Του Ευάγγελου Γριβάκου- Αντιστρατήγου ε. – Νομικού
Η Χαρίτα Μάντολες, με την εισβολή των Τούρκων στις 20 Ιουλ. 1974 στη Κύπρο ήταν 27 ετών και ζούσε με την οικογένειά της – τον σύζυγό της Αντρίκκο και τα δύο μικρά τέκνα της – στο χωριό Ελιά της Κερύνειας, κοντά στο τόπο της αποβίβασης. Σύμφωνα με αφηγήσεις της, όταν στις 05.20 άρχισαν οι βομβαρδισμοί, η οικογένειά της μαζί με τον πατέρα της και πολλούς άλλους, κατέφυγαν στα χωράφια, κάτω από τα λεμονόδεντρα. Επέστρεψαν αυθημερόν πίσω και κρύφτηκαν στο στάβλο του σπιτιού της αδελφή της. Την επόμενη (21 Ιουλίου), ο Αντρίκκος βρήκε μέσα σπίτι κρυμμένο ένα τραυματισμένο Κύπριο στρατιώτη, τον Χριστόφορο Γιατρού από τον Αη-Γιάννη του Αγρού. Μαζί με τη Χαρίτα τον περιέθαλψαν, του έδωσαν πολιτικά ρούχα και μετά, όλοι μαζί, επέστρεψαν στο στάβλο όπου είχαν μαζευτεί και άλλα άτομα, σύνολο 40, εκ των οποίων 12 άνδρες και τα λοιπά γυναικόπαιδα. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας και παρά τις αντιρρήσεις των ανδρών, αποφάσισαν να παραδοθούν. Οι Τούρκοι τους μετέφεραν στη βεράντα του σπιτιού και εκεί άρχισε η βάναυση συμπεριφορά. Στη συνέχεια, βίαια τους οδήγησαν ένα χιλιόμετρο πιο κάτω στο ξέφωτο επαρχιακού δρόμου και σταμάτησαν αναμένοντας νεότερες διαταγές για τον περαιτέρω χειρισμό τους, πυροβολώντας συνεχώς στον αέρα για εκφοβισμό. Καθώς ήταν γονατισμένοι, τα βλέμματα της Χαρίτας – και ασφαλώς πολλών άλλων – ικετευτικά στράφηκαν προς το παραπλήσιο ξωκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ αναζητώντας την εξ ύψους βοήθεια που ήλθε, όπως ακράδαντα πιστεύει η βαθιά θρησκευόμενη ευσεβής Χαρίτα, στο πρόσωπο ενός Τούρκου , ο οποίος, κρυμμένος στην κουφάλα ενός δέντρου, με νοήματα προσπαθούσε να τους προστατεύσει. Σε λίγο έφθασε ένας Τούρκος αξιωματικός ο οποίος, μέσω μιας κοπέλας που γνώριζε τούρκικα, τους πληροφόρησε ότι η εντολή ήταν να τους εκτελέσουν όλους επί τόπου, στις δε αγωνιώδεις διαμαρτυρίες τους ότι ήταν άμαχοι χωρίς να έχουν φταίξει σε τίποτα, αυτός απάντησε ότι παίρνουν εκδίκηση για τα γυναικόπαιδα των Τουρκοκύπριων στα Κόκκινα.
Μετά την αναχώρηση του αξιωματικού, τους έβαλαν σε πορεία ανά δυάδες ή τριάδες, συνεχίζοντας να τους κτυπούν αλύπητα. Η Χαρίτα κρατούσε τη κόρη τους Ειρήνη, 2 ετών και δίπλα ο άντρας της τον γιο τους Γιάννο, ενός έτους. Τότε άρχισαν οι εν ψυχρώ εκτελέσεις των ανδρών. Όταν σκότωσαν τον αξιωματικό Κώστα Μελισσό δίπλα στη Χαρίτα, αυτή έπεσε κάτω και έμεινε ακίνητη παριστάνοντας την νεκρή και κρατώντας την Ειρήνη στην αγκαλιά της. Από τις κλωτσιές των Τούρκων αναγκάσθηκε να σηκωθεί και είδε κοντά της τον σύζυγό της πεσμένο μπρούμυτα στο έδαφος, χωρίς να γνωρίζει αν είναι ζωντανός ή νεκρός. Ο Γιάννος κρατιόταν σφιχτά επάνω του , τα ρούχα του ήταν γεμάτα αίματα και η φωνούλα του, μέσα στον ορυμαγδό, ακούγονταν αδύναμη να λέει «παπά μπαμ μπαμ».
Απεγνωσμένες προσπάθειες της Χαρίτας να φθάσει και διασώσει τον γιο της απέτυχαν, ώσπου ο Τούρκος της κουφάλας του δέντρου που προαναφέραμε, το άρπαξε από το χέρι και το πέταξε προς το μέρος της, μέσα στα αγκάθια. Μια κοπέλα συγκρατούμενη, περιμάζεψε το παιδί για να το παραδώσει στη Χαρίτα, όμως ένας άλλος Τούρκος το άρπαξε και «με λύσσα» το ξαναπέταξε μακριά, σκοτώνοντας με την λόγχη τη γριά γυναίκα που έσπευσε να προστατεύσει τη κοπέλα. Και σαν να μην ήταν αρκετό το φρικαλέο αυτό σκηνικό, κάποια ανθρωπόμορφα τέρατα Τούρκοι το συμπλήρωσαν με τον βιασμό της κοπέλας μπροστά σε όλους. «Οι κραυγές και τα κλάματά της κοπέλας είναι ακόμη στο μυαλό μου», θα πει αργότερα η Χαρίτα. Ευτυχώς ο Γιάννος περιμαζώθηκε αμέσως για δεύτερη φορά από την αδελφή της Χαρίτας και διασώθηκε. Εκείνη την ημέρα, πλην του Κώστα Μελισσού, οι Τούρκοι σκότωσαν και τους άλλους 11 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων και του πατέρα της Χαρίτας, του συζύγου της Αντρίκκου, δύο γαμπρών της (συζύγων των αδελφάδων της Γιαννούλας και Μάρως), του θείου και νονού της, ενός ξαδέλφου της και του στρατιώτη Χριστόφορου Γιατρού. Τα γυναικόπαιδα κατάφεραν να διαφύγουν χωρίς να τους επιτραπεί να πλησιάσουν τους 12 νεκρούς άνδρες για να διαπιστώσουν αν είναι νεκροί ή ζωντανοί και γι΄αυτό θεωρούνταν αγνοούμενοι.
Η Χαρίτα με τα τέκνα της συνέχισαν κρυπτόμενοι επί 3ήμερον, ανευρέθηκαν από δικούς μας στρατιώτες, μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο της Λαπήθου, από εκεί πήγαν στην Αμμόχωστο και με την έναρξη του ΑΤΤΙΛΑ-2 ( 14 Αυγούστου) έφυγαν από εκεί (δεύτερη προσφυγιά), για να καταλήξουν στη Λεμεσό, τον Νοε. 1974. Έκτοτε η Χαρίτα, ξεκίνησε ένα τιτάνιο αγώνα για την δικαίωση των θυμάτων και την ανεύρεση των αγνοουμένων της κυπριακής τραγωδίας, άλλοτε διαμαρτυρόμενη μπροστά στην «Πράσινη Γραμμή» μαυροφορεμένη και με τις φωτογραφίες στα χέρια των προσφιλών της προσώπων που απώλεσε, άλλοτε με συνεντεύξεις και διαλέξεις και άλλοτε μπαίνοντας στις σχολικές αίθουσες για να κρατήσει ζωντανό το διαπραχθέν έγκλημα στη Κύπρο. Το 2004, με το άνοιγμα στα Κατεχόμενα, ξέθαψε τα λείψανα των οικείων της που ήταν θαμμένοι σε ομαδικό τάφο στον τόπο του μαρτυρίου τους, τα έθαψε το 2008 εκ νέου στην Ελιά και ακούραστα συνεχίζει τον αγώνα μέχρι σήμερα. Δικαίως έλαβε την τιμητική προσωνυμία « Η Μάνα των Αγνοουμένων» του 1974.