζωή μέ τήν ὑπομονή καί τήν σταθερή ἀπάθεια. Διότι εἶναι πολύ χειρότερο τό νά ἀπελπίζεται κανείς ἀπό τό νά ἁμαρτάνει. Ὁ Ἰούδας ὁ προδότης ἦταν μικρόψυχος καί ἄπειρος σέ τέτοιου εἴδους πόλεμο καί γι΄ αὐτό, ὅταν μπῆκε μέσα του ἡ ἀπελπισία, ἔτρεξε ἀμέσως ὁ ἐχθρός καί περιτύλιξε τόν λαιμό του μέ σχοινί καί κρεμάστηκε. Ὁ Πέτρος ὅμως, ἡ στερεά πέτρα, ἀφοῦ περιέπεσε σέ μεγάλη ἁμαρτία, ἐπειδή ἦταν ἐμπειροπόλεμος, δέν ἀπελπίστηκε οὔτε περιέπεσε σέ ἀθυμία, ἀλλά πρόσφερε πολύ πικρά δάκρυα μετάνοιας μέσα ἀπό τήν φλεγόμενη καρδιά του. Καί ὅταν τό εἶδε αὐτό ὁ διάβολος στήν ὄψη τοῦ Πέτρου νά καίγεται σάν ἀπό φωτιά, ἔφυγε γρήγορα μακριά του, ἀλαλάζοντας μέ φοβερές κραυγές.

Μή λοιπόν ἀπελπιζόμαστε μέ τόν ἑαυτό μας, ἀγαπητοί, ἀλλά μᾶλλον παίρνοντας δύναμη καί ἀσφαλιζόμενοι ἀπό τό φῶς τῆς πίστης, νά φωνάζουμε μέ πολύ θάρρος καί ἄνεση πρός τόν πονηρό: «τί σχέση ἔχουμε ἐμεῖς μέ σένα, ἀποξενωμένε τοῦ Θεοῦ καί δραπέτη τῶν οὐρανῶν καί δοῦλε πονηρέ; Ἐσύ δέν ἔχεις κανένα δικαίωμα ἀπέναντί μας. Ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔχει τήν ἐξουσία καί σέ μᾶς καί στά πάντα. Σ΄ Αὐτόν ἁμαρτάνουμε καί σ΄ Αὐτόν θά ἀπολογηθοῦμε. Ἐσύ δέ φύγε μακριά μας, καταστροφέα. Διότι ἐμεῖς ἔχοντας ἐγγυητή τόν Τίμιο Σταυρό Του, πατᾶμε ἐπάνω σέ σένα τό φίδι καί μάλιστα στό κεφάλι σου». Ἔτσι λοιπόν νά ἀντιστεκόμαστε ἐμεῖς πάντοτε στόν ἀντίπαλο, μέ θάρρος καί νά μήν παραδίνουμε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀπόγνωση. Καί, ἄν οἱ δαίμονες, ποῦ παρακάλεσαν τόν Κύριο νά μήν τούς στείλει στήν ἄβυσσο, εἶδαν νά γίνεται δεκτό τό αἴτημά τους, πόσο μᾶλλον θά εἰσακουστεῖ αὐτός ποῦ ἔχει ντυθεῖ τόν Χριστό, παρακαλώντας Τον νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τόν νοητό θάνατο; Μή λοιπόν χάνουμε τήν ἐλπίδα μας, ἀλλά ἄς σταθοῦμε σταθεροί στήν ἐξομολόγηση καί ἄς προσευχηθοῦμε μέ κατάνυξη:

