ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

Πα­πα­δη­μη­τρί­ου Ἀπό­στο­λος

Δη­μο­σι­ο­γρά­φος

 

Οἱ ἄν­θρω­ποι δι­α­χρο­νι­κά ζοῦν μέ τή­ν ἐλ­πίδα, τή­ν ἐλ­πί­δα νά ξη­με­ρώ­σει ἕνα κα­λύ­τε­ρο αὔ­ριο. Καί εἶ­ναι ἡ ἐλ­πίδα πού τούς ἐ­νι­σχύ­ει στήν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν ποι­κί­λων δυ­σκο­λι­ῶ­ν καί ἀν­τι­ξο­ο­τήτων τοῦ ἀν­θρω­πί­νου βί­ου.

Ὁ σκλά­βο­ς καί­ ὁ δε­σμώ­της ἐλ­πί­ζει καί ἀ­να­μέ­νει τή­ν ἐ­λευ­θε­ρί­α του. Ὁ  ἀ­σθε­νή­ς ἐλ­πί­ζει καί ἀ­να­μέ­νει τήν ὑγεί­α του. Ὁ φτω­χός καί ἄ­κλη­ρο­ς ἐλ­πί­ζει καί ἀνα­μένει τήν ἀλ­λα­γή τῶ­ν κα­τα­στά­σε­ων, ὥ­στε νά ἐξα­σφα­λίσει καί

αὐ­τός τά πρός τό ζῆν. Τί θά ἀ­νέ­με­νε ὅ­μως ὁ­λό­κλη­ρη ἡ κοι­νω­νί­α, ἄν κα­θη­με­ρι­νή δι­α­πί­στω­ση ἦ­ταν ἡ συν­τρι­βή τῶν πολ­λῶν κά­τω ἀ­πό τήν ἀ­γρι­ό­τη­τα, τήν ἀ­πλη­στί­α καί τήν ἀ­συ­δο­σί­α τῶν ὀ­λί­γων, ἄν ἡ δι­α­φθο­ρά ἐ­ξα­πλω­νό­ταν μέ τή μορ­φή χι­ο­νο­στι­βά­δας καί ἀ­πει­λοῦ­σε νά ἀ­φα­νί­σει δι­α­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις, οἰ­κο­γέ­νεια, τι­μή, ἀλ­λη­λεγ­γύ­η, ἀ­γά­πη; Τί θά ἀ­νέ­με­νε, ἄν κυ­ρι­αρ­χοῦ­σαν δο­ξα­σί­ες πε­ρί ἀ­γρί­ων θε­ο­τή­των, πού ἐ­πι­θυ­μοῦν τήν κα­τα­στρο­φή τῶν ἀν­θρώ­πων, πού δι­ψοῦν γιά τό αἷ­μα αὐ­τῶν, ὥ­στε νά ἐ­ξα­πο­λύ­ε­ται ἀν­θρω­πο­κυ­νη­γη­τό πρός σύλ­λη­ψη αἰχ­μα­λώ­των, προ­κει­μέ­νου νά θυ­σια­στοῦν ἤ μέ πό­νο ψυ­χῆς νά προ­σφέ­ρον­ται ὡς ἐ­ξι­λα­στή­ρια θύ­μα­τα πρω­τό­το­κοι γό­νοι; Ἀ­σφα­λῶς θά πε­ρί­με­νε κά­ποι­ον λυ­τρω­τή. Καί αὐ­τή ἦ­ταν πράγ­μα­τι ἡ προσ­δο­κί­α τῶν Ἐ­θνῶν, ὅ­πως ἀ­να­γρά­φε­ται στό βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως (κφ. 49 στ. 10). Ἡ προσ­δο­κί­α ἑ­νός λυ­τρω­τῆ εἶ­ναι ἔκ­δη­λη στήν πα­ρά­δο­ση πλεί­στων λα­ῶν τῆς Ἀ­να­το­λῆς (Ἀ­σί­ας) καί τῆς Δύ­σης (Ἀ­με­ρι­κῆς). Μά­λι­στα ἡ ἔ­λευ­σή του ἀ­να­με­νό­ταν ἀ­πό τά δυ­τι­κά ἤ ἀ­να­το­λι­κά ἀν­τί­στοι­χα.

Ἀ­ξι­όλο­γη εἶναι ἡ προσ­δο­κί­α τοῦ λυ­τρω­τῆ στόν ἀρ­χαῖ­ο ἑλ­λη­νι­κό κό­σμο. Στόν «Προ­μη­θέ­α Δε­σμώ­τη» ὁ Αἰ­σχύ­λος δι­α­κη­ρύσ­σει:

«τέρ­μα στόν πό­νο αὐ­τόν μήν καρ­τε­ρεῖς,

πρίν κά­ποι­ος θε­ός τίς συμ­φο­ρές σου νά ση­κώ­σει

καί στόν ἀ­νή­λια­γο Ἅ­δη ἀν­τί γιά σέ­να

στούς ἄ­φεγ­γους κα­τέ­βει τοῦ Ταρ­τά­ρου βυ­θούς» (στίχ. 1026 κ.ἑ.).

Ὁ Σω­κρά­της στήν «Ἀ­πο­λο­γί­α» του, ὅ­πως τή δι­α­σώ­ζει ὁ Πλά­των, ἀ­πευ­θυ­νό­με­νο­ς  στούς δι­κα­στές του λέ­γει: «Τήν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή σας θά τήν πε­ρά­σε­τε στόν πνευ­μα­τι­κό λή­θαρ­γο, ἄν ὁ Θε­ός δέν στεί­λει κά­ποι­ον ἄλ­λον πρός ἐ­σᾶς, φρον­τί­ζον­τας γιά σᾶς».

Ὁ Αἰ­σχύ­λος κα­τά τρό­πο ἄ­κρως ἐν­τυ­πω­σια­κό ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά ση­κώ­σει ἐ­πά­νω του τίς συμ­φο­ρές τοῦ Προ­μη­θέ­α καί θά κα­τέλ­θει ἀν­τί γι᾿ αὐ­τόν Ἐ­κεῖ­νος στόν Ἅ­δη! Ὁ Σω­κρά­της ξε­περ­νών­τας τόν πο­λυ­θε­ϊ­σμό τῶν με­γά­λων Ἑλ­λή­νων στο­χα­στῶν πού εἶ­χαν προ­η­γη­θεῖ κά­νει λό­γο γιά ἕ­ναν Θε­ό καί τόν ἀ­πε­σταλ­μέ­νο Του. Ὁ Προ­μη­θέ­ας ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­πό τήν Ἀ­να­γέν­νη­ση καί με­τά τό σύμ­βο­λο ἐ­κεί­νων πού ἐ­πι­χεί­ρη­σαν τήν ἐ­πα­νά­στα­ση κα­τά τοῦ Θε­οῦ (ὑ­λι­στῶν)! Θε­ω­ροῦν τόν τι­τά­να ὡς τό θύ­μα τῆς ἀ­δι­κί­ας καί ἀ­λα­ζο­νεί­ας τῶν πά­σης φύ­σε­ως δυ­να­στῶν ἐ­που­ρα­νί­ων καί ἐ­πι­γεί­ων, ἐ­πει­δή ὑ­πῆρ­ξε ὁ μό­νος πού ἀ­γά­πη­σε τόν ἄν­θρω­πο. Καί ἐ­πει­δή κα­τά τήν ἑλ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γί­α ὁ Προ­μη­θέ­ας ἔ­κλε­ψε τό φῶς ἀ­πό τούς θε­ούς καί τό πρό­σφε­ρε στούς ἀν­θρώ­πους, γι᾿ αὐ­τό κα­λεῖ­ται καί Ἑ­ω­σφό­ρος. Ἀλ­λά Ἑ­ω­σφό­ρος (Lucifer) κα­λεῖ­ται καί ὁ Σα­τα­νᾶς, ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­π᾿ ἐ­κεί­νους πού τόν λα­τρεύ­ουν στίς ἡ­μέ­ρες μας μέ­σῳ τῆς μου­σι­κῆς καί τῆς μα­γεί­ας! Ἡ δι­α­νό­η­ση τοῦ λε­γο­μέ­νου δι­α­φω­τι­σμοῦ στά­θη­κε ἀ­νήμ­πο­ρη νά κα­τα­νο­ή­σει ὅ­τι ὁ Προ­μη­θέ­ας δε­σμώ­της εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ὁ δέ­σμιος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ Θε­ός ἀ­πέ­στει­λε τόν Χρι­στό Ἰ­η­σοῦ (Σω­τῆ­ρα Χρι­στό).

Ὁ Χρι­στό­ς ἦλ­θε, ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι δέ­ν τόν ἀνα­γνώ­ρι­σα­ν ὡς Σω­τῆρα τους. Δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά τόν ἀ­να­γνω­ρί­σουν, ἐ­πει­δή ἐ­πέ­λε­ξε προ­κλη­τι­κό τρό­πο ἐ­ναν­θρώ­πι­σης. Γεν­νή­θη­κε σέ στά­βλο συν­τρο­φιά μέ ἄ­λο­γα ζῶ­α μέ­σα στή βρῶ­μα. Ὁ ἄν­θρω­πος τῆς πτώ­σε­ως, τό­τε καί σή­με­ρα, θέ­λει τόν ἡ­γε­μό­να ἀ­λα­ζό­να, ἰ­σχυ­ρό, ἄ­τεγ­κτο. Τόν θέ­λει νά ζεῖ στή χλι­δή, νά ἁρ­πά­ζει ἀ­πό τόν λα­ό, γιά νά σπα­τα­λᾶ, νά τι­μω­ρεῖ σκλη­ρά τόν κά­θε ἀμ­φι­σβη­τί­α τῆς ἰ­σχύ­ος του. Ἀ­κό­μη καί ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­χουν στρα­τευ­θεῖ στήν πο­λε­μι­κή κα­τά τῶν κο­σμι­κῶν ἀρ­χόν­των, πο­λι­τι­κῶν καί θρη­σκευ­τι­κῶν, τό ἴ­διο φρο­νοῦν καί τό δεί­χνουν, ὅ­ταν κα­τα­λά­βουν ἐ­ξου­σί­α, τήν ὅ­ποι­α ἐ­ξου­σί­α, κα­θώς «Ἀρ­χή ἄν­δρα δεί­κνυ­σι». Ἀλ­λά για­τί νά μεμ­φό­μα­στε δια­ρκῶς αὐ­τούς, ἀ­φοῦ δέν κα­τα­νο­ή­σα­με ἀ­κό­μη τόν λό­γο τοῦ λυ­τρω­τῆ μας ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στια­νοί!

Κά­θε  χρόνο  προσ­δο­κοῦμε  κα­λύτε­ρε­ς  ἡ­μέ­ρες  μέ  τή­ν  ἀ­νά­καμ­ψη  τῶν

πραγ­μά­τω­ν μέ­σῳ πο­λι­τι­κῶν ἐνερ­γει­ῶν. Τό «μή πε­ποί­θα­τε ἐ­π᾿ ἄρ­χον­τας ἐ­πί υἱ­ού­ς ἀν­θρώ­πων, οἶς οὐκ ἔστι σω­τη­ρί­α», δέν μᾶς ἀγ­γί­ζει. Ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε δέ­σμιοι τῆς ἐγ­κο­σμι­ό­τη­τας καί ἄς μουρ­μου­ρί­ζου­με κά­που-κά­που ὅ­τι «τό πο­λί­τευ­μα ἡμῶν ἐν οὐ­ρα­νοῖς ἐ­στι». Κα­λός ὁ Θε­ός, ἀλ­λά καί κά­ποι­ο μέ­σο ἐ­πί τῆς γῆς δέν βλά­φτει. Κα­λό τό «μή θη­σαυ­ρί­ζε­τε θη­σαυ­ρούς ἐ­πί τῆς γῆς», ἀλ­λά δέν εἶ­ναι κα­κό νά σω­ρεύ­ου­με κα­τα­θέ­σεις καί νά ἀ­πο­κτοῦ­με ἀ­κί­νη­τα, ὅ­ταν ὁ πλη­σί­ον μας, αὐ­τός ὁ ἄ­γνω­στος πλέ­ον, δυ­στυ­χεῖ! Ἐ­μεῖς, ὁ κό­σμος τῆς ἀ­φθο­νί­ας, προσ­δο­κοῦ­με καί ἐ­φέ­τος Χρι­στού­γεν­να ἀ­πό κε­κτη­μέ­νη τα­χύ­τη­τα. Ἄλ­λω­στε μᾶς ἔ­μει­ναν ἀ­πό πέ­ρυ­σι τά φαν­τα­χτε­ρά στο­λί­δια καί κά­ποι­α χρή­μα­τα ἀ­κό­μη, πού συμ­βάλ­λουν στό νά αἰ­σθαν­θοῦ­με τό «πνεῦ­μα» τῶν Χρι­στου­γέν­νων. Οἱ ἄλ­λοι, οἱ πολ­λοί καί ὁ­λο­έ­να αὐ­ξα­νό­με­νοι δυ­σκο­λεύ­ον­ται νά ἐν­νο­ή­σουν αὐ­τό τό «πνεῦ­μα». Λί­γες ψυ­χές, ὀ­ά­σεις στήν ἐ­ρη­μί­α τῶν ἀ­νέ­σε­ων καί τῆς ἀ­πό­λυ­της ἔν­δειας, προσ­δο­κοῦν τόν Χρι­στό καί ἑ­τοι­μά­ζουν τήν καρ­διά τους γιά φάτ­νη.

«Δέν ἐλ­πί­ζω τί­πο­τα, δέν φο­βοῦ­μαι τί­πο­τα, εἶ­μαι λέ­φτε­ρος» εἶ­ναι χα­ραγ­μέ­νο στόν τά­φο τοῦ Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη, ὅ­πως τό θέ­λη­σε ὁ ἴ­διος. Ἡ φρά­ση αὐ­τή μέ τό ποι­κί­λων ἑρ­μη­νει­ῶν πε­ρι­ε­χό­με­νο ἀ­πο­τε­λεῖ πο­λύ ἀ­γα­πη­μέ­νο ἀ­πό­φθεγ­μα τῶν αὐ­το­α­πο­κα­λου­μέ­νων ἐ­λευ­θέ­ρων πνευ­μά­των καί σέ εὐ­ρεί­α χρή­ση στή φα­ρέ­τρα τῶν πο­λε­μί­ων τοῦ Θε­οῦ, τῆς ἐλ­πί­δας τῆς συν­τρι­πτι­κῆς πλει­ο­νο­ψη­φί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν. Ὁ μή ἐλ­πί­ζων δέν προσ­δο­κᾶ. Τί ὅ­μως δέν προσ­δο­κᾶ; Δέν προσ­δο­κᾶ κά­τι σ᾿ αὐ­τόν ἐ­δῶ τό βί­ο; Ἀλ­λά τό­τε ἔ­χει πα­ραι­τη­θεῖ ἀ­πό τό βί­ο. Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πελ­πι­σμέ­νος, κά­ποι­ος μέ παν­τε­λῆ ἀ­πώ­λεια τοῦ νο­ή­μα­τος τῆς ζω­ῆς! Ἄν, ὅ­πως καί οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἑρ­μη­νεύ­ουν, δέν προσ­δο­κᾶ κά­τι με­τά θά­να­τον, αὐ­τό δέν ση­μαί­νει διά λο­γι­κῆς ἀ­πα­γω­γῆς ὅ­τι εἶ­ναι καί ἐ­λεύ­θε­ρος. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α προ­βάλ­λε­ται ἀ­κό­μη ὡς κα­τά­κτη­ση ἐκ τῆς ἀ­πο­βο­λῆς τοῦ φό­βου, τοῦ φό­βου, ὅ­πως πολ­λοί ἐν­νο­οῦν, τῆς τι­μω­ρί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ἀλ­λά ὁ φό­βος εἶ­ναι σύμ­φυ­τος μέ τόν ἄν­θρω­πο πού δέν προσ­δο­κᾶ καί δέν ἐλ­πί­ζει. Τρέ­μει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά αὐ­τός, ἰ­δί­ως τόν θά­να­το. Ὅ­σο γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α με­τά τήν ἄρ­νη­ση τοῦ Θε­οῦ, τό μαρ­τυ­ρεῖ πε­ρί­τρα­να τό κα­τάν­τη­μα τῶν συγ­χρό­νων δυ­τι­κῶν κοι­νω­νι­ῶν, πού βι­ώ­νουν βα­ρύ­τα­τη πα­ρακ­μή καί βρί­σκον­ται στά πρό­θυ­ρα τῆς κα­τάρ­ρευ­σης ὑ­πο­χεί­ρια πλεί­στων ὅ­σων αἰ­μο­δι­ψῶν «θε­ο­τή­των» ὑ­πο­κα­τα­στά­των τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ. Καί ὅ­μως καί οἱ λα­οί αὐ­τοί προσ­δο­κοῦν. Προσ­δο­κοῦν τόν οἶ­κτο τῶν τρα­πε­ζι­τῶν, τῶν ἀ­δη­φά­γων θη­ρί­ων, πού ἔ­πα­ψαν νά προσ­δο­κοῦν τήν ἔ­λευ­ση τοῦ Μεσ­σί­α, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τόν λα­ό, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο προ­έρ­χον­ται, τόν λα­ό πού ἀρ­νή­θη­κε καί σταύ­ρω­σε τόν Χρι­στό. Τί προσ­δο­κοῦν οἱ λα­οί σή­με­ρα; Τή δό­ση τους. Γι᾿ αὐ­τό καί ὁ ζυ­γός τῆς δου­λεί­ας γί­νε­ται ὁ­λο­έ­να καί βα­ρύ­τε­ρος.

 

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα