μ΄. Ἐπικοινωνία μέ Ἁγίους
Ο ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος γυρίζει πλευρό στήν λάρνακα (καί) κάπου κάπου ἐξαφανίζεται. Ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους ἔφυγε (ἀπό τήν θέση της) καί πῆγε καί στάθηκε ὀρθή (σέ ἄλλο μέρος). Πόσο ἁπλά μιλοῦσαν οἱ ἄνθρωποι μέ τούς Ἁγίους… Τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Ρῶσσο καί τόν ὅσιο Δαυΐδ, τούς εἶδα μπροστά μου στό Νοσοκομεῖο. ”Ἐμεῖς κάναμε τήν ἐγχείρηση”, μοῦ εἶπαν, ”ὄχι ὁ γιατρός σου”. Παπᾶδες καί ἄλλοι, δέν μέ πίστεψαν».
μα΄. Συλλειτουργοῦσε μέ Ἀγγέλους
Κάποτε λειτουργοῦσα στό Μοναστήρι (πρίν) χρόνια πολλά ,ἔχω τώρα 38 χρόνια στό Μοναστήρι, καί ὅπως λειτουργοῦσα, εἶχα ἕνα γεροντάκι –καλόγερο– καί ἐγώ ἔκανα τόν παπά καί κεῖνος ἔψαλλε⋅ ἦταν τό ἀναλόγιο στήν μέση. Καί ὅπως ἔψελνε τό γεροντάκι, ξαφνικά στόν Χερουβικό ὕμνο ἀκούω ἕνα φτερούγισμα μέσ᾽ στό Ἱερό, σάν πολλά παλληκάρια στά λευκά ντυμένοι καί φτερουγίζανε, ἔβλεπα καί μπροστά μου μέσ᾽ στό Ἅγιο Θυσιαστήριο. Εἶναι τάγματα ἁγίων Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων, οἱ ἅγιοι Πάντες, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τ᾽ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Κυρία Θεοτόκος καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι ἐν ὥρᾳ τῆς Θείας Λειτουργίας, καί τάγματα Σεραφείμ, Χερουβείμ, ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι νά τά δοῦμε βέβαια αὐτά. Ὅμως, ἐφ᾽ ὅσον μᾶς ἀξίωσε καί εἴμαστε ἱερουργοί τῶν θείων Μυστηρίων, κάτι βλέπομε καί κάτι πιστεύομε. Λοιπόν καί ὅπως ἔκανα τίς μετάνοιες καί ἔλεγα ”οἱ τά Χερουβείμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…”, ἀκούω ἕνα φτερούγισμα στόν ἀριστερό μου ὦμο, μία μεγάλη πτέρυγα, εἶδα τήν πτέρυγα τήν ὥρα πού πῆγα νά σηκώσω τά Ἅγια, καί λέω: ”Τόν εὐλογημένο, τόν γέροντα, τόν πατέρα Εὐθύμιο, φαίνεται πέρασε ἀπ᾽ τήν Ὡραία Πύλη μπροστά ἀπ᾽ τήν Ἁγία Τράπεζα, γιά νά πάρη τό θυμιατό νά θυμιάση, πού θά βγῶ νά κάνω τήν εἴσοδο καί μέ τό ράσο μέ ἔκανε, ἀλλά ἀμέσως κατάλαβα ὅτι (δέν ἦταν ὁ π. Εὐθύμιος ἀλλά) ἦταν πτέρυγα, μία μεγάλη πτέρυγα, τόσο μεγάλη πού μέ φτερούγισε πάνω ἐδῶ στόν ὦμο μου.
»Κοιτάζω, λοιπόν, βλέπω τό γεροντάκι στήν θέση του καί ἔλεγε –δέν εἶχε πάει στό Σχολεῖο νά μάθη γράμματα καθόλου, ἀλλά ἔμαθε ὅλα τά Ἐκκλησιαστικά γράμματα, τόν φώτισε ὁ Θεός– καί ἔλεγε ὁ γέρος ἐκεῖ: ”Ὡς τόν Βασιλέα, ὡς τόν Βασιλέα…” γιά νά ἑτοιμαστῶ ἐγώ, ὁ ἱερέας. Κοίταζα τήν πόρτα, κόσμος ὅμως δέν ἦταν. Μετά ἀφοῦ τελείωσε ἡ Λειτουργία λέω:
— Βρέ, πατέρα Εὐθύμιε, μπῆκες στό Ἱερό τήν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου;
— Μπά, ἐγώ πάτερ μου, νά μπῶ στ᾽ Ἅγιο Βῆμα; Μᾶς ἀπαγορεύουν, πάτερ, ἐμᾶς τούς μοναχούς πού δέν ἔχομε ἱερωσύνη, οὔτε στά Βημόθυρα δέν μποροῦμε νά πατήσωμε, γιά ν᾽ ἀνάψωμε τά καντήλια μπροστά στό τέμπλο. Ὑπάρχει κανόνας τῆς Ἐκκλησίας. Λέω:
— Πάτερ μου, ἄκουσα ἕνα φτερούγισμα στόν Χερουβικό ὕμνο, μία πτέρυγα μεγάλη μέ χτύπησε στόν ἀριστερό μου ὦμο. Καί μοῦ λέει:
— Πάτερ, Λειτουργία (γίνεται), Ἁγίοι θά ᾽ναι.
»Λοιπόν, κατάλαβα ὅτι τάγματα ἁγίων Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων εἶναι μέσα στήν Θεία Λειτουργία».