Ἀπὸ τὸν Βασίλειο Χ. Στεργιουλη
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ μέγιστο ἱστορικὸ γεγονὸς μὲ στοιχεῖα ἀναμφισβήτητα, χρόνο, τόπο, πρόσωπα.
Ἀδιαμφισβήτητη ἡ ὕπαρξη του. Χαρμόσυνο τὸ μήνυμα του. Λαμπρὸς ὁ πανηγυρισμὸς τοῦ ὡς τὶς μέρες μας. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη γιορτὴ τῆς χριστιανικῆς μας πίστης. Ἡ βάση καὶ ἡ ἀφετηρία ὅλων τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ἑορτῶν.
Ὅλες οἱ γιορτὲς πρὸς τιμὴν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, οἱ λεγόμενες Δεσποτικές, ὅπως ἡ Βάπτιση, ἡ Μεταμόρφωση, ἡ Σταύρωση, ἡ Ἀνάσταση, ἡ Ἀνάληψη καὶ ἡ Πεντακοστή, προϋποθέτουν τὴ Γέννηση. Χωρὶς αὐτὴν δὲν νοοῦνται. Ἄν δὲν γεννιόταν ὁ Χριστός, δὲν θὰ βαπτιζόταν, δὲν μεταμορφωνόταν, δὲν θὰ σταυρώνονταν, δὲν θὰ ἀνασταινόταν, δὲν θὰ αναλαβανόταν στοὺς οὐρανούς.
Μεγάλο καὶ θαυμαστὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Εἶναι τὸ μοναδικὸ μὲ τὶς δυὸ φύσεις, τὴν θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη, Καθὼς καὶ τὶς δυὸ γεννήσεις. Γεννήθηκε προαιώνιως ὡς Θεός. Καὶ ενανθρώπησε, δηλαδὴ γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπὸς σέ συγκεκριμένο χρόνο. Ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου (τῆς Παναγίας) μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὴ σωτηρία μας.
Ἐκστατικὸς ὁ ὑμνωδὸς ψάλλει: «Δι’ ἡμᾶς θεὸς ἐν ἀνθρώποις διὰ τὴν καταφθαρείσαν φύσιν ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν…». Μοναδικὸ καὶ ἀνερμήνευτο τὸ γεγονὸς τῆς θεϊκῆς ἐνανθρωπήσεως. Ἐκφραστικὸ τῆς μεγάλης ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ ὑμνωδὸς προτρέπει: «Ἄσατε τῷ Κύριω πᾶσα ἡ γῆ καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε λαοὶ καὶ ὅτι δεδόξασται».
Ἀσύλληπτο το πῶς «ὁ Ἀχώρητος παντί, εωρήθη ἐν γαστρί». Πὼς δηλαδὴ χώρεσε στὶς διαστάσεις τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου ὁ ἄπειρος Θεός. Πῶς ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστᾶ ἀπὸ ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὴν Πάναγνη Κόρη τῆς Ναζαρέτ. Καὶ καταγράφηκε στοὺς ἀνθρώπινους καταλόγους ὅπως οἱ λοιποὶ θνητοί. Πῶς μὲ ἄλλα λόγια γενεολογήθηκε ὁ Αγενεαλόγητος. Πὼς ὑποτάχθηκε στὸν ἀνθρώπινο νόμο καὶ ἀπέκτησε προγόνους, κάποιοι ἀπ’ τοὺς ὁποίους μάλιστα ἦταν κακόφημοι καὶ ἁμαρτωλοί.
Ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔφερε τὸ Χριστὸ στὴν γῆ, γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἠθικὴ ἐξαχρείωση. Ὁ θεός, ὅταν δημιούργησε τὸν κόσμο, τὸν ἔκανε Παράδεισο. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἁμαρτία του ἔκανε τὸν Παράδεισο σταῦλο. Γι’ αὐτὸ γεννήθηκε ὁ Θεὸς σ’ ἕναν σταῦλο, προκειμένου νὰ ξανακάνει τὸν κόσμο Παράδεισο.
Ἦλθε λοιπὸν ὁ Θεάνθρωπος «Τὸν κόσμο ν’ αναπλάσσει», ὅπως ψάλλει ὁ ποιητής. «Ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Ἦλθε στὴ γῆ την πιὸ κρίσιμη ἱστορικὴ περίοδο. Ὅταν δηλαδὴ ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε ξεπέσει ηθικοθρησκευτικά τόσο χαμηλά, ὥστε κόντευε νὰ φτάσει στὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τοῦ κακοῦ. Στὸν πλήρη ξεπεσμό. Στὴν ἀπόλυτη ἐξαχρείωση, ὅπως βεβαιώνει ἡ ἱστορία. Εὔστοχα εἰπώθηκε πὼς ἂν ὁ Χριστὸς καθυστεροῦσε νὰ ‘ρθει λίγο ἀκόμη, δὲν θὰ εὕρισκε παρὰ τὸ πτῶμα τῆς ἀνθρωπότητος. Κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὴν γῆ «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. 4,4).
Καὶ πλήρωσε Ἐκεῖνος τὰ λύτρα τῆς σωτηρίας μας μὲ τὴν ζωή του. Μὲ τὴν Σάρκωση καὶ τὴ Σταύρωση Τοῦ. Μὲ τὸ πανάγιο Αἷμα Τοῦ.
Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου ὁ Ἀναμάρτητος Χριστός. Δὲν ἐκπλήρωσε ἁπλῶς ἐπιθυμία ἢ ἐντολῇ τοῦ Θεοῦ-Πατέρα, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Ὅπως ὡραία μελωδεί ἡ Ἐκκλησία στοὺς «Αἴνους» τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων: «Ὁ Πατὴρ ηὐδόκησεν, ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἡ Παρθένος ἔτεκε Θεὸν ενανθρωπήσαντα…». Μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ. Θαῦμα μέγα, ἀσύλληπτο καὶ ἀκατανόητο. Ἐκφράζει τὴν ὑπερβάλλουσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρίατου κόσμου. Ἔγινε Αὐτός, ὁ Ἄπειρος Δημιουργὸς καὶ Κυβερνήτης τῶν γαλαξιῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὅλου τοῦ αστρικού στερεώματος, ἔγινε κοινωνὸς τῆς ἀνθρώπινης φύσης, γιὰ νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους «κοινωνοὺς θείας φύσεως» (Β’ Πετρ. 1,14). Νὰ ξαναφέρει τὸν κόσμο κοντὰ Τοῦ. Νὰ μᾶς κάνει υἱοὺς Θεοῦ κατὰ χάριν.
«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ».