Γωνιά της Γλώσσας 118 – Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη:

Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη

Τὸ στὸπ εἶναι ἑλληνικὴ ἢ ξένη λέξη;

Στόπ. Ποιός δὲν ἔχει χρησιμοποιήσει τὴν μονοσύλλαβη αὐτὴ λέξη; Εἶναι ξένη ἢ ἑλληνική; Ἡ μορφολογία της μαρτυρεῖ τὴν προέλευσή της. Φαίνεται ὅτι εἶναι ξένη. Εἶναι ὅμως ἔτσι; Γιὰ νὰ μὴν μακρηγοροῦμε ἀπαντᾶμε: Εἶναι καὶ ξένη καὶ ἑλληνική. Προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ stop ἡ ὁποία ἔχει ἀπώτερη ἑλληνικὴ καταγωγή: στυπ(π)εῖον/στύππη (=στουπί). Ἡ πορεία του ἔχει ὡς ἑξῆς: στυππεῖον→stuppāre (Λατινικά)→stoppen (Γερμανικά)→stop. Ἀρχικὰ ἡ ἀγγλικὴ λέξη stoppen, σήμαινε «φράσσω (ἕνα πέρασμα) μὲ ἕνα φυσικὸ ἐμπόδιο, ἐμποδίζοντας μιὰ φυσικὴ διαδικασία».

First recorded before 1000; Middle English verb stoppen, stop(pe), Old English -stoppian; cognate with Dutch, Low German stoppen, German stopfen; all ultimately from Vulgar Latin stuppāre (unrecorded), “to plug with oakum,” derivative of Latin stuppa “coarse hemp or flax,” from Greek stýppē (πηγὴ dictionary.com)