Μελέτη στο αποστολικό ανάγνωσμα
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)
Ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀπαιτεῖ τήν ἐντατικοποίηση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καθενός μας. Εἶναι περίοδος νηστείας, προσευχῆς καί μετανοίας ὅπου τίθεται στήν ζωή μας μία νέα ἀρχή, μέ τόν προσωπικό ἀγώνα μας τῶν σαράντα ἡμερῶν γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.
Ἡ Ἁγία Γραφή τονίζει τό «πρόσεχε σεαυτῷ». Πού σημαίνει τήν ἀνάγκη τῆς ἐνδοστρέφειας καί τῆς κριτικῆς τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους. Ἄς μήν περιμένουμε νά μᾶς κατηγορήσουν οἱ δαίμονες στά τελώνια ἤ τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Ἄς κατηγορήσουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας γιά τά σφάλματα, τίς παραβάσεις καί τά ἐγκλήματά μας. Ὁ ἄνθρωπος τείνει νά ἀμύνεται στίς κατηγορίες ἐναντίον του ἀκόμα κι ἄν εἶναι δίκαιες. Ὅμως, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου δέν θά ὑπάρχουν δικαιολογίες. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία προετοιμάζει τόν πιστό προκειμένου νά εἰσέλθει στό στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μέ τήν ἐνθύμηση τῆς Ἡμέρας τῆς Κρίσεως καί τῆς ἔξωσης τῶν Πρωτοπλάστων ἀπό τόν Παράδεισο. Ὁ πιστός χριστιανός πρέπει νά ἔχει κατά νοῦν ὅλο τό πλάνο ἀπό τήν Δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέχρι τήν Κρίση. Μέ τόν τρόπο αὐτό ταπεινώνεται, ἀποδέχεται ὅτι εἶναι ἕνα μικρό μόριο στήν ἱστορία τοῦ κόσμου πού βαρύνεται μέ παραβάσεις καί ἁμαρτίες. Πρίν ἀπό αὐτόν ἔζησαν ἄλλοι ἄνθρωποι καί μετά ἀπό αὐτόν θά ἔλθουν καί ἄλλοι. Ἄρα, δέν ὑπάρχει χῶρος γιά ἐγωκεντρισμό-εἶναι οὐτοπία-ἤ προβολή τοῦ εἶναι μας. Καί αὐτή τήν ὕπαρξη τήν λάβαμε ἀπό τόν Θεό. Ὁ Προφητάναξ Δαβίδ ἀναφωνεῖ «κατ’ ἀρχάς, Κύριε, τήν γῆν ἐθεμελίωσας, καί ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσίν οἱ οὐρανοί∙ αὐτοί ἀπολοῦνται, σύ δέ διαμένεις…σύ ὁ αὐτός εἶ, καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψονται».
Πράγματι, ὁ Θεός εἶναι αἰώνιος, ἄναρχος, ἄτρεπτος, ἀληθινός. Ἡ ἐνθύμηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος σέ ἐμᾶς πού εἴμαστε δεσμευμένοι μέ τόν χῶρο καί τόν τόπο, πού εἴμαστε τόσο εὔκολοι στίς πτώσεις, πού παρρησιαζόμαστε γιά πράγματα πού δέν ἔχουμε, ὅπως τήν χάρη πού δέν τήν παράγουμε ἀλλά τήν δεχόμαστε σάν δῶρο, ὁδηγεῖ τό πνεῦμα μας σέ συντριβή. Ἄν ἀγαποῦμε τόν Θεό, ἡ ἐνθύμηση τῶν ἁμαρτιῶν μας μᾶς συντρίβει. Δέν μᾶς ἀφαιρεῖ ὅμως τήν ἐλπίδα οὔτε μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀπόγνωση. Ἡ ἐνθύμηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας καί τῆς μικρότητάς μας, μᾶς ὁδηγεί στήν μόνη ἀληθινή παρηγοριά, πού εἶναι ἡ ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου.
Χρειάζεται, λοιπόν, ἐνδοστρέφεια καί αὐτομεμψία. Κατά τόν Ἀπ. Παῦλο «διά τοῦτο πρέπει ἡμεῖς νά προσέχομεν περισσότερον εἰς ὅσα ἠκούσαμεν, διά νά μήν ἐκπέσωμεν ποτέ»(Ἑβρ. 2,1). Ὑπάρχει, λοιπόν, ἡ ἀνάγκη τῆς προσοχῆς. Χρειάζεται «προσοχή καί προσευχή» κατά τόν Ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη. Κατά τόν λόγο τοῦ Μωϋσέως «πρόσεχε σεαυτῷ μή ποτε γένηται ρῆμα κρυπτόν ἐν τῇ καρδίᾳ σου εἰς ἀνόμημα»(Δευτ. 15, 95). Ἐδῶ ἡ Ἁγία Γραφή ὁμιλεῖ γιά αὐτό πού οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁνομάζουν «φυλακή τοῦ νοός». Δηλαδή, μετά τήν μετάνοιά μας καί τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης ἀπαιτεῖται ὁ νοῦς νά εἶναι σέ ἐπιφυλακή, γιατί ἡ πρώτη προσβολή τῆς ἁμαρτίας γίνεται στόν νοῦ. Μία ἁμαρτωλή σκέψη δέν μᾶς μολύνει ἄν δέν τήν ἀποδεχθοῦμε. Ὁ πονηρός μπορεῖ νά βάλει στόν νοῦ μας ἕνα τέτοιο λογισμό. Ὅμως, ἐκεῖ ἀπαιτεῖται ἡ ἀντίδρασή μας. Ἄν δέν ἀποδεχθοῦμε τόν λογισμό δέν ἁμαρτάνουμε, ἄν ὅμως συγκατατεθοῦμε τότε ὁ ἀντίδικος πατάει μέσα στήν καρδιά μας. Χρειάζεται, λοιπόν, διαρκής «φυλακή (δηλαδή ἐπιφυλακή) τοῦ νοός». Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν ἄσκηση καί τόν ἁγιασμό πού ἀπορρέει ἀπό τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ προσωπικοῦ ἀγώνα τοῦ καθενός μας. Ἐκεῖ φαίνεται ἄν ἀγαπᾶ κανείς τόν Κύριο καί πόσο. Κατά πόσο, δηλαδή, ἐπιθυμεῖ νά τοῦ προσφέρει ψυχή καθαρά ἀλλά καί διάνοια.
Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας ἀλλά καί ἡ καταλλαγή μέ τόν Θεό, τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί τήν κτίση ὁλόκληρη, εἶναι ἀνάγκη ὅσο καί ἡ ἐπιβίωση γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει ἐνεργεῖ κατά τοῦ ἑαυτοῦ του: «ὁ δέ ἀγαπῶν τήν ἀδικίαν μισεῖ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν»( Ψαλμ. 10,5). Ὅταν εἶναι δέσμιος τῶν παθῶν τότε δέν εἶναι ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάθη τῆς ψυχῆς ἀποφασίζουν γι’ αὐτόν. Ἀληθινά ἐλεύθερος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἀποφασίζει ὁ ἴδιος γιά τίς ἐπιλογές του καί δέν φέρεται καί ἄγεται ἀπό τά πάθη. «Μή ποτε οὖν ἐάσῃς ἐξανδραποδισθέντα τόν νοῦν δοῦλον γενέσθαι τῶν παθῶν» κατά τόν Μέγα Βασίλειο.
Κατά τόν ἴδιο Καππαδόκη Ἅγιο στόν λόγο του «Εἰς τό πρόσεχε σεαυτῷ» ἀναφέρεται: «πρόσεξε μόνο τόν ἑαυτό σου, οὔτε τά δικά σου οὔτε τά γύρω ἀπό σέ…ἐμεῖς εἴμαστε ἡ ψυχή καί ὁ νοῦς διότι ἔχουμε πλασθεῖ σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ κτίστη μας». Ἡ ὀρθόδοξη ἄσκηση καί ἡ προσευχή βοηθοῦν στόν ἐξαγνισμό τοῦ νοός καί τῆς ψυχῆς. Μέγιστο ὅπλο στήν διαδικασία τῆς κάθαρσης εἶναι ἡ νοερά προσευχή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Ἡ «εὐχή» εἶναι νοερά ἐργασία καί ἐξυψώνει τόν νοῦ ὥστε νά εἶναι ἡ ἡγεμονική δύναμη τῆς ψυχῆς. Εἴθε, μέ τίς εὐχές τῆς Θεοτόκου, αὐτή τήν Σαρακοστή νά ἀνακάμψουμε.