Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Νουθεσίες:   γ΄. Πρός λα­ϊ­κούς β’

     «Πάν­τα οἱ δά­σκα­λοι νά δι­δά­σκουν τήν θρη­σκεί­α, δι­ό­τι χω­ρίς τήν θρη­σκεί­α δέν ἔ­χο­με ζω­ήν αἰ­ώ­νιον, χω­ρίς τόν Χρι­στό. Ἐ­μεῖς ἔ­χο­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πό Χρι­στό καί ψυ­χή. Νά λέ­τε οἱ δά­σκα­λοι στά παι­διά νά πη­γαί­νουν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, δι­ό­τι ὁρ­κι­στή­κα­τε στό ὄ­νο­μα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Νά τούς δι­δά­σκε­τε τά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τήν πί­στη μας, τήν ἠ­θι­κή ζω­ή. Δέν εἶ­ναι σω­στό νά λέ­τε στά παι­διά μας δέν ὑ­πάρ­χει Θεός, δέν ὑ­πάρ­χει Ἐκ­κλη­σί­α καί πράγ­μα­τα ἀ­πρε­πῆ καί ἄ­σχη­μα. Τίς δέ­κα ἐν­το­λές νά δι­δά­σκε­τε στά παιδιά καί νά τούς λέ­τε νά προ­σέ­χουν τήν κα­κή συ­να­να­στρο­φή, δι­ό­τι (μέ τίς κα­κές πα­ρέ­ες) φεύγουν βέ­βαι­α μα­κράν».

«Κα­λές εἶ­ναι ὅ­λες οἱ σπου­δές, ἀ­νω­τέ­ρα πάντων ὅ­μως εἶ­ναι ἡ εὐ­σέ­βεια, νά εἶ­ναι εὐ­σε­βεῖς ἄν­θρω­ποι καί θε­ο­φο­βού­με­νοι».

«Ἐ­μᾶς μᾶς δί­δα­ξαν οἱ γο­νεῖς μας τήν Ἐκ­κλη­σία­, τή νη­στεί­α, τήν προ­σευ­χή. Πε­νήν­τα ἡ­μέ­ρες τήν Μ. Σα­ρα­κο­στή (νη­στεύ­α­με). Δέν εἴ­χα­με νά φᾶ­με ἐ­μεῖς τό­τε, λί­γο δύ­σκο­λα (ἦ­ταν) τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη».

«Ἑ­πτά χρό­νι­α πῆ­γα στό Δη­μο­τι­κό σχο­λεῖ­ο. Ἐ­κεῖ ἔ­μα­θα γράμ­μα­τα. Ποῦ Γυ­μνά­σι­α, (τό­τε) ; Τώ­ρα ἔρ­χον­ται τούς παίρ­νουν μέ τά αὐ­το­κί­νη­τα δω­ρε­άν νά πᾶνε στό Γυ­μνά­σι­ο καί ἀν­τί νά μά­θουν γράμ­μα­τα, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, μα­θαί­νουν ἄλ­λα πράγ­μα­τα».

«Οἱ γι­α­τροί λέ­νε τά δι­κά τους. Γι­α­τρός νά γί­νη ὁ Χρι­στός μας νά βο­η­θή­ση τόν ἄρ­ρω­στο. Θά βο­η­θή­ση ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ καί θά πε­ρά­σουν. Εὔ­χο­μαι νά εἶ­ναι πε­ρα­στι­κά».

