Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
«Τὸν ἔνσαρκον λύχνον καὶ πρόδρομον τοῦ Σωτῆρος», «τὸν φίλον τοῦ Νυμφίου» καὶ Βαπτιστὴ τοῦ Κυρίου μας τιμάει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν 7η Ἰανουαρίου, «ὅτι κατηξιώθη καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι τὸν κηρυττόμενον».
Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ Βαπτιστής, ὁ Ἰωάννης εἶχε καὶ ἄλλες ἰδιότητες, ὅπως ψάλλομε στὸ Ἀπολυτίκιό του. Ὑπῆρξε προφήτης καὶ μάλιστα «περισσότερον προφήτου», κατὰ τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, καὶ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Ματθ., ια’ 10-11). Ὑπῆρξε, ἐπίσης, κήρυκας μετανοίας ὄχι μόνον στοὺς ζῶντες ἀλλὰ «καὶ τοῖς ἐν ᾍδῃ», ὅπου «χαίρων εὐηγγελίσατο Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί».
Ἀφήσαμε τελευταία τὴν ἰδιότητά του ὡς «προδρόμου τοῦ Σωτῆρος», ὄχι γιατὶ εἶναι λιγότερο σημαντική, ἀντιθέτως μάλιστα. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τιμάει «τὸ Γενέσιο τοῦ Προδρόμου» (24 Ἰουνίου), τὴν «Ἀποτομὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου» (29 Αὐγούστου) κ.ο.κ.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης αὐτὴν τὴν ἰδιότητά του προβάλλει κυρίως. Στὸ Εὐαγγέλιο, μάλιστα, τῆς ἑορτῆς του (7 Ἰανουαρίου), ἰδοὺ πῶς ὁ Ἰωάννης παρουσιάζει στοὺς μαθητές του τὸν Ἰησοῦ: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, οὗτος ἐστὶ περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον﮲ ὀπίσω μου γέγονεν ἀνήρ, ὅς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτος μου ἦν» (Ἰωάν., α’ 29-30).
Ἐξ ἄλλου, ὅταν οἰ Ἰουδαῖοι στέλνουν ἀπεσταλμένους καὶ τὸν ῥωτοῦν ποιός εἶναι τέλος πάντων, «ὡμολόγησε καὶ οὐκ ἠρνήσατο ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός (…).Καὶ ὅταν τὸν ξαναρωτοῦν: «τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ; ἔφη﮲ ἐγὼ φωνῆ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου (=κάνετε ἴσιο τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου), καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης.» (Ἰωάν., α’ 19-23). Ὁ Ἰωάννης, σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες ὅλων τῶν Εὐαγγελιστῶν, πάντοτε διευκρινίζει ὅτι ὁ ὀπίσω του ἐρχόμενος ἔμπροσθέν του γέγονεν καὶ ἰσχυρότερός του ἐστί ( Μάρκ., α’ 7-8, Ματθ., γ’ 11, Λουκ., γ’ 16, Ἰωάν., α’ 15, 27, 30-31, γ’ 29).
Ὅπως, μάλιστα, σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «οὗτος (ἐνν. ὁ Πρόδρομος) ἦλθεν ὡς ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός (…) οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς» (Ἰωάν., α’ 6-8). Τὴν πεποίθηση αὐτήν, ὅτι εἶναι ὁ πρόδρομος τοῦ φωτός καὶ ὄχι ὁ ἴδιος τὸ φῶς, τὴν εἶχε ἀσφαλῶς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης, «ὡς ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ» (Ἰωάν., γ’ 29) καὶ «πληρωμένος» μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (Λουκ., β’ 40). Ἔχοντας, λοιπόν, ἀπόλυτη συναίσθηση τοῦ ῥόλου του, ὡμολογοῦσε μὲ ταπείνωση ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε τὰ ὑποδήματα τοῦ Χριστοῦ νὰ βαστάσῃ οὔτε καὶ τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων Του νὰ λύσῃ (Ματθ., γ’ 11, Ἰωάν., α’ 27).
Βεβαίως, ὁ Ἰωάννης, λόγῳ τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου, ἦταν ἀγαπητὸς στοὺς Ἰσραηλίτες καὶ θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ἐκμεταλλευτῇ αὐτήν του τὴν ἐπιρροὴ πρὸς αὔξηση τῆς δόξας του: «Ἐξεπορεύοντο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ὑπὸ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.» (Ματθ., γ’ 6). Ἀκόμη και οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι ἔρχονταν «ἐπὶ τὸ βάπτισμα αὐτοῦ» (ὅ. π.) καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἡρώδης κατὰ βάθος τὸν ἀνεγνώριζε ὡς «ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν (=τὸν προστάτευε), καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως (=μὲ εὐχαρίστηση) αὐτοῦ ἤκουε.» (Μάρκ., στ’ 20). Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ἀπ’ ὅ τι φάνηκε, οὔτε ὁ Ἡρώδης, ποὺ τὸν ἀπεκεφάλισε τελικά, οὔτε οἱ ὑπόλοιποι ἄρχοντες τοῦ λαοῦ, θρησκευτικοὶ καὶ πολιτικοί, εἶχαν διάθεση γιὰ ἀληθινὴ μετάνοια, ὅπως κήρυττε ὁ Ἰωάννης.
Τὸ κήρυγμα, ἄλλωστε, τοῦ Ἰωάννου δὲν ἦταν αὐστηρῶς θρησκευτικό﮲ ἦταν ἕνα εὐρύτερο κοινωνικὸ κήρυγμα μετανοίας, ποὺ ἀποσκοποῦσε στὴν ἀλλαγὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Ἔτσι φαίνεται ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ δίνει ὁ Ἰωάννης στὰ πλήθη ποὺ προσέρχονταν νὰ βαπτιστοῦν καὶ τὸν ῥωτοῦσαν: «τί οὖν ποιήσωμεν;» Τοὺς συμβουλεύει ἁπλᾶ καὶ πρακτικὰ νὰ μοιράζωνται τὶς τροφὲς καὶ τὰ ἐνδύματά των μὲ τοὺς ἐνδεεῖς, καὶ σ’ ὅσους εἶχαν ἀξιώματα τοὺς προτρέπει νὰ μὴν κάνουν ὑπέρβαση τῶν καθηκότων των, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἠθικοὶ καὶ δίκαιοι: «μηδὲν παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε … μηδένα διασείσητε (=ἐκβιάσετε), μηδὲ συκοφαντήσητε καὶ ἀρκεῖσθε τοῖς ὀψωνίοις (=μισθό) ὑμῶν» (Λουκ., γ’ 10-14).
Ἔτσι γίνεται, ἐπίσης, ἀντιληπτὸ γιατὶ δολοφονήθηκε τελικὰ ὁ Ἰωάννης, διότι τὸ κήρυγμά του αὐτὸ δὲν ἄρεσε σὲ ὅσους ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ κυρίως ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ καὶ πολιτικὸ κατεστημένο εἶχαν βαθιὰ διαβρωθῆ. Ὁ Ἰωάννης, ὅμως, δὲν ἐνδιαφερόταν νὰ ἀρέσῃ στὴν ἐξουσία, γι’ αὐτὸ ἐπέκρινε σκληρὰ καὶ τοὺς μέν, γιὰ τὴν ὑποκρισία των («γεννήματα ἐχιδνῶν …», Ματθ., γ’ 7-10), καὶ τὸν Ἡρώδη, γιὰ τὴν ἀνηθικότητά του, γεγονὸς ποὺ τοῦ στοίχισε τελικὰ τὴν ζωή του.
Οὔτε, ὅμως, στὸν λαὸ ἐνδιαφερόταν νὰ αὐξήσῃ τὴν ἐπιρροή του ὁ Ἰωάννης, διότι ἦταν ἀπολύτως προσηλωμένος στὴν ἀποστολή του καὶ δὲν ἔτρεφε καμμία προσωπικὴ ἢ ἄλλη φιλοδοξία. Ἔτσι, ὅταν οἱ μαθητές του τοῦ λένε ὅτι «οὗτος (ὁ Χριστός) βαπτίζει καὶ πάντες ἔρχονται πρὸς αὐτόν» (Ἰωάν., γ’ 26), δὲν ταράσσεται, οὔτε ἐκφράζεται μὲ φθόνο, ἀλλὰ τοὺς ὑπενθυμίζει ὅτι τοὺς εἶχε ξαναπεῖ ὅτι δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀλλὰ «ὁ ἀπεσταλμένος ἔμπροσθεν ἐκείνου.» (ὅ. π. 29). Συμπληρώνει, μάλιστα, ὅτι ἡ χαρὰ ἡ δική του ἔχει πλέον «πληρωθῆ», καθὼς ἐκεῖνος, ὁ Χριστός, «δεῖ αὐξάνειν», ὁ ἴδιος δὲ «ἐλαττοῦσθαι.» (ὅ. π. 30).
Ἡ ἀπάντηση, βεβαίως, αὐτὴ τοῦ Ἰωάννη δὲν φανερώνει ἁπλῶς τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του ἀλλὰ δηλώνει γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι εἶχε πλήρη συναίσθηση τῆς προδρομικῆς του ἀποστολῆς. Εἶχε συνειδητοποιήσει ἀπολύτως ὅτι εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ὁ Θεός, ἡ φωνὴ καὶ ὄχι ὁ Λόγος, ὁ λύχνος καὶ ὄχι τὸ Φῶς, ὁ πρόδρομος καὶ ὄχι «ἡ ὁδός», ὁ ἑωσφόρος καὶ ὄχι ὁ Ἥλιος, ὁ δοῦλος (ὁ πιστός, ὁ διάκονος τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ) καὶ ὄχι ὁ Δεσπότης.
Γι’ αὐτό, καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἔκανε τὴν χάρη –καὶ τὸ ὄνομα ἀκόμη τοῦ Ἰωάννη σημαίνει «χαριτωμένος»-, νὰ τοῦ φανερώσῃ διὰ τῆς φωνῆς Του ἐξ οὐρανοῦ καὶ διὰ τῆς ἐπικαθήσεως τῆς περιστερᾶς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Κυρίου ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός Του ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησε (ὅ. π. Ματθ., γ’ 17).
Ἐάν, λοιπόν, ἐπιθυμοῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ὁμοιάσωμε στὸν Ἰωάννη, κατ’ ἀρχὰς χρειάζεται νὰ δεχθοῦμε, ὅπως ἐκεῖνος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ «ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», γιὰ τὴν ὁποία ἀξίζει νὰ ἀγωνιζώμαστε. Στὴν συνέχεια, χρειάζεται νὰ προσαρμόσωμε τὴν ζωή μας, ὅπως ἔκανε καὶ πάλι ὁ Πρόδρομος, σ’ αὐτὴν «τὴν ἀλήθεια», ὥστε, «ἀρνούμενοι τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες», νὰ ζήσωμε «σωφρόνως, δικαίως καὶ εὐσεβῶς ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τίτ., β’ 11-12). Ἀφοῦ εὐθύνωμε τὴν ζωή μας «πρὸς τὰς ὁδοὺς τοῦ Κυρίου», χρειάζεται νὰ κάνωμε καὶ τὸ ἑπόμενο, τὸ δυσκολώτερο βῆμα, νὰ ἐργαστοῦμε, ὅπως ὁ Ἰωάννης, μὲ παρρησία, συνέπεια καὶ αὐταπάρνηση, καὶ μάλιστα νὰ συνεργαστοῦμε, γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ καὶ τὴν κοινὴ σωτηρία.
Ἄς εὐχηθοῦμε, ἀδελφοί μου, «ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡ σωτήριος» ποὺ φανερώθηκε καὶ πάλι ἐφέτος τὰ Θεοφάνεια σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ ξεκαθαρίσωμε ἐπὶ τέλους τὴν θέση μας ἔναντι τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ προσηλωθοῦμε ἐφ’ ἑξῆς στὸν στόχο μας, ἐργαζόμενοι μὲ σοβαρότητα καὶ εὐθύνη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ζῆλο καὶ τὴν προθυμία τοῦ Προδρόμου, γιὰ τὴν καθολική μας ἀναγέννηση, πνευματική, ἠθικὴ καὶ κοινωνική, πρὸς δόξα Κυρίου καὶ πρὸς σωτηρία τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ἂς προσπαθήσωμε ἐμεῖς καὶ ὁ Θεὸς θὰ βοηθήσῃ, ὅπως πάντοτε!
Καλὴ χρονιὰ καὶ καλὴ ἁγιοπνευματική μας φώτιση!