Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Μαρτυρίες: α΄. Σκι­α­γρα­φί­α τοῦ Γέ­ρον­τα α’

α΄. Σκι­α­γρα­φί­α τοῦ Γέ­ρον­τα

      Μαρ­τυ­ρί­α κυ­ρί­ας Μα­ρί­ας Φού­κα–Ρουμ­πά­νη: «Με­γά­λη συγ­κί­νη­ση μέ κα­τέ­χει, για­τί σή­με­ρα  στήν γι­ορ­τή τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ γέ­ρον­τά μου Ἰ­α­κώ­βου Τσα­λί­κη, θά ἤ­θε­λα νά δώ­σω τήν δι­κή μου προ­σω­πι­κή κα­τά­θε­ση καί μαρ­τυ­ρί­α γι᾽ αὐ­τόν τόν σε­πτό λευ­ΐ­τη τοῦ Χρι­στοῦ.

»Ἄν καί ἦ­ταν Ἡ­γού­με­νος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς τοῦ Ὁ­σί­ου Δαυ­ΐδ, ἦ­ταν ὅ­μως τό­σο ἁ­πλός! Εἶ­χε μί­α πολύ με­γά­λη καρ­δι­ά πού τό ἕ­να κομ­μά­τι ἦ­ταν δο­σμέ­νο ἐ­θε­λού­σι­α στόν Θε­ό καί τό ἄλ­λο δο­σμέ­νο στόν ἄν­θρω­πο. Εἶ­χε με­γά­λη ἀ­γά­πη γι­ά ὅ­λο τόν κό­σμο, ὥ­στε συμ­πο­νοῦ­σε ὅ­λους καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τούς πο­νε­μέ­νους.

»Ὑ­πῆρ­ξε ἡ προ­σω­πο­ποί­η­ση τῆς ἀ­γά­πης, ἡ εἰ­κό­να τῆς πρα­ό­τη­τος, τό κή­ρυγ­μα τῆς κα­λω­σύ­νης, τό ζων­τα­νό­τε­ρο δί­δαγ­μα τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ σύγ­χρο­νου κλη­ρι­κοῦ. Δέν κρα­τοῦ­σε πο­τέ καί τί­πο­τα γι­ά τόν ἑ­αυ­τό του, ὅ­λα τά μοί­ρα­ζε στούς ἄλ­λους. Ὁ­λο­πρό­θυ­μα εἶ­χε ἀ­να­λω­θῆ στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ πλη­σί­ον του, χω­ρίς πο­τέ νά τόν νοι­ά­ζη ποι­ός ἦ­ταν αὐ­τός ὁ πλη­σί­ον. Οἱ ἀ­πό­κλη­ροι τῆς ζω­ῆς, οἱ κατα­φρο­νε­μέ­νοι κι οἱ κου­ρα­σμέ­νοι, οἱ δι­ψα­σμέ­νοι κι οἱ πει­να­σμέ­νοι γι­ά πί­στη καί ἀ­ρε­τή, σέ ἐ­κεῖ­νον κα­τέ­φευ­γαν γι­ά νά κα­τευ­θύ­νη τά πό­δι­α τους σέ δρό­μους εἰ­ρή­νης. Γέ­μι­ζε τόν μέ­σα τους κό­σμο μέ χα­ρά καί μέ φῶς, μέ ἀ­γαλ­λί­α­ση χρι­στι­α­νι­κή καί ἀν­θρώ­πι­νη, τούς κα­τα­πρά­ϋ­νε μέ τό παι­δι­ά­στι­κο χαμό­γε­λό του τά δο­λε­ρά πά­θη πού εἶ­χαν μέ­σα τους καί τούς ἀ­νέ­βα­ζε ”εἰς τὸ ὄ­ρος Κυ­ρί­ου, ὡς ἀ­θῶ­ος χερ­σὶν καὶ κα­θα­ρὸς τῇ καρ­δί­ᾳ, ὡς πο­ρευ­ό­με­νος ἄ­μω­μος καὶ ἐρ­γα­ζό­με­νος δι­και­ο­σύ­νην, ὡς λα­λῶν ἀ­λή­θει­αν ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ αὐ­τοῦ­”, ”ὃς οὐκ ἐ­δό­λω­σεν ἐν τῇ γλώσ­σῃ αὐ­τοῦ, οὐ­δὲ ἐ­ποί­η­σεν τῷ πλη­σί­ον αὐ­τοῦ κα­κὸν καὶ ὀ­νει­δι­σμὸν οὐκ ἔ­λα­βεν ἐ­πὶ τοῖς ἔγ­γι­στα αὐ­τοῦ· καὶ δῶ­ρα ἐ­π᾽ ἀ­θώ­οις οὐκ ἔ­λα­βε­ν”. Ἀ­νύ­ψω­νε τό φτω­χό λευ­ϊ­τι­κό του λει­τούρ­γη­μα ἀ­πό τήν νε­ό­τη­τά του ἀ­κό­μη σέ Ἀ­πο­στο­λή, σέ κα­νό­να βί­ου, σέ ἔρ­γο ζω­ῆς. Ἦ­ταν ἕ­νας πραγ­μα­τι­κά Ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος τοῦ αἰ­ῶ­να μας πού βά­δι­ζε πά­νω στά χνά­ρι­α τοῦ Πρω­το­α­πο­στό­λου τῶν Ἐ­θνῶν. Δέν ἦ­ταν ἕ­νας συ­νη­θι­σμέ­νος κληρι­κός. Ἦ­ταν ἡ ἴ­δι­α ἡ Ἀ­ρε­τή, βα­πτι­σμέ­νη στά νά­μα­τα τῆς Ἀ­γά­πης.

»Αὐ­τή ἡ ἀ­γά­πη ἔ­γι­νε μέ­σα στόν Γέ­ρον­τα πλα­στουρ­γός δύ­να­μη καί τόν φώ­τι­σε. Ὁ Γέ­ρον­τας ἀγαποῦ­σε χω­ρίς ἰ­δι­ο­τέ­λει­α, χω­ρίς ὑ­πο­νο­ού­με­να, χω­ρίς ὑ­πο­λο­γι­σμούς, χω­ρίς κρα­τού­με­να. Ἀ­γα­ποῦ­σε ἁπλά, τα­πει­νά, ἀ­πέ­ραν­τα, ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους, καί τούς ἐ­χθρούς του ἀ­κό­μη. Ἂν καί ἐ­χθρούς, ὅ­σο ἐ­ξαρ­τι­ό­ταν ἀ­πό αὐ­τόν, δέν εἶ­χε ὁ Γέ­ρον­τας. Εἶ­χε γεννη­θῆ καί ζοῦ­σε, χω­ρίς ὑ­περ­βο­λή, γι­ά ν᾽ ἀ­γα­πᾶ.

»Καί αὐ­τό ἦ­ταν τό με­γά­λο του μυ­στι­κό πού τόν ἀ­νε­βά­ζει στίς ψυ­χές μας καί τόν ξε­χω­ρί­ζει ἀ­νά­με­σά μας. Ἦ­ταν κα­τώ­τε­ρος ἴ­σως στήν μόρ­φω­ση, στήν γνώ­ση, ὅ­μως μᾶς ξε­περ­νοῦ­σε ὅ­λους στήν ἀ­γά­πη. Ἦ­ταν ὁ Ἅ­γιος δρο­μεύς τῆς ἀ­γά­πης. Ἦ­ταν τό­σοι πολ­λοί οἱ πο­νε­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι πού κα­θη­με­ρι­νά ζη­τοῦ­σαν τήν βο­ή­θειά του καί ἐ­κεῖ­νος ἔ­τρε­χε νά τούς προ­λά­βη ὅ­λους.    