«Παι­διά μου, νά κά­νου­με ὅ,τι μπο­ροῦ­με ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες, νά ἔ­χου­με με­τά­νοι­α καί τίς προ­σευ­χές μας στόν Θε­ό, δι­ό­τι λέ­γει ὁ Κύ­ριος “Γρη­γο­ρεῖ­τε καὶ προσεύ­χε­σθε ἵ­να μὴ εἰ­σέλ­θητε εἰς πει­ρα­σμόν”. Πάν­τως, παι­διά μου, ἡ προ­σευ­χή στη­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο. Καί κά­πο­τε, ὅ­ταν εἶ­χα ἔρ­θη στό μο­να­στή­ρι πρίν 35 χρόνια, λέ­γω “Ἅ­γι­ε Δαυ­ΐδ, ἦρ­θα σέ σέ­να γιά νά (μέ) φω­τί­σης, νά μοῦ δώ­ση ὁ Θε­ός καί ἐ­μέ­να φώ­τι­ση, νά μήν κά­νω πρά­ξεις κα­κές καί ἁ­μαρ­τί­ες, μό­νο τό κα­λό ἔρ­γο”. Λοι­πόν, καί ἐ­κεῖ πού προ­σευ­χό­μουν, λέ­γω “νά μοῦ δώ­ση πί­στη”. Πι­στεύ­ω ἀ­πό παι­δί, ἀλ­λά θέ­λω νά μέ δώ­ση πί­στη. Ἐ­κεῖ μέ­σα πού προ­σευ­χό­μουν, τί ἔ­πα­θα καί μοῦ ἦρ­θε! (στό νοῦ ἐ­κεῖ­νο πού λέ­γει στό Εὐ­αγ­γέ­λιο) : “Ὅ­ταν προ­σεύ­χε­σαι νά λές, Κύ­ρι­ε, πρό­σθε­σε πί­στη”. Μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, παι­διά μου, ἐ­γώ δέν τό ᾽χα δι­α­βά­ση στά χαρ­τιά μας, ἐ­κεῖ­να τά χρό­νια δέν εἴ­χα­με τί­πο­τε, μιά Σύ­νο­ψη εἶ­χα μό­νο, ὅ,τι εἴ­χα­με τά ἀ­φή­σα­με στήν πα­τρί­δα μου στήν Μι­κρά Ἀ­σί­α καί ἐ­δῶ δέν εἴ­χα­με τί­πο­τε, δέν ὑ­πῆρ­χαν θε­ο­λό­γοι πα­τέ­ρες ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή. Ἕ­νας Ἱ­ε­ρο­κήρυ­κας ἦ­ταν στήν Χαλ­κί­δα καί ὁ Ἐ­πί­σκο­πος».

«Νά ἐ­ξο­μο­λο­γῆ­σθε τούς λο­γι­σμούς σας σέ δο­κι­μα­σμέ­νους Πνευ­μα­τι­κούς, ὅ­πως ἔ­λε­γε ἕ­νας ἁ­γι­α­σμέ­νος πα­τέ­ρας. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἐ­ξο­μο­λο­γῆ­σθε τούς λογι­σμούς σας, δέν θά ἐμ­φω­λεύ­ουν οἱ δαί­μο­νες μέ­σα σας, θά φεύ­γουν. Ὅ­ταν δέν τούς ἐ­ξο­μο­λο­γῆ­σθε, ἐμ­φω­λεύ­ουν μέ­σα σας. (Ὅ­ταν) κά­νης μιά σκέ­ψη πο­νη­ρή, (καί τήν δέ­χε­σαι τό­τε) ἁ­μαρ­τά­νου­με καί τήν ἐ­πι­θυ­μί­αν τήν ἐ­κά­λε­σε μοι­χεί­αν ὁ Κύ­ριος. Γι᾽ αὐ­τό ὅ­σο μπο­ροῦ­με, ἄς δι­ώ­χνου­με τούς λο­γι­σμούς καί τίς σκέ­ψεις καί ἄς προ­σευ­χώ­μα­στε νά μᾶς στη­ρί­ζη πάν­το­τε ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ».  

 «Εὔ­χο­μαι σέ σᾶς ὑ­γεί­αν, χα­ράν καί εὐ­λο­γί­αν οὐ­ρά­νιον. (Συ­νή­θης εὐ­χή τοῦ γέ­ρον­τα Ἰ­α­κώ­βου πρός προ­σκυ­νη­τές). Ἐ­μεῖς κά­νου­με προ­σευ­χές γιά σᾶς ἐ­δῶ πέ­ρα, ἀλ­λά νά κά­νε­τε καί σεῖς. Νά προ­σέ­χε­τε τήν ψυ­χή σας. Ἔ­χου­με καί σῶ­μα, ἀλ­λά ἡ ψυ­χή εἶ­ναι ἀ­θά­να­τος. Δέν σᾶς βλέ­πω ὡς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά ὡς πνευ­μα­τι­κά τέ­κνα πού ἔρ­χε­σθε στόν ἅ­γιο Δαυ­ΐδ».

«Ὑ­πάρ­χουν πολ­λοί πει­ρα­σμοί, πολ­λοί κίν­δυνοι στόν κό­σμο, ἀλ­λά ὅ­λα δι­α­λύ­ον­ται μέ τήν Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ⋅ ὅ­ταν προ­σευ­χώ­με­θα δι­α­λύ­ον­ται ὅ­λα τά κα­κά».

«Ἕ­νας χω­ρι­κός νό­μι­ζε ὅ­τι τόν κά­να­νε μά­για καί πῆ­γε σέ ἕ­ναν μά­γο νά τά λύ­ση. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­σβη­σε τό φῶς καί τόν ρώ­τη­σε, “μή­πως ἔ­χεις πά­νω σου σταυ­ρό”. Ἀ­φοῦ τοῦ εἶ­πε “ὄ­χι”, ξε­κί­νη­σε νά τοῦ κά­νη τό “φυ­λα­χτό”. Ἀλ­λά τοῦ εἶ­πε μήν τυ­χόν καί κά­νει τόν σταυ­ρό του ἤ φω­νά­ζει κα­νέ­ναν Ἅ­γιο, ἤ τήν Πα­να­γί­α… (για­τί) δέν θά γί­νη τί­πο­τα. Αὐ­τός ὅ­μως ποῦ καί ποῦ ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό του καί μουρ­μού­ρι­ζε καμ­μιά εὐ­χή καί τα­ρασ­σό­ταν ὁ μά­γος καί τοῦ φώ­να­ζε μήν τυ­χόν κά­νη τόν σταυ­ρό του. Ἔ­γι­νε αὐ­τό τρεῖς φο­ρές καί ὁ μά­γος θυ­μω­μέ­νος τόν ἔ­δι­ω­ξε καί τοῦ εἶπε ὅ­τι δέν γί­νε­ται τί­πο­τα καί ὅ­τι φταί­ει αὐ­τός (ὁ χωρι­κός).

»Ἦρ­θε ἐ­δῶ καί μοῦ τά εἶ­πε καί τόν συμ­βού­λε­ψα νά νη­στέ­ψη, νά κά­νη Εὐ­χέ­λαι­ο στό σπί­τι του, κα­νέ­ναν Ἁ­για­σμό, καμ­μιά Λει­τουρ­γί­α. Οὔ­τε σα­τα­νι­κά θά μεί­νουν, οὔ­τε τί­πο­τα».

«Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λύ πού μέ ἀ­κοῦ­τε, ἐ­γώ ἀ­γράμ­μα­τος ἄν­θρω­πος εἶ­μαι, ἐ­σεῖς ξέ­ρε­τε καί γράμ­μα­τα μορ­φω­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι εἶ­στε, μόρ­φω­ση ἔ­χε­τε, ἀλ­λά καί ἐ­μεῖς ἔ­χου­με τόν Χρι­στό παι­δι­ό­θεν καί ὅ­ταν ἔ­χου­με τόν Χρι­στό, δέν θέ­λου­με τί­πο­τε ἄλ­λο. Ἐμεῖς ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πό Χρι­στό καί ψυ­χή καί τά γράμ­μα­τα κα­λά εἶ­ναι καί ἄλ­λα κα­λά εἶ­ναι, ἀλ­λά, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, ἐ­κεῖ­νος πού ξέ­ρει καί τά πολ­λά γράμμα­τα καί δέν τη­ρεῖ τούς νό­μους τοῦ Θε­οῦ, θά τόν δεί­ρη (ὁ Θε­ός) “δα­ρή­σε­ται πολ­λά”. Καί ἐ­μέ­να πού δέν ξέ­ρω πολ­λά, πά­λι θά μέ δεί­ρη, θά δώ­σω λό­γο τῶν πρά­ξε­ών μου».

