Γράφουν οι:
Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Αθηνών
Ευαγγελία Δασκαλάκη, Mαθήτρια Λυκείου
Έτος 2040. Υπήρχε κάποτε μια χώρα, στην οποία οι πολίτες της απαγορευόταν να κοιτάξουν ψηλά στον ουρανό. Ήταν υποχρεωμένοι να περπατούν συνεχώς με το κεφάλι σκυμμένο, να βλέπουν το βρωμισμένο οδόστρωμα, τα πεταμένα σκουπίδια, τις ακαθαρσίες των ζώων στα πεζοδρόμια.
Όποιον και να ρωτούσες, κανείς δεν ήξερε να σου απαντήσει γιατί απαγορευόταν να κοιτάξεις τον ουρανό. Κάποιοι γεροντότεροι θυμόντουσαν (και αυτοί αμυδρά) ότι όλα είχαν ξεκινήσει από μια υπουργική απόφαση, αλλά και αυτών η μνήμη είχε πλέον ξεθωριάσει, χωρίς να μπορούν να δώσουν περισσότερες πληροφορίες. Είχε περάσει τόσος πολύς καιρός, που οι άνθρωποι περπατούσαν με σκυμμένο το κεφάλι, ώστε οι περισσότεροι είχαν πια εξοικειωθεί και αγαπήσει την καταθλιπτική και μονότονη συμπεριφορά τους, με την οποία είχαν πλέον συμβιβαστεί και δεν ήθελαν να την αλλάξουν. Μερικοί μάλιστα ένιωθαν και ασφαλείς, απολαμβάνοντας την νέα τους ζωή. Η απάνθρωπη αυτή απαγόρευση είχε όμως αλλοιώσει την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων και τους είχε μεταβάλει σε ράθυμους, νωχελικούς, σκυθρωπούς, νευρικούς και αγέλαστους.
Ο φόβος της αυστηρής τιμωρίας σε συνδυασμό με την δύναμη της τηλεοπτικής προπαγάνδας, την κοινωνική παθητικότητα και την μαζική αδιαφορία των πολιτών είχαν εξαφανίσει κάθε σκέψη για πολιτική ανυπακοή, οδηγώντας τους ανθρώπους σε μια μοιρολατρική στάση ζωής.
Στην χώρα αυτή, ο πιο συχνός ήχος ήταν το κλάμα των μωρών. Οι υγειονομικές αρχές απαιτούσαν από τους γονείς να τοποθετούν στον λαιμό των παιδιών τους το μεβάκ, μόλις εκείνα ξεκινούσαν να μπουσουλούν.
Το μεβάκ αποτελούσε επινόηση των τεχνοεπιστημόνων και ήταν μία μεταλλική βάση με άνοιγμα στη μέση, η οποία εφαρμοζόταν στον αυχένα του μικρού παιδιού και δεν του επέτρεπε να σηκώσει το κεφαλάκι του ψηλά να αντικρίσει τον ουρανό.
Όταν τα μικρά παιδιά προσπαθούσαν να κοιτάξουν ψηλά προς τον ουρανό, ένιωθαν την πίεση στον αυχένα τους και κλαίγοντας κατέβαζαν το κεφαλάκι τους κάτω. Επομένως κανείς δεν αναρωτιόταν όταν άκουγε το γοερό κλάμα ενός μωρού, ήξερε ότι είχε προκληθεί από την χρήση του φοβερού και απάνθρωπου μεβάκ.
Αυτή η μεταλλική βάση εφαρμοζόταν συνεχώς στον αυχένα των παιδιών από την ηλικία των έξι μηνών μέχρι και την ηλικία των οκτώ ετών, με αποτέλεσμα να έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στην παιδική τους ψυχούλα η φρικτή διαταγή της κυβέρνησης να περπατούν με διαρκώς σκυμμένο το κεφάλι.
Όλα σχεδόν τα παιδιά εκλιπαρούσαν τους γονείς τους να απαλλαγούν από το σατανικό αυτό εργαλείο, πριν από την συμπλήρωση της ηλικίας των οκτώ ετών, υποσχόμενα με δάκρυα στα μάτια ότι δεν θα επιχειρούσαν να κοιτάξουν ψηλά στον ουρανό.
Οι γονείς έδειχναν να συμμερίζονται το μαρτύριο και την αγωνία των παιδιών, η οποία προκαλούνταν από την αδιάκοπη χρήση του μεβάκ, ωστόσο τα συμβούλευαν να υπομένουν και να υπακούουν αδιαμαρτύρητα στις εντολές και υποδείξεις των υγειονομικών αρχών που αφορούσαν την ασφάλεια της κοινωνίας.
Στις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, οι μεγαλύτεροι αφηγούνταν ιστορίες σχετικές με την υποχρέωση των πολιτών να περπατούν με σκυμμένο το κεφάλι. Έδιναν και έπαιρναν οι διηγήσεις που πολλές φορές κατέληγαν σε τσακωμό κάτω από ποιες συνθήκες επιβλήθηκε σε μικρούς και μεγάλους η εντελώς αλλοπρόσαλλη και παράλογη διαταγή των αρχών.
Οι μεγαλύτεροι έλεγαν ότι η θέαση του ουρανού απαγορεύτηκε εντελώς ξαφνικά, με διάγγελμα του πρωθυπουργού της χώρας, ο οποίος, με προσποιητό βλέμμα αγωνίας και γουρλώνοντας συνεχώς τα μάτια του, επιχείρησε να τρομοκρατήσει τους πολίτες για τον τεράστιο κίνδυνο που απειλούσε την συνοχή της κοινωνίας η παρατήρηση του ουρανού.
Ο πρωθυπουργός με δήθεν συντετριμμένο ύφος και αφήνοντας υποκριτικά να κυλήσει ένα δάκρυ στο πρόσωπό του, ανακοίνωσε στους εμβρόνητους πολίτες ότι ένας άνθρωπος, καθώς βρισκόταν στον εξώστη του υψηλότερου ορόφου ενός ουρανοξύστη, προσπαθώντας να μιμηθεί το πέταγμα των πουλιών, έχασε την ισορροπία του και πέφτοντας στο κενό σκοτώθηκε.
Αμέσως επικαλέστηκε για τον εαυτό του το «υψηλό αίσθημα πολιτικής ευθύνης», που τον διέκρινε άλλωστε από την αρχή της σταδιοδρομίας του και υπαγόρευε να λάβει άμεσα μέτρα προφύλαξης της κοινωνίας, η οποία βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο, αν όλοι άνθρωποι μιμούνταν τον ατυχή και αξιοθρήνητο συνάνθρωπό τους.
Χωρίς να χάσει καθόλου καιρό, καθώς η χώρα του βρισκόταν σε κατάσταση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, έδωσε εντολή στον πιο δραστήριο υπουργό του (έναν πρώην τηλεπωλητή βιβλίων) να καταργήσει με συνοπτικές διαδικασίες την συνήθη κοινοβουλευτική διαδικασία, οπότε αυτός εξέδωσε μια υπουργική απόφαση με την οποία εισήγαγε στην ζωή των πολιτών την αδιανόητη απαγόρευση της θέασης του ουρανού.
Ο γουρλομάτης πρωθυπουργός, προσπαθώντας να διασκεδάσει την δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση των πολιτών που προκλήθηκε από την παράλογη απόφασή του, προσκάλεσε έναν χαρτογιακά καθηγητή-ιατρό της δημόσιας ψυχικής υγείας, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η απόφαση της κυβέρνησης ήταν απολύτως νόμιμη και σύμφωνη με την γνώμη και την εισήγηση των ειδικών επιστημόνων.
Η επιτροπή των ειδικών, χρησιμοποιώντας επιστημονικά δεδομένα, ιατρικές μελέτες και έρευνες, υποστήριξε ότι η παρατήρηση από τους ανθρώπους των πουλιών και του ουρανού κλονίζει την εύθραυστη ψυχική τους υγεία και τους καθιστά ευάλωτους στην υιοθέτηση ξένων προς τον άνθρωπο συμπεριφορών. Ως εκ τούτου, ζήτησε να επιβληθεί σε ολόκληρο των πληθυσμό η γενική και καθολική απαγόρευση της παρατήρησης του ουρανού.
Η απόφαση αυτή δικαιολογήθηκε ότι είναι για το καλό και προς όφελος της ανθρωπότητας. Και άλλοι αρχηγοί κρατών έλαβαν ανάλογες αποφάσεις. Υπήρξε ένας αξιοθαύμαστος παγκόσμιος συντονισμός όλων των χωρών που όμως διέλαθε την προσοχή των πολιτών. Η παρατήρηση του ουρανού κρίθηκε από τους ειδικούς ως «η μεγαλύτερη παγκόσμια απειλή της ψυχικής υγείας κατά τον 21ο αιώνα». Οι άνθρωποι χωρίς να κοιτούν τον ουρανό δεν κινδύνευαν να γίνουν ουρανοβάμονες χάνοντας πολύτιμο χρόνο σε ονειροπολήσεις και ταξίδια του νου, αλλά παραμένοντας «γήινοι» έβρισκαν λύσεις στα προβλήματά τους.
Επιστήμονες και πάσης φύσεως ειδικοί έβγαιναν νυχθημερόν στα τηλεοπτικά παράθυρα επιχειρώντας να τρομοκρατήσουν και να χειραγωγήσουν τους πολίτες. Παρουσίαζαν νέα στοιχεία και έρευνες που δημοσιεύονταν στα έγκριτα επιστημονικά περιοδικά του εξωτερικού, υποστηρίζοντας ότι «δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική ιατρική πρόταση». Αναλύσεις από υπολογιστικά μοντέλα μεγάλων τεχνολογικών ιδρυμάτων και πανεπιστημίων έδειχναν ότι, αν δεν επιβαλλόταν η άμεση απαγόρευση της θέασης του ουρανού, εκατομμύρια άνθρωποι θα έχαναν την ζωή τους!
Το τηλεοπτικό σποτ του Υπουργείου Υγείας «Μένουμε ψυχικά υγιείς, παραμένουμε με σκυμμένο το κεφάλι» είχε μεγάλη απήχηση μεταξύ των πολιτών και υιοθετήθηκε αμέσως.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις των «ακαταδίωκτων τηλε-ειδικών» σύμφωνα με τις οποίες η παρατήρηση του ουρανού και των πουλιών –αυτή η κακή συνήθεια των ανθρώπων– θα μεταδιδόταν ως επιθετικός ιός σε εκατοντάδες χιλιάδες άλλους που θα ανέβαιναν στους ουρανοξύστες και, μιμούμενοι τις κινήσεις των πουλιών, θα σκοτώνονταν!
Η απαγόρευση της κυβέρνησης όμως είχε και το τίμημά της, αφού άλλαξε δραματικά την καθημερινότητα και την ψυχολογική διάθεση των απλών πολιτών. Οι άνθρωποι περπατούσαν σκυφτοί, αγέλαστοι και φοβισμένοι, έχοντας ξεχάσει πώς είναι να κοιτάς τον ουρανό, τα σύννεφα, τον ήλιο, τα πουλιά.
Το πέταγμα των πουλιών στον ουρανό συμβόλιζε την ελευθερία, το αδέσμευτο και ατιθάσευτο πνεύμα. Η παρατήρηση τους έφερνε στην ψυχή τους την γαλήνη και την ηρεμία, κατά κάποιο τρόπο σαν να παραδινόταν στην απεραντοσύνη του ουρανού και ο άνθρωπος να πλημμύριζε από ένα αίσθημα βαθιάς αγάπης για όλο τον κόσμο.
Όμως οι άνθρωποι έπρεπε να ξεριζώσουν γρήγορα από την ψυχή τους τις νοσταλγικές θύμησες του παρελθόντος και να προσαρμόσουν την ζωή τους στα νέα δεδομένα της αυταρχικής κυβέρνησης του γουρλομάτη πρωθυπουργού.
Ο πολίτης που συλλαμβανόταν για πρώτη φορά να παραβιάζει την (παράνομη) κυβερνητική εντολή ερχόταν αντιμέτωπος με την πληρωμή ενός ιδιαίτερα υψηλού προστίμου, ενώ την δεύτερη φορά φυλακιζόταν.
Σταδιακά άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στους δρόμους των πόλεων οι άνθρωποι του καθεστώτος, οι επονομαζόμενοι επιτηρητές. Σκοπός τους ήταν να εκφοβίζουν και να ελέγχουν τους πολίτες, υπενθυμίζοντάς τους με βλοσυρό ύφος την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Υπήρχαν όμως και ορισμένοι πολίτες που αντιστάθηκαν στους μηχανισμούς τρομοκράτησης της ολοκληρωτικής εξουσίας και διαφοροποιήθηκαν από την τηλεοπτικά υπνωτισμένη και ρομποτοποιημένη αγέλη. Πολίτες που κοσμούνταν με αξίες, ιδανικά και με γενναίο φρόνημα αρνήθηκαν να περπατούν με σκυμμένο το κεφάλι, διεκδικώντας ξανά την ελεύθερη ενατένιση του έναστρου ουρανού. Σήκωσαν το ανάστημά τους απέναντι στην αυταρχική εξουσία και απέρριψαν από την ζωή τους την παράνομη και αντισυνταγματική διαταγή, καθότι αυτοί, πρώτοι από όλους, συνειδητοποίησαν ότι μια ζωή χωρίς Ελευθερία και Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια είναι ζωή χαμένη.
Όμως η αυταρχική και αδυσώπητη εξουσία κατεδίωκε απηνώς όλους τους ελεύθερους και αγωνιζομένους πολίτες, θεωρώντας τους εχθρούς της κοινωνίας, διότι με την «απερίσκεπτη και ανεύθυνη στάση τους» έθεταν δήθεν σε κίνδυνο την ασφάλεια του κοινωνικού συνόλου.
Όσοι πλέον συλλαμβάνονταν για δεύτερη φορά να παρανομούν κοιτώντας τον ουρανό, απάγονταν από τους επιτηρητές και εξαφανίζονταν. Έτσι απλά, όπως εξαφανίζονταν οι άνθρωποι και κανείς πια δεν γνώριζε για την τύχη τους. Μερικές φορές οι άνθρωποι στα κρυφά αντάλλασσαν μυστικές κουβέντες και ιστορίες για το τι να είχαν απογίνει. Κανείς όμως δεν τις πίστευε, ήταν τόσο τρομακτικές και υπερβολικές που όσοι τις υιοθετούσαν, στιγματίζονταν αμέσως ως συνωμοσιολόγοι.
Υπήρχαν διάφορες εκδοχές για την μεταχείριση εκείνων που συλλαμβάνονταν. Σύμφωνα με την επικρατέστερη, φυλακίζονταν προς σωφρονισμό τους σε υπόγειες δομές απομόνωσης.
