Γράφει η Σοφία Μπεκρή, φιλόλογος- θεολόγος
Η τελετή του Αγιασμού είναι μια ιεροπρεπής Ακολουθία της Εκκλησίας μας, που συμπεριλαμβάνει ευχές και αναγνώσματα, ώστε το απλό ύδωρ να εμπλουτιστή από την κατερχόμενη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και να αποκτήση ιαματικές ιδιότητες, αφʹ ενός προς ευλογία του πιστού και ενίσχυση κάθε αγαθής ενέργειας, αφʹ ετέρου προς αποτροπή κάθε εναντίας δυνάμεως.
Ο Αγιασμός δεν είναι μυστήριο αλλά μυστηριοειδής τελετή, διότι, ενώ στα μυστήρια, όπως στο Βάπτισμα ή στην Θεία Ευχαριστία, η χάρη του Αγίου Πνεύματος κατέρχεται πρωτογενώς δια υλικών μέσων, στον Αγιασμό η χάρη αυτή είναι προσθετική της ήδη υπαρχούσης στον πιστό θείας χάριτος.
Υπάρχουν δύο τελετές αγιασμού, του Μικρού και του Μεγάλου Αγιασμού. Ο Μικρός Αγιασμός τελείται πολλές φορές κατʹ έτος, ιδιαιτέρως στην πρώτη κάθε μηνός, στην αρχή του σχολικού έτους και άλλων εργασιών, και, γενικώς, όποτε οι πιστοί έχουν ανάγκη ευλογίας.
Ο Μεγάλος Αγιασμός τελείται μια φορά κατʹ έτος, την παραμονή των Φώτων, και μάλιστα στο τέλος της Ακολουθίας των Ωρών και του Εσπερινού. Επειδή, όμως, αυτήν την τελετή δεν την παρακολουθούν οι πιστοί, αφού η παραμονή των Φώτων δεν είναι αργία, η Διοικούσα Εκκλησία ώρισε να τελείται κατʹ οικονομία η τελετή του Μεγάλου Αγιασμού και ανήμερα των Φώτων.
Οι Ύμνοι, τα Αναγνώσματα και οι Ευχές του Μεγάλου Αγιασμού περιέχουν υψηλά νοήματα για το μυστήριο της θείας οικονομίας γενικώς και ειδικώτερα για την Ενανθρώπηση και την Επιφάνεια του Κυρίου μας.
Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε στο περιεχόμενο των Ευχών του Μεγάλου Αγιασμού, ώστε με την κατανόησή των να προσεγγίσωμε καλύτερα τα σωτήρια νοήματά των προς μεγαλύτερη ωφέλειά μας.
Εξ άλλου, με τον τρόπο αυτόν, μάς δίδεται για άλλη μια φορά η ευκαιρία να απολαύσωμε τις δυνατότητες που προσφέρει η υπέροχη ελληνική γλώσσα, με την ποικιλία των λέξεων και τον πλούτο των εκφραστικών της μέσων.
Οι Ευχές αυτές, που αναγιγνώσκονται μετά από τις Προφητείες και τα Αναγνώσματα, το αποστολικό και το ευαγγελικό, είναι δύο. Η πρώτη, και πιό σύντομη, είναι ποίημα του Γερμανού, Πατριάρχου Κων/πόλεως, και λέγεται μυστικώς υπό του πρεσβυτέρου. Απευθύνεται στο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον “Κύριο Ἰησοῦ Χριστό”, και τον αποκαλεί “ἀληθινὸ Θεό, πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας, φῶς ἐκ φωτός”. Μετά από την επίκληση ακολουθούν οι αιτήσεις: “καταύγασον (= λάμπρυνε) ἡμῶν τὴν διάνοιαν τῷ Ἁγίῳ σου Πνεύματι…”, “πρόσδεξαι ἡμᾶς, εὐχαριστίαν σοὶ προσάγοντας ἐπὶ τοῖς θαυμαστοῖς σου μεγαλουργήμασι καὶ ἐπὶ τῇ σωτηρίῳ σου οἰκονομίᾳ”.
Στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στην συγκατάβαση του Θεού Λόγου, στην περιβολή του με το “ἀσθενὲς καὶ πτωχὸν ἡμῶν φύραμα (=σῶμα) και στην εθελούσια αποδοχή Εκείνου, “τοῦ ἁπάντων Βασιλέως”, να βαπτισθή στον Ιορδάνη “δουλικῇ χειρί”. Ο θείος υμνογράφος τονίζει, εν προκειμένω, την αναγκαιότητα της θείας συγκαταβάσεως: “ἵνα τὴν τῶν ὑδάτων φύσιν ἁγιάσας … ὁδοποιήσῃς ἡμῖν τὴν διʹ ὕδατος καὶ πνεύματος ἀναγέννησιν καὶ ἀποκαταστήσῃς ἡμᾶς πρὸς τὴν πρώτην ἐλευθερίαν”. Ύστερα από την διαπίστωση αυτή, ότι το μυστήριο της θείας οικονομίας αποσκοπεί στην δική μας σωτηρία, γίνεται και η τρίτη αίτηση: “ῥᾶνον ἐφʹ ἡμᾶς, κατὰ τὴν θείαν σου ἐπαγγελίαν, ὕδωρ καθάρσιον, τὴν δωρεὰν τῆς σῆς εὐσπλαγχνίας…” Η δέηση τελειώνει με την ανάπεμψη δοξολογίας συνολικά προς την Αγία Τριάδα.
Η δεύτερη ευχή, η εκτενέστερη, είναι ποίημα του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου και διαβάζεται μεγαλοφώνως. Ξεκινάει με την επίκληση στην Αγία Τριάδα, την “ὑπερούσιο”, “τὴν δημιουργὸ τῶν νοερῶν οὐσιῶν καὶ τῶν λογικῶν φύσεων”, “τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον, τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον”.
Συνεχίζει με την αίτηση “λάμψον κἀμοὶ τῷ ἀναξίῳ δούλῳ σου, φώτισόν μου τῆς διανοίας τὰ ὄμματα” και, αφού ο πρεσβύτερος ζητάει την συγχώρηση των πλημμελημάτων του, “ὅπως μὴ κωλύσωσιν παραγενέσθαι (=να παρουσιαστή) τὸ Ἅγιον Πνεῦμα”, προχωράει στην δοξολογία του “κτίστου καὶ δημιουργοῦ τοῦ παντός”, “τοῦ ἀπάτορος ἐκ μητρὸς καὶ ἀμήτορος ἐκ πατρός”.
Στο σημείο αυτό ο υμνογράφος κάνει μια υπέροχη όσο και βαθειά θεολογική διαπίστωση για το πρόσωπο του Θεού Λόγου : “ἐν τῇ προλαβούσῃ ἑορτῇ (ενν. την Γέννηση) νήπιον σὲ εἴδομεν. ἐν δὲ τῇ παρούσῃ (τα Θεοφάνεια) τέλειον σὲ ὁρῶμεν, τὸν ἐκ τελείου τέλειον ἐπιφανέντα Θεὸν ἡμῶν.”
Στην συνέχεια το γεγονός μεταφέρεται στο λειτουργικό παρόν της Εκκλησίας. “Σήμερον ὁ τῆς ἑορτῆς ἡμῖν ἐπέστη καιρός…Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει περιστερᾶς τοῖς ὕδασιν ἐπεφοίτησε…Σήμερον ὁ ἄκτιστος ὑπὸ τοῦ ἰδίου πλάσματος βουλῇ (με την θέλησή Του) χειροθετεῖται…Σήμερον ὁ προφήτης καὶ πρόδρομος τῷ δεσπότῃ προσέρχεται, ἀλλά τρόμῳ παρίσταται…”
Όσο περισσότερο πλησιάζει το “μυστήριο” του Αγιασμού προς την συντέλεσή Του, τόσο περισσότερο κορυφώνονται οι σωτηριολογικές αναφορές και πληθαίνουν τα σχήματα λόγου: “Σήμερον τὰ τοῦ Ἰορδάνου νάματα εἰς ἰάματα μεταποιεῖται τῇ τοῦ Κυρίου παρουσίᾳ…Σήμερον τοῦ παλαιοῦ θρήνου ἀπηλλάγημεν καὶ ὡς νέος Ἰσραήλ διεσώθημεν… Σήμερον τοῦ σκότους ἐλυτρώθημεν καὶ τῷ φωτὶ τῆς θεογνωσίας καταυγαζόμεθα” (=λαμπρυνόμαστε).