«Ὅ­ταν σᾶς ζη­τᾶ­νε κά­τι, ζη­τι­α­νεύ­ουν, νά δί­νε­τε κά­τι. Μιά φέ­τα ψω­μί ἔ­χε­τε, μιά φέ­τα ψω­μί νά δί­νε­τε. Ὅ­ποι­ος καί νά εἶ­ναι. Ὁ ἅ­γιος Δαυ­ΐδ καί σέ Τούρ­κους ἔ­δι­νε. “Μα­κά­ριοι οἱ ἐ­λε­ή­μο­νες, ὅ­τι αὐ­τοὶ ἐ­λε­η­θή­σον­ται”».

«Με­τά τόν τά­φο ἀρ­χί­ζει ἡ νέ­α ζω­ή. Μέ­χρι τόν τά­φο ἀ­κο­λου­θοῦν τά πα­ρά­ση­μα, οἱ σταυ­ροί, οἱ δόξες, οἱ τι­μές. Ὅ­λα, παι­διά μου, προ­σω­ρι­νά εἶ­ναι. Γι᾽ αὐ­τό νά φρον­τί­ζου­με γιά τήν ψυ­χή μας, πού εἶ­ναι πρᾶγ­μα ἀ­θά­να­το».

«Νά ἔ­χω­με φι­λο­ξε­νί­α καί ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ὁ ὅ­σιος Δαυ­ΐδ ἦ­ταν πά­ρα πο­λύ ἐ­λε­ή­μων. Ξέ­νι­ζε ἀ­κό­μα καί τούς Τούρ­κους. Ἐ­γώ, δέν ἔ­κα­να τί­πο­τε. Ὁ Ἅ­γιος τά ἔ­κα­νε ὅ­λα, ὁ Ἅ­γιος τά ᾽χει φτειά­ξει ὅ­λα. Ἐ­γώ εἶ­μαι ζα­βός ἄν­θρω­πος, ἰ­δι­ό­τρο­πος…».

«Νά εἴ­μα­στε πάν­τα ἕ­τοι­μοι, δι­ό­τι δέν ξέ­ρου­με πότε θά φύ­γου­με ἀ­πό αὐ­τήν τήν ζω­ή. Νά μήν λέ­με, “Δέν πει­ρά­ζει, αὔ­ριο θά με­τα­νο­ή­σω”. Ποι­ός ξέ­ρει τό αὔ­ριο; Τό αὔ­ριο εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ. Οὔ­τε τήν ὥ­ρα ξέ­ρου­με. Ξη­με­ρώ­νει καί δέν ξέ­ρου­με ἄν θά βρα­δυά­ση. “Ἐ­πι­με­λεῖ­σθε ψυ­χῆς πράγ­μα­τος ἀ­θα­νά­του”».

«Βλέ­πε­τε, σή­με­ρα ἀρ­ρώ­στι­ες πολ­λές, κα­κά πολλά στόν κό­σμο… ὅ­λα ἐξ ἁ­μαρ­τι­ῶν τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι»

«Γιά τόν κό­πο πού κά­νε­τε νά ἔρ­θε­τε νά προσκυνή­σε­τε στόν Ἅ­γιο, παίρ­νε­τε πολ­λή εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν Ἅ­γιο».

«Νά μέ συγ­χω­ρῆ­τε, ἀ­γράμ­μα­τος ἄν­θρω­πος εἶ­μαι, δέν ξέ­ρω τί­πο­τα νά σᾶς πῶ, μό­νον πού ἔ­χω πί­στη στόν Θε­όν καί τα­πεί­νω­ση, τέ­κνα μου».

«Κά­ποι­α πλού­σια κυ­ρί­α πῆ­γε τήν Κυ­ρια­κή στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά δέν πρό­σε­χε κα­θό­λου, καί ὁ νοῦς της γύ­ρι­ζε. Ὁμολόγησε: “Γύ­ρι­ζε ὁ νοῦς μου ἀπ᾽ τήν ὥ­ρα πού μπῆ­κα στήν ἐκ­κλη­σί­α μέ­σα⋅ εἶ­χα ἕ­να σακ­κου­λά­κι καί σκε­φτό­μουν ὅ­τι εἶ­ναι κα­λό νά βά­λω τήν ζά­χα­ρη τοῦ δελ­τί­ου. Μέ τό σακ­κου­λά­κι αὐ­τό, πέ­ρα­σα ὅ­λη τήν Λει­τουρ­γί­α χω­ρίς νά κα­τα­λά­βω οὔ­τε ἕ­να γράμ­μα, τί­πο­τε, ἔ!… πῆ­ρα ἀν­τί­δω­ρο καί ση­κώ­θη­κα κι ἔ­φυ­γα”.

»Ἐ­νῶ ἡ ὑ­πη­ρέ­τριά της, πού ἦ­ταν θεί­α μου καί ἀ­πό δέ­κα χρο­νῶν δού­λευ­ε ὑ­πη­ρέ­τρια, ἀλ­λά ἦ­ταν πο­λύ εὐ­σε­βής, ἄν καί λόγῳ τῆς δουλειᾶς δέν εἶ­χε πά­ει Ἐκ­κλη­σί­α, ἤ­ξε­ρε ποιόν Ἀ­πό­στο­λο καί ποι­ό Εὐ­αγ­γέ­λιο εἶ­παν, διότι δουλεύοντας ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί πνευματικά ἦ­ταν στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

»Βλέ­πε­τε, παι­διά μου, “ὅ­που ὁ θη­σαυ­ρὸς ἡ­μῶν ἐ­κεῖ καὶ ἡ καρ­δί­α ἡ­μῶν”, λέ­ει ὁ Χρι­στός. Κα­νείς νά προ­ση­λώ­νε­ται στά Θεῖ­α, νά προ­σεύ­χε­ται».

«Εὐ­χό­με­θα καί δε­ό­με­θα, πάν­το­τε νά βά­ζη ὁ Θεός τό χέ­ρι Του καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας καί στό κρά­τος καί στόν κό­σμο, δι­ό­τι οἱ μέ­ρες εἶ­ναι πο­λύ πο­νη­ρές καί πο­λύ δύ­σκο­λα χρό­νια. Ἄς φω­τί­ζη ὁ Θε­ός ὅ­λον τόν κό­σμο. Εὐ­τυ­χῶς ὑ­πάρ­χουν καί κα­λοί Χριστια­νοί. Ἄν (πα­λαι­ά) ὑ­πῆρ­χαν οἱ δέ­κα, δέν θά κα­τα­στρέφο­νταν τά Σό­δο­μα καί τά Γό­μορ­ρα, οἱ πόλεις, ἀλ­λά δέν ὑ­πῆρ­χαν. Ἔ! τώ­ρα ὑ­πάρ­χουν ἐ­δῶ πολ­λοί Χρι­στια­νοί πι­στοί, εὐ­λα­βεῖς, κον­τά στόν Θε­ό … Βλέ­πω κα­θη­με­ρι­νῶς πλή­θη λα­οῦ περ­νᾶ­νε ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι. Τήν πε­ρα­σμέ­νη βδο­μά­δα εἶ­χαν πε­ράση ἑ­πτά πούλ­μαν. Πο­λύς κό­σμος, ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος εἶχε τόν σταυ­ρό του, ἄλ­λος εἶ­χε καρ­διά, ἄλ­λος εἶ­χε τόν καρ­κί­νο, ἄλ­λος εἶ­χε τό χέ­ρι του, ἄλ­λος εἶ­χε τό πό­δι του, ἄλ­λος εἶ­χε, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, τό κε­φά­λι του, πολ­λές ἀρ­ρώ­στι­ες στόν κό­σμο, πά­ρα πολ­λές ἀρρώστι­ες ἀλ­λά μέ τήν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, μέ τήν προ­σευ­χή μας θά τίς πε­ρά­σου­με μέ πολ­λή ὑ­πο­μο­νή. Καί ὅ­ταν βλέ­που­με τό­σα καί τό­σα θαύ­μα­τα πού κά­νει ὁ Θε­ός, πρέ­πει νά πλη­σι­ά­ζου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο κοντά στόν Θε­ό. Ἐ­γώ πού ζῶ μέ­χρι σή­με­ρα, εἶ­μαι ζων­τα­νός ἀ­πό τούς Ἁ­γί­ους, δι­ό­τι οἱ Ἅ­γιοι ἔ­χουν παρ­ρη­σί­α στόν Θε­ό, πρε­σβεύ­ουν ὅ­πως ὁ ἅ­γιος Δαυ­ΐδ, ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ρῶσ­σος, ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι τῆς Ἐκκλησί­ας μας. Τούς τι­μοῦ­με, τούς εὐ­λα­βού­με­θα γι᾽ αὐτό ἤρ­θα­τε σ᾽ αὐ­τόν τόν ἅ­γιο προ­ο­ρι­σμό καί μέ τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α πού κά­νου­με, τι­μοῦ­με τόν Θε­ό καί τούς Ἁ­γί­ους. Μοῦ ἔ­λε­γε ἕ­νας ἱ­ε­ρο­μό­να­χος, ἕ­νας εὐλα­βέ­στα­τος Γέ­ρον­τας, λέ­ει: “Πά­τερ, λέ­ει, ὅ­ταν τελῆται θεί­α Λει­τουρ­γί­α σ᾽ ἕ­ναν τό­πο, ὅ­λος ὁ κό­σμος ἐ­δῶ ἁ­γι­ά­ζε­ται, ὅ­λη ἡ πε­ρι­φέ­ρεια ἁ­γι­ά­ζε­ται ἀ­πό τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α”».  

«Προ­χθές πέ­ρα­σε πο­λύς κό­σμος. Ρω­τά­ω κάποι­ους:

      — Πη­γαί­νε­τε στήν Ἐκ­κλη­σί­α;

  • Δέν πᾶ­με…, εἶ­παν.

— Για­τί, παι­διά μου, δέν πᾶ­τε στήν Ἐκ­κλη­σί­α; Ἀπ᾽ τήν μέ­ρα πού γεν­νι­ώ­μα­στε μέ­χρι τήν μέ­ρα πού θά φύ­γου­με (ἡ ζω­ή μας) περ­νᾶ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

— Ἔ! πᾶ­με, πα­πά, τό Πά­σχα καί τά Χρι­στούγεν­να, τί θές ἄλ­λο νά σοῦ ποῦ­με;

— Μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, δέν εἶ­ναι μό­νο τό Πά­σχα καί τά Χρι­στού­γεν­να. Ὅ­ταν ὁ Χρι­στια­νός δέν πη­γαί­νει τρεῖς Κυ­ρια­κές στήν Ἐκ­κλη­σί­α χω­ρί­ζε­ται! Ἐ­κτός ἄν ὑ­πάρ­χη τό­σο με­γά­λη ἀ­νάγ­κη, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἄρ­ρω­στος, μπο­ρεῖ νά καί­γε­ται τό σπί­τι καί νά ση­κω­θῆ νά τό σβή­ση, τό­τε συγ­χω­ρεῖ ὁ Θεός…

  • Ἔ! τά Χρι­στού­γεν­να καί τό Πά­σχα πᾶ­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τί­πο­τα ἄλ­λο… Χαί­ρε­τε, χαί­ρε­τε…

»Καί τί­πο­τα ἄλ­λο δέν εἶ­πα­νε, γιά Ἐκ­κλη­σί­α νά μήν ἀ­κού­σουν. Στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­μως βρί­σκου­με τήν πα­ρη­γο­ρί­α, βρί­σκου­με τήν ὑ­γεί­α, βρί­σκου­με τήν σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς μας».

