Η εμπειρία της Εκκλησίας μας τονίζει ιδιαίτερα την σημασία της παρουσίας των Αγίων στη ζωή μας. Οι Άγιοι, ακούγοντας τις προσευχές μας, τις οποίες αναβιβάζουν στον θρόνο του Θεού, δια του Χριστού μάς παρέχουν τα πάντα. Από την επίλυση των καθημερινών βιοτικών προβλημάτων και των υλικών αναγκών, μέχρι τον θείο φωτισμό. Συναγωνιούντες συναγωνιστές, μάς παρέχουν σταθερότητα στην πνευματική ζωή, έμπνευση και δύναμη στον προσωπικό μας αγώνα. Ενεργούν εντός των καρδιών μας, μυστικά, τα φάρμακα εναντίον των πνευματικών νόσων μας. Η ζωντανή μας σχέση με τους Αγίους μάς καθιστά μετόχους της Βασιλείας του Θεού, ανανεώνει και δίνει περισσότερη ζωντάνια στη σχέση μας με τον Θεό[1].
Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα με τους τοπικούς Αγίους μιας επαρχίας. Η συσχέτισή τους με εκάστοτε τόπο, δημιουργεί στενότερους δεσμούς με τους εκεί πιστούς και τους καθιστά ακόμα πιο οικείους. Στους τοπικούς Αγίους μιας επαρχίας, θα μπορούσαμε να συγκαταλέξουμε και τους Αγίους που μετά την κοίμησή τους θαυματούργησαν εντός των ορίων της, αποδεικνύοντας το ανύστακτο ενδιαφέρον τους, την ταχινή βοήθειά τους σε κάθε ανάγκη των πιστών και αναδεικνύοντας το πρότυπο της υγιούς οικουμενικότητας της Εκκλησίας.
Διαβάζουμε στο βιβλίο «Σύγχρονες αγιορειτικές μορφές – Αθανάσιος Γρηγοριάτης», Αρχιμ. Χερουβείμ, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, σελ. 40 – 42, την ενότητα «Η απειλή των ακρίδων»:
Στην παραλιακή περιοχή της περιφερείας της Πιερίας, ανατολικά από την Βέροια και συγκεκριμένα στο χωριό Βούλτιστα[2], η Μονή του Γρηγορίου είχε ένα μετόχι[3] που το είχε αγοράσει το 1857 από κάποιον Τούρκο μπέη. Ο οικονόμος του την εποχή εκείνη ήαν ανάστατος και ζητούσε βοήθεια από το Μοναστήρι. Ζητούσε να στείλουν τα άγια Λείψανα και έναν ευλαβή Ιερομόναχο.
Το κακό, που συνέβη στην πεδινή εκείνη περιοχή, ήταν φοβερό. Αναρίθμητες στρατειές από εκατομμύρια ακρίδες σκόρπιζαν τον όλεθρο και απειλούσαν να αφανίσουν τα πάντα.
Χωρίς καθυστέρηση η Γεροντία της Μονής απεφάσισε να στείλει βοήθεια. Ετοιμάσθηκαν τα άγια Λείψανα, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν της αγίας μάρτυρος Αναστασίας της Ρωμαίας. Πιο ευλαβή Ιερομόναχο από τον π. Αθανάσιο δεν διέθετε το Μοναστήρι. Κι αυτός, συνηθισμένος στην υπακοή, έβαλε μετάνοια στον Ηγούμενο, προσευχήθηκε, πήρε τις ευχές των πατέρων και ξεκίνησε, για να δώσει την μάχη εναντίον του φυσικού αυτού κακού.
Όταν έφτασε στη Βούλτιστα, ένιωσε πόνο για την καταστροφή, που είδε να γίνεται από τα σμήνη των ακρίδων. Με έκδηλη αγωνία οι κάτοικοι περίμεναν να τους ευσπλαγχισθεί ο Θεός – καμμία άλλη ελπίδα δεν υπήρχε. Υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό την βοήθεια του Μοναστηριού και κατασπάζονταν τα άγια Λείψανα και το χέρι του Αγιορείτου αυτού ιερομονάχου, που από την πρώτη στιγμή τους έκανε ξεχωριστή εντύπωση.
- Πάτερ, προσευχήσου στον Θεό να κάνει το θαύμα του, του έλεγαν με σπαραγμό ψυχής.
Οι περιστάσεις δεν επέτρεπαν αργοπορία. Ο Παπαθανάσης ωπλισμένος με την δύναμη της πίστεως φόρεσε το πετραχήλι του και άρχισε να κάνει τον αγιασμό. Μαζί του προσευχόταν και οι Άγιοι, των οποίων τα Λείψανα κρατούσε. Στην ζωή του τόσες και τόσες φορές έκανε υπακοή στον Θεό. Δεν θα έπρεπε και ο Θεός να υπακουσει τώρα στις θερμές του ικεσίες; Στην νεκρική σιγή, που κρατούσε το πλήθος των πληγέντων Χριστιανών, ακουγόταν σταθερή και επιβλητική η φωνή του π. Αθανασίου: «Μη αδικήσητε μήτε την χώραν, μήτε την άμπελον, μήτε τον κήπον, μήτε παν δένδρον κάρπιμόν τε και άκαρπον ή φύλλον λαχάνων… αλλά απέλθετε… εξέλθετε εκ των καθ’ ημάς τόπων…».
Και, ενώ τα πλήθη έκαναν τον Σταυρό τους, γεμάτος ιερό παλμό ο π. Αθανάσιος με τα Άγια Λείψανα στα χέρια προχωρεί μέσα στους αγρούς…
Ο κόσμους αγωνιούσε. Την βοήθεια αυτή από το Άγιον Όρος την είχαν σαν τελευταίο τους στήριγμα. Θα έκανε τίποτε ο Αγιορείτης αυτός ιερομόναχος με τις προσευχές και τους Αγίους του; Αλλά την αγωνία τους δεν άργησε να την διαδεχθεί χαρά και αλαλαγμός.
Καθώς προχωρούσε ο π. Αθανάσιος με τα άγια Λείψανα, τα σμήνη των ακρίδων, σαν να μαστίζοταν από αόρατη δύναμη, έφευγαν, πετούσαν μακρυά. Ύστερα από λίγη ώρα η θάλασσα της περιοχής είχε γίνει αγνώριστη. Είχε πήξει από μυριάδες πνιγμένες ακρίδες. Ο τόπος λυτρώθηκε από την φοβερή αυτή πληγή. Ο ενθουσιασμός, τα δάκρυα της χαράς, τα προσκυνήματα και χειροφιλήματα, που ακολούθησαν, δεν είχαν το προηγούμενό τους.
Αλλά και αυτό που έγινε ύστερα από λίγες ημέρες, στο λιμανάκι της Μονής Γρηγορίου, ξεπερνάει κάθε περιγραφή. Με ασυνήθιστη λαμπρότητα και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, με λιβανωτούς, λάβαρα και εξαπτέρυγα, μέσα σε ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη από πρωτοφανή ιερή συγκίνηση υποδέχθηκαν οι Πατέρες τον π. Αθανάσιο σα Ρωμαίο στρατηλάτη, που είχε κατατροπώσει τους βαρβάρους και γύριζε θριαβευτής στην Ρώμη.
Αξίζει να σημειώσουμε πως και σήμερα, ύστερα από τόσες δεκαετίες, όσοι Πατέρες ενθυμούνται την σκηνή αυτή συγκινούνται και δακρύζουν.
[1] Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 482-494.
[2] Το σημερινό Λιβάδι Πιερίας.
[3] Το μετόχι του Προφήτη Ηλία, μετά το Λιβάδι Πιερίας.