Το κλίμα χαράς και ευφροσύνης που έχει ήδη δημιουργηθή από τις παραπάνω περιγραφές αισθητοποιείται ακόμη περισσότερο από τα υψηλού επιπέδου νοήματα των φράσεων: “Σήμερον τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ…Σήμερον ὁ δεσπότης πρὸς τὸ βάπτισμα ἐπείγεται, ἵνα ἀναβιβάσῃ πρὸς ὕψος τὸ ἀνθρώπινον…Σήμερον βασιλείαν οὐρανῶν ὠνησάμεθα (=αγοράσαμε). τῆς γὰρ βασιλείας τοῦ Κυρίου οὐκ ἔσται τέλος.”
Κατά συνέπεια, όλη η φύσις, “γῆ καὶ θάλασσα τὴν τοῦ κόσμου χαρὰν ἐμερίσαντο (=έλαβαν μερίδιο) καὶ ὁ κόσμος εὐφροσύνης πεπλήρωται.”
Μπροστά, μάλιστα, στο θαυμαστό γεγονός της μεταποιήσεως των υδάτων σε ιάματα, “ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω θεασάμενος τὸ πῦρ τῆς θεότητος σωματικῶς κατερχόμενον καὶ εἰσερχόμενον ἐπʹ αὐτόν, …ὁρῶν τὸν ἀόρατον ὁραθέντα, τὸν κτίστην σαρκωθέντα, τὸν δεσπότην ἐν δούλου μορφῇ.”
Αλλά “καὶ τὰ ὄρη ἐσκίρτησαν, Θεὸν ἐν σαρκὶ καθορῶντα, καὶ νεφέλαι φωνὴν ἔδωκαν, θαυμάζουσαι τὸν παραγενόμενον … καὶ βάπτισμα σωτηρίας τῷ κόσμῳ δωρησάμενον.” Μπροστά στα “μεγαλεῖα τῶν θαυμάτων Του” αναφωνεί ο υμνωδός:
“Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων σου”.
Πράγματι, η συνέχεια της ευχής αποτελεί έναν εξαίρετο ύμνο στο θαυμαστό έργο της δημιουργίας από τον Κύριο: “Σὺ βουλήσει ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παραγαγὼν τὰ σύμπαντα συνέχεις τὴν κτίσιν καὶ διοικεῖς τὸν κόσμον. Σὺ ἐκ τεσσάρων στοιχείων τὴν κτίσιν συναρμόσας τέτταρσι καιροῖς τὸν κύκλον τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐστεφάνωσας. Σὲ ὑμνεῖ ἥλιος. Σὲ δοξάζει σελήνη. σοὶ ἐντυγχάνει τὰ ἄστρα. σοὶ ὑπακούει τὸ φῶς…Σὺ ἐστερέωσας τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων. σὺ περιετοίχισας τὴν θάλασσαν ψάμμῳ. σὺ πρὸς ἀναπνοὰς τὸν ἀέρα ἐξέχεας…”
Και όμως αυτός ο “ἀπερίγραπτος, ἄναρχος καὶ ἀνέκφραστος Θεός” ήλθε στην γή, “μορφὴν δούλου λαβών”, διότι “οὐκ ἔφερε θεᾶσθαι (=δεν άντεχε να βλέπη) ὑπὸ τοῦ διαβόλου τυραννούμενον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων”, πράγμα για το οποίο εμείς “ὁμολογοῦμεν τὴν χάριν καὶ οὐ κρύπτομεν τὴν εὐεργεσίαν”.
