
β΄. Πρός μοναχούς
Ο μοναχός νά σκέφτεται ὅτι δέν ἔχει τίποτε δικό του, ὅτι εἶναι τίποτε. Ὁ μοναχός εἶναι σάν τό σκυλί. Ἂν ἔχης καί τοῦ δώσης ἕνα ξεροκόμματο, καλά. Ἂν δέν ἔχης καί τοῦ δώσης κλωτσιά, ἀκόμα καλύτερα».
«Ὁ κόσμος (προσκυνητές) δέν θέλει τίποτε ἄλλο. Ἕνα χαμόγελο, ἕνα ποτήρι νερό καί ἕνα καλό λόγο».
Ρώτησαν κάποτε τόν Γέροντα, πῶς μποροῦμε ἐμεῖς οἱ μοναχοί νά κάνωμε ἐλεημοσύνη, ἀφοῦ ξέρωμε ὅτι στό Κοινόβιο ἐλεημοσύνη κάνει ὁ Ἡγούμενος. Καί ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐμεῖς κάνομε διά τῆς προσευχῆς. Μπορεῖ νά μᾶς δώσουν κάποιο ὄνομα καί νά κάνωμε κομποσχοινάκι καί προσευχή. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ ἀγόγγυστη ἐλεημοσύνη».
«Οἱ μοναχοί νά ἔχωμε ταπείνωση καί ἀγάπη μεταξύ μας· ὁ κύριος σκοπός μας εἶναι νά φτάσωμε στήν ἁγιότητα, νά γίνωμε ἅγιοι καί ὄχι νά διεκδικοῦμε θέσεις καί πρωτοκαθεδρίες. Νά τηροῦμε τίς νηστεῖες, νά κάνωμε τά πνευματικά μας καθήκοντα, τόν καλογερικό κανόνα, τά κομποσχοίνια μας, γιατί κάποια μέρα θά τά βροῦμε μπροστά μας. Ὅσο καί νά θέλωμε νά δικαιολογηθοῦμε, ὁ πνευματικός νόμος θά λειτουργήση».
Ὅταν οἱ πατέρες τῆς Μονῆς του εἶχαν διακονήματα πολλά καί κουράζονταν, ὁ Γέροντας τούς ἔλεγε: «Πατέρες μου, πέστε τό ”Πάτερ ἡμῶν” καί πᾶτε νά ξεκουραστῆτε» καί ἔτσι τούς οἰκονομοῦσε μέ διάκριση, γιά νά ξυπνήσουν νωρίς νά κάνουν τόν κανόνα τους.
«Θέλω, πατέρες, νά ᾽στε ἀγαπημένοι, νά κάνετε τά διακονήματα καί τά πνευματικά σας μέ μέτρο καί διάκριση, νά μήν ξεπατωθῆτε στήν δουλειά καί δέν μπορῆτε μετά νά πῆτε ἕνα ”Κύριε ἐλέησον”».
«Ἂν ἔχης λογισμό νά φύγης ἀπό τό Μοναστήρι, μήν φύγης, κάτσε καί ἂς μήν κάνης τίποτα, ἀρκεῖ νά φυλάγης τούς τοίχους».
Ὅταν οἱ πατέρες ἔκαναν κάποιο διακόνημα ἤ στόν κῆπο ἤ στήν κουζίνα ἤ στήν Ἐκκλησία, καί δέν τό εἶχαν κάνει καλά ὁ Γέροντας περνοῦσε, τούς εὐλογοῦσε, τούς ἔδινε μία καραμέλλα ἤ ἕνα στραγάλι, ἄν εἶχε στήν τσέπη του, καί ἔλεγε διακριτικά: «Ἄχ!, πάτερ μου, τότε πού ἤμουν νέος ἔκανα καί ἄστραφταν ὅλα μέσ᾽ στήν Ἐκκλησία, δέν ὑπῆρχε οὔτε μία ἀράχνη (ἄν ἔβλεπε ἀράχνες). Τά ξύλα στόν κῆπο τά ξερά τά μάζευα ὅλα μέ προσοχή καί τάξη· δέν τά ἄφηνα πεταγμένα, ἄλλα ἐδῶ καί ἄλλα ἐκεῖ. Στήν κουζίνα ὅλα καθαρά καί τά πιάτα στήν θέση τους· ὅλα τελείωναν. Τώρα γέρασα καί δέν μπορῶ νά κάνω τίποτα· εἶμαι ἄχρηστο σκεῦος· τρώω τό φαγητό τοῦ Ἁγίου δωρεάν». Τά ἔλεγε αὐτά καί τούς ἔκανε νά εἶναι πιό πρόθυμοι στά διακονήματα καί προσεχτικοί. Ἦταν χαρακτήρας λεπτός, γεμᾶτος ἀγάπη καί διάκριση.
«Τί εὐλογία νά προσφέρης τό παιδί σου στόν Θεό, νά γίνη μοναχός!».
«Μήν κρύβετε λογισμό ἀπό τόν Γέροντά σας, γιά νά μήν βρῆτε τόν παράδεισο κλειστό».
«Νά ἔχωμε εὐλάβεια καί φόβον Θεοῦ, ὅταν μπαίνωμε στό Ἅγιο Βῆμα. Νά βάζωμε τρεῖς μετάνοιες, ν᾽ ἀσπαζώμεθα τήν εἰκόνα καί ὕστερα νά μπαίνωμε⋅ ὄχι σάν νά μπαίνωμε σέ ἁμάξι».
«Μοῦ εἶπε κάποιος ὅτι μερικοί λένε ὅτι οἱ καλόγεροι δέν κάνουν τίποτε, ξαπλώνουν, τρῶνε, πίνουν καί κοιμοῦνται. Ἂς ἔρθουν (αὐτοί) στό Μοναστήρι μιά βδομάδα καί νά σηκώνωνται στίς μία ἡ ὥρα νά δοῦν πῶς εἶναι οἱ καλόγεροι. Καί νά κάνουν νηστεία, προσευχές. Καί μεῖς πονεμένοι (ἄρρωστοι) πού εἴμεθα πάλι ἀγωνιζόμεθα».
«Νά μετανοοῦμε καί νά μήν ἀπελπιζώμαστε. Καί νά σκεφτώμαστε ὅτι, “Ζεῖ Κύριος τῶν δυνάμεων”».
«Ἄν ἔχετε ταπείνωση, ἄν ἔχετε ἀγάπη, ἄν κόψετε τό θέλημά σας, τότε θά γίνετε μοναχοί καί θά προκόψετε στήν ζωή σας, θά κληρονομήσετε τά αἰώνια ἀγαθά καί θά σᾶς ἀριθμίση ὁ Χριστός μας μετά τῶν ἐκλεκτῶν του».
