Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
Τονίσαμε, σὲ προηγούμενό μας ἄρθρο, ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι πολυσήμαντο σημεῖο. Δὲν δηλώνει μόνον τὸ Τίμιο Ξύλο, πάνω στὸ ὁποῖο ἐτάθη καὶ ἔχυσε τὸ ζωοποιό Του αἵμα ὁ θυσιασθεὶς γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου Κύριός μας, ἀλλὰ πρὸ πάντων σημαίνει τὸν ἴδιο τὸν Ἐσταυρωμένο, τὸν Παθόντα καὶ Ἀναστάντα ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, -ἀναζωογονήσεως-, καὶ σωτηρίας.
Δηλώνει, ὅμως, ὁ Σταυρὸς καὶ τὴν πορεία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν ἔκπτωσή του ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς καὶ τὴν περιπέτειά του στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας μέχρι καὶ τὴν σταυροειδῆ του ἀνάσταση ἢ μᾶλλον τὴν σωτηριώδη ἐν Χριστῷ συνανάστασή του. Ἄλλωστε, ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστιανοῦ στὴν Ἐκκλησία γίνεται μὲ τὸ βάπτισμά του, ποὺ ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τύπο τῆς ταφῆς (τριπλῆ κατάδυση) καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας (τριπλῆ ἀνάδυση-τριήμερος ἔγερση). Ὁ Χριστιανός, ἑπομένως, ποὺ «ἀνασταίνεται» διὰ τοῦ βαπτίσματος ζεῖ ἢ τουλάχιστον ὀφείλει νὰ ζῇ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του, μέχρι νὰ ἐπιτύχῃ τὴν τελικὴ ἀνάσταση καὶ σωτηρία του.
Πῶς, ὅμως, θὰ καταλάβῃ ὁ σταυροπολίτης ἄνθρωπος ὅτι βαδίζει σωστὰ μέσα στὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι πορεύεται σταυροειδῶς; Πολὺ ἁπλᾶ, αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει, ὅταν ἀκολουθῇ τὴν προτροπὴ τοῦ Δημιουργοῦ Του νὰ αὐξάνεται μὲ πίστη καὶ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του καὶ νὰ πληθύνεται μὲ ἔργα ἀγάπης καὶ δικαιοσύνης πρὸς τὸν συνάνθρωπό του (Γέν., α’ 28). Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι γίνεται κανεὶς σταυρικὸς ἄνθρωπος, ὅταν, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς μετὰ ἀπὸ τὴν Ὕψωση, γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ. Ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός.» (Γαλ., β’ 19).
Ἐὰν ὁ κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ὁμολογήσῃ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι δὲν ζεῖ πλέον ὁ ἴδιος ἀλλὰ ζεῖ μέσα του ὁ Χριστός, τότε πλέον εἶναι βέβαιο ὅτι βαδίζει στὸν σωστό, σταυρικό, δρόμο καὶ ὅτι δὲν παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν σταυρική του πορεία. Στὴν περίπτωση αὐτήν, μάλιστα, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἰσπράττει καὶ τὸ ἀντίστοιχο συναίσθημα, τῆς χαρᾶς γιὰ τὴν προσπάθεια ποὺ καταβάλλει καὶ γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔχει ἐπιτύχει, τὸ ὁποῖο, βεβαίως, δὲν εἶναι δικό του ἀλλὰ προϊὸν τῆς Θείας Χάριτος, ποὺ ἀπὸ τὴν βάπτισή του ἐνεργεῖ συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως γιὰ τὸ ἀγαθό. Αὐτό, φυσικά, σημαίνει ὅτι ὁ φορέας της, ὁ κάθε βαπτισμένος καὶ συνεχῶς ἀναβαπτιζόμενος μὲ τὴν μετάνοια Χριστιανός, τῆς τὸ ἐπιτρέπει, γνωρίζοντας, ἀσφαλῶς, ὅτι «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. η’ 28).
Συμβαίνει, ὅμως, συχνὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Νὰ μὴν νοιώθουν, δηλαδή, χαρὰ αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ πράττουν τὸ θέλημά του, ἀλλά, ἀντιθέτως, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ Ἐκεῖνον καὶ πράττουν τὸ δικό των ἁμαρτωλὸ θέλημα. Αὐτό, βεβαίως, δὲν συνιστᾶ κατόρθωμα τῶν τελευταίων ἀλλὰ ἀποτελεῖ διαστροφὴ καὶ ταλαιπωρία, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ πάλι ὁ Παῦλος, ἀναρωτώμενος περίπου γιὰ λογαριασμὸ τοῦ καθ’ ἑνός μας: Ποιός θὰ γλυτώσῃ ἐμένα, τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, ἀπὸ τὴν ἄγρια χαρὰ ποὺ νοιώθω νὰ καταστρέφω τὸν ἑαυτό μου καὶ τὸν συνάνθρωπό μου, πιστεύοντας ὅτι κάνω καλό;
Καὶ συνεχίζει ὁ Παῦλος, διαπιστώνοντας τὴν τραγικότητα τοῦ «ταλαίπωρου ἀνθρώπου», ποὺ ζεῖ τὸν διχασμὸ καὶ τὴν σύγχυση ποὺ τοῦ προκαλεῖ «ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας», στὸν ὁποῖον εἶναι αἰχμαλωτισμένος: «οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὃ οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω. εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ’ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία… ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοῒ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῆ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας.» (Ῥωμ., ζ’ 20-25).
Ὁ Παῦλος, ὅμως, καὶ ὁ κάθε ταλαίπωρος ἄνθρωπος, γιὰ λογαριασμὸ τοῦ ὁποῖου μιλᾶ, βρίσκει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα: «τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν.» (ὅ. π. 25). Πράγματι, ὁ μοναδικὸς Σωτήρας ἀπὸ τὸν τραγέλαφο τοῦ διχασμοῦ μας καὶ τὴν ὀδύνη τῆς ταλαιπωρίας μας εἶναι ὁ Λυτρωτής μας Χριστός, ποὺ σαρκώθηκε, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ συναναστήσῃ καὶ ἐμᾶς, καὶ μάλιστα νὰ μᾶς ἀναλάβῃ καὶ νὰ μᾶς καθίσῃ δεξιά Του στὴν αἰώνιά Του δόξα.
Τὸ ζήτημα, βεβαίως, εἶναι νὰ ζητήσωμε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ζήσῃ μέσα μας. Αὐτὸ σημαίνει νὰ ἀγωνιστοῦμε νὰ ἀπαλλαχθοῦμε ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τ’ ἄλλα ψυχοφθόρα πάθη μας, ὥστε νὰ κάνωμε χῶρο στὸν Χριστὸ νὰ ἐνοικήσῃ σὲ ὅλο μας τὸ εἶναι, γιὰ νὰ ἐπέλθῃ μέσα μας αὐτὸ ποὺ ὀνομάζομε καλὴ ἀλλοίωση.
Πρακτικά, ἀσφαλῶς, αὐτὸς ὁ ἀγώνας ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀπόφασή μας νὰ γίνωμε σταυρικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἐν ὀλίγοις σημαίνει νὰ σταυρώνωμε διαρκῶς τὸ δικό μας ἁμαρτωλὸ θέλημα πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ πρὸς ὄφελος δικό μας καὶ τῶν ἀδελφῶν μας. Ὅσο δύσκολο εἶναι νὰ τὸ κάνωμε αὐτό, ἄλλο τόσο λυτρωτικὸ εἶναι. Γι’ αὐτό, ὁ Κύριος ζητάει τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεσή μας: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι.» (Μάρκ., η’ 34). Ἡ χαρά, ὅμως, καὶ ἡ ἀνακούφιση ποὺ θὰ νοιώσωμε, ἐὰν πάρωμε τὴν λυτρωτικὴ αὐτὴν ἀπόφαση, εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ ἀξίζει νὰ προσπαθήσωμε νὰ «σταυρωθοῦμε». Καλὸν ἀγῶνα καὶ ὁ Θεός, ὅπως πάντα, βοηθὸς καὶ ἐνισχυτής μας. Ἀμήν! Γένοιτο!