Εν συνεχεία, αξίξει να σταθούμε στην επισήμανση του υμνογράφου ότι ο αγιασμός των υδάτων συνοδεύεται από την αποτροπή κάθε εναντίας δυνάμεως: “Σὺ καὶ τὰ ἰορδάνεια ῥεῖθρα ἡγίασας … καὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ἐκεῖσε ἐμφωλευόντων συνέτριψας δρακόντων”.
Ακολουθούν οι κατʹ εξοχήν αιτήσεις προς εξαγιασμό των υδάτων: “Αὐτός, οὖν, φιλάνθρωπε Βασιλεῦ, πάρεσο καὶ νῦν, διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ ἁγίασον τὸ ὕδωρ τοῦτο (γʹ). καὶ δὸς αὐτῷ τὴν χάριν τῆς ἀπολυτρώσεως, ποίησον αὐτὸ ἀφθαρσίας πηγήν, ἁγιασμοῦ δῶρον, ἁμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων ἀλεξητήριον …”.
Όπως και προηγουμένως, γίνεται αναφορά στον σκοπό του αγιασμού: “ἵνα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καὶ μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτὸ πρὸς καθαρισμὸν ψυχῶν τε καὶ σωμάτων, πρὸς ἰατρείαν παθῶν, πρὸς ἁγιασμὸν οἴκων, πρὸς πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον.”
Εδώ θα μπορούσε να ολοκληρωθή η ευχή. Όμως ο υμνογράφος τονίζει με έμφαση επανειλημμένως ότι “σὺ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν”, αναφερόμενος εφʹ εξής σε γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, όπου έγινε φανερή η σωτηριώδης επέμβαση του Κυρίου δια υλικών σημείων, όπως στον δια ύδατος “κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας” επί του Νώε, στην δια θαλάσσης σωτηρία των Ισραηλιτών από τον Φαραώ επί Μωϋσέως, στον κορεσμό της δίψης των Εβραίων δια του ύδατος που ανέβλησε από το χτύπημα της πέτρας στην έρημο, ως και στο έργο του Προφήτου Ηλιού, ο οποίος διʹ ύδατος και πυρός απήλλαξε τον Ισραήλ “ἐκ τῆς πλάνης τοῦ Βάαλ”.
Ακολουθεί εκ νέου η αίτηση για αγιασμό των υδάτων: “Αὐτὸς καὶ νῦν, Δέσποτα, ἁγίασον τὸ ὕδωρ τοῦτο τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ (γ).
Δὸς πᾶσι τοῖς τε ἁπτομένοις, τοῖς τε χριομένοις, τοῖς τε μεταλαμβάνουσι, τὸν ἁγιασμόν, τὴν εὐλογίαν, τὴν κάθαρσιν, τὴν ὑγείαν”.
Η εκτενής αυτή ευχή του Μεγάλου Αγιασμού ολοκληρώνεται με την δοξολογία της Παναγίας Τριάδος, η οποία “διὰ ὁρωμένων καὶ διʹ ἀοράτων” επετέλεσε το μεγάλο αυτό μυστήριο.
Ας σπεύσωμε, επομένως, οι πιστοί, όπως μάς προτρέπει ο υμνογράφος στο Στιχηρό Ιδιόμελο που ακολουθεί, να ανυμνήσωμε “τὸ μέγεθος τῆς περὶ ἡμᾶς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ”, ο οποίος, γενόμενος άνθρωπος, εισέρχεται και αγιάζει τα ύδατα, “ὁ μόνος καθαρός καὶ ἀκήρατος (=άφθαρτος), διὰ τὴν ἡμῶν κάθαρσιν.”
Ας αντλήσωμε, λοιπόν, και εμείς μετʹ ευφροσύνης το αγιασμένο ύδωρ και ας δεχθούμε με ευγνωμοσύνη την πλούσια και αγιαστική χάρη και δωρεά του Αγίου Πνεύματος, η οποία επιδίδεται “ἀοράτως τοῖς πιστῶς ἀντλοῦσιν παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος τῶν ψυχῶν ἡμῶν”.
Γένοιτο!