«Δέσποτα, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, Βασιλεῦ τῶν αἰώνων, εὐδόκησε νά ἀνοίξει γιά μένα ἡ θύρα τῆς μετάνοιας, διότι μέ πόνο ψυχῆς σέ ἱκετεύω, ἐσένα τόν ἀληθινό Θεό, τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό φῶς τοῦ κόσμου, νά στρέψεις μέ συμπάθεια τό βλέμμα σου καί μέ τήν θεία σου εὐσπλαχνία καί νά δεχτεῖς τήν παράκλησή μου. Καί νά μήν τήν ἀποστραφεῖς, ἀλλά νά μέ συγχωρέσεις, ἐμένα, ὁ ὁποῖος ἔχω περιπέσει σέ πολλά ἁμαρτήματα. Σκύψε καί ἄκουσε τήν δέησή μου καί συγχώρησέ μου ὅλα, ὅσα κακά διέπραξα ὡς ἄνθρωπος νικημένος ἀπό τήν κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας, πού ἐσύ μοῦ χάρισες. Ποθῶ τήν ψυχική μου γαλήνη καί δέν τήν βρίσκω, διότι δέν μέ ἀφήνει ἡ συνείδησή μου. Περιμένω ὑπομονετικά νά ἔρθει ἡ εἰρήνη καί δέν ὑπάρχει μέσα μου εἰρήνη, ἐξαιτίας τῆς βαθιᾶς κατάπτωσης ἀπό τό πλῆθος τῶν πολλῶν μου ἁμαρτημάτων. Ἄκουσε, Κύριε, τήν καρδιά μου πού σοῦ φωνάζει καί μήν λάβεις ὑπόψη σου τά φαῦλα μου ἔργα. Ἀλλά σκύψε ἐπάνω στόν πόνο τῆς ψυχῆς μου καί θεράπευσέ με γρήγορα, πού εἶμαι βαριά τραυματισμένος. Καί χάρισέ μου χρόνο γιά μετάνοια, σύμφωνα μέ τήν χάρη τῆς φιλανθρωπίας σου, σῶσε με  δέ, ἀπό τά ἀτιμότατα ἔργα πού διέπραξα. Μήν μοῦ τά ἀνταποδώσεις οὔτε νά θελήσεις νά μέ τιμωρήσεις ἀνάλογα μέ τά ὅσα ἔπραξα, γιά νά μήν ὁδηγηθῶ στήν ὁριστική ἀπώλεια. Ἄκουσέ με, Κύριε, πού βρίσκομαι σέ ἀπόγνωση. Διότι ἐγώ, πού ἀπογυμνώθηκα ἀπό κάθε προθυμία καί σκέψη γιά νά διορθώσω τόν ἑαυτό μου, προσπίπτω στήν εὐσπλαχνία σου, νά μέ ἐλεήσεις, πού εἶμαι πεσμένος καταγῆς ἐξαιτίας τῆς ψυχικῆς ταλαιπωρίας τῶν ἁμαρτιῶν μου. Ἐλευθέρωσέ με, Δέσποτα, τόν αἰχμάλωτο καί σκλαβωμένο καί ὅμοιο μέ ἁλυσοδεμένο σφιχτά, ἀπό τίς πράξεις μου. Διότι, μόνο ἐσύ γνωρίζεις νά ἀπελευθερώνεις τούς σκλαβωμένους, νά θεραπεύεις τίς πληγές πού δέν φαίνονται, τά ὁποία μόνο ἐσύ τά γνωρίζεις, ἐσύ πού εἶσαι ὁ γνώστης ὅλων τῶν κρυφίως γινομένων. Ὅσα κακά προστέθηκαν στήν ψυχή μου ἀπό τά πάθη μου, γιά ὅλα σέ ἀναγνωρίζω καί σέ ὀνομάζω γιατρό πάντων τῶν κακῶς ἐχόντων, θύρα εἰσόδου, γι΄ αὐτούς πού θρηνοῦν ἀπό ἔξω, ὁδό τῶν πλανεμένων, φῶς αὐτῶν πού ζοῦν στό σκοτάδι, λυτρωτή αὐτῶν πού τούς ἔκλεψε ἡ ἁμαρτία καί ὁ διάβολος, πού ἁπλώνεις συνεχῶς τό χέρι σου καί δέν ἐξαπολύεις τήν ὀργή σου, ἡ ὁποία εἶναι ἕτοιμη νά ξεσπάσει ἐπάνω στούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά ἀπό τήν πολλή σου φιλανθρωπία, χαρίζεις καιρό μετανοίας καί ἐπιστροφῆς. Φανερώσου σέ μένα, Δέσποτα, πού ἔχω πέσει σέ πολύ ἄσχημη κατάσταση, ἐσύ πού πολύ γρήγορα ἐλεεῖς καί ἀργεῖς νά τιμωρήσεις καί μέ τήν θεία σου εὐσπλαχνία εὐδόκησε νά μοῦ προσφέρεις χείρα βοηθείας καί βγάλε με ἀπό τόν βόθρο τῶν ἀνομιῶν μου. Διότι, ἐσύ εἶσαι ὁ μόνος Θεός μας, πού δέν θέλεις τήν ἀπώλεια τῶν ἁμαρτωλῶν οὔτε ἀποστρέφεσαι πρόσωπο, πού σέ ἀτενίζει μέ δάκρυα ἐλπίδας. Ἄκουσε, Κύριε, τήν φωνή τοῦ δούλου σου, πού σοῦ φωνάζει καί φανέρωσέ μου τό φῶς σου σέ μένα τόν σκοταδιασμένο καί στεῖλε μου τήν ζωτική δύναμη τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος καί χάρισέ μου πολλή προθεσμία, γιά νά ἀνανήψω, καθώς αἰσθάνομαι τόν ἑαυτό μου νά βρίσκεται σέ πολύ μεγάλη ἀπόγνωση. Ἄλλαξε, Κύριε, «τόν θρῆνο μου σέ χαρά, σχίσε τόν τρίχινο σάκο μου, πού φοράω σέ ἔνδειξη πένθους καί ταπεινώσεως, καί πλημμύρισε καί περιτύλιξέ με μέ εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 29, 12)·καί δεῖξε τήν εὔνοιά σου, ὥστε νά σταματήσω τά σκοτεινά μου ἔργα καί νά ἀπολαύσω τήν πρωινή ἀνάπαυση, ὅπως συμβαίνει μέ τούς ἐκλεκτούς σου, Κύριε, ἀπό τούς ὁποίους χάθηκε, ἐξαφανίστηκε ἡ ὀδύνη, ἡ λύπη καί ὁ στεναγμός. Καί νά μοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ θύρα τῆς βασιλείας σου, ἔτσι ὥστε, ἀφοῦ μπῶ μέσα μαζί μέ αὐτούς πού ἀπολαμβάνουν τό φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε, νά κερδίσω καί τήν αἰώνια ζωή, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Ἄν ἔρθουμε κοντά του ἔτσι, μέ ταπεινή καρδιά, θά δεχτεῖ τήν δέησή μας. Μέ κάθε λοιπόν καθαρότητα ὀφείλουμε νά τόν ὑμνοῦμε καί νά τόν δοξάζουμε, διότι αὐτός εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἀγαθῶν καί ἡ ἀρχή καί ἡ οὐσία καί ἡ ζωή. Καί ὅσων ξεπέφτουν ἀπό αὐτήν γίνεται αὐτός ἡ ἀνάκληση καί ἡ ἀνάσταση, αὐτῶν δέ πού τείνουν νά ξεφύγουν γίνεται ἀνακαινιστῆς καί ἀναμορφωτής, τούς δέ σταθερά ἀγωνιζομένους τούς συγκροτεῖ καί τούς ἀσφαλίζει. Λέει δέ καί ὁ Ἐκκλησιαστής· Ὑπάρχει ἐλπίδα, «διότι ἕνα ζωντανό σκυλί εἶναι ἀνώτερο ἀπό ἕνα λιοντάρι μεγαλοπρεπές, ἀλλά νεκρό». (Ἐκκλ. 9, 4).

…Μή λοιπόν ἀποδεχτοῦμε, ἀγαπητοί, τήν καταστροφική συμβουλή τοῦ διαβόλου, δηλαδή, αὐτήν τῆς ἀπελπισίας, ἀλλά οὔτε νά τοῦ δώσουμε τό παραμικρό δικαίωμα νά βρεῖ τρόπο, γιά νά μπεῖ στήν καρδιά καί στόν νοῦ μας, διότι αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη καί τελειότερη χαρά τοῦ διαβόλου. Ἀλλά ἄς ἀνακτήσουμε τήν πνευματική μας διαύγεια, ὅπως ὁ ἄσωτος γιός καί ἄς ἐπιστρέψουμε πρός τόν εὔσπλαχνο Πατέρα μας, μέ θεῖο φόβο ἀλλά καί μέ χαρά καί νά τοῦ ποῦμε· «Πατέρα μου, ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί ἐνώπιόν σου, δέξου με σάν ἕναν ἀπό τούς δούλους σου» (Λουκ. 15, 21)· καί βάλε με μέσα στό μαντρί σου, ἐμένα, τό χαμένο πρόβατο, γιά νά μή μέ βρεῖ ἔξω ὁ λύκος, ὁ καταστροφέας διάβολος καί μέ κατασπαράξει. Διότι σέ γνωρίζω, Δέσποτά μου, ἐσένα τόν καλό ποιμένα καί τό ἀσφαλές λιμάνι τῶν βασανισμένων, τήν ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, τόν ἰατρό τῶν ἀπογοητευμένων. Περιτύλιξε καλά τίς πληγές, τίς ὁποῖες μοῦ προκάλεσαν οἱ ληστές καί ἄλειψέ τες μέ λάδι καί κρασί καί θεράπευσέ τες».

Ἐσύ εἶπες, Κύριε· «δέν χρειάζονται γιατρό οἱ ὑγιεῖς, ἀλλά οἱ ἄρρωστοι». (Ματθ. 9, 12). Ἄν λοιπόν προσευχηθεῖς μέ αὐτόν τόν τρόπο, θά σέ σηκώσει ὅπως τόν Παράλυτο καί θά σοῦ πεῖ· «πρόσεξε· ἔγινες ὑγιής· μήν ἁμαρτάνεις ἀπό δῶ καί πέρα πιά» (Ἰω. 5, 14).

Διότι, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε τήν παραβολή γιά τήν χήρα καί τόν ἄδικο κριτή, ὅτι πρέπει ἐμεῖς πάντοτε νά προσευχόμαστε καί νά μήν λιγοψυχοῦμε. Καί μᾶς ἐμψυχώνει μέ τόν λόγο του· «ὁ Θεός ὁ πανάγαθος καί δίκαιος δέν θά ἀποδώσει τό δίκαιο στούς ἐκλεκτούς του, οἱ ὁποῖοι φωνάζουν πρός αὐτόν μέ τίς προσευχές τους μέρα καί νύχτα, ἔστω καί ἄν σέ πολλές περιστάσεις δέν ἀπαντᾶ ἀμέσως, ἀλλά ἀναβάλλει μέ τόν σκοπό αὐτούς μέν νά τούς στηρίξει στήν πίστη καί ἐκείνους ποῦ ἀδικοῦν, νά τούς καλέσει σέ μετάνοια; (Λουκ. 18, 7).  Ναί, σᾶς λέω πώς θά τούς ἀποδώσει τό δίκαιο καί μάλιστα πολύ γρήγορα». Σ΄ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἐκδόσεις: «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ»

Ἀπόδοση στήν Νεοελληνική:

Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος, Κιλκίς, 2-12-2020