«Ὑ­πάρ­χουν πολ­λά στόν κό­σμο, ἀρ­ρώ­στι­ες, δο­κι­μα­σί­ες, θλί­ψεις, στε­να­χώ­ρι­ες καί ὅ­λα αὐ­τά πάντοτε (νά τά ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με) μέ τήν προ­σευ­χή. Ὁ Χριστός πού ἦ­ταν Θε­ός καί ἄν­θρω­πος καί πά­λι ἐ­κεῖ­νος προ­σευ­χό­τα­νε καί νή­στευ­σε καί τώ­ρα λέ­με δέν ὑ­πάρ­χει νη­στεί­α. Μά πῶς δέν ὑ­πάρ­χει νη­στεί­α; Νηστεί­α ὑ­πάρ­χει! Εἶ­ναι ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ, ἡ πρώ­τη ἐν­το­λή πού ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός ἦ­ταν ἡ νη­στεί­α… στόν Ἀ­δάμ καί στήν Εὔ­α. Καί Ἐ­κεῖ­νος ὁ Ἴ­διος ἐ­νή­στευ­σε. Ἔρ­χε­ται μιά γυ­ναῖ­κα καί μοῦ λέ­ει ὅ­τι ὁ γαμ­πρός της τῆς ἔ­λε­γε ὅ­τι οἱ κα­λό­γη­ροι νη­στεύ­ου­νε, γιά τούς κα­λο­γή­ρους εἶ­ναι αὐ­τά, δέν ὑ­πάρ­χει ἁ­μαρ­τί­α ἄν δέν νη­στεύ­ης καί ἔρ­χε­ται ἡ γυ­ναῖ­κα καί μοῦ τό εἶ­πε. Νά πῆς, λέ­ω, στόν γαμ­πρό σου ὅ­τι ὑ­πάρ­χει νη­στεί­α. Πῶς δέν ὑ­πάρ­χει; Στό Εὐ­αγ­γέ­λιο ὁ Χρι­στός μας λέ­ει, ”εἰ μὴ ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νη­στεί­ᾳ…”. Πρῶ­τα–πρῶτα ὁ Χρι­στός μας ἐ­νή­στευ­σε καί δέν ἐ­νή­στευ­σε ὅ­πως νη­στεύ­ου­με ἐ­μεῖς σή­με­ρα. Ἐ­κεῖ­νος πού ἦ­ταν Θε­ός καί ἄν­θρω­πος νή­στευ­σε σα­ράν­τα μέ­ρες καί ἐ­μεῖς σή­με­ρα νά μήν νη­στεύ­σου­με, πού (ἐ­μεῖς) νη­στεύ­ο­με γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μα­ς».

«Πρό ἡ­με­ρῶν μέ πῆ­ρε μιά γυ­ναῖ­κα ἀ­πό τήν Ἀ­θή­να τη­λέ­φω­νο καί μοῦ λέ­ει: ”Πάτερ μου, μοῦ πο­νεῖ ἡ μέ­ση μου, δέν ξέ­ρω ἄν εἶ­ναι ἀ­πό τόν πο­νη­ρό ἤ ἀ­πό τόν Θε­ό­”. Τῆς λέ­ω: ”Τέκνο μου, τώ­ρα εἴ­τε τοῦ πο­νη­ροῦ εἶ­ναι, εἴ­τε ὁ Θε­ός ἐ­πι­τρέ­πει, νά κά­νης ὑπομο­νή ὅ­πως ὁ Ἰ­ώβ. Εἶ­δες ὁ Ἰ­ώβ τί ὑ­πό­μει­νε; Ἔ! παι­δί μου, κοί­τα­ξε. Ὅ­σο ἄρ­ρω­στος καί νά εἶ­ναι κα­νείς, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, καί νά νευ­ριά­σης καί νά πῆς ὤχ! τί ἔ­πα­θα, μά για­τί παίρ­νω τά φάρ­μα­κα καί θά πά­ω νά σκο­τω­θῶ, τί­πο­τα δέν κά­νεις, χει­ρό­τε­ρα γί­νεσαι…”. Μέ τήν ἠ­ρε­μί­α, μέ τήν πρα­ό­τη­τα, μέ τήν προ­σευ­χή ἰ­δι­αι­τέ­ρως, θά σέ βο­η­θή­ση ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ».

Β. ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ   ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ  4
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 98-106
Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις