Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Ἡ ἀπαιτητικὴ λέξη τῆς ἡμέρας
Χρὼς εἶναι τὸ φυσικό, ἐξωτερικὸ περίβλημα τοῦ σώματος ζώων, τὸ δέρμα, ἡ ἐπιδερμίδα. Ὁμόρριζα εἶναι ὁ χρωστήρας, τὸ χρῶμα, τὸ χρώμιο καὶ ἡ χροιά. Ὅταν τὸ χρῶμα τῆς ἐπιδερμίδος, ἡ χροιά, ὁ χρὼς τρέπεται, τὸ χρῶμα του μεταβάλλεται, γίνεται ὠχρός. Χρησιμοποιεῖται στὶς φράσεις: ἐν χρῷ κεκαρμένος [κείρομαι] γιὰ κάποιον τοῦ ὁποίου τὰ μαλλιὰ εἶναι κουρεμένα σύρριζα καὶ ἐν χρῷ: χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ κούρεμα στὸ ὁποῖο τὰ μαλλιὰ εἶναι κομμένα σύρριζα π.χ. κουρὰ ἐν χρῷ.
Κλίση
ὁ χρώς
τοῦ χροός / χρωτός
τῷ χρωτί / χρῷ
τόν χρῶτα
(ὦ) χρώς
Δείτε ΕΔΩ όλα τα σχετικά άρθρα της Γωνιάς της Γλώσσας