Ἡ καύση τῶν νεκρῶν σωμάτων, πρακτική ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη μέ τήν ταφική χριστιανική παράδοση, ἐμφανίστηκε στήν ἑλληνική κοινωνία τά τελευταῖα μόλις χρόνια. Ἀπό χριστιανική ἄποψη θεωρεῖται ἀδιανόητη ἡ ἄσκηση βίας στό νεκρό σῶμα, καύση, ἀπανθράκωση, πολτοποίηση καί «πέταμα» τῆς τέφρας ὅπου θέλουν οἱ συγγενεῖς, χωρίς κανένα ἔλεγχο ἀπό τό κράτος γιά τό πού καταλήγουν οἱ ἄνθρωποι ἔπειτα ἀπό τήν «ἀξιοπρεπῆ» καύση καί κονιορτοποίηση τῶν καμένων ὀστῶν τους.
Φυσικά οἱ συνθῆκες πού ἐπικρατοῦν στά κοιμητήρια μέ τίς βιαστικές ἐκταφές καί τά χωνευτήρια πού κατάντησαν σάν χωματερές, ἐξαιτίας τῆς ἀσέβειας τῶν ἁρμοδίων πρός τούς νεκρούς, δέν τιμοῦν τή χώρα μας καί τό λαό της. Ὡστόσο, τά κακῶς κείμενα στά κοιμητήρια δέν θά διορθωθοῦν μέ τήν κατάργηση τῆς ταφικῆς παράδοσης, ἀλλά μόνο ἄν ὑπάρξει διάθεση ἀπό τούς ἁρμοδίους νά τά λύσουν, μέ γνώμονα τήν ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο πού δέν παύει νά ὑπάρχει μετά θάνατον, ὥστε νά μήν ἀντιμετωπίζεται τό σῶμα του σάν ρίπος πού πρέπει νά ξεφορτωθοῦμε, ἀλλά ὡς κάτι ἱερό πού χρήζει προστασίας καί σεβασμοῦ.
Ὡς θεολογικό ἐπιχείρημα κατά τῆς καύσης τῶν νεκρῶν, ἀρκεῖ ἡ ἐπίκληση τῶν χαριτόβρυτων λειψάνων τῶν ὁποίων ἡ προσκύνηση, γεμίζει μέ μεγάλη ψυχική ἀνάταση ὁποιαδήποτε ψυχή τά πλησιάσει μέ εὐλάβεια. Ἄν ὁ Θεός ἤθελε νά ἀποτεφρώνεται τό σῶμα τῶν νεκρῶν, δέν θά γέμιζε μέ θεία χάρη τά ἅγια λείψανα. Τά ἄφθορα σκηνώματα τῶν Ἁγίων εὐωδιάζουν καί θαυματουργοῦν, προκαλώντας ταυτόχρονα ὀργή καί ἀποστροφή στούς δαίμονες καί σέ ὅσους μέ τίς ἐπιλογές τους ἔγιναν παίγνιά τους. Και όχι μόνο οι Άγιοι, αλλά κάθε βαπτισμένος Ορθόδοξος χριστιανός φέρει τη χάρη του αγίου βαπτίσματος η οποία δεν μένει μόνο στο πνεύμα, όπως μονοφυσιτικά μπορεί να υποστηρίξουν κάποιοι, αλλά επεκτείνεται σε όλο τον άνθρωπο, επομένως και στο σώμα του.
Πῶς λοιπόν, θά μπορούσαμε νά προτιμήσουμε τή βίαιη διάλυση τῶν σωμάτων ὅταν αὐτά παραμένουν φορεῖς τῆς θείας χάριτος χιλιάδες χρόνια μετά τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου; Πώς να κάψουμε το Ναό του Αγίου Πνεύματος;
Πῶς νά ἀποφύγουμε τόν μεταπτωτικό κανόνα μας «Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει»; Ποιό κίνητρο μπορεῖ νά μᾶς ὠθήσει σέ μία τέτοια ἐπιλογή, πέρα ἀπό τή συνειδητή αὐτονόμησή μας ἀπό τήν Ἐκκλησία, τήν ἑκούσια ἀποκοπή μας ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Μήπως ἡ «προστασία τοῦ περιβάλλοντος»; Τά ἀέρια τῆς καύσης καί ἡ τέφρα πού πετιέται στόν ἀέρα καί στή θάλασσα, δέν μολύνουν τό περιβάλλον; Μήπως οἰκονομικοί λόγοι; Μά καί ἡ ἀποτέφρωση εἶναι ἐξ ἴσου δαπανηρή. Ἀλλά καί νά ἦταν πιό φθηνή, δέν ἀξίζει νά δαπανήσουμε περισσότερα χρήματα γιά τούς ἀνθρώπους μας, ὥστε νά ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχή τους; Μόνο παραδόπιστοι καί ὄχι χριστιανοί θά μποροῦσαν νά ἐπικαλεστοῦν τέτοιο ἐπιχείρημα.
Ο Κύριός μας έγινε Άνθρωπος για να μας διδάξει πως κι εμείς ως άνθρωποι πρέπει να συμπεριφερόμαστε για να γίνουμε τέλειοι σαν και Εκείνον, με τη μίμηση της δικής Του ζωής, αλλά και του θανάτου. Αφού, λοιπόν, ο Ιησούς ετάφη, οφείλουμε και εμείς οι θέλοντες είναι μαθητές Του, να τον ακολουθήσουμε και στην ταφή. Τόσο ο Απόστολος Παύλος, όσο και η υπέροχη υμνολογία μας, αναδεικνύουν τη συνταφή με το Χριστό ως προϋπόθεση για τη συνανάσταση. Βεβαίως, το «συνετάφημεν» σημειοδοτεί πολύ περισσότερα από την ταφή του νεκρού σώματός μας, κυρίως την ταφή των παθών και του παλαιού «εγώ» μας, αλλά οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνει και την ταφή του σώματός μας ως προϋπόθεση για την συν – Ανάσταση με τον Χριστό.
Είναι τόσο σημαντική για την θεολογία μας η ταφή, ώστε ακόμα και ανθρώπους που πέθαναν επειδή κάηκαν, δεν τους αφήνει η Εκκλησία ως στάχτες, αλλά μετά την εξόδιο ακολουθία θάβονται κανονικά, σαν να ήταν το σκήνωμά τους άθικτο.
Πως, λοιπόν, προέκυψε στη χώρα μας, η ανάγκη να καίγονται τα σώματα των νεκρών;
Γιά πολλά χρόνια ἡ Ἑλλάδα δέν εἶχε ἀποτεφρωτήριο, διότι δέν ὑπῆρχε ζήτηση πού νά δικαιολογεῖ συντήρηση ἐγκαταστάσεων ἀποτέφρωσης.
Μόλις τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2019 λειτούργησε γιά πρώτη φορά στήν Ἑλλάδα κρεματόριο στή Ριτσώνα Εὐβοίας, ἀπό ἰδιωτική ἑταιρεία, ὅταν λίγους μῆνες πρίν, ἡ ἀριστερή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, γιά νά ὑπερκεράσει τά ἐμπόδια τῆς βραδύτητας τοῦ δημοσίου τομέα, ἐπέτρεψε σέ ἰδιωτικούς φορεῖς νά δραστηριοποιηθοῦν ἐμπορικά στόν τομέα τῶν ἀποτεφρωτηρίων.
Στά πλαίσια τῆς διαφήμισης τῆς ἀποτέφρωσης καί τῆς οἰκονομικῆς ἐπιβίωσης τοῦ ἑλληνικοῦ κρεματορίου, προβλήθηκε πρόσφατα ταινία – ντοκιμαντέρ γιά τήν ἱστορία τῆς κατασκευῆς τοῦ ἀποτεφρωτηρίου, ὅπου παρελαύνουν γνωστοί ἀντιεκκλησιαστικοί πολιτικοί, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ σημερινός πρωθυπουργός, καθώς καί οἱ συνήθεις σύμμαχοί τους ἀπό τό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τά πρόσωπα πού ἐνήργησαν γιά τήν κατασκευή τοῦ κρεματορίου, μποροῦμε νά συμπεράνουμε καί τά κίνητρα γιά τά ὁποῖα κίνησαν γῆ καί οὐρανό γιά νά δημιουργηθεῖ κάτι πού γιά τήν πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶναι ἀχρείαστο καί ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐπικρατοῦσα θρησκευτική παράδοση. Φυσικά ὁ στόχος ὅλων αὐτῶν, ὅπως μᾶς δηλώνει ξεκάθαρα ὁ ἀφηγητής τοῦ ντοκιμαντέρ καί πολιτευτής τῆς ΝΔ, Κ. Μαρκουλάκης εἶναι νά δημιουργηθοῦν ἀποτεφρωτήρια σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα καί νά εἶναι ἡ συνήθης ἐπιλογή τῶν ἀνθρώπων πού φεύγουν ἀπό τήν ζωή.
Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ὅμως, ἡ ἀποτέφρωση δέν προτιμήθηκε ἰδιαιτέρως ἀπό τούς Ἕλληνες, σέ τέτοιο βαθμό πού ἡ συνέχιση τῆς λειτουργίας τοῦ ἑνός καί μόνο ἀποτεφρωτηρίου στήν ἑλληνική ἐπικράτεια νά καθίσταται ὁριακή.
Ἔτσι λοιπόν ἐπιστρατεύτηκαν πάλι γνωστοί καλλιτέχνες καί πολιτικοί, μέ ἐπιρροή στόν ἁπλό λαό, γιά νά πειστοῦν οἱ Ἕλληνες ὅτι ἡ ἀποτέφρωση εἶναι κάτι σπουδαῖο, πού τήν ἐπιλέγουν σπουδαῖοι καί καταξιωμένοι ἄνθρωποι. Γιά ὁρισμένους ἀπό αὐτούς, είναι αμφίβολο ἄν ὄντως οἱ ἴδιοι προτιμοῦσαν τήν καύση ἤ τό ζήτησαν οἱ περιλειπόμενοι. Σέ κάθε περίπτωση, ἡ ἀποτέφρωσή τους ἔλαβε δημοσιότητα καί ἐπαινέθηκε ὡς ἐπιλογή ἀπό τούς διαμορφωτές τῆς κοινῆς γνώμης.
Ἐδῶ θά πρέπει νά ἀναρωτηθοῦμε γιατί οἱ διάσημοι ἐπηρεάζουν τή ζωή τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων. Ὄχι μόνο στό θέμα τῆς ἀποτέφρωσης, ἀλλά γενικότερα στόν τρόπο ζωῆς. Θά χρειάζονταν ὁλόκληροι τόμοι γιά νά ἀναφέρουμε ὅσα ἐπιβλήθηκαν στήν σιωπηλή πλειοψηφία τά τελευταῖα χρόνια μέσῳ τῆς τηλεόρασης καί τοῦ παραδείγματος τῶν διασήμων. Πρακτικές πού μέχρι πρίν λίγα χρόνια φάνταζαν ἀδιανόητες γιά τήν ἑλληνική κοινωνία, σήμερα θεωροῦνται καθημερινότητα ἑκατομμυρίων Ἑλλήνων, διότι αὐτά ἀκολουθοῦν οἱ «ἐπιτυχημένοι». Γιά ποιό λόγο κάποιος πού ἔχει ταλέντο στή μουσική, στήν ὑποκριτική κ.λπ. νά ἔχει καί τά ὀρθά κριτήρια ἐπιλογῆς στή ζωή, ἀκόμα καί στό θάνατο; Φυσικά, δέν εἴμαστε ἄμοιροι τῶν εὐθυνῶν μας ὅσοι θέλουμε νά λεγόμαστε χριστιανοί, ἀφοῦ δέν βιώνουμε τήν ὀρθοδοξία παρά μόνο ἐπιφανειακά καί ἡ ζωή μας δέν γίνεται ἡ καθαρή ἀντιπρόταση στή νεοεποχήτικη δυσωδία.
Στήν Ἑλλάδα ἀλλά καί στό ἐξωτερικό, οι λεγόμενοι «πνευματικοί άνθρωποι», πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, εἶναι διαχρονικά κολλημένοι μέ τήν ἐξουσία, μέ τό κεφάλαιο, μέ τούς ἰσχυρούς καί ἀπών ἀπό τά βάσανα καί τίς πίκρες τοῦ λαοῦ. Παρά τίς δακρύβρεχτες «ἁγιογραφίες» καί τά ἀφιερώματα τῶν καναλιῶν σέ διάσημους πού φεύγουν ἀπό τή ζωή, ἐλάχιστοι ἄνθρωποι τῆς διανόησης καί τῶν τεχνῶν, ἄφησαν κάτι πού νά τούς καθιστᾶ πρότυπα γιά τίς ἑπόμενες γενιές, πέρα ἀπό τό καλλιτεχνικό τους ἔργο. Κι ἔχουμε φθάσει στό μεγάλο παραλογισμό ἀξιόλογοι ὄντως καλλιτέχνες, πού ὅμως εἶχαν φρικτά πάθη, πού αὐτοκτόνησαν, πού πέθαναν ἀπό ναρκωτικά, νά προβάλλονται ὡς πρότυπα ζωῆς στά νέα παιδιά. Δέν ἔχουμε ἀνάγκη τέτοια πρότυπα γιά νά εἴμαστε εὐτυχισμένοι. Τό δρόμο γιά τήν εὐτυχία μας τόν δείχνει μέ ἀσφάλεια τό Εὐαγγέλιο, δοκιμασμένο γιά αἰῶνες ἀπό ἑκατομμύρια πραγματικά σωστά πρότυπα.
Σαφῶς ἡ Ἐκκλησία καί ὁ κάθε χριστιανός ξεχωριστά, ὀφείλουν νά προσεύχονται γιά τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων εἴτε μέ τίς Λειτουργίες καί τά μνημόσυνα, ὅταν πρόκειται γιά Ὀρθοδόξους εἴτε μέ τήν ἀτομική προσευχή ὅταν πρόκειται γιά μή Ὀρθοδόξους, γιά αὐτόχειρες ἤ γιά ἀνθρώπους πού ἐπέλεξαν τήν ἀποτέφρωση, μέ τή βεβαιότητα ὅτι αὐτές οἱ προσευχές δέν πᾶνε χαμένες ἀλλά ἀναπαύουν τίς ψυχές καί ἀποτελοῦν σπουδαῖο εἶδος ἐλεημοσύνης. Ὡστόσο, ἡ ἀγάπη, ὁ σεβασμός καί τό ἐνδιαφέρον, δέν σημαίνουν καί ἀποδοχή τῶν ἐπιλογῶν τῶν κεκοιμημένων.
Μέ τήν ξεκάθαρη θέση τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῆς καύσης τῶν νεκρῶν, ἡ ἐπιλογή τῆς ἀποτέφρωσης ἔλαβε τή μορφή τῆς ἔμπρακτης ἄρνησης τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας, ὥστε ὀρθῶς ἡ Ἐκκλησία ἀπέκλεισε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κηδεία ὅσους αὐτονομήθηκαν ἀπό Ἐκείνη. Καί εἶναι μεγάλο κρῖμα νά συμβαίνει αὐτή ἡ αὐτονόμηση στό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ πού δέν χωρεῖ μετάνοια.
Στήν Ἑλλάδα, παλαιότερα ὑπῆρχε – ἀλλά καί σήμερα δέν ἐξέλιπε – ἡ καλή συνήθεια, ὅταν κάποιος ἑτοιμάζεται νά φύγει ἀπό τήν ζωή, οἱ συγγενεῖς του νά καλοῦν ἱερέα νά τόν ἐξομολογήσει καί νά τόν κοινωνήσει γιά νά φύγει ἕτοιμος γιά τήν Κρίση τοῦ Θεοῦ. Καμία ἐπιπολαιότητα δέν χωράει σέ αὐτή τήν πολύ κρίσιμη στιγμή γιά τήν αἰωνιότητα. Μπροστά στό θάνατο καί τήν Κρίση τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχουν διάσημοι καί ἄσημοι, ἀλλά ταπεινοί καί ὑπερήφανοι, μετανοημένοι καί ἀμετανόητοι. Ἀπό τίς ἐπιλογές μας, εἰδικά τῶν τελευταίων μας στιγμῶν στή γῆ, θά κριθοῦμε.