Πλήρωμα νόμου Χριστός

Του π. Δημητρίου Μπόκου
 
Μὲ τὴν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων στὸ τέλος τοῦ ἑπταημέρου κλείνει ἡ μακρὰ περίοδος τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν Χριστουγέννων-Θεοφανείων (15 Νοε.-14 Ἰαν.), γνωστὴ ὡς Ἅγιο Σαρανταήμερο καὶ Δωδεκαήμερο.
Τὴν Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα βλέπουμε τὸν Χριστό, μετὰ τὴ βάπτισή του στὸν Ἰορδάνη ἀπὸ τὸν Πρόδρομο Ἰωάννη, νὰ ἀρχίζει τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, ἀνδρώθηκε καὶ διῆλθε κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή του ὅλα τὰ φυσιολογικὰ στάδια τῆς ζωῆς τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἐπιπλέον φρόντισε νὰ τηρήσει τὶς διατάξεις τοῦ νόμου. Ἔλεγε: «Πρέπον ἡμῖν ἐστιν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην». Σὲ μένα ἁρμόζει νὰ ἐκπληρώσω κάθε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε «τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν».
Μὲ τί τρόπο τὸ ἔκανε αὐτό; Μὲ τὴν κένωση, τὴν ἄκρα του ταπείνωση, ποὺ ἔκανε τὸν Βαπτιστὴ Ἰωάννη νὰ ἀπορεῖ καὶ νὰ θαυμάζει. Ὁ Χριστὸς ἑκούσια βάζει τὸν ἑαυτό του ὑπὸ τὸν νόμο ποὺ ὁ ἴδιος ἔδωσε στὸν Μωυσῆ. «Ὁ τοῦ νόμου ποιητὴς τὰ τοῦ νόμου ἐκπληροῖ», γιὰ νὰ γίνει τύπος καὶ ὑπογραμμὸς γιὰ ὅλους. Ἀπὸ ἄκρα συγκατάβαση πρὸς ἐμᾶς καταδέχεται «σπαργάνων περιβολήν», δὲν βδελύσσεται καὶ δὲν ἐπαισχύνεται «σαρκὸς τὴν περιτομήν», παρουσιάζεται ὡς βρέφος γιὰ σαραντισμὸ στὸν ναό, βαπτίζεται ὅπως οἱ κοινοὶ θνητοί, ἂν καὶ ἀναμάρτητος. Χωρὶς νὰ ὑποχρεοῦται, θεωρεῖ ἐν τούτοις «ὅτι ὀφειλέτης ἐστὶν ὅλον τὸν νόμον ποῆσαι». Βάζει τὸν ἑαυτό του ἀκόμα καὶ κάτω ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ κοσμικοῦ ἄρχοντα. Συναπογράφεται μὲ τὴ μητέρα του, «τελεῖ τὰ δίδραχμα», πληρώνει δηλαδὴ τοὺς φόρους, ἀποδίδει «πᾶσι τὰς ὀφειλάς, τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον», «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι» (Γαλ. 5, 3. Ματθ. 17, 24. 22, 21. Ρωμ. 13, 7).
Στὴν πραγματικότητα ὁ Χριστὸς ἦταν ἐλεύθερος, δὲν χρειαζόταν τίποτε ἀπὸ αὐτά. Δὲν ἦταν δέσμιος κάποιας ἀνάγκης, δὲν πιεζόταν ἀπὸ κάποια ἐξωτερικὴ δύναμη νὰ τὰ κάνει. Ὅλα γίνονται μὲ τὴ θέλησή του, γιὰ νὰ ὁμοιωθεῖ «κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς». Συμπεριφέρεται σὰν κοινὸς θνητὸς γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίσει, νὰ μὴ δώσει ἀφορμὴ γιὰ τίποτε. Π. χ. περιτέμνεται, ἐπειδὴ ἡ περιτομὴ ἦταν τὸ τεκμήριο τῆς καταγωγῆς ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ διαχωρισμοῦ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔθνη. Ὅλοι περίμεναν τὸν Χριστὸ ὡς ἀπόγονο τοῦ Ἀβραάμ. Ἄν, παρόλα τὰ θαύματά του, οἱ Ἑβραῖοι ἔλεγαν «τοῦτον οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν», πόσο πιὸ εὔλογα θὰ τὸν ἀπέρριπταν, ἂν δὲν εἶχε κάνει τὴν περιτομή! Σὰν πράξη καθ’ ἑαυτὴν δὲν εἶχε καμμιὰ ἰδιαίτερη σημασία, θὰ μποροῦσε νὰ ὁρίσει ὁ Θεὸς ὁποιοδήποτε ἄλλο σημεῖο διαχωρισμοῦ ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη. Ἀφότου ὅμως ὁρίστηκε ἡ περιτομὴ ὡς τέτοιο σημάδι, ἦταν γιὰ ὅλους πλέον θέμα ὑπακοῆς στὸν Θεὸ ἡ τήρησή της, ὅπως καὶ ἡ τήρηση τῶν λοιπῶν νομικῶν διαταγμάτων.
Ἐκπληρώνει λοιπὸν καὶ ἐδῶ ὁ Χριστὸς τὸν νόμο, γιὰ νὰ φανεῖ γνήσιος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, νὰ γίνει ἀποδεκτὸς ὡς διδάσκαλος, νὰ μὴν ἀποδιωχθεῖ ὡς ἀλλόφυλος καὶ παραβάτης τοῦ νόμου. Ἂν καὶ ἦταν πάντα στοὺς κόλπους τοῦ Πατρός, ἀγαπημένος Υἱὸς μονογενής, δέχεται, σὰν δῆθεν ξένος, νὰ πολιτογραφηθεῖ μὲ τὴν περιτομὴ στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ παντελῶς ἀμέτοχος ἁμαρτίας, δέχεται νὰ θεωρηθεῖ ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ ἀποβάλει τάχα, κατὰ τὸν συμβολισμὸ τῆς περιτομῆς, τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας. «Τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν» ὁ Θεὸς «ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν». Τὸν ἔστειλε «ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας», νὰ φανεῖ καὶ νὰ καταδικαστεῖ ὡς ἁμαρτωλός, ἂν καὶ δὲν εἶχε καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ἁμαρτία (Β΄ Κορ. 5, 21. Ρωμ. 8, 3).
Ἀπὸ τὴ γέννησή του λοιπὸν ὣς τὸν θάνατο ὁ Χριστὸς ὑπομένει ἀντὶ γιὰ μᾶς, ἀναίτια, ὡς δῆθεν ἁμαρτωλός, τὶς συνέπειες τῆς δικῆς μας ἁμαρτίας, γιὰ νὰ κατανικήσει καὶ νὰ καταλύσει μὲ τὴν ἀναμάρτητη σάρκα του τὴν ἁμαρτία. «Τὴν ἡμῶν κατάραν ἀναδεχόμενος, ὑπὲρ ἡμῶν σταυροῦται καὶ θνῄσκει καὶ θάπτεται» (ἅγ. Κύριλλος). Γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε ἐμεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.