Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Ἀληθινὰ στολίδια τοῦ λόγου ἀποτελοῦν πράγματι οἱ λέξεις καὶ οἱ φράσεις μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ὑμνογράφος τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου κοσμεῖ τὴν Παναγία Μητέρα μας: τὴν καλεῖ, μεταξὺ ἄλλων, «ἔμψυχον τράπεζα καὶ Παράδεισον», «χώρα ἀνήροτον» (=ἀκαλλιέργητη, λόγῳ τῆς Παρθενίας της), «ὄρος πῖον καὶ τετυρωμένον» (=συμπαγὲς καὶ στερεό), «ἄμπελον ἀληθινή».
Γνωστὴ εἶναι, ἄλλωστε, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο κιόλας, ἡ τακτικὴ τῶν ποιητῶν νὰ χρησιμοποιοῦν γιὰ τὴν περιγραφὴ οἰκεῖες ἀπὸ τὴν φύση εἰκόνες, ὥστε νὰ ἐπιτυγχάνουν μεγαλύτερο αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα καὶ νὰ καθιστοῦν τὸ περιγραφόμενο πιὸ προσιτὸ στὸ «κοινό» των.
Εἶναι, ὡστόσο, ἀξιοθαύμαστο ὅτι, παρ’ ὅλον ὅτι ὁ ὑμνογράφος ἐξαντλεῖ σχεδὸν τὶς ἀναφορές του στὴν φύση, προκειμένου νὰ ζωντανέψῃ καλύτερα τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὰ μάτια μας, ὁμολογεῖ ἐν τέλει ὅτι «ῥητορεύουσα οὐ σθένει γλῶσσα, Δέσποινα, ὑμνολογῆσαί σε». Παραδέχεται, κοινῶς, ὅτι καὶ ὁ πλέον δεινὸς ῥήτορας καὶ ὁ πλέον θεόπνευστος ὕμνος «ἡττῶνται» στὴν ἀπόδοση τοῦ μυστηρίου τῆς θεϊκῆς συλλήψεως ἀλλὰ καὶ στὴν περιγραφὴ τῆς παρθενικῆς μεγαλειότητος.
Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐξαίρετες αὐτὲς περιγραφές του ὁ ὑμνογράφος καλεῖ τὴν Παρθένο «ὀσφράδιον τοῦ πάντων Βασιλέως», δηλ. ἄρωμα, εὐωδία τοῦ Βασιλέως τῶν ὅλων Χριστοῦ. Ὡς γνωστόν, τὸ ὀσφράδιον ἦταν ἀρωματικὸ φυτὸ ἢ οὐσία ποὺ ἔφεραν μαζί των οἱ βασιλεῖς στὸ Βυζάντιο, ὅταν εἰσέρχονταν στὸ «ἱπποφόρβιον», στὸν στάβλο τῶν ζώων, γιὰ νὰ ἀντέξουν τὴν δυσοσμία τοῦ χώρου. Ἐπίσης, εἶχε ἰατρικὴ χρήση, καθ’ ὅτι, λόγῳ τῆς ἔντονης καὶ εὐχάριστης μυρωδιᾶς του, ἐχρησιμοποιεῖτο γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῶν λιποθυμισμένων!
«Ὀσφράδιον», λοιπόν, ἀποκαλεῖται ἡ Παναγία μας, φυτὸ ἀρωματικὸ καὶ εὐωδιαστὸ ποὺ ἀνέπεμψε τὴν εὐωδία του καὶ σκόρπισε τὸ ἄρωμά του μέσα σὲ ἕνα ῥυπαρὸ περιβάλλον, ὅπου βλάστησε καὶ ἄνθισε. Ἀλλὰ πῶς κατάφερε, ἀλήθεια, ἡ Παναγία μας νὰ εὐωδιάσῃ στὸ δύσοσμο καὶ κακόφημο περιβάλλον τῆς Ναζαρέτ; («ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;» Ἰωάν., α’ 46). Οἱ σύγχρονοι παιδαγωγοί, ποὺ ἐξαίρουν -ὀρθῶς- τὴν σημασία τοῦ περιβάλλοντος γιὰ τὴν ἀνατροφὴ καὶ τὴν ἐξέλιξη τοῦ νέου ἀνθρώπου, θὰ δυσκολεύονταν σίγουρα νὰ δώσουν μιὰν ἀπάντηση!
Ἦταν μάλιστα τόσο μεγάλη ἡ διαφθορὰ καὶ τόσο προχωρημένη ἡ σήψη καὶ στὴν μικρὴ Ναζαρὲτ καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὥστε δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος καθαρὸς νὰ ἐνεργήσῃ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων! Καὶ αὐτὸ δὲν ἦταν καθόλου ὑπερβολή, ἐὰν σκεφτοῦμε τὴν κατάσταση ποὺ περιγράφουν οἱ Εὐαγγελιστές, τὴν παρανομία, τὴν ἀσωτεία, τὴν πορνεία καὶ τὶς ἄλλες ἠθικὲς παρεκτροπές, μὲ τὶς ὁποῖες βρέθηκε ἀντιμέτωπος ὁ Κύριος.
Ζῶντας μέσα στὶς πραγματικὰ ἀντίξοες αὐτὲς συνθῆκες, πῶς μπόρεσε ἀλήθεια ἡ Μαριὰμ νὰ μὴν παρασυρθῆ καὶ νὰ διατηρηθῆ μακρυὰ ἀπὸ τὶς κακές ἐπιρροές; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἡ Παναγία ἔζησε μέσα στὸν κόσμο ἀλλὰ δὲν ὑπῆρξε μία «ἐκ τοῦ κόσμου», δὲν ἐπηρεάστηκε δηλαδὴ ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. Σὲ αὐτὸ συνετέλεσαν ἀσφαλῶς τὸ οἰκογενειακό της περιβάλλον καὶ συγκεκριμένα τὸ παράδειγμα τῶν εὐσεβῶν καὶ συνετῶν γονέων της, ὅσο καὶ ἡ φροντίδα των νὰ ἐξασφαλίσουν γιὰ τὸ παιδί των ἕνα ἀντίστοιχο περιβάλλον, ὅταν πλέον ἐκεῖνοι θὰ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὴν ζωή.
