Ἀφετηρία καὶ ἄμεσο κέντρο γιὰ τὴ δράση τοῦ Νεοελληνισμοῦ, ἀληθινὴ αὐτοῦ κυψέλη, ἦσαν οἱ Κοινότητες. Καμμιὰ ἔρευνα ἱστορικοκριτικὴ δὲν ἔχει ὡς τώρα καθορίσει θετικὰ τὴν προέλευσή τους.
Εἶναι μία διαπίστωση ἱστορική, πὼς στὴν Ἑλληνικὴ Μεσόγειο, τοὐλάχιστον ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ περίοδο καὶ δῶθε, δὲν ἐξέλειπε ποτὲς ὁλότελα ὁ θεσμὸς τῆς κοινοτικῆς αὐτονομίας.
Παράλληλα πρὸς τὴν προϊοῦσα ἐνίσχυση τῶν φυγοκέντρων τάσεων, ποὺ χαρακτηρίζουν τοὺς τελευταίους αἰῶνες τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, βάδιζε καὶ ἡ ἀνάπτυξη τῶν κοινοτήτων, ἀκόμα καὶ ὅταν ἄρχισαν νὰ παρακμάζουν οἱ πόλεις καὶ ἡ ἀστικὴ οἰκονομία.
Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ δὲν ἐσταμάτησε οὔτε ἐπὶ τῶν Βυζαντινῶν. Παρὰ τὸ συγκεντρωτικό της πνεῦμα, ἡ βυζαντινὴ γραφειοκρατία δὲν μπόρεσε νὰ συγκρατήσει μέσα στὸ πλαίσιο τῆς καλοοργανωμένης ὑπαλληλικῆς της ἱεραρχίας τοὺς τοπικοὺς παράγοντες τῶν περιφερειῶν.
Ἔτσι βλέπουμε τὸ Βυζάντιο κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ Ε’ αἰώνα νὰ παραχωρεῖ αὐτονομία καὶ σὲ ἀγροτικὲς κοινότητες καὶ νὰ τὴν ἀνέχεται ὅπου ὑπῆρχε ἀπὸ πρίν.
Ἡ Φραγκοκρατία ἀφῆκε σχεδὸν ἄθιχτο τὸ καθεστὼς αὐτὸ τῶν κοινοτήτων, καὶ κατ᾿ ἀρχὴν τὸ ἀναγνώριζε, ὅπου τὸ συναντοῦσε.
Ἡ Τουρκοκρατία ὄχι μόνο τὸ ἀναγνώρισε μὰ καὶ τὸ διαιώνισε. Μποροῦμε νὰ ποῦμε, πὼς ὑπῆρξε ἕνας σημαντικὸς συντελεστὴς γιὰ τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξη καὶ καινούργια διαμόρφωση τοῦ κοινοτισμοῦ.
Στὴν Κοινότητα δὲν ἀργήσανε ν᾿ ἀνακαλύψουν οἱ Ὀθωμανοὶ ἕνα χρήσιμο διοικητικὸ πυρήνα.
Οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες ζούσανε μέσα στὴν καινούργια ἀπέραντη αὐτοκρατορία ξεχωρισμένοι ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, σὰν ξένοι μέσα σὲ ξένους. Εἶχαν βέβαια τὸ ἐξίσου ἀπέραντο Ἐκκλησιαστικό τους Κράτος, ποὺ τοὺς συγκρατοῦσε, τοὺς προστάτευε καὶ τοὺς διοικοῦσε, μὰ ἡ πραγματική, χεροπιαστὴ δική τους Πολιτεία ἦταν ἄλλη, αὐτὴ ποὺ τὴ ζοῦσαν κάθε μέρα καὶ σὲ κάθε περίσταση, ἡ Κοινότητά τους. Αὐτὴ τοὺς κυβερνοῦσε, αὐτὴ κανόνιζε τὶς διαφορές τους καὶ φρόντιζε γιὰ τὰ ἄμεσα συμφέροντά τους, ποὺ ἦσαν φυσικὰ πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὰ τοπικά.
Οἱ Ὀθωμανοί, δίχως σοβαρὴ διοικητικὴ παράδοση, καὶ ἀπορροφημένοι ἀπὸ τοὺς συνεχεῖς πολέμους, δὲν μποροῦσαν νὰ σκεφθοῦν, ἢ δὲν πρόφθαναν, νὰ ὀργανώσουν τὴν ἀπαραίτητη γιὰ μία τόσο μεγάλη αὐτοκρατορία διοικητικὴ μηχανή. Εἶχαν λοιπὸν κάθε λόγο ὄχι μόνο νὰ μὴ θίξουν τὴν κοινοτικὴ ὀργάνωση, ποὺ βρῆκαν, μὰ καὶ νὰ τὴν ἐνισχύσουν. Ἱκανότερο καὶ πιὸ δοκιμασμένο ὄργανο γιὰ τὴ διαχείριση τῶν τοπικῶν ὑποθέσεων τῶν ὑποτελῶν τους δὲν μποροῦσαν νὰ φαντασθοῦν.
Ἡ κοινότητα ὡς φορολογικὴ μονάδα ἦταν, θαρρεῖς, φτιασμένη γι᾿ αὐτούς.
Μὲ τέτοιες συνθῆκες ἦσαν ὅλα τὰ μέλη ἀλληλέγγυα ἀπέναντι τῶν Ὀθωμανῶν. Τὸ ἕνας γιὰ ὅλους, ὅλοι γιὰ ἕναν ἤτανε μέσα στὴν Κοινότητα ὄχι μόνο ἀρετὴ καὶ ἰδανικὸ, ὅπου ἔπρεπε νὰ τείνει αὐθόρμητα ὁ καθένας, μὰ προπάντων μία σκληρὴ ἀνάγκη, πού ἐπιβαλλότανε ἀπ᾿ ἔξω. Ὁ ἀπολυταρχισμὸς τῆς ὀθωμανικῆς ἐξουσίας, ἡ ἐλαστικότητα τοῦ Δικαίου της καὶ οἱ αὐθαιρεσίες τῶν ὀργάνων της δίνανε στὶς σχέσεις αὐτὲς τὸ χαρακτήρα μίας κοινῆς κι αἰώνιας τῶν ραγιάδων ἐνοχῆς καὶ ὀφειλῆς.
Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει διαπλάσει τὴν κοινότητα ἤτανε κυρίως ἡ δράση της ἡ πολιτικὴ στὴν εὐρύτερη ἔννοια, πού ἡ ἑλληνικὴ σκέψη δίνει ἀπ᾿ τὰ πιὸ παλιὰ χρόνια σὲ ὅ,τι ὀνομάζει πολιτικό.
Οἱ κοινοτικὲς λειτουργίες δὲν περιοριζότανε στὴν εἴσπραξη τῶν κρατικῶν φόρων καὶ τὴν ἐκτέλεση τῶν κρατικῶν διαταγῶν, ἢ τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας. Ἦσαν πολὺ εὐρύτερες.
Οἱ Προεστοί, Δημογέροντες, Ἐπίτροποι, Κοτζαμπάσηδες, ἢ ὅπως ἀλλοιῶς λεγότανε οἱ κοινοτικοὶ ἄρχοντες, εἶχαν μέσα στὸ κοινοτικὸ πλαίσιο τὸ δικαίωμα νὰ νομοθετοῦν, νὰ ἐπιβάλλουν φόρους καὶ ἀγγαρίες, νὰ συνάπτουν δάνεια, νὰ συντάσσουν καὶ νὰ ἐκτελοῦν τὸν κοινοτικὸ προϋπολογισμό. Εἶχαν δικαιοδοσία διοικητικὴ (δημοσία ἀσφάλεια, ἀγροφυλακὴ) καὶ δικαστικὴ (ἀστικὴ καὶ ποινική, ἐφόσον ὁ δημότης θεωροῦσε ἀρνησιπατρία κάθε ἀναφορὰ σὲ δικαστήρια ἐξωκοινοτικὰ ἢ ὀθωμανικά). Φρόντιζαν γιὰ τὴ θρησκεία καὶ τὴν ἐκπαίδευση καὶ γιὰ τὴ διατήρηση τῶν σχετικῶν ἱδρυμάτων (ἐκκλησιές, κοινοτικὰ σχολειά, διδασκαλεῖα, βιβλιοθῆκες, ἐκτέλεση καὶ συντήρηση δημοσίων ἔργων, κοινοτικὴ καὶ διακοινοτικὴ ὁδοποιΐα, ἀρδευτικὰ ἔργα, ξενῶνες κ.