Περὶ ἐλευθερίας

Τῆς Μαρίας Κορνάρου

Ἡ ἐλευθερία εἶναι μετὰ πάσης βεβαιότητας ἡ πλέον παρερμηνευμένη καὶ κακοποιημένη λέξη τῆς ἐποχής μας. Συνήθως ὁρίζεται ἀποφατικά: ἐλευθερία εἶναι ἡ μὴ ἐπέμβαση. Κατ’ ἄλλους, ὁρίζεται μὲ θετικὸ τρόπο: ἐλευθερία εἶναι νὰ μπορῶ νὰ κάνω ὅ,τι θέλω. Οἱ δύο αὐτὲς ἐρμηνεῖες βρίσκουν σημεῖο συνάντησης στὴν κατάργηση τῶν περιορισμῶν. Ποιοὶ εἶναι ὅμως οἱ περιορισμοί; Ὅταν ὑπάρχει ὄρεξη γιὰ κατάργηση, ἡ λίστα τῶν περιορισμῶν ὁλοένα καὶ μεγαλώνει. Ἔτσι θεωρήθηκαν σήμερα περιορισμοὶ ὅλα ὅσα κάποτε θεωρούνταν πλήρωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ σημάδια πολιτισμοῦ. Ἔγινε περιορισμὸς ὁ κοινωνικὸς κῦκλος μας, οἱ δάσκαλοι καὶ οἱ καθηγητές μας, οἱ γονείς μας, τὰ παιδιά μας, ἡ συζυγικὴ σχέση, οἱ φίλοι μας εἶναι ὅλοι ὕποπτοι καταπιεστές. Ὄχι μόνο οἱ σχέσεις, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ πνευματική μας συγκρότηση θεωρήθηκε ὅτι μᾶς ἐμποδίζει. Μᾶς βαραίνει ἡ ἰστορία καὶ ἡ πολιτιστική μας κληρονομιά, μᾶς φυλακίζει ἡ θρησκευτικὴ πίστη, μᾶς ἀχρηστεύει ἡ ἠθικὴ συνείδηση. Τελικὰ μᾶς ἐμποδίζουν ἀκόμη καὶ οἱ ἀπόψεις μας γιὰ τὸ τὶ εἶναι σωστὸ καὶ λάθος, ὅπως ἔχουν διαμορφωθεῖ ἀπὸ τὴ δική μας πείρα ζωῆς καὶ ἀπ’τὴν πείρα τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Δεσμεύουν τὴν ἐλεύθερη σκέψη μας, μᾶς κάνουν «προκατειλημμένους».

Ἡ ἄρση, λοιπόν, ὅλων αὐτῶν τῶν περιορισμῶν, τὶ θὰ μποροῦσε νὰ σημαίνει γιὰ τὴν ἐλευθερία μας; Αὐτὴ ὁδηγεῖ σὲ ἕναν τρόπο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Θεωρεῖται ὅτι ἐπιτρέπει στὴν «ἀνόθευτη» – ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς – βούληση νὰ κυριαρχήσει. Καὶ ὅταν κυριαρχεῖ ἡ «ἀνόθευτη» βούληση εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπλὰ καὶ μόνο γιατὶ φαίνεται ὅτι κυβερνιόμαστε ἀπὸ ἕνα στοιχεῖο ποὺ εἶναι ὁλότελα δικό μας, δηλαδὴ τὸ ἔχουμε ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπιλέξει μόνοι μας, μὲ βάση κριτήρια καθοριζόμενα ἀποκλειστικὰ ἐξ ὑμῶν καὶ πάντοτε μὲ γνώμονα κατὰ πόσον θὰ ἰκανοποιηθοῦμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐπιλογή μας. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅταν ἐκλείπουν ὅλοι οἱ περιορισμοὶ κυβερνιόμαστε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία. Καὶ ἀφοῦ ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἄκρως προσωπική, καὶ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς τὴν καθορίσουν ἄλλοι, ἡ κυβέρνηση ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία περνιέται γιὰ αὐτοκυβέρνηση. Πληροῖ τὸ κριτήριο τοῦ μὴ ἐτεροκαθορισμοῦ, καὶ ὅλα ἐντάξει. Καὶ οἱ σειρὲς τῶν ἐλεύθερων ἀνθρώπων σήμερα ἀπλώνονται, χιλιόμετρα μακρές, ὡς ἐκεῖ ποὺ φτάνει τὸ μάτι, στὰ μαγαζιὰ ποὺ πουλοῦν τὶς ἠδονὲς τῆς σάρκας. Ἐντρυφοῦν στὴν ἰκανοποίηση τῆς κενοδοξίας τους, δηλαδὴ τῆς ἐπιθυμίας τους νὰ ἀρέσουν στοὺς ἄλλους, βάσει τῶν κριτηρίων ποὺ θέτουν οἱ ἄλλοι, τῆς ἐτεροκαθοριζόμενης λοιπὸν ἐπιθυμίας τους. Ἀποστηθίζουν οἱ ἐλεύθεροι ἄνθρωποι τὶς βίβλους τῆς ἐπιθυμίας τοῦ νοός, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν ὅτι πράγματι ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἔνα θαύμα, ἡ κάθε στιγμὴ εἶναι μοναδικὴ καὶ ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ προσφέρει τὴν ἰκανοποίηση ὅλων τῶν αἰτημάτων. Κάνουν ὁλόκληρη τὴ ζωή τους μία ἰκεσία πρὸς τὴν ἐπιθυμία τους, συντρίβουν καὶ ἐναποθέτουν στὰ πόδια της ὅλους τοὺς στόχους, ἐκδαπανοῦν ὅλους τοὺς κόπους τους, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ σβήσουν τὴ φωτιὰ τῆς μανιασμένης ἐπιθυμίας. Μὰ εἶναι ἀργά- κι ἐλεύθερη αὐτὴ ἀπὸ κάθε ἀνάχωμα καὶ ἐνδοιασμό, ζήτησε νὰ κυβερνᾶ αὐτὴ καὶ μόνο αὐτὴ τὰ ἐνδότερά τους. Κανεὶς δὲν μπορεῖ πλέον νὰ τὴν ἐλέγξει.

Τὸ ἀδιέξοδο τῆς αἰωνίας πάλης ἀνάμεσα στὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν βούληση, ζήτησε ὁ κόσμος σήμερα νὰ τὸ λύσει μὲ ἕναν εὐφημισμό. Βάφτισε τὸ τέλμα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς προορισμό, ἔβαψε μὲ χρώματα χαρούμενα τὸν πέτρινο κι ἀδιαπέραστο τοῖχο στὸ τέλος τοῦ ἀδιεξόδου. Κι οἱ αὐταπάτες του κόσμου τὸν κατέστησαν ὅμηρο τοῦ ἀδιεξόδου, τελικά, καὶ τὸν ἔφεραν σὲ πιὸ ἄθλια ἀκόμη κατάσταση. Κάποτε εἶχε ὁρισμένους φραγμοὺς στὴν ἐπιθυμία του, μέσα ἀπ’τοὺς ὁποίους ἡ ἀληθινὴ βούληση μποροῦσε νὰ ἀρπαχθεῖ καὶ νὰ κυριαρχήσει, κι ἡ φωνὴ τῆς συνείδησης νὰ ὑψωθεῖ πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ φωνὴ τοῦ ἐνστίκτου. Ἔσπασε τοὺς φραγμοὺς καὶ βρῆκε νέες ἀλυσίδες, ποὺ κομπάζει ὅτι τὶς διάλεξε μόνος του. Δὲν ὑπάρχει ὅμως μονάχα τὸ ἀδιέξοδο πιὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ λίθος ποὺ τὸν κρατοῦσε κλεισμένο στὴν ἐπιθυμία ἀποκεκύλισται. Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίστηκε ἕνας νέος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διαφεντεύει τὸν ἑαυτό του, γιατὶ ἠ ἐπιθυμία του ἐξαγνίζεται καὶ συμφιλιώνεται πιὰ μὲ τὶς βαθύτερες ὀρέξεις της ψυχῆς. Πῶς γίνεται αὐτὸς ὁ ἐξαγνισμός; Μὲ τὴν ἕνωση τοῦ θελήματός μας μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ γεμίσουμε τὴν ἐπιθυμία μας μὲ πόθο γιὰ Ἐκεῖνον. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ ἀδιεξόδου πρὸς τὴν ὄντως ἐλευθερία, τὴν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ὡς μία βούληση καὶ μία ἐπιθυμία ποὺ καὶ οἱ δύο τείνουν στὸν Θεό, εἶναι καὶ αὐτὸ ἡ σωτηρία τῆς ψυχής μας, εἶναι καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπ’τὰ πολλὰ ποὺ μᾶς χάρισε ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Σὲ αὐτὴ τὴν ὁδὸ ἀκολουθοῦμε τὸν ἀναστάντα…