Κατά τραγική ειρωνεία, οι κρατούμενοι μπορούσαν να σηκώσουν το κεφάλι τους ψηλά μέσα σε αυτές τις υπόγειες φυλακές, ο ορίζοντάς τους όμως εξαντλείτο μέχρι το ταβάνι του κελιού τους, που απείχε ελάχιστα εκατοστά από το πρόσωπό τους. Ήταν η ευφάνταστη ποινή του καθεστώτος για όσους τόλμησαν να αντικρίσουν τον σεληνόφωτο νυχτερινό ουρανό και για όσους παρέμειναν ξάγρυπνοι σε μια αμμουδιά περιμένοντας με το ταίρι τους να χαρούν την ανατολή του ηλίου.
Η ποινή τους ήταν ισόβια κάθειρξη σε ανήλια μπουντρούμια, στα οποία θα ζούσαν μέχρι να πεθάνουν. Ποινή εξοντωτική, απάνθρωπη αλλά και άριστα μελετημένη από το καθεστώς της επίπλαστης ευμάρειας και δημοκρατίας ώστε να κρατά φοβισμένη και υπάκουη την υπόλοιπη κοινωνία των χειραγωγούμενων και άβουλων πολιτών.
Ελάχιστοι γλύτωναν από τις φυλακές «αναμόρφωσης της συνείδησης», όπως κατ’ ευφημισμό αποκαλούσαν τα υπόγεια κολαστήρια των ψυχών.
Όσοι αποφυλακίζονταν ήταν αυτοί «που έσπαγαν» και η ολοκληρωτική εξουσία κονιορτοποιούσε ηδονικά την συνείδησή τους, συντρίβοντας την περηφάνια και την αξιοπρέπειά τους.
Το αντάλλαγμα της ελευθερίας ισοδυναμούσε με κανονικό ξεπούλημα της ψυχής τους, αφού, προκειμένου να επιστρέψουν στην κανονικότητα της «τακτοποιημένης» ζωής τους, σκύβοντας ξανά εσαεί τον αυχένα τους στους τυράννους της εξουσίας, όφειλαν να γίνουν οι νέοι επιτηρητές, δηλώνοντας υποταγή στο καθεστώς και υποσχόμενοι εφεξής να γίνουν οι άτεγκτοι εφαρμοστές του νόμου, οδηγώντας τους συνανθρώπους τους στην ίδια φυλακή.
Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστα παιδιά ενδιαφέρονταν να ακούν τις ιστορίες των μεγαλύτερων για το πώς ξεκίνησε η εφαρμογή του απάνθρωπου μέτρου που απαγόρευε ακόμη και στα μικρά παιδιά να αγναντεύουν τον ουρανό.
Τα παιδιά δεν είχαν προσλαμβάνουσες παραστάσεις του παρελθόντος ώστε να γνωρίζουν την εικόνα του κόσμου πριν από την εφαρμογή του μέτρου, και μοιραία είχαν υποταχθεί σε μια νοσηρή κοινωνική πραγματικότητα, καθώς είχαν αποδεχθεί παθητικά να μην σηκώνουν το κεφαλάκι τους, βλέποντας και τους μεγαλύτερους να μην αντιδρούν και να συμμορφώνονται.
Μόνο τρεις έφηβοι, ο Πέτρος, η Κυράννα και ο Στέφανος ήταν γεμάτοι απορίες, ερωτήσεις και προβληματισμούς και ονειρεύονταν να αλλάξουν τον κόσμο. Αλλά πώς; Με σκυμμένο το κεφάλι; Άλλαξε κανείς ποτέ τον κόσμο, χωρίς να κοιτάξει τον ουρανό; Χωρίς να νιώσει μέσα του ο ίδιος ελεύθερος;
Κάθε Σάββατο βράδυ πήγαιναν και οι τρεις στο σπίτι του κυρ-Αντώνη. Ήταν ένας καλοκάγαθος, ασπρομάλλης γέροντας με γλυκό παιδιάστικο χαμόγελο αλλά σπινθηροβόλο βλέμμα. Εκείνος τους μιλούσε και τους έλεγε ιστορίες που συνέπαιρναν τα παιδιά. Τους μιλούσε για τα άστρα, τον ουρανό, τις χιονισμένες κορφές των βουνών, για την δύση του ηλίου, για τον Θεό που θέλει τον άνθρωπο χαρούμενο και ευτυχισμένο, για τους ανθρώπους που είχαν κάποτε λιγότερα υλικά αγαθά αλλά περισσότερη αγάπη μεταξύ τους, τότε που οι άνθρωποι προτιμούσαν να δίνουν παρά να παίρνουν, και οι ιστορίες του κυρ-Αντώνη μάγευαν τα παιδιά και τα ταξίδευαν σε τόπους μακρινούς και σε μέρη ονειρεμένα.
Και αυτά κρέμονταν από τα χείλη του και ρωτούσαν όλο παράπονο: «Κυρ-Αντώνη, γιατί άλλαξε ο κόσμος; Πάντοτε περπατούσαμε με σκυμμένο το κεφάλι;
Τότε το πρόσωπο του κυρ-Αντώνη αγρίευε και έλεγε όλο θυμό: «Όχι, όχι, ποτέ δεν περπατούσαμε με σκυμμένο το κεφάλι, και μετά γλύκαινε η φωνή του και έλεγε όλο συμπόνια και τρυφεράδα: «ο Άνθρωπος, παιδιά μου, πλάστηκε να είναι ελεύθερος και όχι δούλος. Αλλά ο πιο σκληρός αφέντης της ψυχής ξέρετε ποιος είναι;» τα ρωτούσε. «Ποιός;», ρωτούσαν εκείνα με κομμένη την ανάσα.
Και ο κυρ-Αντώνης απαντούσε: «ο Φόβος, παιδιά μου. Αν εισέλθει ο φόβος στην ψυχή του ανθρώπου, παίρνει το τιμόνι του μυαλού και τον καθοδηγεί, και τον κάνει ό,τι θέλει. Ο άνθρωπος πια δεν εξουσιάζει τον εαυτό του και γίνεται υποχείριο της εσωτερικής του φοβίας».
Και η Κυράννα πετάγεται λέγοντας: «δηλαδή γίνεται ρομποτάκι!». «Ακριβώς», απαντά ο κυρ-Αντώνης, συμπληρώνοντας με νόημα «ρομποτάκι του φόβου».
Και μετά, έπαιρνε το «συνωμοτικό του ύφος» και έλεγε ψιθυριστά στα παιδιά:
«Παιδάκια μου, θέλετε να σας πω και κάτι ακόμη;». «Τι;», ρωτούσαν όλο αγωνία τα τρία παιδιά.
Κυρ-Αντώνης: «Κατά βάθος παιδιά μου, δεν φταίνε οι άνθρωποι, αλλά αυτοί που τους τρομοκρατούν. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο φύσει αγαθό και καλοπροαίρετο. Άνθρωποι με εξουσία, σκοτεινοί και δαιμονοκίνητοι που πούλησαν την ψυχή τους προκειμένου να αποκτήσουν πλούτη, δόξα και ηδονές, άρχισαν σιγά-σιγά να διαφθείρουν τους συνανθρώπους τους. Και αφού πέτυχαν να διαφθείρουν τους περισσότερους, αποφάσισαν μετά να τους ελέγξουν και να τους καθυποτάξουν».
Τα παιδιά σοβάρεψαν, η συζήτηση είχε πια ανάψει για τα καλά και έμπαινε σε βαθιά νερά.
Παιδιά: «Κυρ-Αντώνη, πώς ελέγχονται οι άνθρωποι;».
Κυρ-Αντώνης: «Μόλις οι πολιτικοί, παιδιά μου, αρνηθούν τον Θεό, και αποβάλουν τον Θεό από την ψυχή τους, καθώς έχουν την εξουσία στα χέρια τους, υποκύπτουν στον δαιμονικό πειρασμό της ισοθεΐας και επιδιώκουν να συμπεριφέρονται «ως μικροί θεοί» με σκοπό να ελέγχουν την ζωή των ανθρώπων. Και μετά βάζουν σε εφαρμογή το σατανικό τους σχέδιο. Αφού διαφθείρουν πρώτα την ψυχή τους και τους κάνουν να ξεχάσουν τον Θεό, δεν περιορίζονται μόνο να κουρσέψουν την ψυχή τους, αλλά θέλουν να εισβάλουν οι ξεδιάντροποι και στο μυαλό των ανθρώπων, μολύνοντας την διάνοια και το νου τους, επιχειρώντας να τους διαλύσουν ψυχοπνευματικά.
Για να πετύχουν τον σκοπό τους, προκαλούν φαινομενικά μια κατάσταση ακραίου φόβου και πανικού με σκοπό να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την ελεύθερη βούληση και την κριτική ικανότητα των ανθρώπων, αποδιοργανώνοντας την σκέψη, το συναίσθημα και την συμπεριφορά τους. Οι άνθρωποι έπειτα με διαλυμένη και ρημαγμένη την ψυχή τους, υποταγμένη την θέλησή τους στο αίσθημα του φόβου και με εξουδετερωμένη την διανοητική τους λειτουργία, εξαιτίας της διαρκούς προπαγάνδας και παραπληροφόρησης, υποκύπτουν στις διαταγές των εξουσιαστών και χειραγωγούνται πλέον εύκολα και επιδέξια προς κάθε κατεύθυνση».
Τα τρία παιδιά κοίταζαν αποσβολωμένα τον κυρ-Αντώνη. Τέτοια λόγια δεν είχαν ξανακούσει από κανέναν. Λόγια σοφίας και χάριτος μαζί. Και τα τρία παιδιά έτρεξαν και κούρνιασαν στην αγκαλιά του και τον φιλούσαν συγκινημένα.
Ο κυρ-Αντώνης ανταπέδωσε τον θερμό εναγκαλισμό τους και τους είπε με τρεμάμενη φωνή: «εγώ δεν θα προλάβω να δω ξανά τον ουρανό, είμαι γέρος και άρρωστος πια, εσείς όμως θα τον δείτε καταγάλανο και λαμπερό! Αντισταθείτε και μην φοβηθείτε, ο ουρανός ανήκει στα ελεύθερα ταξιδιάρικα πουλιά και στους νέους που τολμούν να ονειρεύονται και να ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον. Σπάστε τα αόρατα δεσμά του φόβου, ελευθερωθείτε και αντικρίστε τον ουρανό ξανά με λυτρωτική χαρά και αισιοδοξία. Οι ουρανοί σάς ανήκουν, συντονιστείτε με τον κτύπο της καρδιάς σας που λαχταρά την ελευθερία και μην σκύβετε άλλο το κεφάλι».
Μετά από τρεις εβδομάδες από την συνάντηση των παιδιών με τον κυρ-Αντώνη, ανακοινώθηκε από τα μέσα μαζικής επιρροής και εξαπάτησης η διοργάνωση λαμπρής τελετής στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας, προκειμένου να εορταστεί πανηγυρικά η εικοστή επέτειος από την αναρρίχηση του καθεστώτος στην εξουσία.
Την ημέρα της εκδήλωσης πλήθος πολύ είχε κατακλύσει την κεντρική πλατεία και τους γύρω δρόμους, περιμένοντας από τους διοργανωτές το σύνθημα για να ζητωκραυγάσει επί τη εμφανίσει του λαοπρόβλητου πρωθυπουργού.
Ασφαλώς όλοι οι συγκεντρωμένοι πολίτες είχαν διαρκώς στραμμένο το πρόσωπό τους στην γη, δεδομένου ότι η παράβαση των κυβερνητικών διαταγών στις δημόσιες εκδηλώσεις του καθεστώτος τιμωρούνταν ιδιαιτέρως αυστηρά. Οι πολίτες, καθώς είχαν διαρκώς σκυμμένο το κεφάλι τους, δεν είχαν δει ποτέ το πρόσωπο του πρωθυπουργού, αφού ο ίδιος από τότε που κατέλαβε την εξουσία σπανίως εμφανιζόταν στην τηλεόραση. Γνώριζαν ότι είναι γουρλομάτης από τις αφηγήσεις των παλαιοτέρων.
Καθώς είχε στηθεί η εξέδρα και οι επίσημοι έπαιρναν τις θέσεις τους, ο κόσμος συνέχιζε να στέκεται με το κεφάλι σκυμμένο, περιμένοντας να ακούσει την εκφώνηση του πανηγυρικού της ημέρας από τον πρωθυπουργό.
Εν τω μεταξύ, οι τρεις έφηβοι, ο Πέτρος, η Κυράννα και ο Στέφανος μαζί με την παρέα τους είχαν καταλάβει εκ των προτέρων κατάλληλες θέσεις στον χώρο της πλατείας, έχοντας προσυνεννοηθεί, μόλις ανεβεί ο πρωθυπουργός στο βήμα, αυτοί να μην τον αποδοκιμάσουν (όπως θα άξιζε σε έναν χαμογελαστό τύραννο) αλλά να κοιτάξουν συγχρονισμένα ψηλά στον ουρανό.
Την στιγμή που ανακοινώθηκε από τα μεγάφωνα η άφιξη στον χώρο της εκδήλωσης του πρωθυπουργού και ο κόσμος με σκυμμένο το κεφάλι και σηκωμένα τα χέρια χειροκροτούσε τον εφευρέτη πρωθυπουργό του (τον αποκαλούσαν εφευρέτη γιατί εφεύρισκε μαγικές δηλ. απραγματοποίητες και ουτοπικές λύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του λαού, αλλά αυτό δεν φαινόταν να ενοχλεί τους πολίτες), τα τρία παιδιά άδραξαν ακαριαία την ευκαιρία, κοιτώντας ψηλά στον ουρανό.
Ω… πόσο ωραία και μοναδικά ήταν, πόσο όμορφα, πόσο γαλήνια να αντικρίζεις τον καταγάλανο ουρανό.. Τι λαμπερός και φωτεινός που είναι ο ήλιος… Ακόμα και τα πουλιά πετούσαν εκείνη την ημέρα. Πόσο ωραίες ήταν οι κορφές των δένδρων.. Όλα ήταν εξαίσια και όμορφα.. Μόνο η παρουσία του πρωθυπουργού χαλούσε την ατμόσφαιρα, αλλά τα παιδιά είχαν υποσχεθεί ότι δεν θα άφηναν καμία δυσάρεστη σκέψη ή αποκρουστική εικόνα να καταστρέψει την μοναδικότητα της στιγμής.
Ορισμένοι από τους παρευρισκόμενους θεατές, καθώς αντιλήφθηκαν ότι τα τρία παιδιά και οι φίλοι τους είχαν παραβιάσει την διαταγή, κοιτώντας ψηλά στον ουρανό, τρομοκρατήθηκαν από την απερισκεψία τους και τους έκαναν νόημα να σκύψουν ξανά το κεφάλι.
Οι δυστυχείς αυτοί άνθρωποι είχαν τόσο πολύ διαποτιστεί από την κυβερνητική προπαγάνδα που θεωρούσαν μεγάλη απρέπεια την ώρα που μιλά ο πρωθυπουργός «απαριθμώντας τα επιτεύγματα» της κυβέρνησής του, ορισμένοι πολίτες να τον αμφισβητούν, τολμώντας να σηκώσουν κεφάλι.
Τα παιδιά κοιτώντας προς την εξέδρα των επισήμων γούρλωσαν και εκείνα τα μάτια τους (όχι δεν φιλοδοξούσαν να γίνουν πρωθυπουργοί), αντικρίζοντας ένα απροσδόκητο θέαμα: Τα πρόσωπα των τυράννων της εξουσίας δεν ήταν κατεβασμένα! Ο κυρ-Αντώνης τούς είχε πει ότι η απαγόρευση της ενατένισης του ουρανού ήταν απόλυτη και καθολική, χωρίς εξαιρέσεις. Ο κυρ-Αντώνης είχε βεβαιώσει τα παιδιά ότι ο πρωθυπουργός πριν από είκοσι χρόνια είχε δηλώσει «πρώτος εγώ θα δώσω το καλό παράδειγμα και θα σκύψω το κεφάλι»! Και να τώρα που έβλεπαν τους κυβερνητικούς αξιωματούχους να χαμογελούν όλο μοχθηρία για το κατόρθωμά τους. Είχαν υποχρεώσει ένα ολόκληρο λαό να περπατά με σκυμμένο το κεφάλι! Ήταν πλέον προφανές, ειδικοί επιστήμονες και πολιτικοί τούς είχαν εξαπατήσει φρικτά! Δεν υπήρχε καμία πραγματική απειλή της δημόσιας ψυχικής υγείας! Ήταν ένα καλοστημένο παγκόσμιο πείραμα κοινωνικής συμμόρφωσης που αποσκοπούσε στον έλεγχο, στην επιτήρηση και στην χειραγώγηση των ανθρώπων!
Η εικόνα των χασκογελούντων εξουσιαστών εξόργισε τους τρεις φίλους.
Κυβερνητικοί και λοιποί παρατρεχάμενοι ενώ είχαν επιβάλει την απάνθρωπη διαταγή που απαγόρευε σε όλους τους κατοίκους να κοιτούν ψηλά στον ουρανό (είχαν υποχρεώσει ακόμη και τα νήπια να φορούν στον λαιμό τους το φοβερό μεβάκ), οι ίδιοι γεμάτοι από αλαζονεία και έπαρση, θεωρώντας τους εαυτούς τους υπεράνω του νόμου, περιφρόνησαν επιδεικτικά την γενική υποχρέωση, τυραννώντας και καταδυναστεύοντας τους πολίτες!
Οι αδυσώπητοι και απάνθρωποι διαχειριστές της εξουσίας, χωμένοι βαθιά μέσα στην εγωιστική τους μεγαλομανία, ένιωθαν σίγουροι ότι η εξαπάτηση του λαού δεν θα αποκαλυπτόταν ποτέ.
Άλλωστε οι πολίτες είχαν τρομοκρατηθεί τόσο πολύ από τις δυνάμεις καταστολής του καθεστώτος και, ζώντας διαρκώς υπό την απειλή των εξοντωτικών ποινών, δεν διανοούνταν να σηκώσουν κεφάλι, έχοντας επιλέξει την υποταγή αντί της αντίστασης, την σκλαβιά αντί της ελευθερίας.
Οι εξουσιαστές απολάμβαναν όλα τα αγαθά της ζωής που στερούνταν οι πολίτες: τον ουρανό, τον ήλιο, την ελευθερία, την εκδρομή στο δάσος, τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα. Την ίδια στιγμή ο λαός στέναζε κάτω από τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας της δημόσιας υγείας, εξαναγκασμένος μόνιμα να ζει με σκυμμένο το κεφάλι, βιώνοντας συνεχώς μια κατάσταση διαρκούς αγωνίας, θλίψης και δυστυχίας.
Ο Πέτρος, η Κυράννα και ο Στέφανος και οι φίλοι τους έλαβαν τη μεγάλη απόφαση να αναλάβουν εθνική και κοινωνική δράση με σκοπό την αφύπνιση και την ανύψωση του ηθικού των πολιτών.
Θα διέτρεχαν απ’ άκρη σ’ άκρη όλη την επικράτεια της χώρας για να διαδώσουν το ελπιδοφόρο μήνυμα της αλήθειας: Το υποχρεωτικό σκύψιμο του κεφαλιού δεν υπηρετεί την προστασία της δημόσιας ψυχικής υγείας (όπως ψευδώς και παραπλανητικώς υποστήριζαν οι κυβερνώντες και οι ειδικοί επιστήμονες), αλλά αποσκοπεί στην χειραγώγηση και στον εξευτελισμό των πολιτών, καθώς διατάσσονται να ζουν σε μια μόνιμη κατάσταση ανελευθερίας, ελέγχου και επιτήρησης που διαλύει την ψυχοσωματική τους υγεία και ισοπεδώνει κάθε έννοια προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ…
Μια ηλιόλουστη και ζεστή ημέρα του χειμώνα, ο Πέτρος κρατώντας από το χέρι τον δεκάχρονο γιο του επισκέπτονται το ιστορικό μουσείο της πόλης. Ο μικρός στέκεται απορημένος μπροστά σε μία από τις προθήκες του μουσείου στην οποία εκτίθεται μία μεταλλική βάση για τον παιδικό αυχένα με την ονομασία μεβάκ.
Πρώτη φορά αντικρίζει ένα τόσο παράξενο και αλλόκοτο αντικείμενο και με έκδηλη την έκπληξη στο πρόσωπό του ρωτάει τον μπαμπά του:
– Μπαμπά, τι είναι αυτό το εργαλείο;
Ο Πέτρος απαντάει συγκινημένος:
– Αυτό, παιδί μου, ήταν ένα εγκληματικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε παλιά από ορισμένους διεστραμμένους και πονηρούς ανθρώπους της εξουσίας και επικράτησε δυστυχώς με την ανοχή, την αδιαφορία και την παθητικότητα της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών. Το εφάρμοζαν στον λαιμό των μικρών παιδιών επιχειρώντας να τρομοκρατήσουν τους γονείς, ώστε να μην σηκώσουν ποτέ ξανά το κεφάλι τους, κοιτώντας τον ουρανό.
Όμως το μεβάκ αξιοποιήθηκε και για έναν άλλον πιο ύπουλο σκοπό: Να εκπαιδεύσει τα παιδιά ώστε να αγαπήσουν την σκλαβιά τους και να γίνουν από την νηπιακή τους ηλικία «δουλάκια» του διεφθαρμένου συστήματος εξουσίας και να μην ονειρευτούν ποτέ να επαναστατήσουν σηκώνοντας κεφάλι! Παιδί μου, να ξέρεις ότι η ψυχική διάλυση και η διανοητική ισοπέδωση των νέων ανθρώπων είναι ο πιο ασφαλής δρόμος για την μακροημέρευση ενός ανελεύθερου και ολοκληρωτικού καθεστώτος.
– Πέτρος: Ξέρεις τι σημαίνει μεβάκ;
– Γιος: Όχι μπαμπά μου, δεν ξέρω και ήθελα να σε ρωτήσω.
– Πέτρος: Είναι αρκτικόλεξο που σχηματίστηκε από τις δύο πρώτες συλλαβές των δύο πρώτων λέξεων και από το πρώτο γράμμα της τρίτης λέξης, δηλ. σημαίνει: Μεταλλική Βάση Κεφαλιού.
– Μπαμπά, γιατί οι γονείς εφάρμοσαν στα παιδιά τους το μεβάκ; Δεν καταλάβαιναν ότι τους έκαναν κακό;
– Γιατί, παιδί μου, τρομοκρατήθηκαν από τους ειδικούς επιστήμονες και τους πολιτικούς που τους έλεγαν ότι, αν δεν συμμορφωθούν προς τις υγειονομικές τους εντολές, από στιγμή σε στιγμή, επίκειται ο θάνατός τους. Ο φόβος με όχημα την τηλεοπτική προπαγάνδα ρίζωσε στις ψυχές των ανθρώπων και των μικρών παιδιών με αποτέλεσμα να υποταχθούν στα τερατώδη ψεύδη της ολοκληρωτικής εξουσίας. Με εργαλείο τον φόβο οι γονείς και τα παιδιά τους έγιναν άβουλα πιόνια των εξουσιαστών. Οι άνθρωποι, εξαιτίας του φόβου του θανάτου, λησμόνησαν πια να ζουν.
– Μπαμπά, και πώς φοβούνται οι άνθρωποι;
– Όταν ξεχάσουν να αγαπούν, η ψυχή αδειάζει, και τότε ξαφνικά εισβάλλει ο φόβος και την κυριεύει. Να θυμάσαι, παιδί μου, ότι ο φόβος σκλαβώνει την ψυχή και δεν την αφήνει να πετά προς την ελευθερία.
– Μπαμπά, πώς νικάει κανείς τον φόβο;
– Μαθαίνοντας να αγαπάει θυσιαστικά.
– Και πώς γίνεται αυτό μπαμπά;
– Όταν κανείς αγαπήσει την Ελευθερία πάνω από την ζωή του. Όταν κλείσει τα μάτια του και ονειρευτεί ότι τα παιδιά του αξίζει να ζουν με ελευθερία και αξιοπρέπεια σε έναν κόσμο που δεν θα επικρατεί η κακία και η αδικία.
– Και γιατί, μπαμπά, σήμερα το μεβάκ δεν υπάρχει;
Ο Πέτρος πήρε αγκαλιά τον γιο του και κοιτώντας τον τρυφερά, ενώ δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του, είπε:
– Γιατί, παιδί μου, κάποιοι αποφάσισαν να θυσιάσουν την ζωή τους, όπως η Κυράννα και ο Στέφανος, ώστε να μπορείς εσύ σήμερα να είσαι πάλι ελεύθερος να αγαπάς, να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι κοιτώντας ψηλά στον ουρανό.
* Τα σκίτσα του διηγήματος φιλοτέχνησε η ζωγράφος Svetlana Limnios, την οποία ευχαριστούμε θερμά.
20/2/23