»Χαι­ρε­τοῦ­σε ὅ­λους τούς προ­σκυ­νη­τές τῆς Ἱ­ε­ρᾶς

Μο­νῆς μέ γλυ­κύ­τη­τα καί χά­ρη. Ἔ­τρε­χαν μέ λα­χτά­ρα καί οἱ με­γά­λοι καί τά παι­διά κον­τά του, γι­ά ν᾽ ἀ­κού­σουν ἕ­να λό­γο ἀ­γά­πης καί νά πά­ρουν δύ­να­μη καί χα­ρά, για­τί τόν αἰ­σθά­νον­ταν πα­τέ­ρα, ἀ­δελ­φό καί προ­στά­τη, γε­μᾶ­τον ἀ­πό συμ­πό­νοι­α καί κα­λω­σύ­νη. Κι αὐ­τός τούς εὐ­λο­γοῦ­σε ὅ­λους, μέ τήν χα­ρά ζω­γρα­φι­σμέ­νη στό πρό­σω­πό του. Εἶ­χε γι­ά τόν κα­θέ­να μί­αν ἀ­πό­κρι­ση ἤ ἕ­να λό­γο πα­ρα­κλή­σε­ως. Ἐ­πρό­σε­χε τόν ξέ­νο μέ τόν ἴ­διο αὐ­θορ­μη­τι­σμό πού ἐ­πρό­σε­χε τόν γνώ­ρι­μο. Τί ἀν­θρώ­πι­νος πού ἦ­ταν μέσα στήν ἀ­γά­πη του! Φρόν­τι­ζε, ὅ­μως, νά κρύ­βη μέ κά­θε ἐ­πι­μέ­λεια τίς ἀ­ρε­τές του, γι᾽ αὐ­τό ἀ­πέ­φευ­γε μέ κά­θε τρό­πο ὁ­ποι­α­δή­πο­τε προ­βο­λή του πρός τόν ἔ­ξω κό­σμο, ἀλ­λά καί πρός τούς ἀν­θρώ­πους γύ­ρω του. Προ­τι­μοῦ­σε νά κρύ­βη τίς ἐμ­πει­ρί­ες του. Σέ μᾶς, τά πνευ­μα­τι­κά του παι­διά, ἄ­νοι­γε τήν καρ­διά του σέ πο­λύ ἐ­ξαι­ρε­τι­κές πε­ρι­πτώ­σεις καί κυ­ρί­ως μέ­σα στό Μυ­στή­ριο τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως. Ὅ­σο ὅ­μως καί ἐ­άν ὁ ἴ­διος κρυ­βό­ταν, οἱ πλού­σιοι καρ­ποί τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ του ἀ­να­στή­μα­τος ἦ­σαν φα­νε­ροί καί ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τοι. Πολ­λές φο­ρές, ἦ­ταν ἐμ­φα­νής ἡ θε­ϊ­κή ἐ­πί­δρα­ση στήν μορ­φή του. Για­τί ὁ Γέ­ρον­τας ἦ­ταν Θε­ό­πτης (εἶ­χα τήν εὐ­λο­γί­α νά μοῦ ἀ­να­φέ­ρη κά­ποι­ες ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στες ἐμ­πει­ρί­ες του). Ἀν­τί­κρυ­ζε, μι­λοῦ­σε, ζοῦσε, αἰ­σθα­νό­ταν τόν Θε­ό τό­σο κον­τά του, μέ­σα του! Πύ­ρω­νε Ἐ­κεῖ­νος τό εἶ­ναι του, θέρ­μαι­νε τήν ὕ­παρ­ξή του μέ τήν Θεί­α φλό­γα πού ἀ­να­ζη­τᾶ πάν­τα νά φω­τί­ζη καί νά ὁ­δη­γῆ τίς ψυ­χές μας.

»Εἶ­χε ”τήν ἄ­νω­θεν γνῶ­σι­ν”. Ἀ­πήγ­γει­λε ἄ­ψο­γα τά κεί­με­να τῆς Θεί­ας Λα­τρεί­ας, πα­ρ᾽ ὅ­λο πού ἦταν γραμ­μέ­να στήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα. Χαίρον­­ταν ὅ­λοι νά τόν ἀ­κοῦν. Μά­λι­στα, ὁ ἴ­δι­ος δι­η­γεῖ­το ὅ­τι, ὅ­ταν ὁ πει­ρα­σμός κά­πο­τε τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε καί τοῦ εἶ­πε ­”τί ὡ­ραῖα πού ἔ­ψα­λλες Ἰ­ά­κω­βε”» (προφα­νῶς γι­ά νά τοῦ δη­μι­ουρ­γή­ση ἔ­παρ­ση), ὁ Γέ­ρον­τας μέ τα­πεί­νω­ση εἶ­πε: ­”Κι ἂν τό ἔ­ψαλ­λα κα­λά, γι­ά νά δεί­ξω τήν ἀ­γά­πη μου στόν Χρι­στό τό ἔ­ψα­λλα!”. Ἦ­ταν τό­σο τα­πει­νός, εἶ­χε γί­νει κα­τοι­κη­τή­ρι­ο τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Εἶ­χε ζων­τα­νή τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μέ­σα του καί γι᾽ αὐ­τό βο­η­θοῦ­σε πνευ­μα­τι­κά τούς ἄλ­λους.

»Τό­νι­ζε τήν με­γά­λη ἀ­ξί­α πού ἔ­χει γι­ά τήν σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ἡ προ­σευ­χή. ”Καμ­μί­α προσευ­χή δέν πά­ει χα­μέ­νη­”, ἔ­λε­γε. ­”Ὅλες οἱ προ­σευ­χές εἶ­ναι ἅ­γι­ες, ἀλ­λά ἡ νο­ε­ρά προ­σευ­χή εἶ­ναι ἡ σπου­δαι­ό­τε­ρη ἀ­π᾽ ὅ­λες. Κύ­ρι­ε, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με. Ἀ­πό αὐ­τή τήν μι­κρή, ἀλ­λά παν­το­δύ­να­μη προ­σευ­χή ξε­κί­νη­σαν ὅ­λοι οἱ ἅ­γιοι πα­τέ­ρες. Νά λέ­γης, παι­δί μου, τήν εὐ­χή αὐ­τή συ­νέ­χεια ἡ­μέ­ρα καί νύ­κτα. Ἡ εὐ­χή θά τά φέ­ρη ὅ­λα. Ἡ εὐ­χή πε­ρι­έ­χει τά πάν­τα. Αἴ­τη­ση, πα­ρά­κλη­ση, πί­στη, ὁ­μο­λο­γί­α, θε­ο­λο­γί­α κ.λ.π. Ἡ εὐ­χή νά λέ­γε­ται συ­νε­χῶς. Ἡ εὐ­χή θά φέ­ρη τήν εἰ­ρή­νη, τήν γλυ­κύ­τη­τα, τήν χα­ρά καί τά δά­κρυ­α. Ἡ εἰ­ρή­νη καί ἡ γλυ­κύ­τη­τα θά φέ­ρουν πε­ρισ­σό­τε­ρη εὐ­χή καί ἡ εὐ­χή θά φέ­ρη με­τά πε­ρισ­σό­τε­ρη γλυ­κύ­τη­τα καί εἰ­ρή­νη. Πρῶ­τα θά βρῆς μέ τήν εὐ­χή γλυ­κύ­τη­τα, εἰ­ρή­νη καί χα­ρά καί με­τά ἐφ᾽­ ὅ­σον θέ­λει ὁ Θε­ός, μπο­ρεῖ νά ζή­σης κι ἄλ­λες κα­τα­στά­σεις Χά­ρι­τος. Νά ξέ­ρης, παι­δί μου, ὅ­τι ὅ­που εἶ­ναι τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, εὑ­ρί­σκε­ται ἡ Χά­ρι­ς”.

»Ὅ­ταν κά­ποι­α γνω­στή μου πα­ρα­κά­λε­σε τόν π.Ἰ­ά­κω­βο νά προ­σευ­χη­θῆ γι­ά κά­ποι­ο σο­βα­ρό πρόβλη­­μα πού ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε, ὁ Γέ­ρον­τας τῆς εἶ­πε ὅ­τι δέν φθά­νει μό­νο ἡ δι­κή του προ­σευ­χή, ἀλ­λά πρέ­πει νά προ­σεύ­χε­ται καί ἐ­κεί­νη. Δι­α­φο­ρε­τι­κά, δέν θά τήν βο­η­θή­ση ὁ Θε­ός. Ὁ Θε­ός ”ἀκούει” τίς δε­ή­σεις τῶν Γε­ρόν­των, ἀλ­λά πε­ρι­μέ­νει καί τήν κα­λή προ­αί­ρε­ση καί προ­σευ­χή τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων. Τό­τε μό­νον θά ἐ­νερ­γή­ση ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ. Τό­τε θά γί­νη καί τό θαῦ­μα!

»Ὅ­λη ἡ ζω­ή τοῦ γέ­ρον­τος Ἰ­α­κώ­βου ἦ­ταν μί­α  δι­αρ­κής προ­σευ­χή. Θυ­μᾶ­μαι, ὅ­ταν πή­γαι­να στό μονα­στή­ρι τοῦ Ὁ­σί­ου Δαυ­ΐδ, τόν ἔ­βλε­πα συ­νε­χῶς μέ τό κομ­πο­σχοί­νι νά προ­σεύ­χε­ται. Ὅ­ση ὥ­ρα μοῦ μι­λοῦ­σε, προ­σευ­χό­ταν μέ τό κομ­πο­σχοι­νά­κι του.

»Ὅ­σες φο­ρές πή­γαι­να στό Μο­να­στή­ρι, τόν ἔβλε­πα πρῶ­τον ἀ­π᾽ ὅ­λους τό πρωΐ νά προ­σέρ­χε­ται στόν να­ό. Κά­ποι­οι ἄν­θρω­ποι πού εἶ­χαν κα­θα­ρή καρ­διά, εἶ­δαν τόν π. Ἰ­ά­κω­βο κα­τά τήν ὥ­ρα τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας νά ὑ­πε­ρί­πτα­ται τοῦ ἐ­δά­φους καί νά συλ­λει­τουρ­γῆ μέ Ἁ­γί­ους καί Ἀγ­γέ­λους.           

»Ὅ­ταν δέν λει­τουρ­γοῦ­σε ὁ ἴ­διος, κα­τά τήν ὥρα τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, τόν ἔ­βλε­πα νά εἶ­ναι γο­να­τι­στός μπρο­στά στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη, νά κά­νη συ­νεχῶς με­τά­νοι­ες καί νά προ­σεύ­χε­ται με­τά δα­κρύ­ων μέ τό κομ­πο­σχοί­νι του. Τήν ὥ­ρα μά­λι­στα πού ἔ­βγαιναν τά Ἅ­για (στήν Με­γά­λη Εἴ­σο­δο), τόν ἔ­βλε­πα νά εἶ­ναι γο­να­τι­στός μπρού­μυ­τα μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ (τοῦ Τέμπλου). Αὐ­τή ἡ εἰ­κό­να ἔ­χει χα­ρα­κτῆ βα­θειά μέ­σα στήν ψυ­χή μου καί μέ συγ­κλο­νί­ζει κά­θε φο­ρά πού τή θυ­μᾶ­μαι. Σκέφτο­μαι πό­σο αἰ­σθα­νό­ταν καί ζοῦ­σε τήν ἱ­ε­ρό­τη­τα τῆς στιγ­μῆς! Ὅ­ταν ὅ­μως λει­τουρ­γοῦ­σε ὁ ἴ­διος ὁ Γέ­ρον­τας, ὁ­μο­λο­γοῦ­σε ὅ­τι τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη πού ἑ­τοι­μα­ζό­ταν νά βγῆ, ὅ­λο τό Ἱ­ε­ρό εἶ­χε γε­μί­σει ἀ­πό Ἀγ­γέ­λους, πού φτε­ρού­γι­ζαν καί ὁ Γέ­ρον­τας τούς ἔ­λε­γε: ”Κάντε τό­πο νά πε­ρά­σω!”. Ὁ ἴ­διος στε­κό­ταν ἐμ­πρός στό Ἅ­γιο Θυ­σι­αστήριο με­τά φό­βου καί τρό­μου! Τήν ὥ­ρα πού προ­σκό­μι­ζε, ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἔ­λε­γε ὁ ἴ­διος ὁ Γέ­ρον­τας, ἔ­βλε­πε τίς ψυ­χές πού περ­νοῦ­σαν ἀ­πό μπρο­στά του καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νά τίς μνη­μο­νεύ­ση. Μέ αὐ­τό, τό­νι­ζε ὁ ἅ­γιος Γέ­ρον­τας τήν ἀ­ξί­α πού ἔ­χει νά μνη­μο­νεύ­ε­ται ἕ­νας ἄν­θρω­πος στήν Ἁ­γί­α Πρόθε­ση. Τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη, Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου παίρ­νει τήν μνη­μό­νευ­ση αὐ­τή καί τήν πη­γαί­νει ὡς προ­σευ­χή γι᾽ αὐ­τούς πού μνη­μο­νεύ­θη­καν στήν Ἁ­γί­α Πρό­θε­ση μπρο­στά στόν ἴ­διο τόν Χρι­στό. Τό με­γά­λο ὅ­μως θαῦ­μα πού ἔ­ζη­σε ὁ Γέ­ρον­τας καί τό κα­τέ­γρα­ψε μά­λι­στα σ᾽ ἕ­να τε­τρά­διό του, μέ ἡ­με­ρο­μη­νί­α 22–11–1975, ἦ­ταν ὅ­τι τό πρωΐ ἐ­κεί­νης τῆς ἡ­μέ­ρας, στήν Ἁγί­α Προ­σκο­μι­δή με­τά τήν μνη­μό­νευ­ση καί τήν ὥ­ρα πού πῆ­γε νά κα­λύ­ψη τά Ἅ­για Δῶ­ρα εἶ­δε ἕ­να κομ­μά­τι αἷ­μα στε­γνό πού τό ἄγ­γι­ξε καί στό δά­κτυ­λό του ἐ­πά­νω ἔ­μει­νε τό αἷ­μα. Καί ὁ Γέ­ρον­τας προ­σκύ­νη­σε, δι­ό­τι πί­στευ­ε ὅ­τι εἶ­ναι ὁ ἴδιος ὁ Θε­ός πα­ρών!

»Ἐ­πί­σης ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο εἶ­ναι ὅ­τι τήν ὥ­ρα πού κοι­νω­νοῦ­σε τούς ἀν­θρώ­πους, ὅ­ταν καμ­μι­ά φο­ρά ὁ λο­γι­σμός του τοῦ ἔ­λε­γε νά κοιτά­ξη τά πρό­σω­πα τῶν ἀν­θρώ­πων πού πή­γαι­ναν νά κοι­νω­νή­σουν, ἔ­βλε­πε αὐ­τούς πού πή­γαι­ναν ἀ­νά­ξι­α νά κοι­νω­νή­σουν νά ἔ­χουν πρό­σω­πα δι­α­φό­ρων ζώ­ων, ἐ­νῶ τά πρό­σω­πα αὐ­τῶν πού κοι­νω­νοῦ­σαν καί ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι πνευ­μα­τι­κά, νά λάμ­πουν σάν τόν ἥ­λι­ο! Γι᾽ αὐ­τό τό­νι­ζε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη ἡ συ­χνή θεί­α Ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Πρέπει ἡ ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που νά εἶ­ναι κα­θα­ρή, δι­α­φο­ρε­τι­κά δέν ὠ­φε­λεῖ­ται ἀ­πό τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α.

Γ. ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ   ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ  4
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 119-125
Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις