Μια Παράξενη Εξίσωση

Του π. Δημητρίου Μπόκου

 

Ἕ­να σφύ­ριγ­μα ἀ­κού­στη­κε, οἱ πόρ­τες ἔ­κλει­σαν καὶ ὁ ἠ­λε­κτρι­κὸς ἄρ­χι­σε νὰ κυ­λᾶ νω­χε­λι­κὰ πά­νω στὶς ρά­γες. Σὲ λί­γο ἔ­τρε­χε ἀ­κά­θε­κτος σὰν μα­κρὺ ἑρ­πε­τό, με­τα­το­πί­ζον­τας ἀ­δι­ά­κο­πα τὸ ἀν­θρώ­πι­νο φορ­τί­ο, κα­θὼς τὰ βα­γό­νια ἔ­γερ­ναν ἐ­λα­φρὰ μέ­σα στὸ ἀ­τέ­λει­ω­το τράν­ταγ­μά τους.

Ὁ Χά­ρης στη­ρι­ζό­ταν γε­ρὰ στὸ κά­θι­σμα, ὅ­που μιὰ νε­α­ρὴ γυ­ναί­κα εἶ­χε προ­λά­βει νὰ κα­θί­σει πρὶν ἀ­π’ αὐ­τόν. Ἡ γυ­ναί­κα ἔ­φε­ρε τὴν τσάν­τα της ἀ­πὸ τὸν ὦ­μο στὰ γό­να­τα, γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­σφά­λεια, ἔ­βγα­λε τὰ γάν­τια της καὶ τά ’­ρι­ξε μέ­σα. Ὁ Χά­ρης κοί­τα­ζε ἀ­δι­ά­φο­ρα ἔ­ξω, μὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν ἔ­χα­νε καμ­μιά της κί­νη­ση. Πρό­σε­ξε τὴ βέ­ρα της, ἦ­ταν παν­τρε­μέ­νη. Τὸ ντύ­σι­μό της ἦ­ταν κομ­ψό. Ἔ­βγα­λε τὸ πα­κέ­το μὲ τὰ χαρ­το­μάν­τη­λα καὶ κρά­τη­σε ἕ­να στὸ χέ­ρι της.

Ὁ κό­σμος μπαι­νό­βγαι­νε ἀ­δι­ά­κο­πα σὲ κά­θε στά­ση, ὁ δι­ά­δρο­μος γέ­μι­σε ἀ­σφυ­κτι­κά. Ὁ Χά­ρης στρι­μώ­χτη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἀ­κουμ­ποῦ­σε σχε­δὸν τώ­ρα στὸ πλευ­ρὸ τῆς κυ­ρί­ας.

Ὁ συρ­μὸς χώ­θη­κε σ’ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ τοῦ­νελ τῆς γραμ­μῆς. Ἡ σκο­τει­νὴ δι­α­δρο­μὴ ἦ­ταν πο­λὺ σύν­το­μη, ὁ μη­χα­νο­δη­γὸς δὲν ἄ­να­ψε κὰν τὰ φῶ­τα. Ὅ­μως, τὰ λι­γο­στὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα τοῦ σκο­τα­διοῦ ποὺ με­σο­λά­βη­σαν, ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα “Χ” γιὰ τὸν Χά­ρη.

–  Μὴ σπρώ­χνε­τε ἔ­τσι! φώ­να­ξε ξαφ­νι­κὰ καὶ ἔ­γει­ρε πρὸς τὰ μπρός, κά­νον­τας πὼς πέ­φτει καὶ ἀ­κουμ­πών­τας σχε­δὸν στὴν τσάν­τα, ποὺ λι­κνι­ζό­ταν μι­σά­νοι­χτη πά­νω στὰ πό­δια τῆς νε­α­ρῆς γυ­ναί­κας.

–  Μὲ συγ­χω­ρεῖ­τε, κυ­ρί­α! εἶ­πε στὴ γυ­ναί­κα, κα­θὼς ἀ­να­σή­κω­νε τὸ κορ­μί του, ἐ­νῶ τὸ μα­κρὺ ὄ­χη­μα βγαί­νον­τας ἀ­πὸ τὴ σή­ραγ­γα ξα­να­φω­τι­ζό­ταν.

–  Δὲν πει­ρά­ζει! εἶ­πε ἐ­κεί­νη χα­μο­γε­λών­τας εὐ­γε­νι­κὰ καὶ ἀ­να­κά­θι­σε στὴ θέ­ση της.

Σχε­δὸν ἀ­μέ­σως ὁ Χά­ρης ἄρ­χι­σε ν’ ἀ­νοί­γει δρό­μο πρὸς τὴν πόρ­τα. Σ’ ἕ­να-δυ­ὸ λε­πτὰ ὁ συρ­μὸς στα­μά­τη­σε καὶ ὁ Χά­ρης βγῆ­κε. Μὰ ἀν­τὶ νὰ φύ­γει, ξα­ναμ­πῆ­κε στὸ τε­λευ­ταῖ­ο βα­γό­νι. Ἐ­δῶ ἦ­ταν πιὸ ἀ­ραι­οὶ οἱ ἐ­πι­βά­τες. Ἔ­ψα­ξε μὲ τὸ βλέμ­μα του γιὰ λί­γο καὶ βρῆ­κε αὐ­τὸν ποὺ ζη­τοῦ­σε.

–  Γειά! εἶ­πε καὶ βο­λεύ­τη­κε δί­πλα του. Πῶς πῆ­γε;

–  Ὡς συ­νή­θως! γέ­λα­σε ὁ ἄλ­λος.

Κοι­τά­χτη­καν συ­νω­μο­τι­κά.

–  Γιὰ νὰ δοῦ­με τί πι­ά­σα­με.

Ὁ Ἄ­ρης πα­ρου­σί­α­σε τὴ δι­κή του συρ­μα­γιά. Ὁ Χά­ρης ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη του τὸ μι­κρὸ δερ­μά­τι­νο μαῦ­ρο πορ­το­φό­λι, ποὺ ψά­ρε­ψε μὲ μα­ε­στρί­α ἀ­πὸ τὴν τσάν­τα τῆς νε­α­ρῆς γυ­ναί­κας τὴν ὥ­ρα ποὺ “ἔ­πε­φτε”. Μέ­τρη­σαν στὰ πε­τα­χτὰ τὶς εἰ­σπρά­ξεις τους. Τρί­α πε­νην­τά­ρι­κα, πέν­τε εἰ­κο­σά­ρι­κα, δυ­ὸ δε­κά­ρι­κα, κά­τι ψι­λά. Κον­τὰ τρι­α­κό­σια εὐ­ρώ.

Κα­θό­λου ἄ­σχη­μα!

Μὴν πά­ει τὸ μυα­λό σας βέ­βαι­α πὼς ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με μὲ τί­πο­τε μα­φι­ό­ζους. Ἀν­τί­θε­τα, οἱ φί­λοι μας θά ’­θε­λαν νὰ περ­νι­οῦν­ται μᾶλ­λον γιὰ πο­λὺ κα­θὼς πρέ­πει νε­α­ροί. Φοι­τη­τὲς στὴν ἴ­δια σχο­λή, γνω­ρί­στη­καν ἐ­δῶ καὶ ἕ­να χρό­νο. Ταί­ρια­ξαν σὲ πολ­λὰ κι ἔ­γι­ναν σχε­δὸν ἀ­χώ­ρι­στοι. Ἡ φι­λο­σο­φί­α τους ἁ­πλή. Εὐ­θυ­γραμ­μι­σμέ­νη πά­νω στὸ μο­τί­βο τῆς ἐ­πο­χῆς: Ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι ὡ­ραί­α καὶ δὲν πά­ει νὰ χά­νε­ται ἀ­νεκ­με­τάλ­λευ­τη. Ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι γιὰ νὰ τὴ ζεῖς, φί­λε μου, ὄ­χι νὰ τὴν κοι­τᾶς ἀ­πὸ μα­κριά.

Μὰ ἔ­λα ποὺ καμ­μιὰ φο­ρὰ σοῦ τὴ φέρ­νει πι­σώ­πλα­τα. Ἀ­πὸ τὴ μιὰ σὲ προ­κα­λεῖ μὲ ἀ­κα­τα­μά­χη­τα θέλ­γη­τρα, κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη δὲν σοῦ ἐ­πι­τρέ­πει νὰ τ’ ἀγ­γί­ξεις. Σοῦ βά­ζει ἕ­να κό­στος ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κό.

Καὶ οἱ δυ­ὸ φί­λοι μας ἤ­θε­λαν νὰ τὴ χα­ροῦν τὴ ζω­ή. Μὰ κά­πο­τε τε­λεί­ω­νε τὸ πα­ρα­δά­κι. Τί μπο­ροῦ­σαν νὰ κά­μουν τό­τε;

Τὸ σκέ­φτη­καν ἀ­πὸ ’­δῶ, τὸ σκέ­φτη­καν ἀ­πὸ ’­κεῖ, κα­τέ­λη­ξαν πὼς θά ’­πρε­πε, σὲ τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση, ν’ ἀρ­χί­ζουν τὴ δρά­ση. Ἔ­τσι λοι­πὸν οἱ φί­λοι μας ἔ­γι­ναν ἀ­τσί­δες στὸ ξά­φρι­σμα. Ὄ­χι γιὰ με­γά­λα πράγ­μα­τα βέ­βαι­α. Ἔ­τσι γιὰ νὰ ἐ­νι­σχύ­ουν λί­γο τὸν προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό τους. Καὶ μό­νο ὅ­ταν τὸ πράγ­μα ἦ­ταν σί­γου­ρο. Χω­ρὶς με­γά­λο ρί­σκο.

Ἔ­ξυ­πνα παι­διά!

Ὁ ἠ­λε­κτρι­κὸς ἔ­κο­ψε τα­χύ­τη­τα, πλη­σί­α­ζε σὲ στά­ση. Ἀ­πέ­ναν­τί τους φά­νη­κε ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς βυ­ζαν­τι­νοῦ θό­λου καὶ σὲ δευ­τε­ρό­λε­πτα ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ἐκ­κλη­σί­α πρό­βα­λε μπρο­στά τους. Αὐ­θόρ­μη­τα ὁ Χά­ρης ἔ­κα­με τὸν σταυ­ρό του. Ὁ Ἄ­ρης γέ­λα­σε.

–  Μπά! Εἶ­σαι καὶ θρη­σκευ­ό­με­νος βλέ­πω.

–  Ὄ­χι βέ­βαι­α! Ἀλ­λὰ πι­στεύ­ω στὸν Θε­ό.

–  Τί σό­ι πί­στη εἶ­ναι τό­τε αὐ­τή; Δὲν βλέ­πω νὰ δι­α­φέ­ρεις σὲ τί­πο­τε ἀ­πὸ μέ­να.

–  Μπο­ρεῖ νὰ κά­νω ὅ,τι κά­νω, ἀλ­λὰ στὸν Θε­ὸ πι­στεύ­ω. Ἐ­σὺ δὲν πι­στεύ­εις δη­λα­δή;

–  Καὶ βέ­βαι­α ὄ­χι! Δὲν πι­στεύ­ω. Καὶ νο­μί­ζω πὼς εἶ­μαι πιὸ ἐν­τά­ξει ἀ­πὸ σέ­να. Ἡ ζω­ή μου εἶ­ναι σύμ­φω­νη μὲ τὴ θε­ω­ρί­α μου.

Ὁ συρ­μὸς στα­μά­τη­σε ἐν­τε­λῶς, ὁ Ἄ­ρης ση­κώ­θη­κε νὰ βγεῖ, ἡ κου­βέν­τα τους κό­πη­κε ἐ­κεῖ.

Ὁ Χά­ρης ἔ­μει­νε λί­γο μπερ­δε­μέ­νος. Δὲν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ὁ Ἄ­ρης ἦ­ταν ἄ­θε­ος. Μὰ κι ὁ ἴ­διος τί εἴ­δους πί­στη ἔ­λε­γε πὼς εἶ­χε; Ξε­χα­σμέ­νη ἐν­τε­λῶς καὶ στρι­μωγ­μέ­νη σὲ κά­ποι­α γω­νί­α τοῦ μυα­λοῦ του μό­νο. Ἄ­σχε­τη μὲ τὴ ζω­ή του.

…Οἱ καμ­πά­νες χτύ­πη­σαν πέν­θι­μα μέ­σα στὴ νύ­χτα. Κοί­τα­ξε τὸ ρο­λό­ι του. Κόν­τευ­ε ἕν­τε­κα. Ρού­φη­ξε τὴν τε­λευ­ταί­α γου­λιὰ ἀ­π’ τὸ πο­τό του καὶ ση­κώ­θη­κε.

–  Ἐ­γὼ πά­ω! εἶ­πε στὴν πα­ρέ­α του. Τό ’­χω τά­ξι­μο, Με­γά­λη Πέμ­πτη κά­θε χρό­νο, νὰ προ­σκυ­νά­ω τὸν Σταυ­ρό. Τώ­ρα τὸν ἔ­χουν ἤ­δη βγά­λει, γι’ αὐ­τὸ χτυ­πῆ­σαν οἱ καμ­πά­νες.

–  Ἔ­λα, βρὲ Χά­ρη, μὴ βι­ά­ζε­σαι, ὅ­λοι θὰ πᾶ­με! πε­τά­χτη­κε ἡ Βού­λα κι ἔ­φε­ρε τὸ βλέμ­μα της ἕ­να γύ­ρο στοὺς ἄλ­λους. Ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι, παι­διά;

–  Ναί, βέ­βαι­α! συμ­φώ­νη­σαν ὅ­λοι. Ἑ­βραῖ­οι εἴ­μα­στε καὶ δὲν θὰ πᾶ­με; Τέ­τοι­α μέ­ρα σή­με­ρα!

Στὴν ἐκ­κλη­σί­α ὁ συ­νω­στι­σμὸς ἦ­ταν με­γά­λος. Τὸ πλῆ­θος ἔ­φτα­νε μέ­χρι ἔ­ξω. Εὐ­τυ­χῶς τὰ με­γά­φω­να ἦ­ταν ἀ­νοι­χτὰ καὶ οἱ ψαλ­μω­δί­ες ἀ­κού­γον­ταν ὣς πέ­ρα, σκορ­πί­ζον­τας ρί­γη στὶς καρ­δι­ές.

« Ἐ­ξέ­δυ­σάν με τὰ ἱ­μά­τιά μου καὶ ἐ­νέ­δυ­σάν με χλα­μύ­δα κοκ­κί­νην…».

Ὁ Χά­ρης καὶ ἡ πα­ρέ­α του προ­σπά­θη­σαν σι­γὰ-σι­γὰ νὰ προ­χω­ρή­σουν, μὰ μὲ τὴν πί­ε­ση τοῦ πλή­θους χώ­ρι­σαν. Σπρῶ­ξε ἀ­πὸ ’­δῶ, σπρῶ­ξε ἀ­πὸ ’­κεῖ, κά­ποι­α στιγ­μὴ ὁ Χά­ρης ἔ­φτα­σε μπρο­στὰ στὸν Σταυ­ρό, πού ’­ταν στη­μέ­νος στὴ μέ­ση τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος αἱ­μό­φυρ­τος, θύ­μα τῆς αἰ­ώ­νιας ἀ­γά­πης του, μὰ θε­ϊ­κὰ γα­λή­νιος, ἦ­ταν ἐμ­πρός του. Κά­νον­τας μὲ βιά­ση τὸν σταυ­ρὸ του ὁ Χά­ρης ἔ­σκυ­ψε νὰ τὸν ἀ­σπα­στεῖ.

Μὰ τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ τὸ κε­φά­λι του τσούγ­κρι­σε μ’ ἕ­να ἄλ­λο κε­φά­λι, ποὺ ἔ­σκυ­ψε κι ἐ­κεῖ­νο νὰ ἀ­σπα­στεῖ τὰ πό­δια τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου.

–  Σόρ­ρυ! μουρ­μού­ρι­σε αὐ­θόρ­μη­τα ὁ Χά­ρης, μὰ κα­θὼς ἀ­να­ση­κώ­θη­κε καὶ εἶ­δε τὸν ἄλ­λο, ἔ­μει­νε μὲ τὸ στό­μα ἀ­νοι­χτό.

Δί­πλα του στε­κό­ταν ὁ Ἄ­ρης.

–  Ἐ­σὺ ἐ­δῶ; ρώ­τη­σε σι­γα­νά.

–  Για­τί ὄ­χι;

–  Μὰ τί δου­λειὰ ἔ­χεις ἐ­δῶ;

Δὲν πρό­λα­βαν νὰ συ­νε­χί­σουν. Πί­σω τους σπρώ­χνον­ταν νὰ προ­σκυ­νή­σουν. Τὸ ἀν­θρώ­πι­νο κύ­μα τοὺς ὁ­δή­γη­σε πρὸς τὴν πλα­ϊ­νὴ πόρ­τα. Βγῆ­καν ἔ­ξω καὶ κά­θι­σαν στὰ σκα­λιὰ τῆς ἐκ­κλη­σί­ας.

–  Ἐ­σὺ εἶ­σαι ποὺ λὲς πὼς δὲν πι­στεύ­εις; ἄρ­χι­σε ὁ Χά­ρης. Ἔ­τσι πα­ρι­στά­νω κι ἐ­γὼ τὸν ἄ­θε­ο.

–  Κι ἐ­σὺ ποὺ πι­στεύ­εις, τί πε­ρισ­σό­τε­ρο κά­νεις ἀ­πὸ μέ­να; Τί σοῦ στοι­χί­ζει ἡ πί­στη σου; Τέ­τοι­ος πι­στὸς εἶ­μαι κι ἐ­γώ! ἀ­πάν­τη­σε ὁ Ἄ­ρης.

–  Πι­στεύ­ω καὶ τὸ ἐν­νο­ῶ! εἶ­πε ὁ Χά­ρης.

–  Ἀμ­φι­βάλ­λω. Στὴν πρά­ξη εἶ­σαι σὰν κι ἐ­μέ­να. Δὲν εἶ­δα νὰ δι­στά­ζεις νὰ κά­νεις ὅ,τι κι ἐ­γώ.

–  Αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­λή­θεια. Κά­νω πολ­λὰ πράγ­μα­τα ἀν­τί­θε­τα στὴν πί­στη μου.

–  Βλέ­πεις; Ἡ πί­στη σου εἶ­ναι μό­νο μιὰ ἄ­χρη­στη ἰ­δέ­α στὸ μυα­λό σου. Νε­κρὸ πράγ­μα, ποὺ δὲν ἀγ­γί­ζει τὴ ζω­ή σου.

–  Κα­λὰ κι ἐ­σὺ ποὺ δὲν πι­στεύ­εις, τί θὲς ἐ­δῶ;

–  Ἄ, νὰ σοῦ πῶ, φί­λε μου! Εἶ­πα πὼς δὲν πι­στεύ­ω στὸν Θε­ό, μὰ ὄ­χι πὼς δὲν μ’ ἀ­ρέ­σει καὶ τί­πο­τε ἀ­π’ τὴ θρη­σκεί­α. Οἱ γι­ορ­τές της εἶ­ναι τό­σο ὄ­μορ­φες, ἰ­δι­αί­τε­ρα τοῦ­τες τὶς μέ­ρες. Ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα γα­λη­νεύ­ει, ἀ­να­κου­φί­ζει, σα­γη­νεύ­ει ὅ­σο τί­πο­τε ἄλ­λο. Δὲν θά ’­πρε­πε νὰ χα­θοῦν αὐ­τὰ πο­τὲ ἀ­π’ τὴ ζω­ή μας. Θὰ γί­νει τό­σο ἄ­νο­στη καὶ πε­ζὴ ἂν τῆς λεί­ψουν! Θὰ βου­λι­ά­ξου­με στὴ ρου­τί­να.

–  Ἔ­χεις δί­κιο! Μι­λᾶ­με γιὰ θαυ­μά­σιο πο­λι­τι­σμὸ αἰ­ώ­νων μὲ βα­θει­ὲς ρί­ζες στὴ ζω­ή μας.

–  Ἀ­κρι­βῶς! Μιὰ πο­λι­τι­στι­κὴ κλη­ρο­νο­μιὰ ποὺ ὀ­μορ­φαί­νει τὴ ζω­ή μας. Μᾶς εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη καὶ πρέ­πει νὰ τὴν κρα­τή­σου­με, φί­λε μου. Μὰ ὄ­χι τὸν Θε­ὸ καὶ τὶς ἐν­το­λές του. Μό­νο αὐ­τὰ τὰ πα­νέ­μορ­φα ἔ­θι­μα. Γιὰ νὰ ζοῦ­με κα­λύ­τε­ρα τὴ ζω­ή μας. Να φτιάχνει λίγο η ψυχολογία μας. Να σπάζει η καθημερινή μας ρουτίνα. Αὐ­τὸ δὲν κυ­νη­γᾶ­με ἄλ­λω­στε;

–  Ναί, μὰ αὐ­τὸ δὲν βγά­ζει που­θε­νά.

–  Τί θὲς νὰ πεῖς;

–  Νά, μὲ τὸ νὰ ζοῦ­με κά­ποι­ες κα­λὲς στιγ­μές, δὲν λύ­νου­με τὸ πρό­βλη­μα.

–  Ἔ­γι­νες καὶ φι­λό­σο­φος τώ­ρα!

–  Ὄ­χι βέ­βαι­α, μὰ κά­ποι­α πράγ­μα­τα εἶ­ναι τό­σο κα­θα­ρά. Μπο­ρεῖ ν’ ἀ­νε­βαί­νει ἡ ψυ­χο­λο­γί­α σου μ’ ὅ­λα αὐ­τά, ὅ­μως καὶ πά­λι εἶ­σαι μό­νος. Ἀ­νί­σχυ­ρος μπρο­στὰ στὸ ἕ­να καὶ μο­να­δι­κό σου πρό­βλη­μα: Τὸν θά­να­το. Αὐ­τόν, ποὺ τὸν νι­κά­ει μό­νο ὁ Θε­ός. Τί βγαί­νει μὲ τὸ νὰ ξε­γε­λᾶς προ­σω­ρι­νὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου; Ἡ ἄ­θε­η θρη­σκεί­α σου δὲν μοῦ λέ­ει τί­πο­τε!

–  Καὶ σὺ ποὺ πι­στεύ­εις, ἀλ­λὰ ζεῖς σὰν ἐ­μέ­να, ἄ­θε­ος, τί κα­λύ­τε­ρο κά­νεις;

–  Ὁ­μο­λο­γῶ πὼς τί­πο­τε.

–  Ἰ­σο­πα­λί­α λοι­πόν. Εἴ­μα­στε πά­τσι.

–  Δυ­ὸ μη­δε­νι­κὰ δη­λα­δή.

–  Ἐ­σὺ κο­ρο­ϊ­δεύ­εις τὸν Θε­ό, ἐ­γὼ τὸν ἀ­γνο­ῶ. Ἡ πί­στη σου ἀ­ξί­ζει ὅ­σο καὶ ἡ δι­κή μου ἀ­πι­στί­α.

–  Δυ­στυ­χῶς. Ὁ­πό­τε;

–  Εἴ­μα­στε καὶ οἱ δυ­ὸ μιὰ κω­μω­δί­α!

–  Γιὰ γέ­λια καὶ γιὰ κλά­μα­τα!

Οἱ δυ­ὸ φί­λοι σώ­πα­σαν γι’ ἀρ­κε­τὴ ὥ­ρα.

Ὁ κό­σμος ἀ­ραί­ω­σε. Οἱ πολ­λοὶ προ­σκύ­νη­σαν, ἔ­φυ­γαν, κα­τὰ τὴ στρα­βή τους συ­νή­θεια. Ἡ ψαλ­μω­δί­α κόν­τευ­ε νὰ τε­λει­ώ­σει.

Ὁ Ἄ­ρης καὶ ὁ Χά­ρης, σὰ νά ’­ταν συ­νεν­νο­η­μέ­νοι, ξα­ναμ­πῆ­καν στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Κά­θι­σαν στὰ τε­λευ­ταῖ­α στα­σί­δια.

Ἀ­πέ­ναν­τί τους ὑ­ψω­νό­ταν, ἐ­πι­βλη­τι­κὸς μέ­σα στὸν πό­νο του, ὁ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος. Πα­ρὰ τὴν ἔ­σχα­τη ἀ­δυ­να­μί­α του, μιὰ παν­το­δύ­να­μη γο­η­τεί­α ξε­χυ­νό­ταν ἀ­π’ τὴ μορ­φή του, τοὺς αἰχ­μα­λώ­τι­ζε. Ἔ­νι­ω­θαν, μὲ τὴν καρ­διὰ πι­ό­τε­ρο πα­ρὰ μὲ τὸ μυα­λό τους, πὼς ἡ ἀ­λή­θεια βρι­σκό­ταν ἐ­κεῖ.

Σ’ αὐ­τὸν ποὺ πέ­θαι­νε ἀ­πὸ ἀ­γά­πη, γιὰ νὰ ζή­σουν αὐ­τοί. Πῶς μπο­ροῦ­σαν νά ’­ναι τό­σο ἀ­δι­ά­φο­ροι γι’ αὐ­τόν;

Χω­ρὶς νὰ τὸ κα­τα­λά­βουν, οἱ δυ­ὸ φί­λοι ἀ­φέ­θη­καν στὴ γο­η­τεί­α του. Ὁ ἀ­δύ­να­μος καὶ παν­σθε­νουρ­γὸς συ­νά­μα Χρι­στὸς τοὺς τρα­βοῦ­σε κον­τά του.

Τὸ εἶ­χε ἄλ­λω­στε προ­βλέ­ψει:

«Ἐ­ὰν ὑ­ψω­θῶ ἐκ τῆς γῆς, πάν­τας ἑλ­κύ­σω πρὸς ἐ­μαυ­τόν».