«Άνθρωπος στην Θάλασσα – Μ’ ακούει κανείς;»

της Ελένης Αργυροπούλου – Σαραφοπούλου
πτ. Κοινωνικής Θεολογίας

 

«Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι»
(Κώστας Καρυωτάκης)
«Μην ανησυχείτε για το τι θα έχουν οι άνθρωποι στο μέλλον, αλλά για το ποιοι θα είναι»
(Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Φθινοπωρινό τοπίο. Παγερή ατμόσφαιρα μεμειγμένη με την αχλή, τη βροχή και την αλμύρα. Οι κινητήρες ξεκινούν. Ακίνητη, βουβή, χωρίς ανάσα, συλλογίζομαι την ανθρώπινη κτηνωδία. Δύο μόλις βράδια πριν, σε ένα άλλο λιμάνι…
Εκεί βρέθηκε ο Αντώνης, ένα άκακο, πάντα πρόσχαρο, απλό, δοτικό παιδί με αναπηρίες. Ορφανός – πρόσφατα και από μητέρα, ζούσε φτωχικά χωρίς έσοδα και ασφάλιση, κάνοντας θελήματα. Κουβαλούσε ψώνια, μετέφερε ψάρια και καθάριζε καταστήματα, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην για τον ίδιο και τα αδέλφια του. Μεγάλωσε δίπλα στην εκκλησία, ενώ ό,τι του έδιναν για να το μοιραστεί με την οικογένειά του το πρόσφερε με χαρά στον πρώτο που θα είχε ανάγκη. Ήταν το αγαπητό παιδί της Κρητικής πόλης.

Είχε βγει για λίγο από το καράβι, ελάχιστα μόλις λεπτά πριν τη μοιραία αναχώρηση. