Ο Γέρων Ιωσήφ και η Νοερά Προσευχή

Ἀναπόλησα μέ τήν φαντασία κι ἔφερα στήν μνήμη μου πῶς ξεκινήσαμε ἐμεῖς, πῶς ἦταν αὐτή ἡ μικρή ζύμη, ἡ πρώτη συνοδεία μας μέ τόν μακαριστό Γέροντά μας, πού σήμερα βρίσκεται στόν οὐρανό. Βρίσκεται μέσα στό πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τώρα ἀπολαμβάνει τόν μισθό τῶν κόπων τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του καί τήν παράκλησι καί παρηγορία τῶν δακρύων του. Διότι ἔχυσε ἄφθονα δάκρυα, ποταμούς δακρύων, ὄχι μόνο ἀπό μετάνοια γιά τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά καί ἀπό πόνο γιά τόν συνάνθρωπο καί γιά τίς ἁμαρτίες πολλῶν ἀνθρώπων. Ἔχυσε ὅμως καί δάκρυα μεγάλης καί ἀπεράντου ἀγάπης πρός τόν Θεό Πατέρα μας. Ὤ νά γνωρίζατε πόσο Τόν ἀγαποῦσε!

Ἀλλά καί τήν Παναγία μας, τήν ὁποία ἀποκαλοῦσε συνεχῶς «Μάννα» καί «Μητέρα», τήν ἀγαποῦσε τρομακτικά! Γι’ αὐτό καί ἡ Παναγία μας τόν ἀξίωσε νά κοιμηθῆ τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς Της!

Ὁ μακαριστός μου Γέροντας ἐγκατέλειψε τά πάντα ἀπό νεαρᾶς ἡλικίας, ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος, βάδισε κατ’ εὐθεῖαν πρός τήν ἔρημο ἀναζητῶντας πνευματικό ὁδηγό καί ἀγωνίσθηκε μέ ὅλη τήν δύναμι τῆς ψυχῆς του. Ζητοῦσε νά βρῆ ἀσκητῆ, πού νά τρέφεται μόνο μέ χόρτα καί νά ἀγρυπνῆ ὅλη τήν νύχτα μέ νῆψι. Εἶχε συλλάβει τό νόημα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, πρῶτον ἀπό τήν φώτισι τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τήν μελέτη καί δεύτερον ἀπό ὅσο μπόρεσε νά ἀσκηθῆ στόν κόσμο, δοκιμάζων τόν ἑαυτόν του, ἐάν θά μποροῦσε νά γίνη πραγματικός μοναχός. Στήν ἔρημο ἀναζητοῦσε τά σπήλαια καί τίς ὀπές τῆς γῆς καί ὅπου ἄκουγε ὅτι βρίσκονται ἄνθρωποι πνευματικοί, ἀσκηταί, ἐρημῖται, ἔτρεχε σάν τό νεαρό ἐλάφι, νά βρῆ τήν πηγή καί ἔτσι νά κορέση τήν πνευματική του δίψα.

Ἀσκήτεψε κατά πρῶτον στήν σπηλιά τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, στήν σπηλιά τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου καί τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Μυροβλύτου. Στήν ἀναζήτησι πού ἔκανε, δέν μπόρεσε νά βρῆ τόν πνευματικό ὁδηγό, ὅπως τόν ποθοῦσε, ὥστε νά διδαχθῆ ἀπό αὐτόν τήν ἀκριβῆ μοναχική πολιτεία. Ἀγωνίσθηκε πολύ, νήστευε κι ἀγρυπνοῦσε. Προσπαθοῦσε ἀπό μόνος του νά μυηθῆ στήν λεγομένη Νοερά Προσευχή ἀπό τήν μελέτη καί ἀπό τίς σποραδικές συμβουλές, πού ἔπαιρνε ἀπό διαφόρους πνευματικούς πατέρες. Τήν ποθοῦσε τόσο πολύ, ὥστε δέν σταματοῦσε νά προσεύχεται γι’ αὐτό τό θέμα συνεχῶς στόν Θεό. Ἀγωνιζόταν πολύ. Καί στήν συνέχεια ὁ καλός Θεός τοῦ ἔφερε σάν σύντροφο καί ὁδηγό τόν γέροντα Ἀρσένιο, πού ἦταν κι ἐκεῖνος νέος τότε.

Ἔτσι κι οἱ δυό τους μαζί ἀναζητοῦσαν νά βροῦν αὐτόν τόν πολύτιμο ὁδηγό. Πέρασαν διάστημα χρόνου στήν ἀναζήτησι αὐτή. Ἔφθασε στήν σπηλιά τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Ἐκεῖ κάτι τοῦ συνέβη μέ ἕναν ἀσκητῆ καί ἀπελπίστηκε. Ὁ πειράζων ἐκμεταλλεύθηκε τήν περίπτωσι αὐτή, δηλαδή τό ὅτι ζητοῦσε καί δέν εὕρισκε ὁδηγό, ὅπως τόν ἤθελε, καί τοῦ ἔφερε λογισμούς· «Ἀκόμα καί στήν ἔρημο βρῆκα ἐμπάθεια! Δέν βρίσκεται τέτοιος ὁδηγός, ὅπως ἐγώ τόν ζητῶ· θά γυρίσω πίσω πάλι στή κοσμική ζωή; Ματαιοπόνησα, πού ἦλθα ἐδῶ!» καί τόσα ἄλλα, πού ἤξερε ὁ ἐφευρέτης τῆς κακίας. Ἐπάνω σ’ αὐτούς τούς λογισμούς μπῆκε σέ μία χαράδρα κι ἄρχισε στενοχωρημένος ἀπό τό πρωῒ μέχρι τό βράδυ νά κλαίη μέ πολύ πόνο ψυχῆς, παρακαλῶντας τήν Παναγία νά τόν βοηθήση καί νά τοῦ πάρη τούς λογισμούς τῆς ἀπογνώσεως. Σκεπτόταν ὅτι σέ περίπτωσι ἀποτυχίας, θά ἦταν ὑποχρεωμένος νά γυρίση πίσω στόν κό-σμο καί νά ἀρχίση πάλι ἀπό τήν δραχμή, νά ἐργάζεται γιά τά πρός τό ζῆν.

