Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
«Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.» Ὁ λόγος αὐτὸς δὲν εἶναι ἑνὸς ἁπλοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τοῦ Θεανθρώπου. Μόνον Ἐκεῖνος, «ὁ ἐτάζων νεφροὺς καὶ καρδίας» εἶναι σὲ θέση νὰ γνωρίζῃ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Καὶ ἐπειδὴ διαπιστώνει ὅτι ὅλοι μας, λίγο – πολύ, χωλαίνουμε στὰ πνευματικὰ θέματα, μᾶς «προκαλεῖ» τοὐλάχιστον νὰ τὸ παραδεχτοῦμε.
Αὐτὸ κάνει καὶ μὲ τὸν πατέρα τοῦ δαιμονισμένου νέου τοῦ Εὐαγγελίου (Μάρκ. θ’ 17-31). Ὡς σοφὸς παιδαγωγὸς καὶ ἄριστος καρδιογνώστης Τὸν καλεῖ διακριτικὰ νὰ παραδεχθῆ ὅτι γιὰ τὸ προσωπικὸ καὶ οἰκογενειακό του μαρτύριο εὐθύνεται (καί) ἡ ἀνεπαρκής του πίστη.
Ὁ ταλαίπωρος πατέρας, ἀφοῦ ἔχει ἐξαντλήσει κάθε ἀνθρώπινη προσπάθεια γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του καὶ δὲν ἔχει λάβει ἀπὸ πουθενὰ βοήθεια, ἀπευθύνεται τελευταῖα καὶ στὸν Χριστό, χωρὶς στὸ βάθος νὰ πιστεύῃ ὅτι Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσῃ: «εἴ τι δύνασαι», τοῦ λέει, ἐὰν μπορῇς ἐσὺ νὰ κάνῃς κάτι, ἐνῶ δὲν μπόρεσαν ὅλοι οἱ προηγούμενοι, οὔτε καὶ οἱ ἴδιοι σου οἱ μαθητές! (Μάρκ, θ’ 19).
Καὶ τότε, ὁ Χριστὸς τοῦ ἀντιλέγει: «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι», ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ «παραδέξου ὅτι δὲν ἔχεις ἄλλα μέσα σωτηρίας, οὔτε κἄν τὴν πίστη σου, καὶ τότε θὰ λυτρωθῆς». Πράγματι, ὁ προσεγμένος λόγος τοῦ Κυρίου ἄγγιξε τὴν πονεμένη ψυχὴ τοῦ βασανισμένου πατέρα, ὁ ὁποῖος συντετριμμένος ὁμολογεῖ: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῆ ἀπιστίᾳ» (ὅ. π. 24).
Μὲ τὴν φράση αὐτὴν συντελεῖται ἤδη τὸ πρῶτο μέρος τοῦ θαύματος. Ἔχει ἀνοίξει ὁ δρόμος, γιὰ νὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ θεραπεία καὶ τοῦ ἄλλου ἀρρώστου μέλους τῆς οἰκογενείας, τοῦ δαιμονισμένου υἱοῦ. Ἐὰν ὁ πατέρας δὲν ἔκανε τὸ πρῶτο βῆμα νὰ ζητήσῃ βοήθεια γιὰ τὴν δική του «ἀσθένεια», τὴν ἀπιστία, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προχωρήσῃ καὶ νὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ θεραπεία τῆς οἰκογενείας, διότι κατ’ οὐσίαν ἡ θεϊκὴ ἐνέργεια ἀποτελεῖ θεραπεία ὅλης τῆς ἀρρωστημένης οἰκογενείας. Εἶναι πραγματικά συγκλονιστικὴ ἡ ἔκκληση τοῦ πατέρα. Δὲν ζητάει βοήθεια ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἴδιο («βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ»), οὔτε μόνον γιὰ τὸ βασανισμένο παιδί του, ἀλλὰ ἐκλιπαρεῖ: «βοήθησον ἡμῖν, σπλαγχνισθεὶς ἐφ’ ἡμᾶς» (ὅ. π. 22).
Ἀλήθεια, πόσο ψυχικὸ σθένος χρειάζεται, γιὰ νὰ παραδεχθῆ κανεὶς τὴν κατ’ οὐσίαν ἀπόλυτη ἀδυναμία του μπροστὰ στὴν «δύναμη» τῆς ἁμαρτίας. Χρειάζεται νὰ βασανιστῆ πρῶτα ἀρκετά, νὰ ἀναμετρηθῆ μὲ τὸ ἐγώ του, νὰ ξοδέψῃ τὴν περιουσία του, νὰ παρακαλέσῃ, νὰ ταπεινωθῆ, ὅπως ὁ πατέρας τοῦ δαιμονισμένου τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ φτάσῃ νὰ ζητήσῃ τὴν ὕστατη βοήθεια ἀπὸ τὸν μόνο ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Ἐκεῖνος φροντίζει νὰ θεραπεύσῃ ὄχι μόνον τὸ ἄρρωστο πρόσωπο ἀλλὰ καὶ τὸ ἀρρωστημένο περιβάλλον, ποὺ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια τοῦ ἐπιμέρους προσώπου ἢ καὶ εὐθύνεται γι’ αὐτήν! Γνωρίζει ὁ θεραπευτής μας Χριστός ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ ἐκβάλλῃ ἁπλῶς τὸ ὅποιο δαιμόνιο, χρειάζεται νὰ δημιουργήσῃ καὶ ἕνα νέο ὑγιὲς περιβάλλον, ποὺ θὰ ἀποτρέψῃ στὸ ἑξῆς τὴν ἀσθένεια.
Πῶς θὰ μπορέσῃ, ὅμως, ὁ ὑποκείμενος στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος νὰ μὴν ξανακυλίσῃ στὴν ἀσθένεια; Ἡ ἀπάντηση δίνεται στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅταν τὸ δαιμόνιο διατάχθηκε καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ ἄρρωστο παιδί, τὸν ἄφησε «ὡσεὶ νεκρό, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανε» (ὅ. π. 26). Ἔτσι καὶ τὸ κάθε λογῆς δαιμόνιο, ἡ κάθε κακὴ ἐπενέργεια, ἡ κάθε παρέκκλιση ἀπὸ τὸ ὀρθό -αὐτὸ δηλώνει ἡ ἁμαρτία- ἀπονεκρώνει τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἐξοντώνει ψυχικά, σωματικὰ καὶ πνευματικά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μπορῇ νὰ ἀνασηκωθῆ χωρὶς βοήθεια. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη» (ὅ. π. 27).
Χρειαζόμαστε, ἑπομένως, τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ, ἑνὸς ποὺ εἶναι ἤδη ἀναστημένος (ἄνω στημένος), γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ σηκωθοῦμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως καὶ ὁ δαιμονισμένος νέος. Χρειαζόμαστε τὴν βοήθεια ἑνὸς δυνατώτερου ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ δὲν μπορεῖ ἁπλῶς νὰ μᾶς ἀνασηκώσῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς στήσῃ γερὰ στὰ πόδια μας, ὥστε νὰ μὴν ξαναπέσωμε.
Αὐτὸ μόνον ὁ ἀναστημένος Χριστὸς μπορεῖ νὰ τὸ πετύχῃ, διότι εἶναι ὁ ἀνακαινισμένος πρῶτος πολίτης «τῆς νέας κτίσεως», ποὺ δὲν ὑπάγεται πλέον στοὺς νόμους τῆς φθορᾶς καὶ τῆς διαφθορᾶς, στὴν ὁποία καλούμαστε νὰ ζήσωμε καὶ ἐμεῖς. Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὴν πίστη μας σὲ Ἐκεῖνον, ἀπαιτεῖται καὶ ἡ συνεχὴς δική μας προσωπικὴ προσπάθεια, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴν τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μὲ τὴν προσευχή, τὴν νηστεία, σωματικὴ καὶ πνευματική, καὶ τὰ ἄλλα σωτηριώδη μέσα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν ταπείνωση, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν μετάνοια, τὴν θεία κοινωνία, ὥστε νὰ προασπιζώμαστε ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων τῆς ἁμαρτίας, ποὺ δὲν θὰ πάψουν ποτέ, ὅσο ζοῦμε, νὰ μᾶς βάλλουν.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μιὰ βαθμιαία ἀνάβαση στὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Ἡ ἀποβολὴ τῶν παθῶν χρειάζεται νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐγκατάσταση ἀντίστοιχων ἀρετῶν, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν μένῃ ἀνοχύρωτος καὶ νὰ καταλαμβάνεται πάλι ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ εἶναι, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, «φιλεπίστροφα». Ὁ συνεχὴς ἀγώνας καταξιώνει τὸν ἄνθρωπο, ἀσχέτως ἐὰν κατακτήσῃ ἢ ὄχι τὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν, τὴν τελεία ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἡ ἀρετὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν «χαριτωμένων» Ἁγίων Του.
Ἂς συνεχίσωμε, ἑπομένως, τὴν ἀγωνιστική μας προσπάθεια, μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ «τελειωτής» Χριστός μας εἶναι διαρκῶς στὸ πλευρό μας καὶ μᾶς ἐνισχύῃ στὸν «καλὸν ἀγῶνα», ποὺ ἔχει ὡς στόχο καὶ τὴν δική μας τελείωση, τὴν ἀνάστασή μας, ὅπως καὶ τὴν συνανάσταση ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους! Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ! Γένοιτο!