
μς΄. Ἀποκαλύψεις δαιμονισμένης
Μέ συγχωρεῖτε, τέκνα μου, δέν φταίει ὁ Σατανᾶς, ἐμεῖς φταῖμε ὅλοι μας. Ὁ Σατανᾶς, ἡ δουλειά του εἶναι αὐτή, νά πειράζη τούς ἀνθρώπους. Ἔλεγε προχθές ὁ Ἀπόστολος ”ἡ ἁμαρτία ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστί”. Λοιπόν, ὅταν ἐμεῖς ἀφήνωμε τόν Θεό καί λέμε ”ἡ προσευχή δέν εἶναι τίποτε, ἡ νηστεία δέν εἶναι τίποτε,” – μέ συγχωρεῖτε, ζητῶ συγνώμη, ἐμεῖς δέν ἀνακατευόμαστε, εἴμαστε ἀφιερωμένοι στόν Θεό, – λένε ”τά παιδιά μας, 15 χρονῶν παιδιά, νά τά παντρέψωμε”, καί δέν ξέρουν τί ἐστι γάμος καί τί ἐστι μυστήριο, μετά ἀπό λίγο καταφεύγουν στούς μάγους, στά σατανικά πράγματα, γι᾽ αὐτό δαιμονίζονται οἱ ἄνθρωποι, διαλύονται (οἱ οἰκογένειες) καί εἰσέρχεται μέσα τους ὁ Σατανᾶς. Ὡς καπνός εἰσέρχεται, ὅπως ἔμαθα ἀπό μιά δαιμονισμένη κοπέλλα. Ρώτησα ”πῶς εἰσέρχεσαι τώρα στόν ἄνθρωπο;” λέει, ”ὡς καπνός εἰσέρχομαι καί ὡς καπνός ἐξέρχομαι” καί ἔλεγε πολλά ὁ Σατανᾶς. Καί ἔλεγα ἐγώ ”νά ἐξορκισθῆς, νά πᾶς στά βουνά, ἐκεῖ πού δέν κατοικεῖ ἄνθρωπος, μόνο ὁ Θεός ἐπισκοπεῖ”. ”Βρέ, Ἰάκωβε”, ἔλεγε, ”τί νά πάω νά κάνω στά βουνά; Στά βουνά θά εἶμαι μόνος μου. Θά φύγω ἀπό τήν κοπέλλα, ἀλλά νά πάω σέ (ἄλλον) ἄνθρωπο νά μπῶ μέσα”, μέ συγχωρεῖτε, ”ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι μέ δέχονται καί μέ φωνάζουν, πηγαίνω (σ᾽ αὐτούς) ”.
»Ἐμᾶς μᾶς στηρίζει ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία, ἡ ταπείνωση καί ἡ θεία Κοινωνία.
»Καί ὁ διάβολος λέει: ”δέν φοβᾶμαι τίποτε, (παρά) αὐτό πού τρῶνε οἱ παπᾶδες τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία”. Δέν τό λέω ἐγώ. Ἐγώ εἶμαι ἀγράμματος, μέ συγχωρεῖτε. Τά λένε ἄνθρωποι μορφωμένοι, ἀλλά τά λέει καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἀλλά τά λένε, μέ συγχωρεῖτε, καί οἱ δαιμονισμένοι. ”Δέν φοβᾶμαι τίποτε, Ἰάκωβε. Αὐτό πού τρῶτε στήν Ἐκκλησία”, τήν θεία Κοινωνία, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό λέγει: ”Ὁ τρώγων μου τὴν Σάρκα καὶ πίνων μου τὸ Αἷμα, ἔχει ζωὴν αἰώνιον”».
μζ΄. Γυναῖκα εἶδε τόν Χριστό
Μιά γυναῖκα, μοῦ λέει μιά φορά, ”πῆγα νά ἀνάψω τά καντήλια σέ ἕνα ᾽ξωκκλήσι καί λιβάνισα”. Ξέρετε, καμμιά φορά ἔχουν οἱ γυναῖκες καί τήν περιέργεια νά μπαίνουν στό ἅγιο Βῆμα, στό Ἱερό, καί κοιτάζει πού λέτε αὐτή ἡ γυναῖκα ἀπό τό ἅγιο Βῆμα καί βλέπει ἕνα παλληκάρι μέ ξανθά μαλλιά, ἕναν λεβέντη μέ τά μαλλιά του, μέ συγχωρεῖτε, ἔτσι ἐδῶ ἀνοιγμένα καί τά γενάκια του ἐδῶ χωρισμένα καί τόν βλέπει πάνω στήν ἁγία Τράπεζα.
— Πιδήμ᾽, λέει, τί κάνεις ᾽δῶ μέσα στήν ἁγία Τράπεζα; στό ἅγιο Βῆμα; βγές, πιδήμ᾽, ἔξω. Καί τῆς λέει ἐκεῖνο:
— Δική μου εἶναι ἡ ἁγία Τράπεζα καί ἐγώ τήν ὁρίζω.
»Ξαφνικά, ὅπως τό κοίταζε ἡ γυναῖκα τό παιδί, τοῦ λέει:
— Πιδήμ᾽, δέν μοῦ λές; ποιός σέ πλήγωσε καί τά χέρια σου εἶναι ἀπό καρφιά καί τρέχουν αἵματα; βλέπω πληγές στά χέρια σου καί στά πόδια σου. Ἐδῶ στό πλευρό σου, παιδάκιμ᾽, λέει, στό σκότισ᾽ (συκώτι σου), παιδάκιμ᾽, στό πνευμόνι σου, ποιός σέ χτύπησε, πιδήμ᾽, μέ τό μαχαίρι κι πέρα; ποιός σέ πλήγωσε; (τοῦ) ἔλεγε ἡ γυναῖκα, (ἦταν) μιά ἁπλή γυναικούλα. Ὅμως αὐτή εἶδε ζωντανό τόν ἴδιο τόν Θεό.
— Ἐσύ μέ πλήγωσες, τῆς λέει, καί εἶμαι πληγωμένος. Ἔκανε τόν σταυρό της ἡ γυναῖκα καί ἔφυγε, ἁπλή γυναῖκα ἀπό χωριουδάκι.
»Ἔπειτα ἀπό παρέλευση ἑνός χρόνου, ἦρθε στήν Μονή καί μοῦ λέει, “ἔτσι καί ἔτσι, πάτερ μου. Τί εἶναι αὐτό τό “ἐσύ μέ πλήγωσες;” μπορεῖς νά μοῦ τό ἐξηγήσης αὐτό; Αὐτό εἶναι μεγάλο, δέν θά μπορῆς νά μοῦ τό ἐξηγήσης, θά πάω σέ κανέναν μεγάλο”. “Ἄκουσε, παιδί μου, νά σοῦ τό ἐξηγήσω”, τῆς λέω. “”Ἐσύ μέ πλήγωσες” εἶναι οἱ ἁμαρτίες οἱ δικές σου, οἱ ἁμαρτίες οἱ δικές μου, οἱ ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, πού μέ τίς ἁμαρτίες μας Τόν πληγώσαμε καί Τόν ἀνεβάσαμε πάνω στόν Σταυρό καί ἔχυσε τό Πανάγιό Του αἷμα”».
