
α΄. Σκιαγραφία τοῦ Γέροντα
Μαρτυρία κυρίας Μαρίας Φούκα–Ρουμπάνη: «Μεγάλη συγκίνηση μέ κατέχει, γιατί σήμερα στήν γιορτή τοῦ μακαριστοῦ γέροντά μου Ἰακώβου Τσαλίκη, θά ἤθελα νά δώσω τήν δική μου προσωπική κατάθεση καί μαρτυρία γι᾽ αὐτόν τόν σεπτό λευΐτη τοῦ Χριστοῦ.
»Ἄν καί ἦταν Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ, ἦταν ὅμως τόσο ἁπλός! Εἶχε μία πολύ μεγάλη καρδιά πού τό ἕνα κομμάτι ἦταν δοσμένο ἐθελούσια στόν Θεό καί τό ἄλλο δοσμένο στόν ἄνθρωπο. Εἶχε μεγάλη ἀγάπη γιά ὅλο τόν κόσμο, ὥστε συμπονοῦσε ὅλους καί ἰδιαίτερα τούς πονεμένους.
»Ὑπῆρξε ἡ προσωποποίηση τῆς ἀγάπης, ἡ εἰκόνα τῆς πραότητος, τό κήρυγμα τῆς καλωσύνης, τό ζωντανότερο δίδαγμα τῆς ἀληθινῆς ἀποστολῆς τοῦ σύγχρονου κληρικοῦ. Δέν κρατοῦσε ποτέ καί τίποτα γιά τόν ἑαυτό του, ὅλα τά μοίραζε στούς ἄλλους. Ὁλοπρόθυμα εἶχε ἀναλωθῆ στήν ὑπηρεσία τοῦ πλησίον του, χωρίς ποτέ νά τόν νοιάζη ποιός ἦταν αὐτός ὁ πλησίον. Οἱ ἀπόκληροι τῆς ζωῆς, οἱ καταφρονεμένοι κι οἱ κουρασμένοι, οἱ διψασμένοι κι οἱ πεινασμένοι γιά πίστη καί ἀρετή, σέ ἐκεῖνον κατέφευγαν γιά νά κατευθύνη τά πόδια τους σέ δρόμους εἰρήνης. Γέμιζε τόν μέσα τους κόσμο μέ χαρά καί μέ φῶς, μέ ἀγαλλίαση χριστιανική καί ἀνθρώπινη, τούς καταπράϋνε μέ τό παιδιάστικο χαμόγελό του τά δολερά πάθη πού εἶχαν μέσα τους καί τούς ἀνέβαζε ”εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, ὡς ἀθῶος χερσὶν καὶ καθαρὸς τῇ καρδίᾳ, ὡς πορευόμενος ἄμωμος καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην, ὡς λαλῶν ἀλήθειαν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ”, ”ὃς οὐκ ἐδόλωσεν ἐν τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ, οὐδὲ ἐποίησεν τῷ πλησίον αὐτοῦ κακὸν καὶ ὀνειδισμὸν οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ τοῖς ἔγγιστα αὐτοῦ· καὶ δῶρα ἐπ᾽ ἀθώοις οὐκ ἔλαβεν”. Ἀνύψωνε τό φτωχό λευϊτικό του λειτούργημα ἀπό τήν νεότητά του ἀκόμη σέ Ἀποστολή, σέ κανόνα βίου, σέ ἔργο ζωῆς. Ἦταν ἕνας πραγματικά Ἱεραπόστολος τοῦ αἰῶνα μας πού βάδιζε πάνω στά χνάρια τοῦ Πρωτοαποστόλου τῶν Ἐθνῶν. Δέν ἦταν ἕνας συνηθισμένος κληρικός. Ἦταν ἡ ἴδια ἡ Ἀρετή, βαπτισμένη στά νάματα τῆς Ἀγάπης.
»Αὐτή ἡ ἀγάπη ἔγινε μέσα στόν Γέροντα πλαστουργός δύναμη καί τόν φώτισε. Ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε χωρίς ἰδιοτέλεια, χωρίς ὑπονοούμενα, χωρίς ὑπολογισμούς, χωρίς κρατούμενα. Ἀγαποῦσε ἁπλά, ταπεινά, ἀπέραντα, ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί τούς ἐχθρούς του ἀκόμη. Ἂν καί ἐχθρούς, ὅσο ἐξαρτιόταν ἀπό αὐτόν, δέν εἶχε ὁ Γέροντας. Εἶχε γεννηθῆ καί ζοῦσε, χωρίς ὑπερβολή, γιά ν᾽ ἀγαπᾶ.
»Καί αὐτό ἦταν τό μεγάλο του μυστικό πού τόν ἀνεβάζει στίς ψυχές μας καί τόν ξεχωρίζει ἀνάμεσά μας. Ἦταν κατώτερος ἴσως στήν μόρφωση, στήν γνώση, ὅμως μᾶς ξεπερνοῦσε ὅλους στήν ἀγάπη. Ἦταν ὁ Ἅγιος δρομεύς τῆς ἀγάπης. Ἦταν τόσοι πολλοί οἱ πονεμένοι ἄνθρωποι πού καθημερινά ζητοῦσαν τήν βοήθειά του καί ἐκεῖνος ἔτρεχε νά τούς προλάβη ὅλους.
»Χαιρετοῦσε ὅλους τούς προσκυνητές τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς μέ γλυκύτητα καί χάρη. Ἔτρεχαν μέ λαχτάρα καί οἱ μεγάλοι καί τά παιδιά κοντά του, γιά ν᾽ ἀκούσουν ἕνα λόγο ἀγάπης καί νά πάρουν δύναμη καί χαρά, γιατί τόν αἰσθάνονταν πατέρα, ἀδελφό καί προστάτη, γεμᾶτον ἀπό συμπόνοια καί καλωσύνη. Κι αὐτός τούς εὐλογοῦσε ὅλους, μέ τήν χαρά ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του. Εἶχε γιά τόν καθένα μίαν ἀπόκριση ἤ ἕνα λόγο παρακλήσεως. Ἐπρόσεχε τόν ξένο μέ τόν ἴδιο αὐθορμητισμό πού ἐπρόσεχε τόν γνώριμο. Τί ἀνθρώπινος πού ἦταν μέσα στήν ἀγάπη του! Φρόντιζε, ὅμως, νά κρύβη μέ κάθε ἐπιμέλεια τίς ἀρετές του, γι᾽ αὐτό ἀπέφευγε μέ κάθε τρόπο ὁποιαδήποτε προβολή του πρός τόν ἔξω κόσμο, ἀλλά καί πρός τούς ἀνθρώπους γύρω του. Προτιμοῦσε νά κρύβη τίς ἐμπειρίες του. Σέ μᾶς, τά πνευματικά του παιδιά, ἄνοιγε τήν καρδιά του σέ πολύ ἐξαιρετικές περιπτώσεις καί κυρίως μέσα στό Μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Ὅσο ὅμως καί ἐάν ὁ ἴδιος κρυβόταν, οἱ πλούσιοι καρποί τοῦ πνευματικοῦ του ἀναστήματος ἦσαν φανεροί καί ἀδιαμφισβήτητοι. Πολλές φορές, ἦταν ἐμφανής ἡ θεϊκή ἐπίδραση στήν μορφή του. Γιατί ὁ Γέροντας ἦταν Θεόπτης (εἶχα τήν εὐλογία νά μοῦ ἀναφέρη κάποιες ἀξιοθαύμαστες ἐμπειρίες του). Ἀντίκρυζε, μιλοῦσε, ζοῦσε, αἰσθανόταν τόν Θεό τόσο κοντά του, μέσα του! Πύρωνε Ἐκεῖνος τό εἶναι του, θέρμαινε τήν ὕπαρξή του μέ τήν Θεία φλόγα πού ἀναζητᾶ πάντα νά φωτίζη καί νά ὁδηγῆ τίς ψυχές μας.
