Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Διηγήσεις: μς΄. Ἀ­πο­κα­λύ­ψεις δαι­μο­νι­σμέ­νης, μζ΄. Γυναῖκα εἶδε τόν Χριστό

μς΄. Ἀ­πο­κα­λύ­ψεις δαι­μο­νι­σμέ­νης

     Μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, τέ­κνα μου, δέν φταί­ει ὁ Σα­τα­νᾶς, ἐ­μεῖς φταῖ­με ὅ­λοι μας. Ὁ Σα­τα­νᾶς, ἡ δουλει­ά του εἶ­ναι αὐ­τή, νά πει­ρά­ζη τούς ἀν­θρώ­πους. Ἔ­λε­γε προ­χθές ὁ Ἀ­πό­στο­λος ”ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἐκ τοῦ δι­α­βό­λου ἐ­στί­”. Λοι­πόν, ὅ­ταν ἐ­μεῖς ἀ­φή­νω­με τόν Θε­ό καί λέ­με ”ἡ προ­σευ­χή δέν εἶ­ναι τί­πο­τε, ἡ νη­στεί­α δέν εἶ­ναι τί­πο­τε,­” – μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, ζη­τῶ συγνώ­μη, ἐ­μεῖς δέν ἀ­να­κα­τευ­ό­μα­στε, εἴ­μα­στε ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νοι στόν Θε­ό, – λέ­νε ”τά παι­διά μας, 15 χρο­νῶν παι­διά, νά τά παν­τρέ­ψω­με­”, καί δέν ξέ­ρουν τί ἐ­στι γά­μος καί τί ἐ­στι μυ­στή­ριο, με­τά ἀ­πό λί­γο κα­ταφεύγουν στούς μά­γους, στά σα­τα­νι­κά πράγ­μα­τα, γι᾽ αὐ­τό δαι­μο­νί­ζον­ται οἱ ἄν­θρω­ποι, δι­α­λύ­ον­ται (οἱ οἰ­κο­γέ­νει­ες) καί εἰ­σέρ­χε­ται μέ­σα τους ὁ Σα­τα­νᾶς. Ὡς κα­πνός εἰ­σέρ­χε­ται, ὅ­πως ἔ­μα­θα ἀ­πό μι­ά δαι­μο­νι­σμέ­νη κο­πέλ­λα. Ρώ­τη­σα ”πῶς εἰ­σέρ­χε­σαι τώρα στόν ἄν­θρω­πο;” λέ­ει, ”ὡς κα­πνός εἰ­σέρ­χο­μαι καί ὡς κα­πνός ἐ­ξέρ­χο­μαι­” καί ἔ­λε­γε πολ­λά ὁ Σα­τα­νᾶς. Καί ἔλε­γα ἐ­γώ ”νά ἐ­ξορ­κι­σθῆς, νά πᾶς στά βου­νά, ἐ­κεῖ πού δέν κα­τοι­κεῖ ἄν­θρω­πος, μό­νο ὁ Θε­ός ἐ­πι­σκοπεῖ­”. ”Βρέ, Ἰ­ά­κω­βε­”, ἔ­λε­γε, ”τί νά πά­ω νά κά­νω στά βου­νά; Στά βου­νά θά εἶ­μαι μό­νος μου. Θά φύ­γω ἀ­πό τήν κο­πέλ­λα, ἀλ­λά νά πά­ω σέ (ἄλ­λον) ἄν­θρω­πο νά μπῶ μέ­σα­”, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, ”ἀφοῦ οἱ ἄν­θρω­ποι μέ δέ­χον­ται καί μέ φω­νά­ζουν, πη­γαί­νω (σ᾽ αὐ­τούς) ”.

     »Ἐ­μᾶς μᾶς στη­ρί­ζει ἡ προ­σευ­χή καί ἡ νη­στεί­α, ἡ τα­πεί­νω­ση καί ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α.

     »Καί ὁ δι­ά­βο­λος λέ­ει: ”δέν φο­βᾶ­μαι τί­πο­τε, (πα­ρά) αὐ­τό πού τρῶ­νε οἱ πα­πᾶ­δες τήν Κυ­ρια­κή στήν Ἐκ­κλη­σί­α­”. Δέν τό λέ­ω ἐ­γώ. Ἐ­γώ εἶ­μαι ἀ­γράμ­μα­τος, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε. Τά λέ­νε ἄν­θρω­ποι μορ­φω­μέ­νοι, ἀλ­λά τά λέ­ει καί ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, ἀλ­λά τά λέ­νε, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, καί οἱ δαι­μο­νι­σμέ­νοι. ”Δέν φο­βᾶ­μαι τί­πο­τε, Ἰ­ά­κω­βε. Αὐ­τό πού τρῶ­τε στήν Ἐκ­κλη­σί­α­”, τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α, τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ  Χρι­στοῦ. Γι᾽ αὐ­τό λέ­γει: ”Ὁ τρώ­γων μου τὴν Σάρ­κα καὶ πί­νων μου τὸ Αἷ­μα, ἔ­χει ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ο­ν”».

 

μζ΄. Γυναῖκα εἶδε τόν Χριστό

     Μιά γυ­ναῖ­κα, μοῦ λέ­ει μιά φο­ρά, ”πῆ­γα νά ἀ­νά­ψω τά καν­τή­λια σέ ἕ­να ᾽ξωκ­κλή­σι καί λι­βά­νι­σα­”. Ξέ­ρε­τε, καμ­μιά φο­ρά ἔ­χουν οἱ γυναῖκες καί τήν πε­ρι­έρ­γεια νά μπαί­νουν στό ἅ­γιο Βῆ­μα, στό Ἱ­ε­ρό, καί κοι­τά­ζει πού λέ­τε αὐ­τή ἡ γυ­ναῖ­κα ἀ­πό τό ἅ­γιο Βῆ­μα καί βλέ­πει ἕ­να παλ­λη­κά­ρι μέ ξαν­θά μαλ­λιά, ἕ­ναν λε­βέν­τη μέ τά μαλ­λιά του, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, ἔ­τσι ἐ­δῶ ἀ­νοιγ­μέ­να καί τά γε­νά­κια του ἐ­δῶ χω­ρι­σμέ­να καί τόν βλέ­πει πά­νω στήν ἁ­γί­α Τράπε­ζα.

— Πι­δήμ᾽, λέ­ει, τί κά­νεις ᾽δῶ μέ­σα στήν ἁ­γί­α Τράπε­ζα; στό ἅ­γιο Βῆ­μα; βγές, πι­δήμ᾽, ἔ­ξω. Καί τῆς λέ­ει ἐ­κεῖ­νο:

— Δι­κή μου εἶ­ναι ἡ ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί ἐ­γώ τήν ὁρί­ζω.

»Ξαφ­νι­κά, ὅ­πως τό κοίτα­ζε ἡ γυ­ναῖ­κα τό παι­δί, τοῦ λέ­ει:

— Πι­δήμ᾽, δέν μοῦ λές; ποι­ός σέ πλή­γω­σε καί τά χέ­ρια σου εἶ­ναι ἀ­πό καρ­φιά καί τρέ­χουν αἵ­μα­τα; βλέ­πω πλη­γές στά χέ­ρια σου καί στά πό­δια σου. Ἐ­δῶ στό πλευ­ρό σου, παι­δά­κιμ᾽, λέ­ει, στό σκό­τισ᾽ (συκώτι σου), παι­δά­κιμ᾽, στό πνευ­μό­νι σου, ποι­ός σέ χτύ­πη­σε, πι­δήμ᾽, μέ τό μα­χαί­ρι κι πέ­ρα; ποι­ός σέ πλή­γω­σε; (τοῦ) ἔ­λε­γε ἡ γυναῖ­κα, (ἦταν) μιά ἁ­πλή γυ­ναι­κού­λα. Ὅ­μως αὐ­τή εἶ­δε ζωντα­νό τόν ἴ­διο τόν Θε­ό.

— Ἐ­σύ μέ πλή­γω­σες, τῆς λέ­ει, καί εἶ­μαι πλη­γω­μέ­νος. Ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό της ἡ γυ­ναῖ­κα καί ἔ­φυ­γε, ἁ­πλή γυ­ναῖ­κα ἀ­πό χω­ρι­ου­δά­κι.

»Ἔ­πει­τα ἀ­πό πα­ρέ­λευ­ση ἑ­νός χρό­νου, ἦρ­θε στήν Μο­νή καί μοῦ λέ­ει, “ἔ­τσι καί ἔ­τσι, πά­τερ μου. Τί εἶ­ναι αὐ­τό τό “ἐ­σύ μέ πλή­γω­σες;” μπο­ρεῖς νά μοῦ τό ἐ­ξη­γή­σης αὐ­τό; Αὐ­τό εἶ­ναι με­γά­λο, δέν θά μπο­ρῆς νά μοῦ τό ἐ­ξη­γή­σης, θά πά­ω σέ κα­νέ­ναν με­γά­λο”. “Ἄ­κου­σε, παι­δί μου, νά σοῦ τό ἐ­ξη­γή­σω”, τῆς λέ­ω. “”Ἐ­σύ μέ πλή­γω­σες” εἶ­ναι οἱ ἁ­μαρ­τί­ες οἱ δι­κές σου, οἱ ἁ­μαρ­τί­ες οἱ δι­κές μου, οἱ ἁ­μαρ­τί­ες τοῦ κό­σμου, πού μέ τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας Τόν πλη­γώ­σα­με καί Τόν ἀ­νε­βά­σα­με πά­νω στόν Σταυ­ρό καί ἔ­χυ­σε τό Πα­νά­γιό Του αἷ­μα”».

κε΄. ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ   ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ  4
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 65-67
Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις