ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ Ε.ΡΩ. ΤΕΥΧΟΣ 3
Ἴσως ἡ πιό συχνή ἀπορία ὅσων μαθαίνουν γιά τό Σωματεῖο μας εἶναι τό «γιατί ἔχει αὐτό τό ὄνομα;». Γιατί λοιπόν «Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη»; Καί γιατί τώρα «Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη»; Σχεδόν ὅλοι ὅσοι ἔχουν αὐτή τήν ἀπορία, ἔχουν συνάμα καί μία θολή εἰκόνα γιά τό τί σημαίνει «Ρωμηοσύνη». Δυστυχῶς, ἡ Ρωμηοσύνη», γιά τήν ὁποία ἔχουν δώσει τό αἷμα τους καί τό βιός τους οἱ πρόγονοί μας, γιά τήν ὁποία ἔχουν γράψει οἱ ποιητές μας, τήν ἔχει τραγουδήσει ὁ λαός μας, τό καύχημά μας, τό διακριτικό στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς μας, ἀποτελεῖ πιά «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» ἤ ἁπλά, μία ἄγνωστη λέξη.
«Μέ ρωτάει τό παιδί μου τί εἶναι ἡ Ρωμηοσύνη καί δέν ξέρω τί νά τοῦ ἀπαντήσω», σχολίαζε ἕνας πατέρας πρίν ἀπό λίγο καιρό σέ μία ἱστοσελίδα. Ἤ, ὅπως εὔστοχα ἔχει σχολιαστεῖ, «Οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες πού ξέρουν κάτι γιά τόν Σωκράτη, ἀλλά δέν ξέρουν τίποτε γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστομο εἶναι σάν παιδιά πού ξέρουν κάτι γιά τόν παπποῦ τους, ἀλλά δέν ξέρουν τίποτε γιά τόν πατέρα τους.»
Τό παρόν σημείωμα δέν προσφέρεται γιά ἀνάλυση τῶν λόγων πού ὁδήγησαν σέ αὐτή τήν κατάσταση «ὀρφάνιας». Καταλαβαίνει ὅμως κανείς ὅτι τελικά τό ἴδιο τό ὄνομα τῆς «Ἑνωμένης Ρωμηοσύνης» ἀποτελεῖ ἀπό μόνο του μία πρόταση ἐνδοσκόπησης καί πνευματικῆς ἀναγέννησης. Καί μόνον ἡ ἔγερση τοῦ ἐσωτερικοῦ προβληματισμοῦ «τί εἶναι Ρωμηοσύνη» ἀποτελεῖ μία ἀφορμή γιά νά ψάξει κανείς, νά διαβάσει, νά ἀναλογιστεῖ καί ἐν τέλει νά συνειδητοποιήσει. Ἕνας μικρός ἀρωγός στήν προσπάθεια αὐτή ἐλπίζουμε ὅτι θά εἶναι οἱ ἐκδοτικές καί ὄχι μόνον, δραστηριότητες τοῦ Σωματείου μας πού μέ τόν καιρό, σύν Θεῷ, αὐξάνονται καί ἀγκαλιάζονται ἀπό ὅλο καί περισσότερο κόσμο.
Δέν μπορεῖ κανείς φυσικά νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι εἶναι ἀρκετές οἱ προσπάθειες αὐτές ἀπό μόνες τους. Θέλει καί προσωπικό ἀγώνα, ἀλλαγή στάσης, Ἀγάπη στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπο, θέλει Ἐλπίδα, θέλει «μελτέμι γερό, γεννημένο στήν Τῆνο, πού νά ̓ρθεῖ μέ τήν εὐχή τῆς Παναγίας καί νά καθαρίσει τόν τόπο ἀπ̓ ὅλων τῶν λογιῶν τῆς Τουρκιᾶς καί τῆς γηραιᾶς Εὐρώπης τ̓ ἀπομεινάρια» (Ἐλύτης).