Ὁ Πατροκοσμᾶς δημιούργησε ἐπί Τουρκοκρατίας 200 Σχολεῖα
π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ συνέπεσε μέ μιά κρισιμότατη περίοδο τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας. Τό ἀποπνικτικό σκοτάδι τῆς τουρκικῆς κυριαρχίας κρατοῦσε τό Γένος στή φρικαλεότητα μιᾶς ἀτέλειωτης νύκτας.
Τόν 18ο αἰ. ἄρχισε νά ἀπειλεῖται καί πάλι ἡ ἐθνική ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὄχι ἀπό τήν Ἀνατολή αὐτή τή φορά, ἀλλά ἀπό τή Δύση. Συντελεῖται ἡ συνάντηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τόν δυτικό Διαφωτισμό. Παρά τίς ἀναμφισβήτητες θετικές του πλευρές ὁ Διαφωτισμός μετακένωσε στήν ἐθνική μας συνείδηση καί στοιχεῖα καταλυτικά τῆς οὐσίας της, π.χ. τή θρησκευτική ἀδιαφορία ἤ μία ἀλλοιωμένη θρησκευτικότητα, ὁλότελα ξένη πρός τήν οὐσία τῆς Παραδόσεώς μας.
Μέσα σ᾿ αὐτό τό κλίμα, σ᾿ αὐτό τό κοινωνικό καί ἱστορικό πλαίσιο, τοποθετεῖται ἡ δράση τοῦ Πατροκοσμᾶ. Διαλέγει ἕναν Ἀποστολικό τρόπο ἐργασίας, τήν περιοδεία. Περιοδεύει γιά εἴκοσι περίπου χρόνια, ἀρδεύοντας ὅλη τή χώρα μέ τά νάματα τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας. Οἱ περιοδεῖες του ἀποσκοποῦσαν βασικά στήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας τοῦ λαοῦ. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀπευθύνει τό κήρυγμά του σέ ὁλόκληρο τό Γένος. Στρέφεται ὅμως βασικά στόν λαό, στήν εὐρύτερη λαϊκή βάση. Εἶχε πιστεύσει στίς λαϊκές δυνάμεις, πού διατηροῦσαν μέσα τους τά ζώπυρα τῆς Παραδόσεως. Πίστευε στή δυνατότητα ἀφυπνίσεώς του, ἐπαναφορᾶς του στή φανέρωση τῆς ρωμαίικης συνειδήσεως, γιά νά πραγματοποιηθεῖ ἔτσι καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Γένους. Δέν θά μποροῦσε ὅμως ὁ Πατροκοσμᾶς νά ἐπιχειρήσει κάτι τέτοιο, ἄν δέν κουβαλοῦσε ὁ ἴδιος ὁλόκληρο τόν λαό μέσα του.
Τό λαϊκό φρόνημα τοῦ Πατροκοσμᾶ φαίνεται στή γλώσσα καί στό ὕφος τῶν Διδαχῶν του. Ἡ γλωσσική καί ὑφολογική ἁπλότητά του δέν ὀφείλονταν βέβαια στή δική του ἀνεπαρκῆ παιδεία. Ὁ ἴδιος κατεῖχε ὑψηλή γιά τήν ἐποχή του μόρφωση.
Ἡ ἀπύθμενη ἀγάπη του γιά τόν λαό φαίνεται στά παρακάτω λόγια: «Χρέος ἔχουν ἐκεῖνοι, ὅπου σπουδάζουν, νά μήν τρέχουν εἰς ἀρχοντικά καί αὐλάς μεγάλων καί νά ματαιώνωσι (νά χαραμίζουν) τήν σπουδή τους, διά νά ἀποκτήσουν πλοῦτον καί ἀξίωμα, ἀλλά νά διδάσκωσι μάλιστα τόν κοινόν λαόν, ὅπως ζῶσι μέ πολλήν ἀπαιδευσίαν καί βαρβαρότητα…».
Ὁ Πατροκοσμᾶς θέλει νά γίνει δείκτης στροφῆς ὅλων τῶν μορφωμένων πρός τόν λαό, γιά τόν ὁποῖο ὀφείλουμε νά σπουδάζουμε. Γιατί, ἄν ἡ σπουδή δέν ἀποβλέπει στόν φωτισμό τοῦ λαοῦ, δέν εἶναι «θεία», ἀλλά «ἐπίγειος, ψυχική, διαμονώδης». (Ἰακ. 3, 15). Ἡ «ἀγαθή γῆ» (Λουκ. 8, 8) ὅμως πού δεχόταν τόν σπορόλογό του ἦταν οἱ καρδιές τοῦ λαοῦ, πού διατηροῦσε ἀκόμα κάτι ἀπό τήν πρωταρχική του ὡραιότητα («τό ἀρχαῖον κάλλος»). Μέσα σ᾿ αὐτόν τόν λαό ὅμως ἦσαν καί ἀρκετοί Τοῦρκοι, πού ὁ Πατροκοσμᾶς δέν τούς ἀπέκλειε, γιατί τό γνήσιο ρωμαίικο–οἰκουμενικό του πνεῦμα ἀναζητοῦσε κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως. Ποῦ στήριξε ὅμως τήν ἑνοποιητική ἱεραποστολική καί ἐθναποστολική του μαρτυρία;
Στή γνησιότητα τῆς πίστεως. Στήν Ὀρθόδοξη πίστη. Στόν αὐθεντικό δηλαδή καί ἀποκεκαλυμμένο τρόπο σκέψεως, πίστεως, δράσεως. Ἀγωνίσθηκε νά ἀναζωπυρώσει τό ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ λαοῦ, τό φρόνημα τῶν ἁγίων Πατέρων του. Γι᾿ αὐτό ἔκανε ἀδιάκοπα ἔκκληση στά Ὀρθόδοξα βάθη τῆς ἀδούλωτης λαϊκῆς ψυχῆς.
Συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει: «Νά δοξάζετε (δηλ. μέ ὅλη τή ζωή σας) τήν Ἁγία Τριάδα». Εἶναι σαφής ὁ διαχωρισμός πού κάνει ἀπό τόν ἐξωχριστιανικό μονοθεϊσμό, ἐνῷ θά εἶχε κάθε δικαίωμα νά ζητήσει νά βρεῖ προσβάσεις, γιά νά «διευκολύνει» τήν κηρυκτική του δραστηριότητα. Κανένας διπλωματικός συμβιβασμός δέν φαίνεται στό κήρυγμά του. Ἤ ζωή ἐν ἀληθείᾳ ἢ θάνατος! Τό κήρυγμά του δέν εἶναι μόνο τριαδοκεντρικό, ἀλλά καί χριστοκεντρικό. Ἡ Θεότης τοῦ Χριστοῦ διακηρύσσεται μέ σθένος, συνδυασμένη μέ τήν κυριότητά Του, τή βασιλική Του ἐξουσία στόν οὐρανό καί στή γῆ, στά πνευματικά καί στά βιοτικά. Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτό εἶναι τό βαθύτερο γιά τήν ἐθνική ζωή μήνυμά του! Ὁ Χριστός δέν εἶναι γιά τόν Πατροκοσμᾶ μόνον Θεός, ἀλλά καί «ὁ γλυκύτατος αὐθέντης καί Δεσπότης». Καταλαβαίνουμε τήν αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ λόγου σέ ἕναν λαό, πού εἶχε συνηθίσει νά ὀνομάζει «αὐθέντη» του τόν τύραννο–Σουλτάνο καί «Δεσπότη» τόν Ἐπίσκοπό του. Πάνω ἀπό κάθε ἐπίγεια ἀρχή καί ἐξουσία εἶναι γι᾿ αὐτόν ὁ Χριστός. Τό κήρυγμά του περαιτέρω, δέν ἦταν μία ἄχρωμη ἠθικολογία, ἀλλά Θεολογία, πού προβαλλόταν ὡς τό ὀντολογικό θεμέλιο τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους. Συνήθως –ἀκόμη καί σήμερα– ὑποτιμᾶται τό λαϊκό στοιχεῖο. Λέμε: Δέν εἶναι γιά τόν λαό αὐτό· ἡ ὑψηλή μας –δῆθεν– Θεολογία. Τό διαβάζουμε αὐτό κατά κόρον σέ πολλά –ἐκκλησιαστικά ἀκόμη– κείμενα τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ Πατροκοσμᾶς εἶχε ὅμως διαφορετική γνώμη. Ὅπως οἱ ἅγιοι Πατέρες, ζητοῦσε καθαρότητα καρδιᾶς ἀπό τόν λαό καό εἰλικρινῆ διάθεση, γιά νά τούς κηρύξει –στήν ἁπλουστευμένη βέβαια μορφή της– ὅλη τήν ἀποκεκαλυμμένη θεία ἀλήθεια. Γι᾿ αὐτό πάλι δέν κηρύσσει διανοητικά, θεωρητικά, ἀλλά τή συγκεκριμένη πίστη, πού ἔγινε γεγονός καί ἱστορία, σαρκωμένη ἀλήθεια στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Παράλληλα ὅμως πρός τήν πίστη (ὄχι μόνο ὡς θεία διδασκαλία, ἀλλά καί ὡς κατάφαση τοῦ ἀνθρώπου στή λυτρωτική κλήση τοῦ Θεοῦ) θέλει νά συνειδητοποιηθεῖ καί ἡ ἀνάγκη μετοχῆς στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διπλή αὐτή πραγματικότητα, πού ζητεῖ νά προβάλλει, φαίνεται ἀνάγλυφα στίς δύο ἐκεῖνες χαρακτηριστικές ἐνέργειές του, ὅπου πήγαινε: Πρῶτα ἔστηνε ἕναν ξύλινο Σταυρό, ὑπό τή σκιά τοῦ ὁποίου δίδασκε, καί ἔπειτα καλοῦσε σέ λατρευτικές καί μυστηριακές πράξεις (π.χ. Εὐχέλαιο, Ἐξομολόγηση, Εὐχαριστία). Τοῦτο μεταφραζόταν στή συνείδηση τοῦ λαοῦ μας: Μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, στό γεγονὸς τῆς σωτηρίας!
Ἀπό τήν πίστη (τή σχέση πρός τόν Θεό) προχωροῦσε τό κήρυγμά του στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, στό ἀνθρώπινο Ἐγώ. Γιατί ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πίστη, μετουσιωμένη σέ φρόνημα, πηγάζει τό ὀρθόδοξο ἦθος. Ἡ ὀρθή διασύνδεση τοῦ Ἐγώ μέ τό Ἐμεῖς, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης. Ἀδιάκοπα προβάλλει γιά τόν ἄνθρωπο τή σωτηρία τριάδα τῶν ἀρετῶν: ταπείνωση, συγχωρητικότητα καί ἀγάπη, σάν τή βάση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνικότητας.
Ὁ Πατροκοσμᾶς ἔγινε ὄχι μόνο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἱεραπόστολος, ἀλλά καί τῆς Παιδείας. Στήν ὑπόθεση τῆς Παιδείας βλέπει μία θρησκευτικὴ ἀναγκαιότητα, γι᾿ αὐτό ἡ ἀμέλειά της εἶναι γι᾿ αὐτόν ἁμάρτημα, παράβαση δηλαδή τοῦ θείου νόμου. Θά ἐπαναλαμβάνει: «Ἁμαρτάνετε πολύ νά τά ἀφήνετε (τά παιδιά) ἀγράμματα καί τυφλά, καί μή μόνον φροντίζετε νά τούς ἀφήσετε πλούτη καί ὑποστατικά, καί μετά τόν θάνατό σας νά τά τρῶν καί νά τά πίνουν καί νά σᾶς ὀπισολογοῦν (κατηγοροῦν). Καλύτερα νά τά ἀφήσετε φτωχά καί γραμματισμένα, παρά πλούσια καί ἀγράμματα».
Ζητᾶ ὅμως καί ἐδῶ κάτι τό συγκεκριμένο. Ὄχι ὁποιαδήποτε Παιδεία, ἀλλά Παιδεία Ἑλληνική. Δέν κρύβεται κανένας ἐθνικιστικός σοβινισμός κάτω ἀπό αὐτήν τήν ἀπαίτηση. Ἀναφέρεται στή δοκιμασμένη ἐκείνη καί νικήτρια τοῦ χρόνου (κλασική) Παιδεία, τήν ὁποία ἀπέκτησαν καί οἱ Πατέρες καί διατήρησαν τήν ὑπόσταση καί ταυτότητά τους.
Ἐκφράζει ὅμως καί μίαν ἄλλη ἀλήθεια τό αἴτημά του αὐτό.
Μέ τήν Ἑλληνική Παιδεία, πού δέν εἶναι παρά γνήσια ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, φιλοσοφία, ἀνοίγεται ὁ δρόμος πρός τό Εὐαγγέλιο. Ἄν δέν μορφωθεῖ ὁ ἄνθρωπος Ἑλληνικά, ἂν δέν δεχθεῖ τό γνήσια ἐρευνητικό ἑλληνικό πνεῦμα καί δέν μάθει τήν ἑλληνική γλώσσα –καρπό ἑνός ἁρμονικά ἀναπτυγμένου ἀνθρωπίνου πνεύματος– δέν γίνεται σωστός Χριστιανός. Τό γνήσιο δέ Πατερικό καί ξένο πρός κάθε ὑποψία σκοταδισμοῦ πνεῦμα του φαίνεται στά λόγια του: «Αἱ πολλαί ἐκκλησίαι οὔτε διατηροῦν, οὔτε ἐνισχύουν τήν πίστιν μας, ὅσον καί ὅπως πρέπει, ἐάν οἱ εἰς Θεὸν πιστεύοντες δέν εἶναι φωτισμένοι ὑπό τῶν παλαιῶν καί νέων Γραφῶν».
Πάνω σέ παρόμοιες θέσεις τοῦ Πατροκοσμᾶ φαίνεται, στηρίχθηκε ἡ ἄποψη, ὅτι γκρέμισε στή Χειμάρρα ἐκκλησίες, γιά νά φτιάξει σχολεῖα. Δέν εἶναι ἀπίθανο ὅμως, ἐρειπωμένες καί ἐγκαταλελειμμένες ἐκκλησίες νά ὅριζε νά τίς μετατρέπουν σέ σχολεῖα. Ἀλλά καί ἄν ἀκόμη τό ἔκαμε, τά σχολεῖα ποὺ ἵδρυε, πάλι «ἐκκλησίες» ἦσαν, ἀφοῦ σ᾿ αὐτὰ «λατρευόταν» ἡ ἱερή γνώση καί κοινωνοῦσαν τά Ρωμηόπουλα τίς θεῖες ἀλήθειες.
Τὸ ἔργο τοῦ Πατροκοσμᾶ ἀπέβλεπε στήν ἀναγέννηση, ὄχι μόνον τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀλλά καί τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. «Σιμά εἰς τά ἄλλα –ἐκήρυττε– ηὕρηκα καί τοῦτον τόν λόγον, ὁπού λέγει ὁ Χριστός μας, πώς δέν πρέπει κανένας Χριστιανός, ἄνδρας ἤ γυναίκα, νά φροντίζει διά τοῦ λόγου του μόνον, πῶς νά σωθεῖ, ἀλλά νά φροντίζει καί διά τούς ἀδελφούς του (πρβλ. Α΄ Κορ. 10, 24)».
Κήρυξε ἰσότητα καί ἀδελφότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων («ἀπό ἕναν ἄνδρα καί μίαν γυναίκα ἐγεννήθημεν καί ὅλοι εἴμεθα ἀδελφοί»). Δέν παραλείπει ὅμως νά συμπληρώσει: «Ὅλοι εἴμεθα ἀδελφοί, μόνον ἡ πίστις μᾶς χωρίζει», συμφωνώντας καί σέ τοῦτο μέ τούς ἁγίους Πατέρες, ὅτι ναί μέν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐξ ἴσου πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τήν πραγματική ὅμως, πνευματική ἀδελφοσύνη δημιουργεῖ μόνον ἡ πίστη. Ἡ φεουδαρχική ἀντίληψη γιά φυσική διάκριση τῶν ἀνθρώπων σέ εὐγενεῖς καί δουλοπάροικους ἀπουσιάζει τελείως στόν ἐκκλησιαστικοκεντρικό στοχασμό τοῦ Πατροκοσμᾶ. Εἶναι ἴσως κάπως τολμηρό νὰ ἰσχυρισθεῖ κανείς ὅτι ἔφθασε στή σύλληψη τοῦ σχεδίου τοῦ Ρήγα, πού ὁραματίσθηκε κοινή συνένωση ὅλων τῶν Βαλκανικῶν λαῶν μέ ἑλληνιστική ἀφομοίωση καί κοινό ὄργανο τήν ἑλληνική γλώσσα. Ἴσως ἔτσι σκεπτόταν μέχρι τό 1774, πού κυριαρχοῦσε μέσα του ἡ ἰδέα τῆς ἐπαναστάσεως κατά τοῦ τυράννου καί τῆς ἀπελευθερώσεως. Ἴσως νά μήν ἄγγιξε τήν οἰκουμενική ἰδέα τοῦ Ρήγα, πού εἶχε ἄλλωστε καθαρό πολιτικό χαρακτῆρα. Ὁ Πατροκοσμᾶς ἄλλωστε διαπνέεται ἀπό μίαν ἄλλου τύπου οἰκουμενικότητα, θρησκευτικοῦ, ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρα, θεμελιωμένη στήν ὀρθοδοξο–ρωμαίικη Παράδοση. Ζοῦσε καί ἐκινεῖτο μέσα στό ρωμαίικο κλίμα, ὅπου ὄχι ἡ ἐθνότητα, ἀλλά ἡ κοινή πίστη ἕνωνε τήν πολλαπλότητα τῶν λαῶν, πρῶτα στό ἕνα ἐκκλησιαστικό σῶμα καί μετά στή μία οἰκουμενική Πολιτεία. Ἔτσι κήρυξε ἰσότητα ἀνδρῶν καί γυναικῶν, μέσα ὅμως στήν ἰδιαιτερότητα τοῦ φύλου καί τῆς ἀποστολῆς τους στό κοινωνικό σῶμα (θέλει τόν ἄνδρα «ὡσάν Βασιλέα» καί τή γυναίκα «ὡσάν Βεζίρη!») ἀλλά συγχρόνως καί ἀποφυγή τῆς «ἁρπαγῆς καί ἀδικίας», τονίζοντας: «Ἄν εἶσθε Χριστιανοί, μέ τόν κόπον σας νά ζῆτε», δείχνοντας ἔτσι τήν ἀντιφεουδαλική καί ἀντιαστική συνείδησή του.
Τό ἁγιογραφικό ὑπόβαθρο τοῦ κοινωνικοῦ κηρύγματός του φαίνεται, ὅταν λέγει: «Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ὅσοι ἀδικήσατε Χριστιανούς ἤ Ἑβραίους ἤ Τούρκους, νά δώσετε τό ἄδικον ὀπίσω, διότι εἶναι κατηραμένον καί δέν βλέπετε καμμίαν προκοπήν».
Ἡ πορεία πρός τή Θέωση.
Γεννήθηκε τό 1714 στό Μέγα Δένδρο (κατ᾿ ἄλλους στόν Ταξιάρχη) τῆς ἐπαρχίας Ἀποκούρου στήν Αἰτωλία. Τά πρῶτα γράμματα ἔμαθε στό ἱεροδιδασκαλεῖο τοῦ Λύτσικα στή Σιγδίτσα τῆς Παρνασσίδος καί στή μονή τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στά Βραγγιανά τῶν Ἀγράφων. Διορίσθηκε Δάσκαλος στή Λομποτινά Ναυπακτίας καί δίδαξε πιθανῶς καί σ᾿ ἄλλα χωριά. Ἐπιθυμώντας νά λάβει ἀνώτερη Παιδεία, πῆγε στήν Ἀθωνιάδα Σχολή, ὅπου εἶχε Δασκάλους τόν Παναγιώτη Παλαμᾶ καί τόν Εὐγένιο Βούλγαρη. Συγχρόνως ἐπιδόθηκε στή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Τό 1759 ἐκάρη μοναχός στή Μονή Φιλοθέου καί ἀφιερώθηκε στήν ἄσκηση καί μελέτη. Φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο νά βοηθήσει τό ὑπόδουλο Γένος καί νά συμβάλει στόν κατά Θεόν φωτισμό του πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἔλαβε τήν ἄδεια τοῦ κηρύγματος ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Σεραφείμ Β΄. Τό 1760, σέ ἡλικία 46 ἐτῶν, ἄρχισε τό ἱεραποστολικό του ἔργο, τό ὁποῖο συνέχισε ἀδιάκοπα γιά μιάν περίπου εἰκοσαετία καί τό ἐπισφράγισε μέ τό μαρτύριό του. Πραγματοποίησε τέσσερις μεγάλες περιοδεῖες, σχεδόν σ᾿ ὅλες τίς περιοχές ὅπου ἁπλωνόταν τό ἑλληνικό στοιχεῖο. Στήν περιοχή Κωνσταντινουπόλεως καί Θράκης, στήν Ἀχαΐα, στή Θεσσαλία, στή Μακεδονία, στήν Ἤπειρο, στά νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καί τοῦ Ἰονίου, στή Νότια Σερβία καί στήν Ἀλβανία. Τόν χαρακτήρα τοῦ κηρύγματός του δείχνουν οἱ Διδαχές του, πού διασώθηκαν ἀπό τούς μαθητές του. Ἡ ἐπίδρασή του στόν λαό ἦταν τεράστια καί τόν σεβόντουσαν Ρωμηοί καί Τοῦρκοι. Ἔπειτα ἀπό συκοφαντία Ἑβραίων στίς τουρκικές ἀρχές, ὅτι δῆθεν ἦταν ὄργανο τῶν Ρώσων καί ὑποκινοῦσε ἐπανάσταση, συνελήφθη καί κρεμάσθη ἀπό δέντρο στίς 24 Αὐγούστου 1779. Ἐτάφη κοντά στό χωριό Κολικόντασι τῆς Β. Ἠπείρου. Ἀνακηρύχθηκε Ἅγιος τό 1961, ἐνῷ τιμόταν ἀπό τόν λαό ἀμέσως μετά τό μαρτύριό του.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010