»Εἶχε ”τήν ἄνωθεν γνῶσιν”. Ἀπήγγειλε ἄψογα τά κείμενα τῆς Θείας Λατρείας, παρ᾽ ὅλο πού ἦταν γραμμένα στήν ἀρχαία Ἑλληνική γλῶσσα. Χαίρονταν ὅλοι νά τόν ἀκοῦν. Μάλιστα, ὁ ἴδιος διηγεῖτο ὅτι, ὅταν ὁ πειρασμός κάποτε τοῦ παρουσιάστηκε καί τοῦ εἶπε ”τί ὡραῖα πού ἔψαλλες Ἰάκωβε”» (προφανῶς γιά νά τοῦ δημιουργήση ἔπαρση), ὁ Γέροντας μέ ταπείνωση εἶπε: ”Κι ἂν τό ἔψαλλα καλά, γιά νά δείξω τήν ἀγάπη μου στόν Χριστό τό ἔψαλλα!”. Ἦταν τόσο ταπεινός, εἶχε γίνει κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶχε ζωντανή τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα του καί γι᾽ αὐτό βοηθοῦσε πνευματικά τούς ἄλλους.
»Τόνιζε τήν μεγάλη ἀξία πού ἔχει γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἡ προσευχή. ”Καμμία προσευχή δέν πάει χαμένη”, ἔλεγε. ”Ὅλες οἱ προσευχές εἶναι ἅγιες, ἀλλά ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἡ σπουδαιότερη ἀπ᾽ ὅλες. Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Ἀπό αὐτή τήν μικρή, ἀλλά παντοδύναμη προσευχή ξεκίνησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι πατέρες. Νά λέγης, παιδί μου, τήν εὐχή αὐτή συνέχεια ἡμέρα καί νύκτα. Ἡ εὐχή θά τά φέρη ὅλα. Ἡ εὐχή περιέχει τά πάντα. Αἴτηση, παράκληση, πίστη, ὁμολογία, θεολογία κ.λ.π. Ἡ εὐχή νά λέγεται συνεχῶς. Ἡ εὐχή θά φέρη τήν εἰρήνη, τήν γλυκύτητα, τήν χαρά καί τά δάκρυα. Ἡ εἰρήνη καί ἡ γλυκύτητα θά φέρουν περισσότερη εὐχή καί ἡ εὐχή θά φέρη μετά περισσότερη γλυκύτητα καί εἰρήνη. Πρῶτα θά βρῆς μέ τήν εὐχή γλυκύτητα, εἰρήνη καί χαρά καί μετά ἐφ᾽ ὅσον θέλει ὁ Θεός, μπορεῖ νά ζήσης κι ἄλλες καταστάσεις Χάριτος. Νά ξέρης, παιδί μου, ὅτι ὅπου εἶναι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, εὑρίσκεται ἡ Χάρις”.
»Ὅταν κάποια γνωστή μου παρακάλεσε τόν π.Ἰάκωβο νά προσευχηθῆ γιά κάποιο σοβαρό πρόβλημα πού ἀντιμετώπιζε, ὁ Γέροντας τῆς εἶπε ὅτι δέν φθάνει μόνο ἡ δική του προσευχή, ἀλλά πρέπει νά προσεύχεται καί ἐκείνη. Διαφορετικά, δέν θά τήν βοηθήση ὁ Θεός. Ὁ Θεός ”ἀκούει” τίς δεήσεις τῶν Γερόντων, ἀλλά περιμένει καί τήν καλή προαίρεση καί προσευχή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Τότε μόνον θά ἐνεργήση ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Τότε θά γίνη καί τό θαῦμα!
»Ὅλη ἡ ζωή τοῦ γέροντος Ἰακώβου ἦταν μία διαρκής προσευχή. Θυμᾶμαι, ὅταν πήγαινα στό μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ, τόν ἔβλεπα συνεχῶς μέ τό κομποσχοίνι νά προσεύχεται. Ὅση ὥρα μοῦ μιλοῦσε, προσευχόταν μέ τό κομποσχοινάκι του.
»Ὅσες φορές πήγαινα στό Μοναστήρι, τόν ἔβλεπα πρῶτον ἀπ᾽ ὅλους τό πρωΐ νά προσέρχεται στόν ναό. Κάποιοι ἄνθρωποι πού εἶχαν καθαρή καρδιά, εἶδαν τόν π. Ἰάκωβο κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας νά ὑπερίπταται τοῦ ἐδάφους καί νά συλλειτουργῆ μέ Ἁγίους καί Ἀγγέλους.
»Ὅταν δέν λειτουργοῦσε ὁ ἴδιος, κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, τόν ἔβλεπα νά εἶναι γονατιστός μπροστά στήν Ὡραία Πύλη, νά κάνη συνεχῶς μετάνοιες καί νά προσεύχεται μετά δακρύων μέ τό κομποσχοίνι του. Τήν ὥρα μάλιστα πού ἔβγαιναν τά Ἅγια (στήν Μεγάλη Εἴσοδο), τόν ἔβλεπα νά εἶναι γονατιστός μπρούμυτα μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ (τοῦ Τέμπλου). Αὐτή ἡ εἰκόνα ἔχει χαρακτῆ βαθειά μέσα στήν ψυχή μου καί μέ συγκλονίζει κάθε φορά πού τή θυμᾶμαι. Σκέφτομαι πόσο αἰσθανόταν καί ζοῦσε τήν ἱερότητα τῆς στιγμῆς! Ὅταν ὅμως λειτουργοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, ὁμολογοῦσε ὅτι τήν ὥρα ἐκείνη πού ἑτοιμαζόταν νά βγῆ, ὅλο τό Ἱερό εἶχε γεμίσει ἀπό Ἀγγέλους, πού φτερούγιζαν καί ὁ Γέροντας τούς ἔλεγε: ”Κάντε τόπο νά περάσω!”. Ὁ ἴδιος στεκόταν ἐμπρός στό Ἅγιο Θυσιαστήριο μετά φόβου καί τρόμου! Τήν ὥρα πού προσκόμιζε, ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, ἔβλεπε τίς ψυχές πού περνοῦσαν ἀπό μπροστά του καί τόν παρακαλοῦσαν νά τίς μνημονεύση. Μέ αὐτό, τόνιζε ὁ ἅγιος Γέροντας τήν ἀξία πού ἔχει νά μνημονεύεται ἕνας ἄνθρωπος στήν Ἁγία Πρόθεση. Τήν ὥρα ἐκείνη, Ἄγγελος Κυρίου παίρνει τήν μνημόνευση αὐτή καί τήν πηγαίνει ὡς προσευχή γι᾽ αὐτούς πού μνημονεύθηκαν στήν Ἁγία Πρόθεση μπροστά στόν ἴδιο τόν Χριστό. Τό μεγάλο ὅμως θαῦμα πού ἔζησε ὁ Γέροντας καί τό κατέγραψε μάλιστα σ᾽ ἕνα τετράδιό του, μέ ἡμερομηνία 22–11–1975, ἦταν ὅτι τό πρωΐ ἐκείνης τῆς ἡμέρας, στήν Ἁγία Προσκομιδή μετά τήν μνημόνευση καί τήν ὥρα πού πῆγε νά καλύψη τά Ἅγια Δῶρα εἶδε ἕνα κομμάτι αἷμα στεγνό πού τό ἄγγιξε καί στό δάκτυλό του ἐπάνω ἔμεινε τό αἷμα. Καί ὁ Γέροντας προσκύνησε, διότι πίστευε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός παρών!
»Ἐπίσης ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι τήν ὥρα πού κοινωνοῦσε τούς ἀνθρώπους, ὅταν καμμιά φορά ὁ λογισμός του τοῦ ἔλεγε νά κοιτάξη τά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων πού πήγαιναν νά κοινωνήσουν, ἔβλεπε αὐτούς πού πήγαιναν ἀνάξια νά κοινωνήσουν νά ἔχουν πρόσωπα διαφόρων ζώων, ἐνῶ τά πρόσωπα αὐτῶν πού κοινωνοῦσαν καί ἦταν ἕτοιμοι πνευματικά, νά λάμπουν σάν τόν ἥλιο! Γι᾽ αὐτό τόνιζε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη ἡ συχνή θεία Ἐξομολόγηση. Πρέπει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι καθαρή, διαφορετικά δέν ὠφελεῖται ἀπό τήν θεία Κοινωνία.