Ἔκλαιγε πρακαλῶντας καί δεόμενος. «Βοήθα Παναγία μου, ἔφθασα στό ζενίθ τῆς ἀπογνώσεως. Ἦλθα ἐδῶ ἤ νά πεθάνω ἤ νά πλουτήσω πνευματικῶς. Ὄχι νά γίνω ἕνας φθηνός καλόγηρος!» Καί πρός τό βασίλεμα τοῦ ἡλίου, ἔτσι ὅπως κοίταζε πρός τό μικρό ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας μας, πού εἶναι στήν κορυφή τοῦ Ἄθωνα, γιά μιά στιγμή αἰσθάνεται στήν καρδιά του μιά δροσιά πνευματική, ἕνα πνευματικό ἀεράκι, σάν ἕνα πνεῦμα Θεοῦ, νά κατέρχεται ἀπό τό ἐκκλησάκι καί νά εἰσέρχεται μέσα στήν ψυχή του. Καί τότε ἔνοιωσε νά λέγεται ἡ προσευχή μόνη της στήν καρδιά του χωρίς κόπο, χωρίς προσπάθεια, ἀλλά μέ πολύ μεγάλη εὐχαρίστησι· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Μόλις τό ἔνοιωσε αὐτό, ἐθαύμασε καί εἶπε: «Τί μοῦ ἔγινε τώρα; Πῶς μέσα μου λέγεται ἡ προσευχή; Ἐγώ τόση προσπάθεια ἔκανα τόσο καιρό καί αὐτό τό πρᾶγμα δέν τό ἔνοιωσα!»

Καί ἀφοῦ εἶδε ὅτι ἡ προσευχή προχωρεῖ καί αἰσθάνεται μακαριότητα καί εὐτυχία, λέγει: «Μήπως εἶ-ναι αὐτό ἡ Νοερά Προσευχή, πού διάβαζα στά βιβλία τῶν νηπτικῶν πατέρων;» Φεύγει ἀπό τήν ρεματιά αὐτή καί πηγαίνει στήν σπηλούλα του, κλείνεται μέσα καί ἀκολουθεῖ τόν τρόπο, πού οἱ πατέρες διδάσκουν, πῶς νά ξεκινήση κανείς διά τῆς εἰσπνοῆς καί ἐκπνοῆς νά λέγη τήν προσευχή. Κάθισε στό σκαμνάκι του κι ἄρχισε νά εἰσπνέη καί νά ἐκπνέη τό· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Μετά ἀπό ὥρα προσευχῆς αἰσθάνθηκε ὅτι εἶχε βγῆ ἀπό τόν ἑαυτό του καί σάν νά βρέθηκε μέσα σ’ ἕνα οὐράνιο χῶρο, σ’ ἕνα φῶς Θεοῦ, μέσα σέ μιά μακαριότητα καί εὐτυχία καί ἔλεγε στόν ἑαυτό του· «Καλύτερα εἶναι νά μείνω ἐδῶ καί νά μήν ξαναγυρίσω πίσω στόν μάταιο κόσμο καί στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς». Ἀλλά μετά ἀπό ἕνα διάστημα, πού δέν μπόρεσε νά τό καθορίση χρονικά, βρέθηκε πάλι νά προσεύχεται μέ τήν Νοερά Προσευχή, καθήμενος στό σκαμνί. Αὐτό ἦταν τό ξεκίνημα τῆς προσευχῆς καί ἦταν καθαρά δωρεά τοῦ Θεοῦ. Κάτι παρόμοιο εἶχε νοιώσει καί ὁ Ἅγιος Μάξιμος κατά τήν προσκύνησι τῆς Παναγίας καί ἔκτοτε οὐδέποτε τοῦ σταμάτησε ἡ εὐχή.

Τήν ἐπαύριο πάλι κατά τόν ἴδιο τρόπο προσευχό-μενος, τοῦ συνέβη ἁρπαγή τοῦ νοῦ καί εἶδε ὅτι ἔλαμψε ὅλη ἡ σπηλιά καί μπροστά του φάνηκαν τρία παιδάκια, σάν ἄγγελοι Θεοῦ, πού ἦταν πιασμένα χέρι-χέρι καί ἔψαλλαν ὅλα μαζύ: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε· ἀλληλούϊα!» Συνέχεια ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι καί ἡ χαρά τοῦ Γέροντα ἦταν κάτι τό ἀνερμήνευτο.

Ἡ προσευχή, πού τοῦ ἐδόθη ἀπό τόν Θεό μέ τόσο θαυματουργικό τρόπο, ἐπληθύνθη στήν ψυχή του καί δέν σταμάτησε μέχρι τήν τελευταία του ἀναπνοή. Σάν ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος προσευχόταν μέσα στήν καρδιά του. Ἦλθε σέ πολλές πνευματικές καταστάσεις καί ὀπτασίες ἀπό τό ξεχείλισμα τῆς Χάριτος, ἐγνώρισε μυστήρια Θεοῦ, ὁδηγήθηκε μετά ἀπό πολλή προσευχή εἰς τήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ καί εἶδε τόν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Γνώρισε τόν οὐράνιο κόσμο, ἐπεσκέφθη τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ καί τόν κόλπο του. Καί ὅλα αὐτά φανερώνουν πῶς, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὁ Γέροντας ἔκανε τόν ἔσω ἄνθρωπο μοναχό. Μοῦ ἔλεγε: «Ὁ Θεός μέ ἀξίωσε νά γνωρίσω ὅλο τό μυστήριο τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς!»

Ὁ Γέροντάς μου ἔκανε μεγάλο ἀγῶνα ἐναντίον τῶν δαιμόνων. Ἐπί ὀκτώ χρόνια εἶχε σκληρό πόλεμο ἐναντίον τους, ὄχι μόνο τήν ἡμέρα, ἀλλά καί στήν ἀγρυπνία κι ἀκόμη καί στόν ὕπνο του. Ὅσο περισσότερο οἱ δαίμονες τόν πολεμοῦσαν καί τόν ἔκαναν νά ἀγωνίζεται, τόσο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τόν ἐπλούτιζε. Μοῦ ἔλεγε:

-Παιδί μου, στούς μεγάλους πειρασμούς ἐγνώρισα τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ χειροπιαστά!

Κάποτε ὁ διάβολος τοῦ ἄνοιξε ἕνα πόλεμο, πού μό-λις κοιμόταν, τοῦ ἔκανε κάτι, ἕνα κρότο ἤ κάτι ἄλλο καί τόν ξυπνοῦσε, ὥστε μετά δέν μποροῦσε νά κοιμηθῆ. Ἔτσι ἐπί ἕνα μῆνα τόν ξυπνοῦσε πολύ νωρίς καί δέν εἶχε ἄνεσι στήν ἀγρυπνία, δέν μποροῦσε νά ἀγωνισθῆ, ὅπως ἔπρεπε. Χωρίς ξεκούρασι ἦταν φυσικό νά τόν πολεμάη ὁ ὕπνος πολύ καί κάθε μέρα, κάθε μέρα κοπίαζε πολύ. Ἀπό τή μιά ἡ ἀνάγκη τῆς φύσεως κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ κακία τοῦ δαίμονος τόν δυσκόλευαν στήν ἀγρυπνία. Σιγά-σιγά ἄρχισε νά χάνη τήν ὑπομονρασθῆ, στενοχωρέθηκε, τοῦ ἦλθε κάτι σάν μιά ἀγανά-κτησι, βγῆκε ἔξω καί βλέποντας τόν ἥλιο ἀκόμη ψηλά, εἶπε πρός τόν Θεό:

-Θεέ μου, καί τήν προαίρεσι τοῦ ἀνθρώπου θά νική-σουν οἱ δαίμονες; Τότε τί τοῦ μένει γιά νά ἀγωνισθῆ;

Κι ἀκούει μιά γλυκειά φωνή νά τοῦ λέη:

-Διά τήν ἰδικήν μου ἀγάπην δέν τά ὑπομένεις ὅλα αὐτά;

Ἐννόησε βέβαια ὁ Γέροντας πόθεν ἦτο ἡ φωνή αὐτή καί ἔπεσε κάτω καί ἄρχισε νά κλαίη ὀδυρόμενος μέ πολλή ἀγάπη.

-Ναί, Κύριε, διά τήν ἰδικήν Σου ἀγάπην θά κάνω ὑπο-μονή!

Καί γέμισε ἡ ψυχή του ἀπό εἰρήνη Θεοῦ καί ἔκτοτε ἔληξε αὐτός ὁ πόλεμος.

Μέσα στίς πολλές του νουθεσίες μᾶς ἔλεγε: «Ἐάν δέν ἀγωνισθῆτε τώρα, πού εἶσθε νέοι, πού ἔχετε στό πλευρό σας τόν ὁδηγό σας, πότε θά ἀγωνισθῆτε; Ὅταν θά περάση ἡ ἡλικία; Ὅταν τά πάθη τραχυνθοῦν; Ὅταν ἐμεῖς θἄχουμε φύγει ἀπό τήν ζωή; Τώρα εἶναι καιρός νά ἀγωνισθῆτε. Ἄς σᾶς πολεμήσουν ὅλα τά πάθη. Θά σᾶς βοηθήσουμε νά γνωρίσετε ἐμπράκτως τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί τήν πονηρία τῶν δαιμόνων. Δέν εἶναι και-ρός γιά ἀμέλεια». Καί μᾶς συμβούλευε κατά τήν ἀγρυπνία, σάν ξεκούρασι ἀπό τήν νοερά προσευχή, νά κάνουμε μιά θεωρία, νά ἐξετάζουμε τόν ἑαυτό μας ποῦ σφάλλει, νά παίρνουμε τήν ἀπόφασι νά διορθωθοῦμε καί ἀφοῦ κορεσθῆ ὁ νοῦς μέ τήν θεωρία, νά ἐπανερχώ-μεθα στήν νοερά προσευχή.

Κάθε βράδυ ἀφοῦ τελείωνε τήν προσευχή του ἔκανε ἕναν ἔλεγχο, ἔκανε πνευματικό ταμεῖο, ἔρριχνε μιά ματιά στόν ἑαυτό του κι ἐρευνοῦσε τήν ψυχή του, ἄν ἦταν κάπου πιασμένη, ἄν εἶχε ὑποχωρήσει κάπου, ἄν εἶχε κάνει κάποιο λάθος κι ἔπειτα ἔπαιρνε τήν ἀπόφα-σι νά βάλη καινούργια ἀρχή τήν ἐπαύριο. Μ’ αὐτήν τήν συνεχῆ προσπάθεια κατώρθωσε, Χάριτι Θεοῦ, νά ἐλευθερωθῆ, νά ἀπαλλαγῆ τελείως ἀπό τά πάθη καί νά φθάση νά μοῦ πῆ τίς τελευταῖες ἡμέρες πρό τοῦ θανά-του του: «Ζῶ μέσα μου, παιδί μου, ἕναν ὁλόκληρο Παράδεισο, ζῶ μέσα μου τήν εὐτυχία τοῦ Θεοῦ! Ἀγωνίσου, βίασε κι ἐσύ τόν ἑαυτό σου, ὅσο εἶσαι νέος, νά ἀπαλ-λαγῆς ἀπό τά πάθη κι ὅταν ἔλθης στήν ἡλικία μου, νά βρεθῆς σ’ αὐτήν τήν κατάστασι, πού εἶναι μία πρόγευσις τοῦ Παραδείσου! Αὐτό εἶναι ἡ ζωντανή ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, εἶναι τό ἐνέχυρο τῆς μελλούσης ἐπιτυχίας, τό ἀντίκρυσμα, πού θά παρουσιάσης ἀνεβαίνοντας πρός τόν Χριστό».

Ὅλη αὐτή ἡ ἐργασία τόν εἶχε προετοιμάσει τέλεια, πρᾶγμα, πού τό ἀποδεικνύουν οἱ προθανάτιες καταστάσεις του. Δέν εἶχε ἐλέγχους συνειδήσεως κι ἐπερίμενε τόν θάνατο σάν πανήγυρι, σάν λύτρωσι ἀπό τήν πίεσι τοῦ κόσμου, ἐπειδή ποθοῦσε νά ἰδῆ τό Θεῖο Πρό-σωπο! Μοῦ εἶχε ἐμπιστευθῆ: «Παιδί μου, αὐτό πού μέ ἀπασχολεῖ, εἶναι πῶς θά περάσω τό γεφύρι τοῦ θανά-του καί τά ἄλλα ὅλα εἶναι τακτοποιημένα μέ τόν Θεό!»

Τά νεανικά μου χρόνια κοντά στόν Γέροντα ἦταν πο-λύ ὄμορφα παρά τήν αὐστηρή καί ἀμετάκλητη γραμμή του. Μπορεῖ τό πρᾶγμα νά φαίνεται σήμερα δύσκολο κι ἀκατόρθωτο, ἀλλά ἦταν κάτι τό πολύ σπουδαῖο τότε γιά μᾶς. Ἦταν τό ἀπαραίτητο θεμέλιο. Ὅσο πιό βαθειά γίνουν τά θεμέλια, τόσο πιό γερό καί στερεό γίνεται τό σπίτι. Ζούσαμε σ’ ἕνα παρθενικό τόπο. Ἀνέβαινα μέ λαχτάρα τόν ἀνήφορο κι ἔνοιωθα μιά ὡραία εὐωδία σάν μαστίχα. Ἀγρυπνούσαμε ὅλη τήν νύχτα, ἰδιαίτερα τό καλοκαίρι, πού ἡ νύχτα εἶναι μικρή.

Κάθε μέρα εἴχαμε ἀχθοφορία, σηκώναμε φορτία στήν πλάτη καί τά ἀνεβάζαμε στόν ἀνήφορο. Τό βράδυ ἀγρυπνία. Μόλις ἀνοίγαμε τά μάτια μας ἀρχίζαμε τήν εὐχή. Στό θέμα τῆς καθαρότητος τῆς ἀγρυπνίας, ἔ-πρεπε ἐμεῖς οἱ ὑποτακτικοί του νά παίρνουμε ἄρι-στα. Ἡ τάξι μας ἦταν νά ἀγρυπνοῦμε ἀπό τό ἡλιοβασίλεμα, ἀλλά ἔπρεπε πιό πρίν νά κοιμηθοῦμε 3-4 ὧ-ρες. Εἴτε εἴχαμε κοιμηθῆ στήν ὥρα τοῦ ὕπνου εἴτε ὄχι, γιά κάποιον λόγο ἤ πειρασμό, ὁπωσδήποτε στό ἡλιο-βασίλεμα ἔπρεπε νά σηκωθοῦμε, νά εἴμαστε ὄρθιοι καί νά ἀρχίσουμε τήν ἀγρυπνία. Νά μήν ἀγρυπνήσης, ἀδύ-νατον. Οὐδεμία συγκατάβασις ἐγίνετο ἀπό μέρους τοῦ Γέροντος, γιά νά μήν ἀγρυπνήση ὁ ἀδελφός. Πολλές φορές δέν μπορούσαμε ἀπό τήν ζέστη νά κοιμηθοῦμε· ἔβραζε τό κελλί!

Καί νά ἤμασταν πτώματα ἀπό τήν κούρασι καί χω-ρίς ὕπνο, ἦλθε τό ἡλιοβασίλεμα; Ἔπρεπε νά βρεθοῦμε στό πόδι καί νά παλεύουμε πέντε ὧρες στήν προσευχή μέ τόν ὕπνο. Ἄλλος ὄρθιος, ἄλλος στό σκαμνάκι, ἄλλος κάτω, εἰσπνέαμε καί ἐκπνέαμε τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἀγωνιζόμασταν μέ ὅλη μας τήν δύναμι. Μᾶς πολεμοῦσε ὁ ὕπνος· ἀντιστεκόμασταν. Πεταγόμασταν ἔξω ἀπό τό καλύβι, μά κρύο, μά βροχή, μά χιόνι, μά παγωνιά, ἔξω! Προκειμένου νά κοιμηθοῦμε καί νά χάσουμε τήν ἀγρυ-πνία, ἦταν προτιμώτερος ὁ πόλεμος, προτιμώτερη ἡ ταλαιπωρία, κι ἄς μή καταλαβαίναμε τήν εὐχή. Ἀρκοῦ-σε νά εἴμεθα ἄγρυπνοι καί νά μαχώμεθα.

Εἶχα τόσο πόλεμο ἀπό τήν κούρασι κι ἀπό τόν δαίμονα, πού ἔβλεπα ὄρθιος ὄνειρα, ἀλλά δέν ὑποχωροῦσα! Τί ξύλο ἔδινα, τί ντενεκέδες κουβαλοῦσα, τί χτυποῦσα τόν ἑαυτό μου ἐπάνω στά βράχια καί τούς τοίχους! Πάλευα πέντε ὧρες μέ τόν ὕπνο καί φώναζα τήν εὐχή, χωρίς νά μπορῶ νά τήν καταλάβω. Καί μετά ἐρχόταν μία κατάστασις πνευματική, μία ξεκούρασι, μία εἰρήνη, μία καθαρότητα νοός, σάν νά εἶχα βρῆ μετά ἀπό ὧρες προσευχῆς μία μεγάλη ἐπιτυχία πνευματική. Καί κοβόταν ὁ ὕπνος μαχαίρι. Κι ἀφοῦ ἔφευγε θαυματουργικά, εἶχα τήν πληροφορία ὅτι ἐκτός ἀπό τήν κού-ρασι ἦταν καί τό δαιμόνιο τοῦ ὕπνου, πού μέ πολεμοῦσε.

Πήγαινα πολλές φορές τό βράδυ, ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν καλύβα του καί τοῦ ἔλεγα:

-Γέροντα, νυστάζω· ὁ ὕπνος μέ πολεμάει!

-Κράτα γερά, κράτα τό ὅπλο, μή φοβᾶσαι! Γιά κοίταξε κάτω ἐκεῖ τίς βάρκες, πού ἔχουν ἀναμμένες τίς λάμπες ὅλη τήν νύχτα καί ψαρεύουν. Ἀγρυπνοῦν γιά κάτι ὑλικό, γιά κάτι γήινο, γιά νά προσφέρουν κάτι στήν οἰκο-γένειά τους. Ψαρεύουν ἐκεῖ ἐπάνω ἀπό τήν λάμπα καί κοιτᾶνε ἄν ἤρθανε ψάρια, νά εἰδοποιήσουν τό μεγάλο καῒκι. Γιά νά πάρουν ἕνα μικρό μισθό ἀγρυπνοῦν ὅλη τήν νύχτα. Κι ἐμεῖς νά μήν ἀγρυπνήσουμε γιά πνευμα-τική ἄγρα, γιά μισθό ὁλόκληρο ἀπό τόν Θεό, γιά περισ-σότερη Χάρι! Προσέχετε, νά μή περάση ἀγρυπνία χωρίς δάκρυα. Πρέπει ἡ συντροφιά τοῦ μοναχοῦ νά εἶναι τά δάκρυα, πότε γιά τίς ἁμαρτίες, πότε γιά τούς ἄλ-λους. Ὁ μοναχός πρέπει νά φθάση νά κλαίη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ!

Ἔτσι εἴχαμε ἐργασία τήν ἡμέρα καί προσευχή τήν νύχτα. Αὐτή ἦταν ἡ τάξις τῆς συνοδείας μας. Τήν ἡμέρα βγάζαμε ἀπό τόν κόπο τοῦ διακονήματος, τό βράδυ ἀπό τήν προσευχή. Πρᾶξις καί θεωρία. Καί τά δύο πρέ-πει νά συνυπάρχουν, γιά νά μπορέση ὁ μοναχός νά ὠφεληθῆ. Μᾶς γύμναζε ἔτσι πάντοτε στήν ἀγρυπνία καί μᾶς ἔλεγε πόσο ὠφέλιμη εἶναι, ποιά εἶναι τά πνευμα-τικά κέρδη της, πόσο πολύ πλουτίζει τόν ἄνθρωπο, πῶς τόν κρατάει νηφάλιο καί ποιά τῆς νοερᾶς προσευχῆς τά χαρίσματα. Αὐτά καί τόσα ἄλλα, γιά μᾶς τούς νεωτέρους, πού εἴμασταν κοντά στόν Γέροντα, ἦταν ὁ θεμέλιος λίθος, ἦταν τό βαθύ θεμέλιο, ὅπου κτίσθηκε ὅ,τι ὑπάρχει.

Βέβαια σέ ὅλα πρωτοποροῦσε ἐκεῖνος. Τό προβάδισμα τό εἶχε ὁ Γέροντας. Ἡ ζωή του ἦταν ἕνας συνεχής κλαυθμός ὄχι μόνον τήν νύχτα, ἀλλά καί τήν ἡμέρα, πού ἐνῷ ἔκανε σταυρουδάκια τόν ἔβλεπα νά τόν πιάνη ὁ κλαυθμός.

Ἔμενε ἑπτά-ὀκτώ ὧρες κλεισμένος ἐκεῖ μέσα σ’ἐκείνη τήν τρύπα τοῦ κελλιοῦ, μέ τά πάντα σκοτεινά, τά πάντα φραγμένα, ὅλη τήν νύχτα, νά ἀδολεσχῆ μέ τήν νῆψι στήν νοερά προσευχή καί στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Καθόταν ἐκεῖ, ἔσκυβε τό κεφαλάκι του καί συνεχῶς ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Κι ὅταν ἐνεργοῦσε ἡ Θεία Χάρις καί ὁ νοῦς ἦταν σέ διαύγεια, ἄφηνε τήν εὐχή καί ἄρχιζε τήν θεωρία μέ τόν νοῦ. Ἐάν πάλι δέν εὕρισκε θεωρία καί ἔφευγε ὁ νοῦς, τόν ἔβαζε πάλι στήν καρδιά κι ἔβγαζε ἀπό κεῖ ὠφέλεια. Ἔτσι εἴτε ἀπό τήν προσευχή εἴτε ἀπό τήν θεωρία, ἔβγαζε κέρδος καί περνοῦσαν οἱ ὧρες χωρίς νά τίς καταλαβαίνη. Κι ἔλε-γε: «Προσεύχεσαι, προσεύχεσαι καί νομίζεις ὅτι τώρα ἄρχισες τήν προσευχή! Κι ἄν ὁ νοῦς θέλει νά ξεφύγη, πάλι γίνεται μία ἕλξις, πού τόν τραβάει πρός τήν καρδιά. Καί σιγά-σιγά μ’ αὐτήν τήν ἀδολεσχία ὁ ἄνθρωπος τελειοποιεῖται ἔσωθεν, ἡ καρδιά καθαρίζεται ὅλο καί περισσότερο καί μετά ἀποκτᾶ τήν καρδιακἠ προσευχή. Ὅταν ἔλθη αὐτή ἡ κατάστασις, τότε δέν χρειάζεται εἰσ-πνοή καί ἐκπνοή. Μόνος του ὁ νοῦς παρακολουθεῖ τήν καρδιά, πού λέγει τήν εὐχή καί αὐτή ἡ κατάστασις λέγεται καρδιακή εὐχή».

Κι ὅταν κάποτε-κάποτε δέν ἔνοιωθε ἄμεσα τήν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοῦ, τήν προκαλοῦσε. Ἐγώ κάποιες φο-ρές σάν ἀδύναμος, πού ἤμουν καί πολεμούμουν ἀπό τόν ὕπνο, ἔβγαινα νωρίτερα ἔξω, καί μέ τό κομποσχοινάκι ἔκοβα βόλτες καί πλησίαζα τήν καλύβα του. Πρός ὠφέλειαν πρόσεχα νά τόν ἀκούσω καί μερικές φορές τόν ἄκουγα νά ψέλνη μέ ἕνα δικό του τρόπο, τροπάρια ἀπό τήν νεκρώσιμη ἀκολουθία, τήν κουρά τοῦ μεγαλοσχήμου κ.ἄ. Ἄλλοτε ἔφερνε στήν μνήμη του παραδείγματα ἄλλων ἀγωνιστῶν. Ἔτσι προσπαθοῦσε νά ξεπε-ράση τήν δυσκολία καί νά προκαλέση, νά ἀγγίξη τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί κατέληγε σέ κλαυθμό πολύ. Ὅταν ἔβγαινε, τό πρρόσωπό του ἔλαμπε ἀπό τήν Χάρι. Ἐγώ πήγαινα κοντά του καί μόνος του, γιατί ἐγώ εἶχα τήν δειλία νά ἐρωτῶ βαθύτερα πράγματα, μοῦ ἔλεγε:

-Πρίν νά ἔλθετε ἐσεῖς ἐδῶ ὁ τόπος ἦταν γεμᾶτος δαιμό-νια. Συνάντησα πολύ δαιμονικό πόλεμο. Ἐπί ἕνα μῆνα στήν προσευχή ἔβλεπα σάν κινηματογραφική ταινία νά παρελαύνουν μπροστά μου δαιμόνια, φάτσες μαύρες, φοβερές, κάθε βράδυ, γιά νά μέ τρομοκρατήσουν καί νά φύγω. Καί εἶπα μέ τόν λογισμό μου: «Θά κάτσω ἕνα μῆνα καί ἄν σ’ αὐτόν τόν μῆνα δέν φύγουν αὐτοί, θά πάω στόν π. Ἀρσένιο» – γιατί εἶχαν ξεχωρίσει. Τήν τριακοστή ἡμέρα ἐπῆρε τέρμα ἡ ὑπόθεσις. Κι ἐσεῖς, παιδί μου, ἤλθατε καί βρήκατε ξεκαθαρισμένο τόν τό-πο. Δέν ξέρετε τί κόπο ἔκανα ἐγώ. Ὅλοι οἱ παπάδες ἐξορκίζουν τά δαιμόνια νά πᾶνε σέ ἔρημους τόπους. Φαίνεται ὅτι ἦλθαν ἐδῶ. Μαζεύθηκαν πολλά καί μοῦ ἔκαναν μεγάλο πόλεμο.

Τήν ἡμέρα στό διακόνημα, ἐπειδή εἴμασταν στήν ἐ-ρημιά, ἀφοῦ δέν εἴχαμε κι ἄλλους κοντά, τήν εὐχή τήν λέγαμε δυνατά. Μᾶς ἔλεγε συνέχεια ὁ Γέροντας:

-Νά φωνάζετε τήν εὐχή, μή τήν σταματᾶτε καθόλου· φωνάζετε ὅλη τήν ἡμέρα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» Ἡ εὐχή ἔχει μέσα της ὅλην τήν Χάριν καί ἐπικα-λούμενος κανείς τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, τήν γεύεται κα-τά ποικίλον τρόπον. Μέ τήν προφορική ἐπίκλησι συμ-μαζεύεται ὁ νοῦς ἀπό τόν μετεωρισμό, ἀπό τό ἅπλωμα καί ἤδη θά ἀρχίση νά αἰσθάνεται ἡδονή. Καί τότε ἀρχίζει ὁ νοῦς νά κατακτᾶ, νά γίνεται κτῆμα του τό Ὄνο-μα τοῦ Ἰησοῦ. Ὅσο ἐγκαταλείπει, λιγοστεύει τόν μετε-ωρισμό, τόσο γεμίζει προσευχή. Καί ἀφοῦ ὁ νοῦς πάρη ὅλη τήν εὐχή, τότε ἀρχίζει νά ἀνοίγη ἡ καρδιά καί νά κατεβαίνη ἡ εὐχή στήν καρδιά. Καί ὅταν μετά ἀπό χρόνια μέ γενική βία, μέ περιεκτική βία ἡ καρδιά δεχθῆ ὅλη τήν προσευχή καί τήν μελετᾶ συνέχεια, γίνεται ἡ καρδιακή κατάστασις, πού σημαίνει βασιλική κατάκτησι τῆς εὐχῆς ἐπάνω στά πάθη καί ὑποταγή τῶν παθῶν στήν κυβέρνησι τοῦ Ἰησοῦ, πού βασιλεύει διά τοῦ θείου Ὀνόματός Του.

Πήγαινα καί τοῦ ἔλεγα:

-Γέροντα, πόνεσε ὁ λαιμός μου, ὁ λάρυγγάς μου, ἀπό τήν εὐχή! Ξυράφια καταπίνω!

-Μά φοβᾶσαι! Δέν εἶναι τίποτα, δέν παθαίνεις τίποτα, προχώρα. Μή σταματᾶς. Ἄς πονέσουν τά πάντα. Ἐσύ τήν εὐχή κράτα. Αὐτή θά σέ σώση· ἀκόμα περισσότερο νά λές τήν εὐχή.

Ὅταν ὁ Γέροντας ἔβγαινε μετά ἀπό ἑπτά-ὀκτώ ὧρες προσευχή, ἔλαμπε κι εἶχε πολλή εὐωδία, σάν νά ὑπῆρ-χαν ἐκεῖ πολλά κρίνα, σάν νά ἦταν ἕνας παράδεισος ἀπό ἄνθη! Πιστέψτε με, ὅτι ὅταν σάν ἀρχάριοι κι ἐμεῖς λέγαμε ἔτσι τήν εὐχή, τόση εὐωδία ὑπῆρχε, πού δέν μπορούσαμε νά τήν ἐξηγήσουμε. Ὅλα εὐωδίαζαν. Ἀκόμη καί τά γένεια μας εὐωδίαζαν. Κι ἀπό τό στῆθος μας ὁ ἀέρας μέ τήν ἐκπνοή ἔβγαινε μέ εὐωδία πολλή!

Οἱ λογισμοί βέβαια δούλευαν. Πότε τῆς ὑπερηφανεί-ας, πότε τῆς ἀμελείας, πότε τό ἕνα, πότε τό ἄλλο. Πάντα μᾶς ἔλεγε νά ἔχουμε τελεία περιφρόνησι, τελεία καταφρόνησι στούς λογισμούς. «Κράτα τήν εὐχή· φουρ-τούνα εἶναι, θά περάση.Ἐπίθεσις εἶναι, θά ὑποχωρήση. Ὅταν ἐσύ ἀντισταθῆς, ὅταν κρατήσης τό μέτωπο γερά, ὅταν δέν χάσης τό θάρρος σου, θά ὑποχωρήση οὕτως ἤ ἄλλως. Αὐτή εἶναι ἡ τακτική τοῦ διαβόλου. Νά ἐπιτί-θεται νά σπάση τό μέτωπο, νά ρίξη τό τεῖχος, νά προχωρήση ὁ ὁρμητικός χείμαρρος τῶν λογισμῶν, νά κα-ταλύση καί νά γκρεμίση ὅ,τι βρῆ ὄρθιο στήν ψυχή». Καί βέβαια ὑποχωροῦσαν οἱ λογισμοί.

Αὐτά ὅλα μᾶς τά ἔλεγε γιά παράδειγμα καί γιά πεῖ-ρα. Ἡ ζωή του ἦταν μία λαμπάδα εὐχῆς, πού ἀνέβαινε πρός τά ἐπάνω, ἦταν μία στήλη φωτός, πού ἀνέβαινε πρός τόν οὐρανό κι ἀπό ἐκεῖ διοχετευόταν τό φῶς στήν ψυχή του. Ἔτσι μᾶς νουθετοῦσε μέν μέ ἁπλᾶ λόγια, ἀλλά μᾶς μιλοῦσε κυρίως μέ τήν ζωή του. Καί μᾶς δυνάμωνε, μᾶς ὅπλιζε καί μᾶς ἔλεγε ἱστορικά γύρω ἀπό θανάτους, πού ἦταν πολύ ὠφέλιμα. Ζούσαμε σάν ξένοι καί ἡ θεωρία μας ἦταν γιά τά ἐπάνω, πότε θά φύγουμε γιά τήν ἄλλη ζωή.

Ἐπίσης ἐπιστατοῦσε πολύ στό θέμα τῆς ἀργολογίας. Δέν μᾶς ἄφηνε νά μιλήσουμε. Ἡ κατάκρισις ἦταν ἀνύπαρκτη. Ὅταν πήγαινε κάποιος νά πῆ κάτι, καταπέλτης ὁ Γέροντας. «Ἐδῶ μέσα δέν χωροῦν νέα καί εἰδήσεις. Μόνο σιωπή καί εὐχή. Τίποτε ἄλλο. Δέν ἤλθαμε ἐ-δῶ νά περάσουμε τόν καιρό μας. Ὁ διάβολος καιροφυ-λακτεῖ, ἀγρυπνεῖ, τρέχει ἐδῶ κι ἐκεῖ σάν τό λιοντάρι, ποιόν νά βουτήξη, ποιόν νά βρῆ σέ ἀμέλεια καί ἀπρό-σεκτη κατάστασι, γιά νά τόν ἁρπάξη. Πρέπει νά ἔχουμε τόν νοῦ μας». Ἄν ἔπρεπε νά πᾶμε κάπου, περπατού-σαμε ὄχι ἀντάμα, ἀλλά ξεχωρίζαμε, γιά νά λέμε τήν εὐχή καί νά μή μιλοῦμε, νά μή κατακρίνουμε. Γιατί; Παίρναμε τά μέτρα μας, γιά νά μή δώσουμε πάτημα στόν διάβολο, πού ψάχνει εὐκαιρία, γιά νά μᾶς ρίξη σέ ἁμαρτία.

Κάποτε μετά τό φαγητό, ἀφοῦ ἔπεσε νά κοιμηθῆ, κάποιοι χτύπησαν τήν πόρτα καί φωνάζει στούς τρεῖς-τέσσερεις πατέρες, πού εἶχαν ἐκεῖ κοντά τά κελλιά τους  ἐγώ καί ὁ Γέροντας εἴμασταν πιό βαθειά  νά μή τούς ἀφήσουν νά ἔλθουν πιό μέσα, γιατί θέλαμε νά ξεκουρασθοῦμε, γιά νά ἀγρυπνήσουμε, γιά νά παρασταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τό πρῶτο εἶναι νά βρεθοῦμε καθαροί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν ἐπέτρεπε νά ἔλθη ἄνθρωπος πρός συζήτησι, γιά νά εἶναι ὁ νοῦς ἀμετεώριστος, ξεκούραστος. Πολύ πρόσεχε τίς συζητήσεις, γιά νά μή τίς πιάση ὁ διάβολος σάν ντοκουμέντα καί μετά περάσουμε τήν νύχτα μέ μετεωρισμό καί ἄσκοπα.

Σέ μία περίοδο εἶχε ὑποτακτικούς, μεγάλους στήν ἡλικία πού δυσκολεύονταν στήν ὐπακοή καί στήν πειθαρχία. Ὁ Γέροντας ἐνωχλεῖτο στήν τάξι του καί στήν νῆψι καί τούς ἔδιωχνε, ἀλλά αὐτοί δέν ἔφευγαν. Ἕνα βράδυ στήν προσευχή του, πού ἦταν κλαυθμός πολύς, βλέπει σ’ ὅλο τό κελλί φῶς, ἕνα Σταυρό μέ τόν Χριστό Ἐσταυρωμένο σέ φυσικό μέγεθος, νά τρέχη αἷμα ἀπό τά Χέρια καί τά Πόδια Του καί νά τοῦ λέγη:

-Ἐγώ τόσα καί τόσα ὑπέμεινα γιά τούς ἀνθρώπους καί σύ δέν ὑπομένεις αὐτούς τούς ὑποτακτικούς, πού ἀνέλαβες!

Ἔκλαψε ὁ Γέροντας πολύ, ἔνοιωσε πολλή ἀγάπη Θεοῦ, δυνάμωσε κι ἔκανε ὑπομονή. Μετά αὐτοί ἔφυγαν μόνοι τους.

Ὅπως σᾶς ἔχω πῆ καί ἄλλη φορά, ὅταν οἱ γέροντες ἦταν μόνοι τους, προτοῦ πᾶμε ἐμεῖς, ὅταν ἤθελαν νά πᾶνε κάπου, σέ κάποιο μοναστήρι, ξεχώριζαν ὁ ἕνας ἀ-πό τόν ἄλλο, κρατοῦσαν μιά ἀπόστασι καί ἔλεγαν τήν προσευχή· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Δέν βάδιζαν ἀντάμα – ἀντάμα, γιά νά μή τούς νικήση ὁ διάβολος τῆς ἀργολογίας καί μετά ξεκινήση ἡ κατάκρισις καί τόσα ἄλλα.

Ἔμπαινε, μέσα στό καράβι ὁ Γέροντας νά πάη ἀπό τήν Ἁγία Ἄννα στήν Δάφνη ἤ κάπου ἀλλοῦ. Τό κεφάλι κάτω· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Πήγαινε ἕνας ἀδελφός ἤ κάποιος ἄλλος νά τοῦ μιλήση:

-Τί κάνετε, πάτερ Ἰωσήφ, πῶς εἶσθε, πῶς πάει ἡ συνοδεία;

-Καλά, καλά· εὐλογεῖτε, εὐλογεῖτε· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!

Ἐμεῖς ὅταν μᾶς πλησιάση κάποιος, ἀμέσως ἀνοίγου-με τήν πόρτα, τόν δεχόμεθα μέσα κι ἀνοίγουμε ἀτέ-λειωτες συζητήσεις, μέ ἀποτέλεσμα βάρος στήν ψυχή, καί βάρος στήν συνείδησι ἀπό τήν παράβασι τῶν ἐντο-λῶν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Γέροντος. Τί διαφορά εἶχαν οἱ πατέρες μας τότε, ἀπό μᾶς σήμερα καί ποιός ξέρει οἱ μετέπειτα μοναχοί, ποῦ θά φθάσουν!

Ἡ κάρα τοῦ ἁγιασμένου καί θεοφωτίστου Γέροντός μου Ἰωσήφ εὐωδιάζει ὁλοένα καί περισσότερο καί συνεχίζει νά μᾶς διδάσκη ἀπό ἐκεῖ πού βρίσκεται:

«Παιδιά μου καί ἐγγόνια μου, εἶμαι μαζύ σας καί σᾶς βοηθῶ ἀπό τόν Οὐρανό, γιατί εἶμαι κοντά στόν Θεό τώρα. Ἄφησα πιά αὐτό τό σκῆνος, πού πονοῦσε, πού ἀ-διαθετοῦσε, πού πολεμιόταν κ.λ.π. καί τώρα ἐντελῶς ἐλεύθερος ἀπ’ αὐτό τό καβούκι τό χωματένιο, βρίσκομαι ψυχικά ἐνώπιον τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ καί Τοῦ ὁμιλῶ γιά σᾶς. Παιδιά μου καί ἐγγόνια μου, προσεύχεσθε ὅσο μπορεῖτε. Ἡ προσευχή ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο. Τό Ὅνομα τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ γλυκυτάτου Ἐσταυρωμένου ἔχει ὅλες τίς θεϊκές χάριτες μέσα του καί μνημονευό-μενο τίς ἐκπέμπει καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται μέτοχος μυστηρίων!»

Αὐτά διδαχθήκαμε ἐμεῖς, αὐτά προτρέπω κι ἐσᾶς, πατέρες μου, νά ἀκολουθήσετε. Νά λέτε τήν εὐχή ὅταν ἐργάζεσθε, γιατί εὐλογεῖται τό διακόνημα, ἁγιάζεται ὁ χῶρος, καλύπτουμε τόν χρόνο, ὁπλίζεται ὁ ἄνθρωπος μέ δύναμι θεϊκή καί γίνεται ἀπρόσβλητος ἀπό τόν διάβολο. Ἐπίσης πρέπει ὅσο μπορεῖ ὁ καθένας νά προσέξουμε πολύ τήν ἀγρυπνία μας. Νά ἀγρυπνοῦμε, πατέρες μου, νά προσευχώμεθα, νά κάνουμε τόν κανόνα μας, τήν Νοερά Προσευχή. Μᾶς περιμένει ὁ οὐρανός, μᾶς περιμένει ἡ Ἄνω Ἱερουσαλήμ, μᾶς περιμένει ὁ Πα-ράδεισος, μᾶς ἀναμένει ἡ ἀγάπη τῶν Ἀγγέλων, ὁ Χρι-στός μᾶς ἔχει τήν ἀγκαλιά Του ἀνοιχτή!

Ἐπειδή γνωρίσαμε ἀπό τούς πατέρες κι ἀπό τήν μι-κρή μας πεῖρα ὅτι τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι καταπέλτης, νά κρατοῦμε γενναῖα τήν προσευχή, τό σύμβολο τῆς νίκης. Γιατί τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ λατρευτοῦ Θεοῦ μας, πού σταυρώθηκε γιά μᾶς, ἐξου-δετερώνει τούς δαίμονες, τούς καίει καί τούς μαστίζει. Παντοῦ νά ἀκούγεται αὐτό τό Ὄνομα, νά φεύγουν τά δαιμόνια, νά καθαρίζη ἡ ἀτμόσφαιρα, νά χαίρωνται οἱ Ἄγγελοι φύλακες τῶν ψυχῶν μας. Κι ἀπό πάνω ὁ Χριστός θά στέκη μέ τό στεφάνι, σέ ποιόν νά τό πρωτοβάλη. Οἱ δαίμονες θά πάσχουν ποιόν νά βροῦν σέ ἀμέλει-α, σέ ραθυμία, νά τοῦ κλέψουν τήν προσευχή καί μετά νά τοῦ προσφέρουν τόσους ἄλλους λογισμούς. Ἀλλά ἐμεῖς ἐκεῖ γερά θά κρατοῦμε τό τιμόνι στίς φουρτούνες καί στά μποφώρ. Τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά εἶναι ἡ πυ-ξίδα καί ἀπό πάνω θά δεχόμαστε τίς εὐλογίες Του.

Ὅταν εἶμαι ἐπάνω στό κελλί μου ἀκούω πολλές φο-ρές νά περνάη ἕνας πατέρας λέγοντας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!» Πηγαίνω στά ἐργαστήρια, στό θυμίαμα, ὅλος ὁ χῶρος θορυβεῖται σάν μελίσσι ἀπό τήν προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!» Ἡ χαρά μου εἶναι ἀπερίγραπτη, οἱ εὐχές πολλές, ἀλλά δέν τίς ἀκοῦτε. Ἄν ἐγώ χαίρομαι τόσο, πού εἶμαι ἄνθρωπος, γιά σκεφθῆτε, πόση εἶναι ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ, πού ἀκούει τό Ὄνομά Του καί πόση ἡ πίκρα τοῦ διαβόλου! Καί οἱ Ἄγγελοι πανηγυρίζουν καί λένε: «Φωνάξτε, πα-τέρες, φωνάξτε, αὐτό εἶναι τό εὐλογημένο Ὄνομα! Ἐν τῷ Ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Φιλιπ. Β’ 10).

Εὐωδία εἶναι τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Μᾶς τό λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «’Εκ τῶν μυκτήρων τοῦ προσευχομένου νοερῶς ἐξέρχεται εὐωδία». Κι ἀλλοῦ λέγει: «Ἡ νοερά προσευχή λέγεται καί προσευχή τοῦ Παραδείσου, διότι δι’ αὐτῆς ἵσταται ὁ μοναχός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς οἱ πρωτόπλαστοι. Λέγεται ἐπίσης Προσευχή τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί Ἀποστολική ὡς διδαχθεῖσα ὑπό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων».

Ἄς φωνάζουμε, πατέρες μου, ἄς καλοῦμε τόν Χριστό μας εἰς βοήθειάν μας. Αὐτό τό Ὄνομα πρέπει νά ἐπικρατήση στήν ζωή μας. Κρατῆστε τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Νά βουϊζη ὁ τόπος, νά ἁγιάζεται, νά χαίρωνται οἱ Ἄγγελοι! Ἄς φωνάζουμε καί τό ὄνομα τῆς Παναγίας, τῆς μεγάλης Μητέρας μας, πού ἀγωνίζεται, πού συνεχῶς τρέχει, πού συνεχῶς μᾶς παρακολουθεῖ μέ ὅλη τήν καρδιά Της. Αὐτή μετά Θεόν μᾶς ἐκάλεσε ἐδῶ στό δικό Της Περιβόλι. Αὐτή μετά Θεόν εἶναι τά πάντα γιά μᾶς. Αὐτή εἶναι καί τροφεύς καί γιατρός καί προνοητής μας. Αὐτή μεσιτεύει, Αὐτή παρακαλεῖ, Αὐτή γονατίζει καί ἐκλιπαρεῖ καί ἐξιλεώνει τόν Υἱόν καί Θεόν Της γιά μᾶς, ὅταν ἐμεῖς σφάλλουμε ἤ προλαμβάνει, ὅταν πρόκειται νά μᾶς ἔλθη κάποιο κακό. Τῆς χρεωστοῦμε ἄπειρο χρέος. Καί πῶς θά Τήν εὐχαριστήσουμε; Δέν θέλει τίποτε ἄλλο παρά προσεκτική μοναχική ζωή.

Αὐτή εἶναι ἡ Προστάτις ἰδιαίτερα αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τόπου, ἀλλά καί ὅπου λατρεύεται τό Ὄνομα τοῦ Υἱοῦ Της καί τό δικό Της, γίνεται ἀρωγός καί βοήθεια! Πολλές φορές ὡς ἀστραπή ἐνεργεῖ! Σ’ Αὐτήν νά ἐναποθέ-τουμε πάντοτε τίς ἐλπίδες μας μέ πίστι, στήν Μητέρα τοῦ ἐλέους καί τῶν οἰκτιρμῶν, γιατί εἶναι ἡ μοναδική δυνατότητα πρεσβείας πρός τόν Θεό.

Ἄς εὐχηθοῦμε, μέ τίς πρεσβεῖες Της, τοῦ Ἁγίου Γέροντός μου καί πνευματικοῦ σας Παπποῦ, σέ ὅλους μας νά δώση ὁ Θεός πνεῦμα προσευχῆς. Ἀμήν. Γένοιτο.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ

ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ

 

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

Ο Μ Ι Λ Ι Α Ι

 

ΤΟΜΟΣ Β΄

 

ΕΚΔΟΣΙΣ: ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΘΕΟΥ

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 

ΠΑΝΑΓΙΑ   ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥΣΑ