Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Ἡ ἐτυμολογία τῆς ἡμέρας
Ἡ λέξη «ὕποπτος» προέρχεται ἀπὸ τὸ μέλλοντα τοῦ ρήματος «ὁρῶ» ὑπόψομαι, ἄρα εἶναι αὐτὸν ποὺ βλέπει (ὄψομαι) κάποιος κάτω (ὑπό) ἀπὸ τὰ φρύδια, δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ ἀντιμετωπίζεται μὲ καχυποψία ἢ φθόνο. 846 λέξεις μᾶς ἔχει χαρίσει μέχρι στιγμῆς τὸ ρῆμα «ὁρῶ». Ἰδοὺ μερικὲς:
ὀπὴ< ὄπωπα, πρκμ. του ὁρῶ
ὄψις < ὄπ-σις < θ. οπ- (ὄπωπα, πρκμ. του ὁρῶ)
ἄποψις < ἀπό + ὄψις < θ. οπ- (ὄπωπα, πρκμ. του ὁρῶ)
ἔποψις
κάτοψις
πρόοψις
ὄμμα < ὄμμα < ὀπ-μα < οπ- (ὄπωπα, πρκμ. του ὁρῶ)
ὀφθαλμός < θ. οπ- του ὁρῶ + θαλμός “θάλαμος”