
νβ΄. «Δέν εἶναι ἅγιοι αὐτοί;»
Ήρθε τίς προάλλες ἕνα ἱερωμένο πρόσωπο καί μοῦ εἶπε ὅτι ἕνας (γνωστός του) ἄνθρωπος εἶναι κατάκοιτος καί δέν ὁμιλεῖ, οὔτε ἀκούει, οὔτε βλέπει. Καί τοῦ ἔδωσε στά χέρια του 250 λίρες χρυσές γιά τήν Ἐκκλησία πού χτίζουν στό χωριό τους. Σέ ἕνα χαρτάκι τοῦ ἔγραψε: “Τά χρήματα αὐτά εἶναι δικά μου. Τά μάζευα ἀπό νέος καί θέλω νά τά δώσω γιά τήν ἐκκλησία, γιά τό καλό τοῦ κόσμου. Σοῦ ἔχω ἐμπιστοσύνη καί στά δίνω στά χέρια σου καί δέν θέλω ἀπόδειξη. Μόνο θέλω νά μήν γνωρίζη κανείς τίποτε. Τίς λίρες τίς δίνω γιά τήν ψυχή μου. Ἔχω καί ἄλλα χρήματα καί πάλι θά βοηθήσω”.
»Ὁρίστε, δέν εἶναι αὐτοί ἅγιοι ἄνθρωποι;».
νγ΄. «Ὅλα μοῦ τά ἔδωσε ὁ Θεός»
Εἶμαι 70 χρονῶν τώρα, 40 χρόνια (πού εἶμαι) στό Μοναστήρι ποτέ δέν μέ ἀδίκησε ὁ Θεός. Ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά ἔχω προβλήματα στήν καρ-διά, μηχανήματα στήν καρδιά, ἐγχειρήσεις στήν καρδιά καί σέ ὅλο τό σῶμα ἀλλά ἔχω μέσα μου Χριστό καί ὁ Χριστός μέ δυναμώνει. Λέω: “Πῶς ἀντέχω; Ἄν μέ βοηθήσης, Χριστέ μου, θά λειτουργήσω”. Κάθε πρωΐ ὅλο τό χρόνο λειτουργῶ, ἐξυπηρετῶ τόν κόσμο πού ἔρχεται (καί ἔχουν) πνευματικά ζητήματα καί ὅτι μέ φωτίσει ὁ Θεός λέω. (Παρακαλῶ) : “Χριστέ μου, ἐσύ εἶπες ὅτι θά σᾶς δώσω στό στόμα καί σοφία. Λοιπόν, δῶσε μου στό στόμα μου σοφία νά μιλήσω καί ἄν κάνω κανένα λάθος γιατί εἶμαι καί ἀγράμματος ἄνθρωπος, μήν μέ δικάσης ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ…”. Διατί μία μέρα θά φύγουμε, ὑπάρχει ζωή αἰώνιος καί γι᾽ αὐτό φροντίζουμε γιά τήν ψυχή μας. Μέ τήν προσευχή μας, μέ τήν πίστη μας στόν Θεό, μέ τήν ταπείνωση, μέ ὑπομονή περνᾶμε τίς ἡμέρες. Δέν πρέπει νά ἀπελπιζώμαστε γιά τήν σωτηρία μας ἀλλά πρέπει νά ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας στόν Χριστό. Ὅ,τι τοῦ ζήτησα 70 χρονῶν πού εἶμαι ὅλα μοῦ τά ἔδωσε, ὅλα τά καλά μέ ἔδωσε, ὅλα τά χαρίσματα μέ ἔδωσε, ὅλα τά ἀξιώματα μέ ἔδωσε, τίποτα δέν ἔχω (δικό μου), μέχρι τόν τάφο ἀκολουθοῦν αὐτά, μετά τόν τάφο ἀρχίζει ἡ νέα ζωή».
νδ΄. Ἐμφάνιση τοῦ πεθαμένου δικηγόρου
Εἶχε πεθάνει ἕνας δικηγόρος τῆς ἐπισκοπῆς μας πού εἶχε ἀναλάβει ὑποθέσεις τοῦ Μοναστηριοῦ μας. Τώρα μᾶς ἔχασε καί τά βιβλία, χαθήκανε τά πάντα τοῦ Μοναστηριοῦ καί ἔκανα προσευχή. Κάναμε σαρανταλείτουργο. Τώρα πού εἴμαστε ζωντανοί προσευχόμαστε γιά τούς ἄλλους καί μετά ὅταν θά πεθάνουμε ἐμεῖς ἄν μᾶς θυμηθῆ κανείς… ἀλλά ἀπό ἐδῶ νά ἑτοιμαστοῦμε μέ τά ἔργα μας. Λοιπόν, ἤθελα νά ἔβλεπα ἔστω καί στόν ὕπνο μου τόν δικηγόρο αὐτόν ποῦ τά πῆγε τά βιβλία τοῦ Μοναστηριοῦ, τόσες ὑποθέσεις, τόσα χρήματα… ἐδῶ ἡ Μονή εἶναι πτωχή δέν ἔχει χρήματα, δέν ἔχει πόρους, ὁ κόσμος καί ὁ ἅγιος Δαυΐδ βοηθάει τό Μοναστήρι πού εἶναι δικό του. Δέν ὀνειροπολῶ οὔτε ὄνειρα πιστεύω καί φαντασίες. (Τόν εἶδα καί) μοῦ λέει ὁ δικηγόρος: “Ἄκουσε, Ἡγούμενε, γιά τήν Μονή Γαλατάκη ἔδωσα ἀπολογία φρικτή ἀλλά γιά τήν δική σας Μονή δέν ἔγινε ἀκόμα ἔλεγχος…”. Σάν δικηγόροι πολλές φορές ἔχουν τά δικά τους, λένε μερικά ψέματα. Γι᾽ αὐτό πρέπει κανείς νά προσέχη τή ζωή του καί νά ἐργάζεται πιστά καί καλά διότι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ δέν ὑπάρχει οὔτε προσωποληψία, οὔτε δικηγόροι, οὔτε τίποτα… καί ὁ Θεός θά ἐλέγξη τόν καθένα κατά τά ἔργα του».
