Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Ζ’ Κυριακῆς Ματθαίου (Ῥωμ., ιε’ 1-7), ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὀφείλομε «οὐχ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν» ἀλλὰ «ἕκαστος ὑμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω» πρὸς πνευματικὴ ὠφέλεια καὶ ἐνίσχυσή του, «εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν» (Ῥωμ. ιε’ 2). Ζητεῖ, μάλιστα, ἀπὸ τοὺς δυνατωτέρους νὰ βαστάζουν τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων.
Γιὰ νὰ μπορέσωμε, συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος, νὰ κάνωμε ἐκεῖνο ποὺ ἀρέσει ὄχι στὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ στὸν Θεὸ καί, συγχρόνως, ἐκεῖνο ποὺ ὠφελεῖ τὸν πλησίον, χρειάζεται νὰ ἔχωμε πάντοτε ὡς ὑπόδειγμά μας τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος «οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν» (ὅ.π. 3) ἀλλὰ ἔγινε «ὑπήκοος» τοῦ πατρός Του καὶ μάλιστα «μέχρι θανάτου σταυροῦ», χάριν τῆς δικῆς μας σωτηρίας.
Γιὰ νὰ ἐλέγξωμε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς κάθε φορὰ ἐὰν εἴμαστε θεάρεστοι καὶ ὄχι ἀνθρωπάρεσκοι καὶ μάλιστα αὐτάρεσκοι, χρειάζεται νὰ ἀναρωτιώμαστε: «Αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ κάνω εἶναι πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ πρὸς ὄφελος τοῦ πλησίον; Ἐὰν ναί, τότε εἶναι καὶ πρὸς δικό μου ὄφελος!»
Πιὸ ἁπλᾶ: «Θέλεις, Χριστέ μου, νὰ ἐνεργήσω ἔτσι; Ἐὰν θέλῃς ἐσύ, τότε καὶ ἐγὼ θὰ τὸ κάνω, ἐπειδὴ ἐσὺ μοῦ τὸ ζητᾶς καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ ὠφελεῖ σίγουρα καὶ ἐμένα». «Γεννηθήτω τὸ θέλημά σου», λοιπόν, καὶ ὄχι τὸ δικό μου θέλημα!
Τὸ τί θέλει ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἐμᾶς τὸ γνωρίζομε μέσα ἀπὸ τὴν διδασκαλία Του: πίστη, δηλ. ἐμπιστοσύνη σὲ Αὐτόν, συνεπῆ μὲ τὴν πίστη μας ζωὴ καὶ ἔργα ἀγάπης καὶ μετανοίας.
Γιὰ νὰ μπορέσουν, ὅμως, αὐτὰ νὰ ὑλοποιηθοῦν, χρειάζεται καὶ κάτι ἀκόμη, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Παῦλος παρακαλεῖ ἔνθερμα: «ὁ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως δώῃ ὑμῖν (μακάρι νὰ δώσῃ) τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν» (ὅ. π. 4). Ἡ ἀγωνία τοῦ Παύλου, ποὺ εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τόσων ἀδελφῶν καὶ τόσων Ἐκκλησιῶν, εἶναι ἀκριβῶς αὐτή: νὰ εἶναι οἱ ἐν Χριστῶ ἀδελφοὶ «κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ καὶ μὴ ᾖ ἐν αὐτοῖς σχίσματα» (Α’ Κορ., α’ 10). Ἐπειδή, ὅμως, γνωρίζει ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο, γι’ αὐτὸ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ ποὺ μακροθυμεῖ καὶ ἀγαπάει τὸ πλάσμα Του νὰ μεριμνήσῃ γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν ὁμοφροσύνη τῶν τέκνων Του.
Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει δείξει ὅτι, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ συνεργάζωνται μεταξύ των, τότε καὶ οἱ ἐσωτερικές των ὑποθέσεις τακτοποιοῦνται καλύτερα ἀλλὰ καὶ οἱ ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ ἀντιμετωπίζονται ἀποτελεσματικώτερα. Ἡ καλύτερη ἀπόδειξη μιᾶς τέτοιας συνεργασίας καὶ ὁμοφροσύνης εἶναι οἱ πρωτοχριστιανικὲς κοινότητες, ὅπου «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» (Πράξ. δ’ 32). Ἡ σύμπνοιά των, μάλιστα, ὑπῆρχε σὲ ὅλες τὶς ἐπιμέρους διακονίες/λειτουργίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας: «Ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς (Πράξ., β’ 42), ποὺ σημαίνει: παρέμεναν προσηλωμένοι μὲ πιστότητα στὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων (μορφωτικὴ λειτουργία), στὴν ἐπικοινωνία καὶ στὴν κλάση τοῦ ἄρτου (κοινωνικὴ λειτουργία) καὶ στὴν προσευχή (πνευματικὴ λειτουργία).