Γι’ αὐτό, μεταφύτευσαν τὸ βλαστάρι των στὸ πλέον κατάλληλο γιὰ τὸ μεγάλωμά του ὑγιὲς περιβάλλον τοῦ «οἴκου τοῦ Κυρίου», ὅπου ἡ Παναγία διατήρησε καὶ αὔξησε τὶς καλὲς συνήθειες τοῦ σπιτιοῦ της, τὴν προσευχή, τὴν νηστεία καὶ τὰ ἔργα ἐλέους, μὲ ἀποτέλεσμα ὄχι μόνον νὰ μὴν διαφθαρῆ ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς κακὲς συνθῆκες ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνθίσῃ καὶ νὰ καρποφορήσῃ ἀκόμα περισσότερο.
Ἔτσι, τὸ ἄρωμα ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὰ καλά της ἔργα ἀναδύθηκε «εἰς τὰ ἄνω» καὶ ἡ πνευματική της εὐωδία συγ-κίνησε τὸν οὐράνιο Πατέρα, ὥστε νὰ τὴν ἐπιλέξῃ ὡς Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ ὄχημα τῆς δικῆς μας σωτηρίας. Κατὰ τοὺς θείους Πατέρες, ἡ γενεὰ ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶχε κανέναν ἀντάξιο τῆς Μαρίας, γιὰ νὰ δεχθῇ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ καθαρότητα καὶ ἡ ἁγνότητά της ἀλλὰ πρὸ πάντων ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ὑπακοή της στὸ θέλημα τοῦ Οὐρανοῦ εὐηρέστησαν στὸν Θεὸ καὶ προσείλκυσαν τὴν θεία χάρη στὸ πρόσωπό της.
Ἑπομένως, ἐὰν ἡ Παναγία μπόρεσε μὲ τὸν δικό της προσωπικὸ ἀγῶνα καὶ τὴν συνέργεια, ἀσφαλῶς, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ διατηρήσῃ τὴν εὐοσμία της σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια πορεία της καὶ νὰ καλύψῃ μὲ τὸ ἄρωμα τῆς ψυχῆς της καὶ τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματός της τὴν δυσοσμία τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας, ἐμεῖς ἄραγε δὲν μποροῦμε, στὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων μας, νὰ κάνωμε τὸ ἴδιο στὴν ἐποχή μας;
Πῶς θὰ μπορέσωμε, ἄραγε, νὰ ζήσωμε μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς δυσωδίας, ἐὰν δὲν καταστοῦμε καὶ ἐμεῖς «ὀσφράδια», ὅπως ἡ Παναγία;
Ἐὰν δὲν εὐωδιάσωμε οἱ ἴδιοι ἐσωτερικά, ὥστε τὸ ἄρωμά μας νὰ διαχυθῆ στὸν ἔξω κόσμο καὶ νὰ τὸν ἀρωματίσῃ, πῶς θὰ ὑπομείνωμε τὴν ὅλο καὶ αὐξανόμενη δυσωδία γύρω μας; Ἐὰν δὲν κατευθυνθῆ ἡ προσευχή μας ὡς θυμίαμα πρὸς τὸν Θεό, πῶς θὰ προσελκύσωμε τὴν χάρη Του; Ἐὰν δὲν ἐξαγορευτοῦμε τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ ἐὰν δὲν κοινωνήσωμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», πῶς θὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸν βόρβορο καὶ τὴν σαπίλα ποὺ μᾶς πνίγει; Ἀπὸ ποῦ θὰ ἀντλήσωμε δύναμη καὶ πῶς θὰ τραφοῦμε, ἐὰν ὄχι ἀπὸ τὶς πλουσιοπάροχες δωρεές Του;
Ἑπομένως, γιὰ νὰ μὴν μαραθοῦμε πνευματικὰ καὶ σωματικά, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν δρόμο τῆς Παναγίας μας, Ἐκείνης ποὺ ἔγινε «τὸ ρόδον τὸ ἀμάραντον», «τὸ μῆλον τὸ εὔοσμον» καὶ «τὸ ἡδύπνοον κρίνον». Νὰ γίνωμε καὶ ἐμεῖς «Χριστοῦ εὐωδία», νὰ ἀναβλύζωμε ἄρωμα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς μετανοημένης μας ψυχῆς, ὥστε νὰ διαχέεται ἔξω μας καὶ γύρω μας ἡ εὐχάριστη μοσχοβολιά, ποὺ θὰ εἶναι τόσο δυνατὴ καὶ ἔντονη, ὥστε νὰ ὑπερκαλύπτῃ τὶς δυσώδεις ἀποφορὲς τοῦ κόσμου.
Ἔτσι, ἀναζωογονημένοι ἀπὸ τὶς πνευματικὲς ὀσμὲς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς φυσικὲς μοσχοβολιὲς ποὺ σκορπίζονται στὴν ἀνοιξιάτικη ἀτμόσφαιρα αὐτὴν τὴν περίοδο, θὰ φθάσωμε καὶ στὴν εὐωδία τῆς ἄλλης, τῆς ἀναστημένης ζωῆς, ποὺ εἴθε νὰ μᾶς συμπαρασύρῃ ὅλους στὰ μεθυστικά της ἀρώματα. Γένοιτο!