Οι υπουργοί και οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς αντιμετώπισαν τον αγώνα κατά του ιού σαν ένα πόλεμο – δικαιολογώντας έτσι την καταστολή κάθε διαφωνίας.
Δεν είχε να κάνει με την επιστήμη αλλά με την πολιτική. Αυτό έγινε προφανές μόλις η κυβέρνηση ξεκίνησε να λέει ότι ακολουθεί την επιστήμη σαν να ήταν ένα σταθερό σώμα αποκεκαλυμμένης αλήθειας. Κανένας που γνωρίζει έστω και κάτι σχετικά με την επιστήμη δε θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο, εκτός και αν είχε εμπλακεί σε μία εσκεμμένα παραπλανητική εκστρατεία δημόσιου εξαναγκασμού.
Ο καθαρός παραλογισμός και το ανούσιο πολλών από τους περιορισμούς της κανονικής ζωής θα έπρεπε να έχουν αποκαλύψει την αλήθεια: αυτό το πρόγραμμα σχεδιάστηκε για να τρομοκρατήσει και όχι για να ενημερώσει και για να κάνει την αμφιβολία ή το σκεπτικισμό να φαίνονται ηθικά ανεύθυνα, κάτι ακριβώς αντίθετο από αυτό που κάνει η επιστήμη. Ωστόσο όσοι από εμάς επικρίναμε όλα αυτά εκείνη την εποχή, δεν διαμαρτυρόμασταν απλώς για μια προδοσία της διανόησης, αλλά για την κατάργηση της παράδοσης ανοιχτών διαπραγματεύσεων και ορθολογικής συζήτησης που είχε δημιουργήσει ο σύγχρονος κόσμος.
Αυτό που αντιμετωπίστηκε απερίσκεπτα εδώ και συχνά μοιάζει με τρομερή επιπολαιότητα ήταν οι συνθήκες που καθιστούν τη ζωή ανθρώπινη: η οικειότητα και οι δεσμοί που είναι η ουσία των διαπροσωπικών σχέσεων και της συναισθηματικής υγείας. Πολλά από αυτά ξεπέρασαν ακόμα και τα όρια αυτού που θεωρούμε απολυταρχισμό: ακόμα και η Stasi στην Ανατολική Γερμανία δεν απαγόρευσε στα παιδιά να αγκαλιάζουν τους παππούδες τους ή έθεσε ως παράνομες τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ατόμων που μένουν σε διαφορετικά σπίτια.
Η μαζική δημόσια αποδοχή αυτών των εξωπραγματικών υπαγορεύσεων δεν προκάλεσε και τόση εντύπωση. Στην αρχή του, θεωρήθηκε ως προσωρινή ανάγκη. Τί είναι λίγες εβδομάδες (από τον εξαιρετικά ευχάριστο ηλιόλουστο καιρό) μπροστά σε ολόκληρη τη ζωή, αν εξυπηρετεί να προστατέψεις τον εαυτό σου και τους άλλους, και φυσικά το Εθνικό Σύστημα Υγείας; Αλλά αυτό συνεχίστηκε, και όσο πιο πολύ συνεχιζόταν τόσο πιο πολύ οι πολίτες φαινόταν να το αποδέχονται σαν κάτι φυσιολογικό. Ακόμα και όταν η ζημιά – ειδικά στους νέους τόσο στον εκπαιδευτικό όσο και στον ψυχολογικό τομέα –άρχισε να φαίνεται καθαρά, αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε. Είναι σημαντικό να προσπαθήσουμε να το καταλάβουμε αυτό.
Το μοντέλο για το μνημειώδες κυβερνητικό πρόγραμμα, στο οποίο το να κάθεται κανείς σε ένα παγκάκι στο πάρκο ή να συναντιέται με συγγενείς του έγινε ποινικό αδίκημα, ήταν πολεμικό! Η συνεργασία και οι πρόθυμες θυσίες του πληθυσμού κατά τη διάρκεια του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου (ο οποίος συχνά αναφερόταν εκείνη την εποχή ως «η παρούσα έκτακτη ανάγκη») ήταν ξεκάθαρα η έμπνευση για την εφαρμογή του εγκλεισμού!
Οι διαφημιστικές εκστρατείες, οι οποίες παρουσίασαν ως φυσιολογική – και εγκωμίασαν ως ενάρετη – την αποδοχή τρομακτικών επιπέδων κοινωνικής απομόνωσης, σχεδιάστηκαν σκοπίμως να παρουσιάζουν τη χώρα ως κινητοποιημένη σε μία συλλογική προσπάθεια ενάντια σε έναν κακόβουλο εχθρό. Οποιαδήποτε άλλη θεώρηση έπρεπε να υποβιβαστεί μπροστά σε μία ηρωική εθνική πάλη ενάντια σε έναν στρατό που εισβάλει, του οποίου ο σκοπός ήταν να σκοτώσει όσο το δυνατόν περισσότερους από εμάς. Και αυτός ο εχθρός ήταν ιδιαίτερα ύπουλος επειδή ήταν αόρατος.
Η απειλή τώρα προερχόταν από την παρουσία άλλων ανθρώπων που φιλοξενούσαν αυτόν τον κακοήθη επιδρομέα μέσα στο σώμα τους. Καθώς ο κορωνοϊός ήταν μία ξένη εχθρική δύναμη, έπρεπε να αντιμετωπιστεί με τις ίδιου είδους τεχνικές προπαγάνδας που θα χρησιμοποιούσαμε εναντίον ενός ξένου κράτους.
Φυσικά η αναλογία ήταν ψεύτικη. Αυτός ο «εχθρός» δεν ήταν ένα αισθανόμενο ον με ένα πονηρό σχέδιο κατάκτησης. Δεν είχε κάποιο σκοπό, εκτός από αυτόν που μοιράζονται όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί – το να επιβιώσει και να αναπαραχθεί. Δεν είχε δεσμευτεί σε κάποια συνειδητή μάχη για κυριαρχία από την οποία δε θα έπρεπε ποτέ να μας δει να οπισθοχωρούμε.
Η κατάπνιξη οποιασδήποτε αμφιβολίας ή αντεπιχειρήματος δικαιολογείται σε περίοδο πολέμου, καθώς θα μπορούσε, σύμφωνα με τα λόγια του αμερικανικού Συντάγματος, να δώσει «βοήθεια και ενθάρρυνση στον εχθρό». Στο δίκαιο και στην πραγματική ζωή αυτό αποτελεί προδοσία. Αλλά ο κορωνοϊός δε θα μπορούσε ποτέ να ενθαρρυνθεί από κάποια απρόσεκτη συζήτηση στο Westminster. Η αντιμετώπιση οποιουδήποτε, ακόμα και του Carl Heneghan, καθηγητή ιατρικής στην Οξφόρδη ο οποίος αμφισβήτησε την επίσημη πολιτική ως δυνητικά και ανατρεπτικά επικίνδυνη, ήταν απλά εξωφρενική.
Το πιο ανησυχητικό ήταν η ταχύτητα με την οποία τα ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης βρέθηκαν σε απόλυτη ταύτιση – με ανεξάντλητο ενθουσιασμό – καθώς τους δόθηκε ένας βασικός ρόλος στην καθημερινή διάδοση των κυβερνητικών αρχών. Καθώς ήταν το μέσο με το οποίο μεταφέρονταν οι επίσημες πληροφορίες – με συχνά, όπως γνωρίζουμε, παραπλανητικές προβλέψεις μοντέλων και παλιότερα δεδομένα θανάτων – κατέληξαν από το να είναι δημόσια μέσα ενημέρωσης, σε αυτό που το BBC κυρίως πάντα επέμενε ότι δεν είναι: κρατικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς. Από την αμερόληπτη δημοσιογραφία στην Pravda με ένα μόνο βήμα.
Ασφαλώς ήταν καθήκον των ειδησεογραφικών μέσων ενημέρωσης να παρουσιάσουν ό,τι ήθελε η κυβέρνηση επισήμως να πει στη χώρα. Αλλά έπρεπε να απαγορεύουν – και μερικές φορές σιωπηρά να δαιμονοποιούν – εκείνους που αμφισβητούσαν αυτές τις αποφάσεις;
Θα έπρεπε να συμμετέχουν στον «λιθοβολισμό» οποιουδήποτε διαφωνούσε, ακόμα και του Lord Sumption, πρώην δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο οποίος υποστήριξε ότι η καταστολή των βασικών ελευθεριών ήταν απαράδεκτη;
Αν αυτή η κρίση ήταν τόσο σοβαρή όσο μας έλεγαν, δε θα ήταν ζωτικά σημαντικό να δοθεί ίση ακρόαση σε κάθε πηγή εξειδίκευσης; Ή μήπως η εμφάνιση μιας ενότητας θεωρήθηκε τόσο ζωτικής σημασίας που καταπάτησε τα πάντα – ακόμα και τα ίδια τα γεγονότα κάποιες φορές;
Ίσως η χειρότερη επίπτωση όλης αυτής της άκριτης κάλυψης ήταν πως οι υπουργοί της κυβέρνησης, έχοντας χειραγωγήσει την κοινή γνώμη σε μία φρενίτιδα άγχους και πιθανής ενοχής, βρέθηκαν και οι ίδιοι εγκλωβισμένοι στην ατμόσφαιρα που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει.
Πώς δεν μπορέσαμε να δούμε τις επιπτώσεις που ακολουθούσαν; Πώς μπόρεσε κάποιος ο οποίος έχει μεγαλώσει παιδιά να μην προβλέψει τη ζημιά στην οποία πιθανώς θα κατέληγε, όταν τα αναπτυσσόμενα βρέφη και νήπια και οι ευαίσθητοι έφηβοι στερήθηκαν όλη την ουσιαστική επαφή με τον άγνωστο κόσμο πέρα από τα σπίτια τους; Πόσο μάλλον την φρικτή μοίρα εκείνων των ηλικιωμένων ασθενών, που έπρεπε να πεθάνουν μόνοι τους, και την ατέλειωτη θλίψη των οικείων τους, που ήταν αναγκασμένοι να χάσουν τις τελευταίες τους στιγμές και στερήθηκαν ακόμη και την άνεση μιας φυσιολογικής κηδείας.
Τι στο καλό σκέφτονταν όλοι;