Ἦταν τόση ἡ ὁμοψυχία μεταξὺ τῶν χριστιανῶν στὶς πρῶτες κοινότητες, ὥστε ὄχι μόνον οἱ ἴδιοι ἀπελάμβαναν τοὺς καρποὺς τῶν κοινῶν των ἔργων ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος, ἐπευλογῶντας τὴν ὅλη προσπάθεια, «προσετίθει τοὺς σωζομένους καθ’ ἡμέραν τῆ ἐκκλησίᾳ» (ὅ.π., 46-47). Ὅταν, ὅμως, χάθηκε αὐτὴ ἡ σύμπνοια ἀνάμεσα στοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, τότε καὶ ἡ πίστη κινδύνευσε περισσότερο ἀπ’ τὶς πολλαπλὲς αἱρέσεις καὶ ἡ ζωή των ἀπομακρύνθηκε ἀπ’ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ πολιτεία των ἀπὸ πολιτεία δικαιοσύνης καὶ ἀγάπης μετατράπηκε σὲ πολιτεία ἀδικίας καὶ μίσους, μὲ ὅλα τὰ ἀρνητικὰ ἐπακόλουθα.
Ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας περισσεύει ἡ ἀσέβεια, ἡ ἀνηθικότητα καὶ ἡ ἀδικία, διότι ὡς κέντρο τῆς ζωῆς μας δὲν ἔχομε τὸν Θεὸ ἀλλὰ τὸ ἐγώ μας, τὶς κακὲς ἡδονὲς καὶ τὰ πάθη μας καὶ τοὺς κάθε λογῆς ἀνθρωποθεούς μας, ποὺ λατρεύομε καὶ ἀκολουθοῦμε πιστά. Ὅσο γιὰ τὸν πλησίον μας, ὄχι μόνον πρὸς οἰκοδομὴ τοῦ ἀγαθοῦ (Ῥωμ., ιε’ 2) δὲν τὸν ἀντιμετωπίζομε, μᾶλλον ὡς μέσο πρὸς ἱκανοποίηση τῶν ἐγωπαθῶν ἢ καὶ διεστραμμένων ἐπιθυμιῶν μας τὸν βλέπομε. Μὲ τέτοια στρεβλὴ θεώρηση οὔτε λόγος γιὰ συνεργασία καὶ ὁμοψυχία. Ἡ εἰκόνα τῆς γενικῆς ἀποστασίας καὶ ἐξαχρειώσεως, ποὺ περιγράφει ὁ Δαβίδ, «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ., νβ’ (52’):4) χαρακτηρίζει πλήρως τὴν ἐποχή μας.
Χρειάζεται πραγματικὰ νὰ ἀλλάξωμε ῥότα, νἀ ἀφυπνιστοῦμε καὶ νὰ συνετισθοῦμε, ἐὰν θέλωμε τὴν σωτηρία μας. Νὰ μετανοήσωμε καὶ νὰ ὁμονοήσωμε «τὸ αὐτὸ φρονοῦντες ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν» (Ῥωμ., ιε’ 4). Νὰ ζήσωμε καὶ πάλι θεάρεστα, μὲ ὀρθόδοξη πίστη, ζωὴ καὶ πολιτεία, καὶ μάλιστα μὲ σύμπνοια καὶ συνεργασία, γιὰ νὰ ἔχωμε ἐλπίδα σωτηρίας.
Εὐτυχῶς ποὺ ὁ Κύριός μας εἶναι ἐλεήμων καὶ μακρόθυμος, «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Τιμ. Α’, β’ 4). Θὰ πρέπει, ὅμως, νὰ τὸ θελήσωμε καὶ μεῖς, νὰ ζήσωμε θεάρεστα καὶ ὄχι ἀνθρωπάρεσκα. Τότε καὶ μόνον τότε καὶ τὶς πολλαπλὲς δυσκολίες μας θὰ ἀντιμετωπίζωμε εὐκολώτερα καὶ θὰ λάβωμε πλούσια χάρη καὶ μέγα ἔλεος ἀπὸ τὸν μόνον Παντελεήμονα καὶ Σωτῆρα Κύριό μας, ὥστε νὰ ἀπολαύσωμε, μὲ τὴν χάρη Του, τὰ πολλά του ἀγαθὰ καὶ κυρίως τὴν ὁμοψυχία καὶ τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι δῶρα Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ἀμήν. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος