“Ο θάνατος, σύμφωνα με την παράδοσή μας, νικήθηκε μόνον με την Ανάσταση του Χριστού. Εγώ σε αυτό πιστεύω”. Αυτό τόνισε, μεταξύ άλλων, ο ηθοποιός Άρης Σερβετάλης, μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino.
Κύριε Σερβετάλη, γιατί αποφασίσατε να ανεβάσετε μαζί με την Έφη Μπίρμπα την «Καρδιά του σκύλου»;
«Πρόκειται για ένα έργο πολύ ευφυές. Θα το χαρακτήριζα ως μία σουρεαλιστική φάρσα, μία κωμωδία με πολύ βαθιά νοήματα. Προγραμματίζαμε μάλιστα να το ανεβάσουμε προτού ξεσπάσει η πανδημία. Ύστερα συνέβη ό,τι συνέβη και έτσι τώρα μπήκαμε στη διαδικασία των προβών. Ο Μπουλγκάκοφ πέρα από συγγραφέας ήταν και ο ίδιος γιατρός. Εδώ γράφει για έναν γιατρό πρωτοποριακό, θα έλεγα, που κάνει αναζωογονήσεις. Ειδικεύεται στις μεταμοσχεύσεις γεννητικών αδένων. Αυτός ο επιστήμονας λοιπόν παίρνει έναν αδέσποτο σκύλο και του μεταμοσχεύει τους όρχεις και την υπόφυση ενός νεαρού άνδρα. Ο σκύλος σιγά-σιγά εξανθρωπίζεται και καταλήγει να μετατραπεί σε τέρας, σε ένα αλλόκοτο πλάσμα, απροσάρμοστο, που αποδομεί το περιβάλλον του γιατρού και τον ίδιο. Είναι ένα έργο που προσωπικά με μετατοπίζει, με συγκινεί. Θέτει ένα τεράστιο ζήτημα, τη σχέση επιστήμης και ηθικής, και την ίδια στιγμή αποτελεί μία ιδιαίτερη κωμωδία, γιατί ο Μπουλγκάκοφ τοποθετεί τα ζητήματα στο τραπέζι μέσα από τον σουρεαλισμό, σαν ένας συνεχιστής του Γκόγκολ».
Σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, στο πρόσωπο του καθηγητή που θέλει να αλλάξει βίαια τη φύση του σκύλου, ο Μπουλγκάκοφ φωτογραφίζει τον Στάλιν. Μάλιστα το κείμενο γράφτηκε το 1925, αλλά δεν δημοσιεύθηκε στη Σοβιετική Ενωση μέχρι το 1987, λόγω λογοκρισίας. Οι δικοί σας παραλληλισμοί ποιοι είναι στο σήμερα;
«Νομίζω ότι ο γιατρός εκπροσωπεί ένα μέρος της επιστημονικής κοινότητας που θεοποιεί τον εαυτό της χωρίς καμία αναρώτηση, βαδίζοντας ακάθεκτα στην επίτευξη ενός αποτελέσματος, μην λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό, αν και ο γιατρός της δικής μας ιστορίας στο τέλος συνειδητοποίησε την ελλειμματικότητά του. Μπορεί ο βοηθός του να τον αποκαλεί δημιουργό, εκείνος όμως προβληματίζεται για το δημιούργημά του. Μοιάζει τελικά να αντιλαμβάνεται ότι όταν ο άνθρωπος χάσει τη συνείδησή του και ορίζεται μόνο από την ιδιότητά του, την ταυτότητα του επιστήμονα στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεοποιεί τον εαυτό του και γίνεται αδίστακτος».
Κύριε Σερβετάλη, είστε επιφυλακτικός δηλαδή απέναντι στην επιστήμη;
«Καθόλου. Δεν είμαι τεχνοφοβικός, ούτε αρνούμαι την πρόοδο της επιστήμης. Ισα-ίσα, θεωρώ τα επιτεύγματά της δώρα προς την ανθρωπότητα. Η επιστήμη οφείλει να υπηρετεί τον άνθρωπο και η τεχνολογία είναι ένα καταπληκτικό εργαλείο. Το πρόβλημα ξεκινά όταν γίνεσαι δέσμιός της, ενώ υποτίθεται ότι πρέπει να σε ελευθερώνει. Σήμερα δεν μπορείς να σταθείς χωρίς κινητό, χωρίς Internet, σου επιβάλλουν οι ρυθμοί να είσαι σε συνεχή σύνδεση. Η επιστήμη, όταν δεν υπηρετεί τον άνθρωπο αλλά τον εαυτό της, κινδυνεύει να φτάσει στην ύβρη. Οταν μπαίνει στη διαδικασία να θεοποιήσει τον εαυτό της. Αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Η σοφία και η σύνεση είναι αρετές. Χρειάζεται πνευματική καλλιέργεια, ώστε να μπορείς να διακρίνεις μέχρι πού μπορείς να φτάσεις. Διαφορετικά μπορεί να οδηγηθείς σε πολύ δυστοπικές καταστάσεις, ειδικά όταν την επιστήμη τη χρηματοδοτούν άνθρωποι που καταβάλλονται από μανία εξουσίας και την εκμεταλλεύονται με κακόβουλες προθέσεις είτε για να χειραγωγήσουν είτε για να «υποδουλώσουν» έναν λαό, μία κοινωνία. Αισθάνομαι ότι κάποιες φορές κολυμπάμε σε θολά νερά».
Θέλετε να μας δώσετε ένα παράδειγμα;
«Με τρομάζει ο υπερανθρωπισμός. Για παράδειγμα, ότι ίσως σε μερικά χρόνια ένα ζευγάρι να μπορεί να «παραγγέλνει» εργαστηριακά το παιδί του. Οτι μπορεί να υπάρχουν κατάλογοι που θα λένε «θα ήθελα ένα παιδί που θα γίνει αθλητής ή επιστήμονας». Πολλά πράγματα διαφημίζονται ως εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Εμφυτεύματα, άνθρωποι που θα αναβαθμίζονται ψηφιακά, που θα κουρδίζονται και θα σετάρονται με τις τάσεις της εποχής και με τις επιθυμίες τους. Αυτή τη στιγμή διαβάζω ότι δίνονται πολύ μεγάλα κονδύλια σε ερευνητικά προγράμματα ώστε η επιστήμη να νικήσει τον θάνατο. Αντιλαμβάνομαι ότι ο άνθρωπος θέλει να θεοποιήσει τον εαυτό του, όμως στην προσπάθειά του να γίνει ανθρωποθεός γίνεται τελικά ένας σκύλος που κυνηγάει την ουρά του».
Η επίτευξη της αθανασίας γιατί είναι κάτι αρνητικό; Για εσάς ο θάνατος νοηματοδοτεί τη ζωή;
«Οι Άγιοι Πατέρες λένε στην Ορθοδοξία ότι εάν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις. Έχει μεγάλη σημασία πώς αντιμετωπίζεις τη ζωή σου. Όταν μπαίνεις σε μία ανεξέλεγκτη πορεία και θεοποιείς τον εαυτό σου, όταν θα έρθει η φθορά, θα σε κάνει τρελό όσο και να την παρατείνεις, όσο και να προσπαθήσεις να τη μεταλλάξεις. Ο θάνατος, σύμφωνα με την παράδοσή μας, νικήθηκε μόνον με την Ανάσταση του Χριστού. Εγώ σε αυτό πιστεύω».
Εσείς μπήκατε ποτέ στη διαδικασία να «θεοποιήσετε» τον εαυτό σας;
«Υπάρχουν στιγμές που μπορεί να χάσεις την μπάλα. Και εκεί χρειάζεται να έχεις ανθρώπους που να σε ξυπνάνε. Να σου ρίξουν ένα «χαστούκι» να συνέλθεις, να σου πουν την αλήθεια. Δεν μπορείς να ορίζεις μόνος σου τα πράγματα. Είμαστε ελλειμματικές φύσεις και έτσι βυθιζόμαστε στην εγωπάθεια».
Εσείς λάβατε τέτοια «χαστούκια»;
«Ναι, από την Έφη. Είμαστε συνοδοιπόροι, γνωρίζουμε ο ένας τον άλλον. Οπότε όταν ένας νιώσει ότι ο άλλος ξεφεύγει, έρχεται το καμπανάκι».
Το καλοκαίρι με τα «Βατράχια» ζήσατε μαζί για μία ακόμη φορά μια μεγάλη θεατρική επιτυχία. Πόσο σας επηρέασε;
«Κοιτάξτε, εμείς περνάμε δύσκολα στην περίοδο των προβών. Είναι πολύ σκληρή εργασία για να γεννηθεί μία παράσταση. Είναι μία επώδυνη περίοδος, που απαιτεί ιδιαίτερο μόχθο. Χαρήκαμε που τα «Bατράχια» είχαν ανταπόκριση, αλλά αμέσως μπήκαμε στο επόμενο έργο. Αυτή τη στιγμή λοιπόν βρισκόμαστε σε μία καταβύθιση στον κόσμο του Μπουλγκάκοφ και ελπίζουμε αυτό που βλέπουμε εμείς σε αυτό το έργο να επικοινωνηθεί».
Έχετε αγωνία εάν η παράστασή σας θα αρέσει;
«Έχουμε την αγωνία να συνειδητοποιήσουμε τι μας έχει αγγίξει πρώτα εμάς σε αυτό το έργο, ώστε να το αποτυπώσουμε θεατρικά. Δηλαδή όλοι οι συντελεστές να μπορέσουμε να καταθέσουμε κάτι προσωπικό. Αυτό είναι νομίζω το πιο σημαντικό, να καταθέσεις την προσωπική σου ματιά και νομίζω ότι εάν αυτή η κατάθεση είναι ειλικρινής θα αγγίξει και τον άλλον».
Με την Έφη Μπίρμπα συνεργαστήκατε για πρώτη φορά το 2009. Έπειτα από 14 χρόνια, έχοντας ανεβάσει Μπέκετ, Ντοστογέφσκι, Θερβάντες, Σαίξπηρ, Αριστοφάνη, νιώσατε ποτέ ότι αυτή η κοινή πορεία μπορεί να σας εγκλωβίζει καλλιτεχνικά τον έναν στον άλλον;
«Όχι. Σας είπα οι πρόβες είναι μία επίπονη διαδικασία. Είναι σαν να κάνουμε μία γέννα κάθε ήμερα. Την ίδια στιγμή, αυτή η γέννα έχει μία άγρια ομορφιά. Καταδυόμαστε τώρα στην «Kαρδιά του σκύλου». Έχουμε ένα υλικό. Πρέπει να δούμε πώς θα το αποτυπώσουμε. Πώς, παράδειγμα, γίνεται μία ιατρική εξέταση; Πώς τη βιώνουμε; Τι σημαίνει να είσαι σκύλος, να είσαι ένα ζώο;».
Αλήθεια, πώς είναι να υποδύεσαι έναν σκύλο, τον Σάρικ, που μεταμορφώνεται στον Σαρίκοφ, ένα τέρας;
«Έχω ερμηνεύσει ξανά χαρακτήρα σκύλου, στη «Μήδεια» του Παπαϊωάννου. Σε αυτό το έργο αγαπώ ότι ο σκύλος έχει μία ελεύθερη απόδοση, πιο άναρχη. Δεν μπορείς να τον κατατάξεις κάπου. Την ίδια στιγμή που μπαίνει σε μία φόρμα, την αποδομεί. Πρέπει να είμαι ένας περφόρμερ που λέει την ιστορία ενός σκύλου, από τη ματιά ενός σκύλου. Και αυτό το πλάσμα άλλες φορές είναι σκύλος, άλλοτε αφηγητής, άλλοτε ένα εξανθρωπισμένο ζώο. Περνάει από διάφορα στάδια ερμηνευτικά, και αυτό με γοητεύει. Ο Μπουλγκάκοφ δημιουργεί ένα περιβάλλον εντελώς λοξό, εκκεντρικό. Το γέλιο, η φάρσα υπάρχουν από γραφής στο κείμενο, μέσα από μια μετατοπισμένη ρεαλιστικότητα».
Μακριά από τη μαγεία του θεάτρου, αυτή τη στιγμή η Μέση Ανατολή φλέγεται. Πώς αισθάνεστε βλέποντας όλες αυτές τις εικόνες που μας κατακλύζουν;
«Προσπαθώ να μην τις βλέπω, γιατί δεν τις χωράω. Δεν μπορώ να τις διαχειριστώ. Τι να πω επάνω σε αυτό; Λέμε ότι εξελισσόμαστε, ότι βρισκόμαστε στο 2023, ότι υπάρχει πρόοδος, αλλά ο άνθρωπος ακόμα πολεμάει. Θέλει να κατακτήσει κάποιον, κάτι. Είναι συνεχώς σε μία διαδικασία να διεκδικεί, με κόστος τελικά την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Όπως λέει και ο Άγιος Ιουστίνος, πρόκειται για μία μεταμφιεσμένη οπισθοδρόμηση. Είμαστε εγκλωβισμένοι στην ύλη. Τώρα η σύγκρουση Ισραήλ και Παλαιστίνης είναι μία ιστορία χρόνων, σκοτεινή. Δεν έχω ασχοληθεί, αλλά πιστεύω ότι εάν υπήρχε καλή πρόθεση θα βρισκόταν λύση…».
Όπως το είπατε, η ανθρωπότητα μένει στάσιμη…
«Δεν μένει στάσιμη, γίνεται ακόμη χειρότερη. Πρόκειται για μεταμφιεσμένη οπισθοδρόμηση. Γιατί νομίζουμε ότι είμαστε μια πολιτισμένη κοινωνία, ενώ είμαστε ανθρωποφάγοι κανίβαλοι. Κανίβαλοι ντυμένοι με μια πολύ ωραία αισθητική. Ταξιδεύουμε, μεταφερόμαστε πολύ εύκολα από το ένα μέρος στο άλλο, δεν μοχθούμε για τα βασικά και την ίδια στιγμή σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον, με τη διαφορά ότι το κάνουμε «ανώδυνα». Παλαιότερα δηλαδή κατασπάραζες τον άλλον κόβοντάς του το κεφάλι, τώρα το κάνεις ανώδυνα από το σπίτι σου».
Στέλνοντας μία βόμβα…
«Πέρα από τη βόμβα. Αναρωτιέμαι εάν ζούμε σε ολοκληρωτικά καθεστώτα σήμερα. Με μια άλλη μορφή. Κεκαλυμμένη. Είμαστε ελεύθεροι να πούμε την άποψή μας, για παράδειγμα;».
Γιατί το λέτε; Αισθάνεστε ότι δεν είμαστε;
«Ναι. Ακόμα δεν διώκεσαι ποινικά, αν και σε κάποιες περιπτώσεις συμβαίνει. Αλλά υπάρχει μια ανθρωποφαγία απέναντι σε ό,τι δεν είναι σύμφωνο με την κυρίαρχη άποψη. Το βίωσα στην πανδημία. Έφυγα από μία παράσταση επειδή δεν ήθελα οι άνθρωποι να διαχωρίζονται σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους και ο κανιβαλισμός άνθησε. Δεν φάνηκε πως διαθέτουμε ελευθερία λόγου και σεβασμό σε μία άλλη άποψη».
Μετανιώσατε που το θέμα αυτό πήρε τόσο μεγάλη δημοσιότητα;
«Δεν την επεδίωξα. Όλοι γνώριζαν, συντελεστές και παραγωγός εταιρεία, τις προθέσεις μου μήνες πριν, και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου με την απόφαση της κυβέρνησης να εισέρχονται στα θέατρα μόνο εμβολιασμένοι, αποχώρησα από την παράσταση. Τα ΜΜΕ έκαναν αυτό που ξέρουν καλά να κάνουν, κάποιοι συντελεστές δεν ανέλαβαν την ευθύνη που τους αναλογούσε και έγινε αυτό που έγινε».
Αυτή η απόφασή σας σάς κόστισε επαγγελματικά;
«Αρχικά ναι. Ποιος παραγωγός θα μας έδινε θέατρο; Οι θέσεις μου ήταν ξεκάθαρες, επομένως βάσει νόμου δεν θα μπορούσα να παίξω. Όταν το καλοκαίρι ήρθε μια χαλάρωση των μέτρων, κάναμε την περιοδεία με το «Όνειρο ενός γελοίου», έχοντας την ίδια παραγωγή, και την ευχαριστώ που μας στήριξε, με την οποία είχε ανέβει και ο «Ρινόκερος». Πολλοί άνθρωποι του επαγγέλματος δυσαρεστήθηκαν, άλλοι μπορεί να ένιωσαν πιο οικεία. Είναι κάτι που δεν με απασχολεί καθόλου. Αυτό που με στενοχώρησε προσωπικά ήταν η στάση ανθρώπων με τους όποιους είχα συνεργαστεί χρόνια».
Με αυτούς τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρεστε σήμερα έχετε μιλήσει, έχουν λυθεί οι διαφορές;
«Όχι ουσιαστικά. Αυτό προϋποθέτει να είμαστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Διαφορετικά θα υπάρξει μία στείρα σύγκρουση».
Περνώντας τα χρόνια αισθάνεστε ότι είστε καλύτερος άνθρωπος σε σχέση με την εκδοχή του 20χρονου εαυτού σας;
«Ο χειρότερος εχθρός είναι ο εαυτός μου. Αυτό που προσπαθώ είναι να αντιστέκομαι στα πάθη μου. Να υπάρχει μετάνοια. Υπάρχει μια συνειδητή προσπάθεια, ένας αγώνας, το ασυνείδητο να γίνει συνειδητό. Πέφτω και σηκώνομαι. Συνήθως όταν μπαίνεις σε αυτό το δρομολόγιο αντιλαμβάνεσαι πόσο ελλειμματικός είσαι. Πρόκειται για μία επίπονη διαδικασία που όμως σε κάνει πιο απλό…».
Εξάρτηση από τα υλικά αγαθά είχατε ποτέ;
«Με το χρήμα δεν τα πάω καλά. Δεν είμαι καλός διαχειριστής. Υπήρχαν περίοδοι που πέρασαν λεφτά από τα χέρια μου, υπήρχαν περίοδοι που δεν είχα καθόλου χρήματα. Δόξα τω Θεώ, και η Εφη είναι ακριβώς το ίδιο, επομένως δεν έχουμε πρόβλημα. Τα χρήματα είναι ένα καλό εργαλείο ώστε να βιοπορίζεσαι. Αλλά πρέπει να υπάρχει και αυτό το όριο ώστε να μη σε «καταπιούν», να ζητάς δηλαδή όλο και περισσότερα, να γίνουν ναρκωτικό. Το χρήμα σήμερα θεοποιείται, όπως και η καριέρα. Εμείς με την Έφη θέλουμε ο βίος μας να είναι όσο το δυνατόν πιο λιτός».
Ποια είναι τα καταφύγιά σας πέρα από το θέατρο;
«Η Έφη. Η οικογένειά μου. Οι λίγοι φίλοι που έχω. Ο πνευματικός μου, ο οποίος είναι τεράστιο κομμάτι της ζωής μου. Μία βόλτα στη φύση».
Θα εγκαταλείπατε ποτέ την Αθήνα;
«Ναι. Ισως το κάνουμε κάποια στιγμή».
Και το θέατρο;
«Η Πίνα Μπάους πήγε στο Βούπερταλ, σε μια βιομηχανική πόλη, σε μία πόλη που δεν την ήξερε κανείς, και έστησε ένα θέατρο. Εμείς έχουμε συνηθίσει όλα να γίνονται στην Αθήνα. Τα ΔΗΠΕΘΕ στην περιφέρεια φυτοζωούν. Θα πήγαινα άνετα να κάνω αυτό που κάνω σε μια επαρχιακή πόλη. Δεν μπορούν να συμβαίνουν τα πάντα στην Αθήνα και η περιφέρεια να είναι ρημαγμένη. Έχουμε αποδυναμώσει όλες τις πόλεις για να μείνει το κέντρο ως μοχλός παραγωγικότητας. Αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Πόσοι θα ζήσουμε δηλαδή εδώ;».
Δεν θα είστε όμως πρωταγωνιστής σε μεγάλα θέατρα…
«Αλήθεια, θα έφευγα από την Αθήνα με μεγάλη χαρά. Αυτή η πόλη δεν με δεσμεύει σε κάτι. Δεν κάνω, για παράδειγμα, τηλεόραση».
Γιατί; Φαντάζομαι έχετε δεχτεί πολλές προτάσεις…
«Δεν μου έχει προταθεί κάτι μέσα στο οποίο να μπορώ να δω τον εαυτό μου. Επίσης δεν κάνω ερωτικές σκηνές και προφανώς τα περισσότερα σενάρια σχετίζονται με αυτό. Διαφορετικά, θα ήθελα πολύ να επιστρέψω. Η τηλεόραση είναι ένα πολύ δυνατό μέσο, αν τα γυρίσματα ήταν και στην επαρχία, ακόμα καλύτερα».
Είστε όμως ηθοποιός, δεν αισθάνεστε ότι αυτό που λέτε σε σχέση με τις ερωτικές σκηνές είναι κάπως περιοριστικό;
«Είναι κάτι που έχω αποφασίσει εδώ και χρόνια. Ο λόγος είναι ότι απλά δεν μπορώ να το κάνω. Αισθάνομαι άβολα. Είναι άλλο να δείξεις σε μία ιστορία ότι υπάρχει μία άκρατη έλξη και άλλο η ίδια η πράξη. Μου φαίνεται αστείο. Δεν μπορώ να το διαχειριστώ. Ανέκαθεν δεν μπορούσα. Δεν είναι όλα τα πράγματα δουλειά. Πρόκειται για ένα κομμάτι του εαυτού μου που δεν θέλω να εκθέσω. Ακόμη και για να διαφυλάξω τη σχέση μου με την Έφη, όπως την έχω εγώ στο μυαλό μου».
Τηλεόραση βλέπετε;
«Δεν έχουμε τηλεόραση εδώ και 20 χρόνια. Ούτε όταν δούλευα στην τηλεόραση είχαμε συσκευή».
Γιατί;
«Τι να δω; Ειδήσεις; Να δω όλη αυτή τη συνταγή της επανάληψης στην ακραία είδηση;».
Δεν σας ενδιέφερε, όμως, να δείτε τον εαυτό σας;
«Θα μπορούσα να τον δω, αλλά και πάλι δεν το ήθελα. Τις δουλειές που έχω κάνει δεν τις έχω δει ποτέ ολοκληρωμένα. Έχω δει αποσπάσματα κατά καιρούς. Προτιμώ τη διαδικασία του γυρίσματος. Και στους συντελεστές με τους οποίους συνεργάζομαι έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Δεν νιώθω την ανάγκη μετά να με δω».
Το καταλαβαίνω. Όμως, για παράδειγμα, δεν θα θέλατε από περιέργεια να παρακολουθήσετε το «Μaestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη που τόσο έχει συζητηθεί; Και το λέω γιατί πρόκειται για έναν δημιουργό με τον οποίο συνεργαστήκατε στο παρελθόν…
«Έχω δει φευγαλέα αποσπάσματα και καταλαβαίνω πού κινείται. Ξέρω ότι ο Χριστόφορος κάνει πάντα πολύ προσεγμένες παραγωγές. Τι να σας πω; Ίσως είναι και άσχημο αυτό που κάνω. Θα έπρεπε ίσως να ενημερώνομαι για το τι γίνεται, αλλά δεν μπορώ να πράξω διαφορετικά».
Επιστρέφω στην κοινωνία. Το φαινόμενο της βίας γύρω μας, τις γυναικοκτονίες, πού τις αποδίδετε; Ήταν κάτι που πάντα συνέβαινε και απλά τώρα προβάλλεται;
«Νομίζω ότι υπάρχει μία φοβερή έξαρση της σαρκολαγνείας. Όλα γύρω μας πλέον έχουν σχέση με τη σάρκα. Δυστυχώς έναν άνδρα ή μία γυναίκα δεν τους βλέπουμε πλέον ως πρόσωπα, αλλά ως σεξουαλικά αντικείμενα. Αυτό υποβιβάζει τον άνθρωπο σε κτήνος. Ο άνθρωπος πλέον δεν ορίζει τον εαυτό του. Έχει αποκτηνωθεί από την επιθυμία του την ίδια. Θέλει απλά να ικανοποιηθεί ανεξάρτητα από το «θέλω» τού απέναντι. Πρόκειται για επίκτητα πάθη που καλλιεργούνται από τις εικόνες που βλέπουμε, τις συναναστροφές μας. Όταν ένα παιδί μπαίνει στη διαδικασία από μικρό να είναι σαρκολάγνο, να αντιμετωπίζει την ηδονή ως κάτι φυσιολογικό και ακίνδυνο, πώς θα μάθει να ορίζει την επιθυμία του, να έχει ηθικούς φραγμούς; Είναι ανίκανο να ορίσει τον εαυτό του. Γίνεται κτήνος».
Γιατί θεωρείτε την ηδονή εκ προοιμίου κακή;
«Η ηδονή είναι ναρκωτικό. Είναι ωραία, αλλά πρέπει να μάθεις να τη διαχειρίζεσαι γιατί είναι ακόρεστη».
Κάποιος θα σας έλεγε ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη στερούμαστε…
«Ήμουν αυτής της νοοτροπίας, έλεγα πως «η χρήση είναι καλή αλλά η κατάχρηση ακόμη καλύτερη. Aφού όλοι θα πεθάνουμε μία μέρα, τι έγινε λοιπόν;». Πρόκειται για μία στάση ζωής ισοπεδωτική. Πράγματι, όταν βιώνεις την ηδονή όλα είναι ωραία. Αλλά μετά την ηδονή έρχεται η οδύνη. Φτάνεις στο απόλυτο κενό και ύστερα χρειάζεσαι ακόμη μεγαλύτερη ηδονή για να το γεμίσεις. Και η δίψα σου είναι ακόρεστη, γιατί αυτό το κενό ποτέ δεν θα γεμίσει. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος, κατασκευασμένος για μεγάλα πράγματα. Αλλά επειδή έχει χάσει τον προσανατολισμό του προς την ύψωση, αναζητά τη μεγαλοσύνη στις ηδονές, οι οποίες θα του προσφέρουν μια προσωρινή ανάταση και ύστερα θα τον γκρεμίσουν».
Ήταν εύκολη η μεταστροφή σας από τον άνθρωπο που ήσασταν, την προ Χριστού εποχή σας, όπως την ονομάζετε, στον άνθρωπο που είστε σήμερα;
«Καμία μεταστροφή δεν είναι εύκολη. Είναι μία επώδυνη διαδικασία. Ένας αγώνας. Εγώ βρισκόμουν σε ένα τέλμα και μου αποκαλύφθηκε μία αλήθεια μέσα από τον πνευματικό μου, τον ιερομόναχο. Έτσι άρχισε η κατήχησή μου στην Ορθοδοξία».
Παλαιότερα ήσασταν άθεος;
«Μικρός, στο δημοτικό, είχα μεγάλη σχέση με την πίστη. Μεγαλώνοντας τα αποδόμησα όλα. Δεν με ενδιάφερε τίποτα. Και ύστερα ανέκτησα τη σχέση μου με τον Θεό, εκείνη των παιδικών μου χρόνων. Και αυτό μου έδωσε μεγάλη χαρά και δύναμη. Και είναι μία σχέση που εξελίσσεται συνεχώς, δεν σταματά».
Αμφισβητείτε ποτέ την πίστη σας; Λέτε ποτέ αυτό το «Θεέ μου, πού είσαι;».
«Οχι, έχω πάψει να διατυπώνω τέτοιες ερωτήσεις. Ο Θεός δεν είναι ούτε τιμωρός, ούτε δυνάστης. Είναι μόνο αγάπη, υπάρχουν φορές που η απουσία έχει μεγαλύτερη παρουσία στη ζωή σου».
Θα περάσω σε μια προβοκατόρικη ερώτηση. Ποια η γνώμη σας για το θέμα των νέων ταυτοτήτων που έχει διχάσει ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας;
«Δεν έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα, αλλά αισθάνομαι ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι ένας πρόδρομος. Υπάρχει η πρόθεση να γίνει η ζωή μας καλύτερη από την άποψη του ελέγχου της γραφειοκρατίας ή όλα αυτά θα χρησιμοποιηθούν στο μέλλον εναντίον μας; Εάν αύριο μού ζητηθεί να υπάρχει σε αυτή την κάρτα όλος μου ο ιατρικός φάκελος πώς θα είμαι σίγουρος ότι θα πάω να ζητήσω δουλειά σε μια εταιρεία και αυτή δεν θα μου αρνηθεί μία θέση γιατί μπορεί να γνωρίζει μέσα από αυτό το φακέλωμα ότι εγώ έχω, για παράδειγμα, το Χ νόσημα; Η ταυτότητα δεν είναι συσκευή κινητού, είναι κάτι που ταυτίζεσαι με αυτό. Και, επίσης, δεν εμπιστεύομαι τις καλές τους προθέσεις, είμαι επιφυλακτικός».
Στις εκλογές πηγαίνετε να ψηφίσετε;
«Άλλοτε ναι, άλλοτε όχι. Όταν ψηφίζω, ψηφίζω το μη χείρον βέλτιστον».
Προσδιορίζεστε ως δεξιός, ως αριστερός;
«Είμαι με αυτόν που κάνει τον σταυρό του, είτε είναι δεξιός είτε αριστερός. Με αυτόν που έχει φόβο Κυρίου».