«Γέγηθε ὑμῖν ὁ Ἄθως, Κολλυβάδες, Νύμφη δὲ Χριστοῦ νῦν Ἐκκλησία χαίρει», διαβάζουμε στήν Ἀκολουθία τῶν ὁσίων Κολλυβάδων πατέρων τό Σάββατο τῆς Διακαινησίμου, καθώς μέσα στήν ἀναστάσιμη ἀτμόσφαιρα ἑορτάζεται ἡ μνήμη τους.
Στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας τό ἅγιο Πνεῦμα ἀναδεικνύει πνευματικούς ὁδηγούς, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο χαρακτηρίζουν τήν ἐποχή τους, ἀλλά καί γίνονται ὁδοδεῖκτες καί ἰχνηλάτες τόσο γιά τούς συγχρόνους τους ὅσο καί γιά τίς μελλοντικές γενιές. Τέτοιοι ἦταν καί οἱ ἅγιοι Κολλυβάδες Πατέρες.
Τό φιλοκαλικό κίνημα τῶν Κολλυβάδων τόν 18ο μ.Χ. αἰώνα στόν ἁγιορειτικό καί εὐρύτερα στόν ἑλλαδικό χῶρο εἶναι ἀπό τά πιό ἀξιόλογα πνευματικά φαινόμενα καί ἀπό τίς πιό γόνιμες πνευματικές κινήσεις μέσα στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας. Κυριότεροι ἐκπρόσωποί του ὑπῆρξαν οἱ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Μακάριος Νοταρᾶς, Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἀθανάσιος Πάριος, Ἱερόθεος Ὕδρας, Διονύσιος Σιατιστέας κ.ἄ.
Δύσκολη ἡ ἐποχή τους βεβαίως γιά ὁλόκληρο τόν Ἑλληνισμό, καθώς ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση καί ὁ Διαφωτισμός τῆς Δύσης ἀπειλοῦσαν νά ἀλλοτριώσουν τό ὀρθόδοξο ἦθος στόν ἑλλαδικό χῶρο.
Τό κίνημά τους ἐκφράζει τήν ἀντίσταση τοῦ λαοῦ σέ ὅλες τίς ξενοκίνητες μεταρρυθμίσεις, κηρύσσοντας τήν ἐπιστροφή στήν ὀρθόδοξη παράδοση πού κινδύνευε ἀπό τήν ἀθρόα εἰσβολή ἀθεϊστικῶν ἀντιλήψεων.
Ὀνομάσθηκαν σκωπτικά ἀπό τούς ἀντιπάλους τους στό Ἅγιο Ὅρος Κολλυβάδες, ἐπειδή ἀντέδρασαν στή μεταφορά τῆς τέλεσης τῶν Μνημοσύνων ἀπό τό Σάββατο στήν Κυριακή· καί τοῦτο, γιατί ἐκτιμοῦσαν ὅτι προσβάλλεται ἔτσι ὁ ἀναστάσιμος καί πανηγυρικός χαρακτήρας τῆς ἡμέρας. «Δέν ἦσαν», ὅμως «στενοκέφαλοι καλόγεροι μεθυσμένοι ἀπό ἕναν ἀρρωστημένο οἶστρο Ὀρθοδοξίας», παρατηρεῖ ὁ π. Ἠλίας Μαστρογιαννόπουλος.
Ἡ τέλεση τῶν Μνημοσύνων ἦταν μία μικρή λεπτομέρεια μέσα στό ὅλο ἀνακαινιστικό καί παραδοσιακό ἔργο τους. Τονίσθηκε καί διογκώθηκε ἐσκεμμένα ἀπό τούς ἀντιπάλους τους, τούς λεγόμενους Ἀντικολλυβάδες ἤ Φιλελευθέρους, ὥστε ὄχι μόνο νά ἀποδομηθεῖ ἡ προσφορά τους, ἀλλά καί νά συκοφαντηθοῦν οἱ ἴδιοι, γιατί τάχα ἀσχολοῦνταν μέ μικρά καί ἀσήμαντα πράγματα, ὅπως εἶναι δῆθεν τά μνημόσυνα καί τά κόλλυβα. Ὡστόσο, ὁ ὁμολογιακός χαρακτήρας τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας ἐκφράζεται ὄχι μόνο στό δογματικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί στό ἠθικό καί γενικότερα στό παραδοσιακό.
Ἄλλη ἀφορμή σύγκρουσης δόθηκε, ὅταν τό 1783 ἐκδόθηκε ἀπό τόν κύκλο τους τό «Βιβλίον ψυχωφελέστατον περὶ τῆς συνεχοῦς θείας Μεταλήψεως τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων». Καταδικάσθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο τό 1785, γιατί δῆθεν δημιουργοῦσε σκάνδαλα καί διχόνοιες. Ἀργότερα ὅμως τό ἴδιο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο πρόβαλε τό βιβλίο αὐτό ὡς ψυχωφελές καί σωτήριο καί μέ Πατριαρχικό καί συνοδικό γράμμα ἀθώωσε τούς συγγραφεῖς του.
Ὅσον ἀφορᾶ στό θέμα τῶν Μνημοσύνων συνῆλθαν δύο Σύνοδοι, τό 1774 καί τό 1776. Ἡ πρώτη ἀναθεμάτισε τούς Κολλυβάδες. Ἡ δεύτερη ἀφόρισε τούς ἀρχηγούς τους. Ἡ ἔριδα διατηρήθηκε μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα. Τό χρονίζον ζήτημα λύθηκε ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε´ -εἶχε πνευματικό τόν Διονύσιο Σιατιστέα- μέ τήν περίφημη ἐγκύκλιό του τόν Αὔγουστο τοῦ 1819, ἡ ὁποία ἔλεγε: «Τὰ μνημόσυνα τῶν εὐσεβῶς κοιμηθέντων ἐπιτελῶνται ἀπαραιτήτως καὶ ἐν Κυριακῇ καὶ ἐν Σάββασιν, ὡς καὶ ταῖς λοιπαῖς ἡμέραις τῆς ἑβδομάδος πρὸς τελείαν ἐξάλειψιν τῆς πάλαι ἀναφυείσης ἐκείνης διενέξεως». Καί γιά τό θέμα τῆς θείας Κοινωνίας: «Χρέος ἔχουσιν οἱ εὐσεβεῖς ἐν ἑκάστῃ ἱερᾷ μυσταγωγίᾳ νά προσέρχωνται καὶ νὰ μεταλαμβάνωσι τοῦ ζωοποιοῦ Σώματος, διὰ τοῦτο καὶ προσκαλοῦνται ὑπὸ τοῦ ἱερέως ἐν τῷ “Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε”». Ἀντικρούει μάλιστα τίς ἀντίθετες ἀπόψεις περί θείας Μεταλήψεως δύο ἤ τρεῖς φορές τόν χρόνο ἤ «ἐν διαστήματι τεσσαράκοντα ἡμερῶν».
Οἱ Κολλυβάδες ἦταν ἀκόμη οἱ πνευματικοί καθοδηγητές, οἱ ἀλεῖπτες τῶν νεομαρτύρων. Αὐτοί προετοίμασαν πολλούς γιά τόν δρόμο τοῦ μαρτυρίου, ἰδιαίτερα ἐκείνους πού εἶχαν προηγουμένως ἀρνηθεῖ τήν πίστη τους. Τό αἷμα τῶν νεομαρτύρων ἀποτέλεσε τό εὐῶδες θυμίαμα μπροστά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, πού ἔφερε τή λύτρωση στό ὑπόδουλο Γένος.
Οἱ ἐκσυγχρονιστές Ἀντικολλυβάδες -Φιλελεύθεροι χρησιμοποίησαν ὅλα τά ἀθέμιτα μέσα κατά τῶν Κολλυβάδων: διαβολές, κατηγορίες, συκοφαντίες· ἔφθασαν μέχρι καί στή διάπραξη φόνων. Τελικά οἱ Κολλυβάδες μετά τή μεγάλη ἀναταραχή καί ἔκταση πού ἔλαβε τό ὅλο θέμα ἐκδιώχθηκαν ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ διασκορπισμός τους στήν Ἑλλάδα ὅμως ὑπῆρξε εὐεργετικός, ἀφοῦ συνέβαλαν στήν πνευματική ἀφύπνιση τοῦ λαοῦ καί τό πνεῦμα τους λειτούργησε τόν 19ο αἰώνα ὡς ἀντίσωμα κατά τῆς ἀλλοίωσης τοῦ ὀρθόδοξου φρονήματος. Κατέβηκαν ἀπό τόν Ἄθω, γιά νά ἀνάψουν τή φωτιά τῆς ἀναγέννησης καί τῆς ἐπιστροφῆς στήν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς πρόδρομοι τῆς πνευματικῆς ἐξανάστασης προετοίμασαν τό Γένος γιά τή μεγάλη ἡμέρα.
Ὁμολογουμένως, ἡ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων ἦταν ἀκραιφνῶς πατερική. Κύριο μέλημά τους ἦταν νά ἐμπνεύσουν μέ τόν λόγο καί μέ τό ὅλο βίωμά τους, ὥστε νά ζοῦν οἱ πιστοί τήν ἐν Χριστῷ ἐσωτερική ζωή καί νά βιώνουν τή θεία λατρεία. Φιλακόλουθοι οἱ ἴδιοι, συνιστοῦσαν τήν τακτική ἱερά Ἐξομολόγηση, τή συχνή συμμετοχή τῶν πιστῶν στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας μετά ἀπό συνεχῆ πνευματικό ἀγώνα καί προετοιμασία. Ἐπίσης συνιστοῦσαν τή μελέτη πατερικῶν κειμένων, ἡ ὁποία βοηθᾶ τόν πιστό στή διαμόρφωση γνήσιου πατερικοῦ φρονήματος. Εὔστοχα ὁ καθηγητής Ἰωάννης Φουντούλης ἐπισημαίνει: «Στό σκότος τῆς Τουρκοκρατίας ἔλαμψε τό καθαρά παραδοσιακό πνευματικό “κίνημα” τῶν Κολλυβάδων… Σ’ αὐτό ὀφείλεται ἡ προβολή τοῦ λησμονημένου αἰτήματος τῆς συχνῆς προσελεύσεως στή θ. Κοινωνία, ἡ ἔξαρση τοῦ νοήματος τοῦ ἑβδομαδιαίου Πάσχα, ἡ συναφής προσπάθεια ἀπαλλαγῆς τῆς ἀναστάσιμης Κυριακῆς ἀπό τά νεκρώσιμα στοιχεῖα…».
Ἐγκρατέστατοι καί πεπαιδευμένοι ἀγωνίστηκαν, δίδαξαν, νουθέτησαν τόν λαό, κράτησαν τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ὑπῆρξαν πολυγραφότατοι. Δικαίως ὁ καθηγητής τῆς Πατρολογίας Παν. Χρήστου σημειώνει: «Ἀπό τό σύνολον τῶν λογίων τῆς ἐποχῆς οἱ Κολλυβάδες εἶχον, δυνάμεθα νά εἴπωμεν, τήν πλουσιωτέραν μερίδα».