Θεῖο δράμα καὶ ἀνθρώπινη τραγωδία

τῆς Μαρίας Κορνάρου

 

Ἀπὸ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ἐμπειρίες, ἀπὸ ὅλες τὶς ἰδέες καὶ τὶς θεωρίες ποὺ ἐπιζητοῦν τὴν προσοχή μας, εἶναι ἡ θρησκεία ποὺ καταφέρνει νὰ συλλάβει σὲ ὁλόκληρή της τὴν θλιβερὴ ἔκταση τὴν ἀνθρώπινη τραγωδία. Ἐκείνη ἔχει γιὰ κύριο ἀντικείμενό της τὴν ἐξήγηση τοῦ θανάτου, τοῦ πόνου, τῆς ἀδικίας τῶν ἀνθρώπων. Οἱ περισσότερες φτάνουν μέχρι τοῦ νὰ τὴν ἀπαγορεύσουν, νὰ καταλήξουν δηλαδὴ σὲ ἕνα συμπέρασμα ὡς πρὸς τὸ γιατὶ αὐτὴ συμβαίνει καὶ νὰ διατυπώσουν τὸν ἀντίστοιχο κανόνα, πῶς ὅταν συντρέχουν οἱ αἰτίες αὐτὲς πρέπει νὰ μὴν τὴν κάνουμε πράξη. Ἀντιστοίχως καὶ γιὰ τὸν πόνο, καὶ γιὰ τὸν θάνατο, οἱ περισσότερες θρησκεῖες βρίσκουν μία λύση, εἴτε μὲ τὸ νὰ ὑποτιμήσουν τὴ σημασία τους, εἴτε μὲ τὸ νὰ ἐφεύρουν μία ἀνταπόδοση μετὰ θάνατον. Πολλοὶ διαβάζοντας αὐτὲς τὶς γραμμὲς θὰ σπεύσουν νὰ κατατάξουν καὶ τὸ Χριστιανισμὸ σὲ αὐτὴ τὴν κοινότητα θρησκειῶν ποὺ ἔτσι προσεγγίζει καὶ ζητᾶ νὰ ἀμβλύνει τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἀσχολεῖται μὲ τὰ ἴδια αὐτὰ αἰώνια ἐρωτήματα, ὅμως ὁ τρόπος ποὺ τὸ κάνει καὶ τὰ συμπεράσματα στὰ ὁποία καταλήγει εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Ἡ διαφορὰ αὐτὴ καταδεικνύεται περισσότερο ἀπὸ ποτὲ στὶς τελευταῖες μέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν δὲν παρακολουθεῖ ἀπὸ ἔξω, καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἀόρατου καὶ πάμφωτου θρόνου Του, τὸ δράμα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ὁ ἴδιος μπαίνει στὴν ἰστορία μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μετέχει καὶ αὐτὸς στὴν πλέον τραγικὴ σκηνὴ τοῦ δράματος. Γιὰ αὐτὸ καὶ οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ἀπλὰ παραγγέλματα συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ ὁλοκληρώνονται καὶ γίνονται κατανοητὲς μέσα ἀπὸ τὸ Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Γιὰ αὐτὸ ἡ πίστη διατηρεῖ τὸ νόημά της ὡς προϋπόθεση τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν, γιὰ αὐτὸ ἀνάμεσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν κοινωνικὴ συμπεριφορά μας, ποὺ ἴσως φαίνονται πιὸ οἰκεῖες καὶ κατανοητές, ξεχωρίζει ἡ ἐντολὴ «ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ ὑιοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἶμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἐαυτοῖς» (Ἰω. στ’53). Ξεπερνάω τὴν κακία γιὰ τὸ Χριστιανὸ σημαίνει μετέχω στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, προσφέρω τὸν ἁμαρτωλὸ ἐαυτό μου ὡς θυσία στὸ Θεό, ὅπως καὶ ὁ Θεὸς προσέφερε τὸν Ἑαυτό Του θυσία γιὰ ἑμένα. Ἡ θεραπεία τῆς κακίας δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μία ἐξωτερικὴ συμπεριφορά, γιατὶ ἡ κακία δὲν εἶναι ἐξωτερικὴ συμπεριφορά, εἶναι ἐσωτερικὴ διάθεση καὶ προαίρεση, εἶναι φυλακὴ τῆς ψυχῆς. Οὔτε εἶναι ἡ κακία ἕνα ἀκόμη ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ ὑφιστάμεθα στὴ γή, ἀλλὰ εἶναι ἡ αἰτία τῶν δεινῶν, αὐτὴ ποὺ ἐξ ἀρχῆς μᾶς χώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Κακία εἶναι νὰ ἐκμετρῶ τὸ ζῆν ἐπὶ τῆς γῆς ἀφοσιωμένος στὰ πλούτη μου, στὶς τιμές μου. Εἶναι νὰ ἀναλώνω ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό μου, ποὺ πλάστηκε κατ’εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, στὸ κυνήγι τῶν ματαίων πραγμάτων, τὰ ὁποία μάλιστα τὰ ἐπιθυμῶ μόνο γιὰ νὰ θρέψω τὸν ἐγωισμό μου, καὶ πρὸς αὐτὴ τὴν ἐφήμερη καὶ κούφια χρήση τὰ ἀναλώνω, εἴτε αὐτὰ εἶναι ὑλικὰ ἀγαθά, εἴτε εἶναι ἄνθρωποι, εἰκόνες δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Μετὰ ἀπὸ μία τέτοια ζωή, πῶς θὰ μπορούσα ὁ δόλιος νὰ ἰσχυρίζομαι, ὅτι δὲν μοῦ πρέπει ὁ θάνατος;

Ὁ Χριστὸς ὡς μόνος ἀναμάρτητος ἔζησε ἐπὶ γῆς τὴν μόνη ἀνθρώπινη βιοτὴ ποὺ εἶναι εὐάρεστη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ τῆς αὐτοθυσίας. Ἡ αὐτοθυσία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔγκειται μόνο στὴν μακροθυμία του ἀπέναντι στοὺς μαθητὲς ποὺ τὸν ἐγκατέλειψαν, στὸν Ἰούδα ποὺ τὸν πρόδωσε, στοὺς στρατιῶτες ποὺ τὸν ἀνέβασαν στὸ σταυρὸ καὶ μοιράστηκαν μεταξύ τους τὰ ἰμάτιά του. Τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ στὴν αὐτοθυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πλήρης καὶ ἐκούσια ἀποδοχὴ ἑνὸς βασανιστικοῦ θανάτου. Ὡς ἀναμάρτητος, δὲν ἄξιζε κανένα θάνατο, γιατὶ ἡ ἄκρα συνέπεια τῆς κακίας δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ σὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁλότελα ξένος σ’αὐτήν. Ὅμως δέχεται νὰ ὑποστεῖ τὴν ἀνθρώπινη μοίρα τοῦ θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Κατέρχεται στὸν Ἅδη, ξένος στὴν ἁμαρτία καὶ ὅμως ὑφιστάμενος τὸ τίμημά της, ὁλότελα καλὸς στὴν ἐπικράτεια τοῦ κακοῦ, πηγὴ ζωῆς ὁ ἴδιος στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ θανάτου. Καὶ τὸ βασίλειο τοῦ Ἅδου νενέκρωται. Ἔτσι νικᾶ ὁ Χριστὸς ὁλότελα τὸ κακό, πρώτα νικώντας τὴν ἁμαρτία καὶ ὕστερα καταλύοντας τὶς φρικτὲς συνέπειές της. Νικᾶ τὸ κακὸ διερχόμενος διὰ τοῦ κακοῦ, ὁλότελα καλὸς ὁ ἴδιος. Ἐγκαινιάζει μία καινούρια ζωὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἡ ὁποία διὰ τῆς θυσίας του θὰ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν κακία, καὶ ἔτσι θὰ μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἐπάνω στὰ μάρμαρα τῶν τάφων χαράχτηκε αἰώνια τὸ νέο σύνθημα: Προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν, καὶ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.