λπ., καὶ γιὰ τὴ Δημόσια ὑγεία, γιατροὶ (κοινοτικὰ φαρμακεῖα, κοινοτικοὶ λουτρῶνες κ.ἄ.). Διευθύνανε τόσο τὴν κοινωνικὴ πρόνοια ὅσο καὶ τὶς διάφορες κοινοτικὲς ἐπιχειρήσεις, ὅπου ὑπῆρχαν. Διοργανώνανε ἐμπορικὲς πανηγύρεις, διαχειριζότανε τὴν κοινοτικὴ περιουσία κ.ἄ. Μ᾿ ἕνα λόγο εἶχαν ἀληθινὴ ἐξουσία καί, τὸ χαρακτηριστικό, παίρνανε τὴν ἐξουσία τούτη, τοὐλάχιστο σὲ μερικὲς κοινότητες, ὄχι ἀπὸ τὸ κράτος ἢ τὴν Ἐκκλησία, μὰ κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπ᾿ τῆς ἴδιας τῆς Κοινότητας τὰ μέλη, ποὺ τοὺς ἐκλέγανε σὲ Γενικὴ συνέλευση καὶ τοὺς ζητούσανε στὸ τέλος κάθε χρόνου ἀπολογισμὸ τῆς θητείας τους.
Ὑπῆρχαν κοινότητες, ὅπου τὸ δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς ἦταν λίγο ἢ πολὺ περιορισμένο, ἄλλες πάλι ὅπου ἔλειπε ὁλότελα καὶ οἱ προεστοὶ διοριζότανε ἄνωθεν ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς ἢ ἐπιβαλλότανε μόνοι τους μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴ δύναμή τους. Πάντως ὁ κοινοτισμὸς ἤτανε ὑπόθεση ὄχι τῶν ξένων μὰ τῶν αὐτοχθόνων, ποὺ εἴτε ὡς ἐκλέγοντες καὶ ἐκλεγόμενοι, εἴτε ὡς ἐπιβαλλόμενοι, ἦσαν κατ᾿ ἀρχὴν οἱ ἀποκλειστικοὶ φορεῖς τῆς τοπικῆς ἐξουσίας καὶ τῆς πολιτικῆς εὐθύνης, ἦσαν οἱ ἐλέγχοντες καὶ ἐλεγχόμενοι, οἱ κυριότεροι ρυθμιστὲς τῶν κοινοτικῶν ὑποθέσεων.
Ὁ αὐτοχθονισμὸς αὐτός, ποὺ ἔχει τηρηθεῖ σχεδὸν πάντα καὶ ποὺ στένευε τὸν κοινοτικὸν ὁρίζοντα ὑπερβολικά, ἦταν ἕνας λόγος παραπάνω γιὰ νὰ μένει ἡ κοινοτικὴ αὐτοδιοίκηση ριζωμένη βαθιὰ μέσα στὸ ἔδαφος τῆς μικρῆς πατρίδας.
Ὁ κοινοτισμὸς εἶναι παράδοση παλιά, μπορεῖ νὰ εἶναι παλαιότερος καὶ τοῦ Βυζαντίου. Μπορεῖ ὁρισμένα του στοιχεῖα νὰ προέρχουνται ἀπὸ τὴν κλασσικὴ ἀρχαιότητα καὶ νὰ ἔχουν διασωθεῖ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Καὶ ὅμως θὰ φυτοζωοῦσε καὶ θὰ χανότανε σὰν ἰδέα γενικὴ ἔξω τόπου καὶ χρόνου, ἢ σὰν θεσμὸς νεκρός, ἂν δὲν ἔσμιγε μὲ τὴν τοπικὴ πραγματικότητα διαφοροποιούμενος ἀπὸ τὴ μία γωνιὰ στὴν ἄλλη, μία ποὺ βρισκότανε μέσα στὴ μικρὴ Ἑλλάδα τῶν μεγάλων γεωοικονομικῶν ἀντιθέσεων.
Ὑπῆρχαν κοινότητες σὲ ἐπαρχίες Ἑλληνικὲς κι ἄλλες σκόρπιες σὰν νησίδες μέσα σὲ περιφέρειες κατοικούμενες ἀπὸ πληθυσμοὺς ἀλλοεθνεῖς κι ἀλλόθρησκους. Κοινότητες τοῦ Ἐσωτερικοῦ καὶ τοῦ Ἐξωτερικοῦ, στὶς χῶρες τῆς Μεσογείου καὶ μακριὰ στὴ Διασπορά, λ.χ. Ὀδησσό, στὴ Βιέννη ἢ στὴν Τεργέστη. Κοινότητες ἠπειρωτικὲς καὶ νησιώτικες, ὀρεινὲς καὶ πεδινές, γεωργικὲς καὶ κτηνοτροφικές, ὅπως καὶ βιομηχανικὲς ἢ ἐμποροναυτικές, σὲ πόλεις ἢ σὲ χωριά. Ἐπίσης κοινότητες ξεχωριστὲς καὶ κοινότητες ἑνωμένες σὲ ὁμάδες ἢ καὶ πραγματικὲς ὁμοσπονδίες, ὅπως λ.χ. τὰ Μαδεμοχώρια στὴ Χαλκιδικὴ καὶ τὸ Σούλι στὴν Ἤπειρο.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν οἰκονομικὴ ὀργάνωση, ὑπῆρχαν κοινότητες μὲ ἀτομικὴ ἐργασία καὶ παραγωγὴ κι ἄλλες μὲ ὁμαδικὴ καὶ συνεταιρική, ὅπως λ.χ. στὰ περίφημα Ἀμπελάκια τῆς Θεσσαλίας ἢ στὶς Κυδωνίες1, στὴν Ἀργυρούπολη (Γκιουμουσχανὲ) καὶ Νικόπολη (Καρὰ-Χισὰρ) τῆς Μικρασίας.
Ξεχώριζαν ἀκόμα κοινότητες μόνον ἀγροτικὲς ἢ ἀστικές, ὅπως καὶ μικτὲς σὰν τῆς Κέρκυρας.
Μοιραία ἦταν καὶ ἡ ποικιλία ἀπὸ ἄποψη πολιτειακὴ καὶ κοινωνική. Συναντοῦσε κανεὶς κοινότητες καθαρὰ δημοκρατικές, ὅπως στὰ Ψαρά, ἀριστοκρατικὲς ἢ ὀλιγαρχικὲς δημοκρατικές, ὅπως σὲ μερικὲς ἀπὸ τὶς Κυκλάδες ἢ τὰ Ἑπτάνησα, καὶ φεουδαρχικὲς στρατιωτικές, ὅπως λ.χ. στὴ Μάνη, στὸ Σούλι, ἢ στὰ Σφακιά. Ἐπίσης κοινότητες πλουτοκρατικὲς ἢ πατριαρχικές.
Τέτοιες οἱ κοινότητές μας δὲν μποροῦν νὰ ὑπάγουνται στὴν κατηγορία τῶν μεσαιωνικῶν πόλεων ἢ communes τῆς δυτικῆς Εὐρώπης. Δὲν ἦσαν πάντα, ὅπως ἐκεῖνες, ἀπόρροια μίας ἐξελιγμένης ἀστικῆς οἰκονομίας, δὲν ἐγεννήθηκαν ἀποκλειστικὰ ὡς κέντρο τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς βιομηχανίας, ἢ ὡς ἕδρα τῶν διοικητικῶν ἀρχῶν. Μπορούσανε νὰ ἐξελιχθοῦν καὶ σὲ τοῦτο καὶ σὲ κεῖνο, ἀλλὰ ὑστερογενῶς. Ἀρχικὰ ὅμως εἶχαν χαρακτηριστικὰ πολλά, ποὺ θυμίζανε τὴν ἀρχαία πόλη ἢ τὴν ἀρχαία ἀποικία καὶ λίγο τὸ ἑβραίικο γκέτο. Ἀκόμα κι ἕνα χωριὸ μὲ πρωτόγονη γεωργικὴ παραγωγὴ μποροῦσε ν᾿ ἀποτελεῖ μία κοινότητα.
Ἡ νεοελληνικὴ κοινότητα ἦταν μία ὀργάνωση ὁμοεθνῶν καὶ ὁμόδοξων, ἕνας σύνδεσμος προπαντὸς πολιτικὸς. Ὡς ἄμεση νεοελληνικὴ πολιτεία ἀποτελοῦσε γιὰ τοὺς Νεοέλληνες ἐπὶ ὁλόκληρους αἰῶνες τὴ μόνη πηγαία, καὶ ἀνώτερη μορφὴ πολιτικῆς ζωῆς, τὸ μόνο ἔδαφος γιὰ τὴ φυσικὴ ἀνάπτυξη τῆς πρώτης ἱεραρχίας προσώπων καὶ ἀξιῶν.
Λευτεριὰ εἶχαν οἱ Ἕλληνες σχετική, μέσα στὰ στενὰ σύνορα τῆς κοινότητας. Κάθε τους αὐθόρμητο ξετύλιγμα οἰκονομικὸ ἢ κοινωνικὸ ἦταν καταδικασμένο νὰ σταματήσει μόλις ἄγγιζε τὴν ταφόπετρα. Πλούσιοι ἢ φτωχοί, δυνατοὶ ἢ ἀδύνατοι, ὅλοι τους ἔπρεπε νὰ ἔχουν πάντα στὸ νοῦ πὼς ἦσαν σκλάβοι.
Σὲ περιφέρειες μιχτές, τοὺς ἦταν ἀπαγορευμένο νὰ βάφουν τὰ σπίτια τους μὲ χρώματα ποὺ τὰ προτιμοῦσαν οἱ Ὀθωμανοί, ἢ νὰ τὰ χτίζουν μὲ πέτρες λεῖες. Δὲν τοὺς ἐπιτρεπότανε νὰ φοροῦν παρὰ μόνο ροῦχα καὶ παπούτσια σκοῦρα ἢ μαῦρα, ποτὲ κόκκινα. Καβάλα σὲ ἄλογο, ποὺ κόστιζε περισσότερα τῶν τεσσάρων δουκάτων, ἦταν ἀσυγχώρητο σκάνδαλο καὶ ἐπιτρεπότανε σὰν ἐξαίρεση μόνο στὸ Δεσπότη καὶ χαριστικὰ κατόπιν ἄδειας στὸ γιατρό.
Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιά, τὸ σπίτι καὶ τὶς ἀπρόσιτες στοὺς Ὀθωμανοὺς Ἑλληνικὲς συνοικίες ἔπρεπε νὰ εἶναι πολὺ προσεχτικοὶ καὶ νὰ παρουσιάζουνται πάντα σὰν φτωχοί, ἄθλιοι κι ἀνεπιθύμητοι καὶ νὰ κρύβουν ἀπὸ τὰ ἐπίβουλα μάτια τῶν τυράννων τὸν πλοῦτο τους, τὰ νειᾶτα τους, τὴν ὀμορφιά τους.
Οἱ κοινοτικὲς Ἐκκλησίες, ἂν δὲν ἦσαν προνομιοῦχες, δὲν μποροῦσαν νὰ ἔχουν καμπάνες, ποὺ μὲ τὸν ἦχο τους ἐρεθίζανε τὴν ἀκοὴ τῶν πιστῶν τοῦ Ἀλλάχ. Καινούργιες Ἐκκλησιὲς δὲν ἐχτιζότανε στὸ σημεῖο ὅπου διασταυρωνότανε οἱ ὀπτικὲς ἀκτῖνες, ποὺ ἑνώνανε δύο τζαμιά. Ἀναφέρεται πώς, σὲ μερικὲς κοινότητες στὸ ἐσωτερικό τῆς Μικρασίας, δὲν ἐπιτρεπότανε καμμιὰ κηδεία καὶ κανένα Βάφτισμα δίχως ἄδεια τῆς Ὀθωμανικῆς ἀρχῆς, ἄδεια περίεργη, συνταγμένη σ᾿ ἕνα ὕφος πολὺ ἐξευτελιστικὸ γιὰ τοὺς ὑπόδουλους. Ἔτσι ἦταν φυσικὸ μέσα στὴν κοινότητα ν᾿ ἀναπτύσεται πιὸ πηγαία καὶ πιὸ ἔντονα, ὡς ἀξίωση ἄμεση τῆς ζωῆς, ἡ ἀνάγκη τῆς λευτεριᾶς καὶ ἡ θέληση ποὺ μπόρεσε ν᾿ ἀνατινάξει τὴν ταφόπετρα.
Ἦταν φυσικὸ ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ν᾿ ἀκουσθεῖ τὸ παράπονο: «Μάννα μ᾿ ἐγὼ δὲν κάθομαι νὰ γίνω νοικοκύρης καὶ νἄ ᾿μαι σκλάβος τῶν Τουρκῶν, κοπέλι στοὺς γερόντους».
Ἡ κοινότητα ἦταν καὶ ἀδελφότητα γιὰ ὅλα της τὰ μέλη, σύμβολο κοινῶν πεπρωμένων.
Ἐξὸν ἀπὸ τὴ Μάνη καὶ μερικὲς ἄλλες, καμμιὰ κοινότητα δὲν εἶχε φρούρια. Μίαν Ἀκρόπολη δὲν μποροῦσαν πιὰ οὔτε νὰ φαντάζουνται οἱ ὑπόδουλοι. Καὶ ὅμως καὶ ἡ τελευταία ἀπόκεντρη Μικρασιατικὴ κοινότητα, ποὺ χανότανε ἀνάμεσα σὲ συμπαγεῖς μουσουλμανικοὺς πληθυσμούς, ἦταν ἕνα φρούριο. Πουθενὰ δὲν εἶχαν οἱ Ἕλληνες τόσην ἀσφάλεια ὅσην ἐκεῖ μέσα. Πουθενὰ δὲν μποροῦσαν ν᾿ ἀμύνουνται μὲ τόση βεβαιότητα ὅσο στὴν κοινότητά τους. Τὰ κοινοτικὰ σύνορα ἦσαν ἀνοιχτὰ καὶ μολαταῦτα ὄχι τόσον εὐκολοπρόσιτα στοὺς Ὀθωμανούς. Σὲ ὄχι λίγες κοινότητες ἦσαν ἀναγκασμένοι οἱ Ὀθωμανοὶ εἰσπράκτορες νὰ μπαίνουν ὁπλισμένοι καὶ μὲ πολλὲς προφυλάξεις. Ἀναφέρονται κοινότητες, ὅπου δὲν ἐπατοῦσε ποδάρι Τούρκου. Ἡ ὁπλοφορία ἦταν ἀπαγορευμένη, καὶ ὅμως δὲν ἔλειπαν ἀπὸ καμμιὰ κοινότητα τὰ κρυμμένα ὅπλα. Μία παλιὰ παράδοση εἶχε καθιερώσει τοὺς γιορτάσιμους τουφεκισμοὺς σὰν μία διαδήλωση, ἢ σὰν ἕνα πατριωτικὸ καθῆκον, καὶ δὲν ἦσαν λίγοι οἱ νέοι καὶ οἱ γέροι, ποὺ κάθε Λαμπρή, παρὰ τὶς ἐπίσημες ἀπαγορεύσεις, φιλοτιμούντανε νὰ μὴν καθυστεροῦν στὴν ἐκπλήρωση τοῦ καθήκοντος τούτου.
Ἡ κοινότητα ἦταν, ὅπως εἴπαμε, ἕνας σύνδεσμος ὄχι μόνο τῶν ὁμοεθνῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ὁμόδοξων. Ὅπως καὶ τὸ ἀρχαῖο ἄστυ, ὄχι μόνο κράτος ἐν κράτει, ἀλλὰ καὶ Ἐκκλησία, εἶχε τὸν ξεχωριστό της προστάτη Ἅγιο, τὸ δικό της τοπικὸ θεό, καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸν συγκέντρωνε τὰ μέλη της, ὅπως τοὺς πιστοὺς μίας κοινῆς λατρείας. Ἡ ὀργανικὴ ἕνωση τῶν δύο τούτων στοιχείων, τοῦ ἀστικοῦ-πολιτικοῦ καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ-θρησκευτικοῦ, ποὺ ἔχει συντελεσθεῖ μέσα στὸ πρωτοκύτταρο τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ἀποτελεῖ τὸν κυριότερο παράγοντα στὴ ζύμωση, ποὺ ἔχει ἐθνικοποιήσει τὴν Ἐκκλησία.
Ἐνδεικτικὴ καὶ ἡ φυσιογνωμία τοῦ κοινοτικοῦ παπᾶ. Ριζωμένος μέσα στὸ κοινοτικὸ ἔδαφος ὁ παπᾶς, ἀχώριστος ἀπὸ τὰ μέλη τῆς ἀδελφότητας, ζοῦσε μαζί τους τὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη.
Ἡ κοινότητα ἔδρασε καὶ ὡς ἑστία πολιτισμοῦ. Ὄχι γιατί μπόρεσε νὰ διατηρήσει τὶς μορφὲς μίας ἀρχαίας πνευματικῆς κληρονομιᾶς. Τίποτε δὲν τῆς ἦταν τόσο ξένο ὅσο ἡ λογία παράδοση τῆς βυζαντινῆς Ἐκκλησίας. Στοὺς μακρούς, ζοφεροὺς αἰῶνες τῆς δουλείας, εἶχε ξεμάθει πολλὲς φορὲς κι αὐτὴν ἀκόμη τὴ γραφὴ κι ἀνάγνωση. Ὅποιος ἤξερε τότε νὰ γράφει ἦταν φαινόμενο καὶ κουβαλοῦσε μαζί του τὸ καλαμάρι του, σημάδι τρανό τῆς ἐξαιρετικῆς του σοφίας, ἀναφέρει ξένος παρατηρητής.
Ἐκεῖνο ποὺ διατηροῦσε ἡ κοινότητα, ἦταν προπάντων τὸ πνεῦμα ἑνὸς οἰκείου πολιτισμοῦ, ἡ φωτεινὴ αὐτοσυνείδηση κι ὄχι τὰ λείψανα τῆς ἀναιμικῆς σοφίας τῶν Βυζαντινῶν. Ἦταν ἡ ζωντανὴ γλῶσσα ἑνὸς νεαροῦ λαοῦ, ποὺ ἀγωνιζότανε νὰ τραβήξει μπρός, κι ὄχι ἡ τεχνητὴ γραφομένη θλιβερῶν λογίων, ἀρρωστημένων ἢ γερασμένων πνευματικά, ποὺ δυσκολευότανε πιὰ νὰ ζήσουν αὐθόρμητα. Τὸ ἀντίθετο ἑνὸς κουρασμένου ἐγκεφαλισμοῦ, ἦταν ἡ ἔμφυτη σὲ κάθε ἄνθρωπο κι ὄχι μόνο στὸν ἀπόγονο ἱκανότητα νὰ αἰσθάνεται φυσικὰ καὶ νὰ σκέφτεται λεύθερα.
Ἡ κοινότητα δὲν ὑπῆρξε μουσεῖο παλιῶν ἀξιῶν, μὰ ἔδαφος ποὺ παράγει καινούργιες. Τὰ Δημοτικὰ τραγούδια καὶ ἡ ἄλλη λαϊκὴ τέχνη, ἀπὸ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ ἑνὸς ἀρχοντικοῦ σπιτιοῦ, ἑνὸς φτωχοῦ ἔπιπλου δίχως ἀξιώσεις, εἶναι ἐκδηλώσεις ζωῆς κοινοτικῆς ἢ διακοινοτικῆς κι ἔχουν τὴ σημασία τους, ὄχι γιατί περιέχουν στοιχεῖα ἀρχαϊκά, μὰ γιατί ἀποτελοῦνε τὴν ἀνώτερη αὐθόρμητη ἔκφραση τῆς πραγματικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων ὁρισμένου τόπου καὶ χρόνου καὶ μποροῦν, γι᾿ αὐτὸν ἴσα-ἴσα τὸ λόγο, νὰ μιλοῦν κι ἔξω τόπου καὶ χρόνου, παντοῦ ὅπου ὑπάρχει πηγαῖο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄνθρωπο γενικά.
Ὅσο γιὰ τ᾿ ἀρχαϊκὰ στοιχεῖα, εἴτε Βυζαντινὰ, εἴτε καὶ παλαιότερα Ἑλληνικά, ποὺ φυσικὰ θὰ ὑπάρχουν μαζὶ μ᾿ ἄλλα στὴ λαϊκὴ τέχνη, δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὶς ἐπιφανειακὲς ἀρχαϊστικὲς προσπάθειες ἀπ᾿ ἔξω, εἶναι ζωντανά, δηλαδὴ μετουσιωμένα μέσα στὸ καινούργιο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωή, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὴ συλλάβουμε δίχως τὸ νόμο τῆς συνέχειας τοῦ χθεσινοῦ μέσα στ᾿ αὐριανό.
Ἔτσι καὶ ἡ πίστη στὴν ἀρχαία καταγωγὴ τῆς φυλῆς, ἦταν μέσα στὴν Κοινότητα πηγαία, ριζωμένη στὸν κοινοτικὸ αὐτοχθονισμὸ κι ὄχι συνέπεια τῆς ἀρχαιομανίας, ποὺ εἶχε κυριέψει σὲ ὁρισμένες ἐποχὲς τὶς ἰθύνουσες τάξεις. Ἦταν ἡ χαρακτηριστική, σὲ κάθε νεαρὸ λαό, αὐτοσυνείδηση τῆς αἰωνιότητάς του, μία ἠθικὴ δύναμη, ζωντανὴ καὶ δημιουργική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκπολιτιστικὴ καὶ ἐξελληνιστικὴ της ἐπίδραση ἐπὶ τῶν ἀλλογλώσσων καὶ ἀλλοφύλων, ποὺ ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοὺς ἔφερε καὶ τοὺς ἐγκατέστησε στὶς Ἑλληνικὲς χῶρες.
Ἀλλὰ ὁ πολιτικὸς αὐτὸς μικρόκοσμος ἦταν τοπικὸς καὶ ζοῦσε ἀπομονωμένα.
Οἱ κοινότητες, σκόρπιες καὶ διαφοροποιημένες ἀπὸ τὶς γεωοικονομικὲς ἀντιθέσεις τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν, ἦσαν ἀπὸ γενικότερη ἄποψη πυρῆνες ζωντανοί, μὰ κι ἀσύνταχτοι. Κι ἔτσι εὐνοήσανε ὑπερβολικὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ κοινωνικοῦ καὶ πολιτικοῦ ἀτομικισμοῦ καὶ τοπικισμοῦ τῶν Νεοελλήνων. Ἐξαίρεση μποροῦσαν νὰ κάνουν μερικὲς κοινοτικὲς ὁμοσπονδίες καὶ ξεχωριστὰ ἡ Πελοπόννησος, ποὺ ἦταν περισσότερο ἑνωμένη καὶ διατηροῦσε καὶ δική της πρεσβεία στὴν Πόλη, μὰ καὶ τοῦτες εἶχαν χαρακτήρα προπαντὸς τοπικό. Τὸ παρδαλὸ πλῆθος τῶν μικρῶν, ἐφήμερων ἢ κληρονομικῶν ὀλιγαρχιῶν, ποὺ εἶχαν ἀναπτυχθεῖ κι ἐξελιχθεῖ μέσα στὰ κοινοτικὰ σύνορα, ἦταν ὀργανικὰ ἀκατάλληλο κι ἀνίκανο ν᾿ ἀντιμετωπίσει καὶ νὰ ἐξυπηρετήσει συμφέροντα διακοινοτικὰ καὶ πολὺ λιγότερο πανελλήνια. Ἐκεῖνο ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τὶς κοινότητες ἦταν ἡ ἀμφικτυονία ἡ πανελλήνια, ἢ τὸ μεγάλο ἑνιαῖο κράτος.
Καὶ τὴν ἀποστολὴ τούτη ἀνάλαβε ἡ Ἐκκλησία, ποὺ διατηροῦσε μαζὶ μὲ τὸ δεσποτισμὸ τῆς Ἀνατολῆς καὶ κάτι ἀπὸ τὴν κρατικὴ παράδοση τῆς Ρώμης. Μὲ τὴν ὀργάνωσή της, ποὺ σὰν ἕνα δίκτυο τεράστιο περιέσφιγγε ὁλόκληρη τὴν αὐτοκρατορία, ἕνωνε τὶς κοινότητες ὅλες σ᾿ ἕνα στέρεο σύνολο καὶ γένηκε φορέας κι ἐνσαρκωτὴς τῆς ἰδέας ἑνὸς ἑνιαίου πανελλήνιου κράτους.
Περιοδικό Ἄρδην