Γέροντος Δωροθέου: «σύ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην» (μελέτη στο αποστολικό ανάγνωσμα)

Μελέτη στο αποστολικό ανάγνωσμα
Κυριακή της Τυρινής

 

Ἡ κατάκριση ἐξουδενώνει ἕναν ἄνθρωπο δημιουργημένο κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Τελικά ἡ προσβολή ἀπευθύνεται στόν Θεό. 

 

Προετοιμαζόμενοι γιά τήν εἴσοδό μας στό στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς πρέπει νά εἴμαστε ἐνήμεροι γιά τίς μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ, δηλαδή τούς πειρασμούς ἀπό τά δεξιά καί ἀπό τά ἀριστερά. Στήν ἀρχή ὁ μισόκαλος μᾶς πολεμᾶ νά μήν κάνουμε τό καλό κι ὅταν ἀποτύχει, μᾶς ἐκπειράζει νά μήν τό κάνουμε καλά και ἔτσι νά χάσουμε τόν μισθό μας. Συνήθως ἡ αἰτία νά χάσουμε τόν καρπό πού μέ κόπους συνάξαμε εἶναι ἡ ὑπερηφάνειά μας γιά τό θεωρούμενο κατόρθωμά μας, τό αἴσθημα τῆς αὐτάρκειας, ἡ ἀπεμπόληση τοῦ καθεστῶτος τοῦ ἀγαθοῦ δούλου καί ἡ υἱοθέτηση τῆς θέσης τοῦ κριτή. Ὁ κριτής στέκει ὑψηλότερα ἀπό τόν κρινόμενο ἄρα ἡ κατάκριση εἶναι ἁρπαγή ἐκ μέρους μας τῆς θέσης τοῦ Θεοῦ, ἄρα ἡ κατάκριση εἶναι ἁμαρτία.

Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ Ἀπ. Παῦλος ρωτᾶ: «ποιός εἶσαι ἐσύ νά κρίνης τόν ξένο ὑπηρέτη; Αὐτός μπροστά στόν δικό του κύριο ἤ στέκεται ὄρθιος  ἤ πέφτει. Μπορεῖ, ὅμως, νά σταθεῖ, ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι δυνατός νά τόν κρατήσει ὄρθιο». Ὅταν, λοιπόν, κατακρίνουμε κάποιον, εἰδικά στά θέματα τῆς νηστείας, κάνουμε κακό στόν ἀδελφό μας. Ὁ δικός μας ζῆλος δέν προϋποθέτει τήν δική του πτώση. Ἡ πνευματική μας προσπάθεια εἶναι ἀτελής καί προδίδει τήν ἀνεπάρκειά μας. Δέν ἔχουμε φθάσει στό σημεῖο νά μποροῦμε νά ἀγαποῦμε. Ἡ ἀγάπη προϋποθέτει ἀνιδιοτέλεια, θυσία. 

Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας στό κεφάλαιο περί καταλαλιᾶς: «Ἄκουσα μερικούς νά καταλαλοῦν καί τούς ἐπέπληξα. Καί γιά νά δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοί τοῦ κακοῦ μοῦ ἀπήντησαν ὅτι τό ἔκαναν ἀπό ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον πρός αὐτόν πού κατέκριναν. Ἐγώ τότε τούς εἶπα νά τήν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἀγάπη, γιά νά μή διαψευσθῆ ἐκεῖνος πού εἶπε: «Τόν καταλαλοῦντα λάθρα τόν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. 100,5). Ἐάν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τόν ἄλλον, ἄς προσεύχεσαι μυστικά γι’ αὐτόν καί ἄς μή τόν κακολογῆς. Διότι αὐτός ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπό τόν Κύριον».

Αὐτοί πού ἔχουν πνευματική πρόοδο δέν κατακρίνουν τόν ἀνεπαρκή στήν πρόοδο τῆς ἀρετῆς ἤ τόν ἀμαρτωλό, ἀντίθετα τόν ἐνισχύουν μέ κάθε τρόπο. Ὅποιος πλησιάζει στήν ἀρετή τῆς ἀγάπης βλέπει κάθε ἄνθρωπο ὡς ἀδελφό, συνεπῶς προσεύχονται στόν Κύριο νά παραβλέψει τήν πτώση ἤ τήν ἀνεπάρκειά του καί νά ἐξαποστείλει τήν χάρη του νά ἀναπληρώσει τά ἐλλείποντα. Ὁποιος ἀγαπᾶ τόν κάθε ἄνθρωπο δέν εὐχαριστεῖται ἀπό τήν ὑποδούλωση τοῦ ἀδελφοῦ στήν ἁμαρτία ἤ στό πάθος ἀλλά θεωρεῖ προσωπική ὑπόθεση τόν ἀγώνα γιά τήν σωτηρία του. Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτης ἔλεγε ὅτι, τότε μόνο ἡ προσευχή σου ἔχει άποτέλεσμα γιά κάποιον, ὅταν ἐνστερνιστεῖς τό πρόβλημά του καί τό καταστήσεις προσωπικό σου πρόβλημα. Γιά νά ἔχει εὐεργετικό ἀποτέλεσμα ἡ προσευχή σου, πρέπει νά μπεῖς στά παπούτσια αὐτοῦ γιά τό ὁποῖο προσεύχεσαι. Ἡ κατάκριση εἶναι σάν νά βλέπεις κάποιον νά εἶναι μέσα στό νερό ἕως τόν λαιμό καί ἐσύ νά τόν σπρώχνεις βαθύτερα. 

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «ἐγώ οὐκ ἦλθα κρίναι τόν κόσμο, ἀλλά ἵνα δι ἐμοῦ σωθήσεται ὁ κόσμος». Ἐπί πλέον τόνισε «μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε» (Λουκ. 6,37). Μάλιστα δέ, εἶπε: «ἐν ὦ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε»( Ματθ. 7,2) . Πράγματι, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη: «Ἄς εἶσθε βέβαιοι, ὅτι γιά ὅσα ἁμαρτήματα κατηγορήσαμε τόν πλησίον εἰτε ψυχικά εἰτε σωματικά, θά περιπέσωμε σ’ αὐτά. Καί δέν εἶναι δυνατόν νά γίνη διαφορετικά.» Εἶναι ἕνα εἶδος πνευματικοῦ νόμου: ἐάν κατακρίνεις κάτι σέ κάποιον ἀδελφό θά βρεθεῖς κάποια στιγμή νά πράττεις τό ἴδιο ἁμάρτημα καί ὁ ἴδιος. Ὁ Κύριος θά σέ ταπεινώσει προκειμένου νά σέ συνετίσει. Ἐπί πλέον, σύμφωνα με τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «ἐν ὦ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν». Μέ τό ἴδιο μέτρο πού μετρᾶς θά σέ μετρήσω. Ἄρα, μᾶς συμφέρει νά ἔχουμε ἐπιεική κριτήρια προκειμένου κι ἐμεῖς νά κριθοῦμε μέ ἐπιείκεια. Ὅσο πιό αὐστηρά κρίνουμε τόσο πιο αὐστηρά θά κριθοῦμε. 

Σέ κάθε περίπτωση, λοιπόν, τό κριτήριό μας εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἄλλωστε, στήν περιγραφή τῆς μελλούσης κρίσεως ὁ Κύριος ἐθέσπισε τό μοναδικό κριτήριο γιά τήν σωτηρία μας, πού εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται στό διάστημα τῆς ζωῆς του να ἐξέλθει τοῦ ἑαυτοῦ του καί νά κινηθεῖ πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους γύρω του. Τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο εἶναι ἡ φιλαυτία, ἡ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅπως ὁ Θεός δέν στέκεται στόν ἑαυτό του ἀλλά ἐξέρχεται καί διά τῶν ἐνεργειῶν του προνοεῖ, συντηρεῖ, γιατρεύει τόν κόσμο καί τό ἀνθρώπινο πλάσμα του ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται μικρός θεός, ἀντάξιος τοῦ Δημιουργοῦ του ὅταν ἡ μέριμνά του παύει νά εἶναι ἡ προσωπική του βιοτή καί καλοπέραση καί κινεῖται, ἐνδιαφέρεται, προσεύχεται, ἀγωνιᾶ γιά τόν συνάνθρωπο. Λέγει ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτης: «Αὐτό πού θά βοηθήσει θετικά τούς ἀνθρώπους σήμερα εἶναι τό παράδειγμά μας τό χριστιανικό καί ἡ ζωή μας ἡ χριστιανική. Τούς χριστιανούς πρέπει νά τούς διακρίνει ἡ πνευματική λεβεντιά καί ἡ ἀρχοντιά, ἡ θυσία». Ἀμήν.  

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (13-3—2016)