Μ. Χουρμούζης: Ὁ ἰδεολόγος πατριώτης συγγραφέας

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Ὁ Μιχαήλ, ἤ Μιλτιάδης Χουρμούζης,προσέφερε τὸν ἐαυτό του ποικιλοτρόπως στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ στὸ νεοπαγὲς Ἑλληνικὸ κράτος. Πολέμησε ὡς ἁπλὸς στρατιώτης γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Πατρίδας, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀνέλαβε στρατιωτικὰ καθήκοντα – ἔφτασε στὸν βαθμὸ τοῦ ἀντισυνταγματάρχου – καὶ ἀπὸ τὸ 1850 ἔως τὸ 1856 ὑπηρέτησε πολιτικὰ τὴν Ἑλλάδα, ὡς βουλευτὴς Φθιώτιδος. Ὡς δημοσιογράφος ἦταν ἀκριβὴς καὶ ὀξύτατος στὴν κριτική του γιὰ τὰ κακῶς ἔχοντα καὶ ὡς συγγραφέας ἔγραψε κυρίως κωμωδίες, στὶς ὁποῖες σατίρισε ὀξύτατα τὰ ἐλαττώματα τῶν Ἑλλήνων τῆς ἐποχῆς του.

Στὰ θεατρικά του ἔργα μὲ τὸν ΛΕΠΡΕΝΤΗ χτύπησε τὸν νεοπλουτισμό, μὲ τὸν ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΗ καὶ τὸν ΥΠΑΛΛΗΛΟ σατίρισε τὴν ξενομανία, τὴν δουλικότητα καὶ τὸν πιθηκισμὸ καὶ μὲ τὸν ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΗ καταφέρθηκε ἐναντίον τοῦ πάθους τῆς χαρτοπαιξίας.

Στὴν δημοσιογραφικὴ πένα του, ὅπως σημειώνει ὁ Τάσος Λιγνάδης στὴν ἐξαίρετη μελέτη του « Ὁ Χουρμούζης, Ἱστορία – Θέατρο» ( Ἐκδ. Χ. Μπούρας, Ἀθήνα, 1986, σελ. 324), «μόλο ποὺ ἦταν ὀξύς, τραχύς, ἐμπαθὴς καὶ συχνὰ ὑπερβολικὸς καὶ ἄδικος στὰ δημοσιεύματά του, πίστευε στὴν ἀφιλοκερδῆ καὶ εὐγενῆ ἄσκηση τῆς δημοσιογραφίας καὶ χτυποῦσε σὲ κάθε εὐκαιρία τὸν κιτρινισμὸ τοῦ Τύπου καὶ τὴν δωροδοκία».

Ὁ Χουρμούζης γεννήθηκε στὸ νησὶ Ἀντιγόνη τῆς Κωνσταντινούπολης, τὸ 1804. Τὸν Μάϊο τοῦ 1821 ἔρχεται στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔχοντας ἐνταχθεῖ στὰ σώματα τῶν Κυνουριέων λαμβάνει μέρος στὴν ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους. Τὸ 1822 λαμβάνει μέρος στὴν πολιορκία καὶ στὴν παράδοση τοῦ Ἀκροκορίνθου. Κατὰ τὸ ἴδιο ἔτος κατατάσσεται στὸ ναυτικὸ καὶ συμμετέχει σὲ ἐπιχειρήσεις σὲ διάφορα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου. Στὴν Σάμο ὑπηρετεῖ ὡς Ὑπαξιωματικὸς τῆς Ἁρμοστείας, τὸ 1822, ἀκούει τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Βενιαμὶν τοῦ Λεσβίου περὶ ὀμονοίας, συγκινεῖται καὶ τοῦ ἀσπάζεται τὸ χέρι. ( Ρωξάνης Δ. Ἀργυροπούλου «Βενιαμὶν ὁ Λέσβιος», Κέντρο Νεοελληνικῶν Ἐρευνῶν ΕΙΕ, Ἀθήνα, 2003, σελ. 114).

Τὸ 1834 ἀρθρογραφεῖ στὴν ἐφημερίδα τοῦ Ναυπλίου ΕΠΟΧΗ. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἄρθρα του γράφει: «Εἶμαι γνήσιος Ἕλλην διὰ τὴν καταγωγήν μου, διὰ τὴν θρησκείαν μου καὶ διὰ τὰς πρὸς τὴν πατρίδα δεκατριετεῖς ἐκδουλεύσεις μου καὶ δι’ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἑλληνικά μου αἰσθήματα. Τὰ πολύτιμα ταῦτα πλεονεκτήματα δὲν ἰσχύει κανείς λόγος, καμμία δύναμις νὰ μὲ τὰ ἀφαιρέση…» ( Ἀριθμ. φ. 15, 15 Νοεμβρίου 1834 ). Τὸ 1835 ἐκδίδει τὴν πρώτη του κωμωδία Ο ΛΕΠΡΕΝΤΗΣ καὶ, ἕνα μήνα μετά, τὴν δεύτερη, Ο ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΗΣ. Σε αὐτὴν στόχος του εἶναι ὁ Βαυαρός Χάϊντεκ, μέλος τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ Όθωνα.

Τὸ 1836 διορίζεται στὴν Χωροφυλακὴ τῆς Λαμίας, μὲ ἀποστολὴ τὴν καταπολέμηση τῆς ληστείας. Ἐκεῖ ἐκδίδει τὴν τρίτη του κωμωδία Ο ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ. Τὸ 1839 παραιτεῖται ἀπὸ τὴν Χωροφυλακὴ καὶ μεταβαίνει στὴν Αἴγινα, ὅπου ἐκδίδει τὴν τέταρτη κωμωδία του Ο ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΗΣ. Τὸ 1848 ὁ Χουρμούζης ἔχει ἐπιστρέψει στὸ στράτευμα καὶ τοῦ ἀπονέμεται ὁ βαθμὸς τοῦ ἀντισυνταγματάρχη. Τὸ 1850 παραιτεῖται ἀπὸ τὸ στράτευμα καὶ ἐκλέγεται βουλευτὴς Φθιώτιδας. Τὴν βουλευτικὴ ἰδιότητα διατήρησε ἔως τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1856, ὅταν αἰφνιδίως καὶ κρυφίως ἐπιστρέφει καὶ ἐγκαθίσταται ἔως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, τὸ 1882, στὴν γενέτειρά του, νῆσο Ἀντιγόνη.

Ὡς πολιτικός, σὲ ἀγόρευσή του στὴν Βουλή (8 Ἰανουαρίου 1853), μίλησε γιὰ τὴν Παιδεία: « Ὁφείλω νὰ μεμφθῶ τοὺς ὑπάρξαντας ὑπουργοὺς τῆς παιδείας, διότι οὐδεὶς αὐτῶν ἐφρόντισε νὰ περιθάλψη τὴν Ἑλληνικὴν παιδείαν ἀλλά, ἀφῆκε νὰ εἰσαχθῆ παντοῦ ὁ φραγγισμός. Ἔχομεν ὅλας τὰς διεφθαρμένας ἰδέας τῆς Δύσεως, παραμελήσαντες ἐντελῶς τὰς τῶν ἐξαιρέτων καὶ μεγάλων ἐκείνων προγόνων μας…».

Σὲ ἄλλη ἀγόρευσή του, στὶς 25 Ἰουνίου 1853, εἶπε: « Ὧ μακαρία καὶ τρισένδοξη ἐποχὴ τοῦ ἀγῶνος ! Ὧ ἐποχὴ ἁγία καθ΄ ἥν ὁ Ἕλλην ἀφιερώνων εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Ὑψίστου καὶ εἰς τὴν εὐγνωμοσύνην τῆς πατρίδος τοὺς γηραιοὺς γονεῖς, τὴν νέαν σύζυγον, καὶ τ’ ἀνήλικα τέκνα του, προσήρχετο ἐκούσιον ὁλοκαύτωμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ Ἔθνους!». Ἄλλοτε ζήτησε νὰ μιμηθεῖ ἡ Ἑλλάδα τὴν Ευρώπη σὲ ὁρισμένα πολιτισμικὰ ἐπιτεύγματα: «Ναί ! Νὰ μιμηθῶμεν τὴν Ευρώπην, ἀλλ’ οὐχὶ εἰς τὴν πολυτέλειαν, οὐχί εἰς τὴν ἐπιπολαιότητα, οὐχὶ εἰς τὴν ἐπίδειξιν. Νὰ μιμηθῶμεν αὐτὴν εἰς πᾶν ὅ,τι ἀναφέρεται εἰς τὸν ἀληθῆ πολιτισμόν, εἰς τὴν ἀληθῆ πρόοδον, εἰς τὴν εὐημερίαν τῆς ἀνθρωπότητος…».

Γενικὰ ὁ Χουρμούζης ἦταν ἐναντίον τῆς ξενομανίας : «Δυστυχῶς, ἐκτρώματα τῆς ΞΕΝΟΜΑΝΙΑΣ δεσπόζουν στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδία μας καὶ προκαλοῦν ἀπροκάλυπτον περιφρόνησιν τῶν πατρίων μας καὶ τῆς θρησκείας μας ἀκόμη, ὡς δεῖγμα εὐρωπαϊκῆς προόδου. Συμπεριφορὰ γελοιωδεστάτη, δῆθεν ὑψηλῆς ἀνατροφῆς καὶ σφαίρας ἀριστοκρατικῆς ! Ξιππασμένων ὀψιπλούτων ἀηδέσταται ἐπιδείξεις ! Πτωχαλαζονεία ἀξία οἴκτου…» ( Ἀνατολικός Ἀστήρ,αρ.φ.3, 17/10/1880).

Ὁ Τάσος Λιγνάδης στὸ προαναφερθὲν πόνημα του, γράφει γιὰ τὸν χαρακτήρα τοῦ Χουρμούζη: « Ἡ ἐκρηκτικὴ καὶ φανατικὴ φύση τῶν ψυχικῶν ἐκδηλώσεών του κρύβει ὡστόσο τὸν χαρακτῆρα ἑνὸς ἰδεολόγου πατριώτη. Πιστὸς καὶ εὐσεβὴς ὀρθόδοξος, ἄτομο ῥιζωμένο στοὺς θεσμοὺς καὶ τὶς Παραδόσεις τοῦ Γένους – ἀξίες ὑποστασιακές, ποὺ δὲν ἄφηνε εὐκαιρία νὰ μὴν τὶς ὑπογραμμίζει ἀδιάλειπτα σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του – ἐξεγείρεται ὅταν βλέπει κάθε σύμπτωμα ἀλλοτρίωσης, ὑποκρισίας καὶ ἀτομικισμοῦ. Τὰ ἐλαττώματά του, ὅπως ἡ ἐμπάθεια, τὸ φιλόνικον, ἡ ὑπερβολή, ὅσο καὶ ἄν εἶναι πιθανοφανὲς νὰ ὑπέκυπταν σὲ προσωπικά, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἐλατήρια, δὲν εἶναι ἰκανὰ νὰ ἐρμηνεύσουν τὸ ἱστορικό του πρόσωπο, ποὺ ἦταν καθαρὰ ἀποστολικὸ καὶ ἀφιερωμένο» (Τ. Λιγνάδη «Ὁ Χουρμούζης» σελ. 273).

Γιὰ τὴν αἰφνίδια ἐπιστροφή του στὴν γενέτειρα νῆσο του ὁ ἴδιος δὲν ἔδωσε ἐξήγηση. Στὴν Βουλὴ κατηγορήθηκε ἀπὸ πολιτικούς του ἀντιπάλους γιὰ τὴν φυγή του στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἐκεῖ « ἐδέχθη κρατικὴν ὑπηρεσίαν ὀθωμανικὴν » καὶ ζητήθηκε ἀπὸ τὸν ὑπουργὸ τῶν Ἐξωτερικῶν ἡ ἀφαίρεση τῶν πολιτικῶν του δικαιωμάτων καὶ ἡ διαγραφή του ἀπὸ τὸν βουλευτικὸ κατάλογο. Ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Ὑπουργό δὲν ὑπῆρξε… (Αὐτ. σελ. 241-242).

Στὴν νῆσο Ἀντιγόνη ἔδρασε ποικιλοτρόπως γιὰ τὴν διατήρηση τοῦ ἐθνικοῦ  φρονήματος τῶν Ἐλλήνων τῆς Βασιλεύουσας. Στὸ πλαίσιο αὐτό,τὸ 1864 ἐξέδωσε τὴν πατριωτικὴ ἐφημερίδα ΑΡΜΟΝΙΑ, τὴν ὁποία διατήρησε τέσσερα χρόνια. Ἐπίσης ἔδιδε συχνὰ διαλέξεις μὲ ἐθνοθρησκευτικὸ χρῶμα. Ἰσόβια καὶ σταθερὴ ἦταν ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἐκκλησία: « Ἀνεξάλειπτος καὶ ἀκμαία εἶναι ἡ πρὸς τὴν ἁγίαν μητέρα μας Ἐκκλησίαν εὐγνωμοσύνη τοῦ Ἔθνους, διότι αὔτη καὶ τὴν γλώσσαν μας διετήρησε καὶ τὴν ἁγίαν μας θρησκείαν ἔσωσε». Λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀγάπης του, ἐκδήλωνε τὴν ἀγανάκτησή του «γιὰ τοὺς ὁρκοπάτηδες ἐκείνους ποὺ ἔγιναν αἴτιοι τῆς σημερινῆς ἀξιοδακρύτου καταστάσεως». Ὁ Χουρμούζης ἀνήγειρε στὴν Ἀντιγόνη τὸν ναὸ τῆς Θεοκορυφώτου Μονῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τὸ ἔκανε, ὅπως ὁ ἴδιος ἔγραψε, χύνοντας πολὺν ἱδρώτα, βλάπτοντας τὴν ὑγεία του, παραμελῶντας τὰ οἰκιακά του καὶ «καθιστάμενος μέχρις ὀχληρότητος ἐπαίτης, ἀκόμη καὶ στὸν Μ. Βεζύρη Ἀαλῆ Πασᾶ, ὁ ὁποῖος «συνέδραμε γενναίως τὸ ἔργον» ( Αὐτ. σελ. 245-246).-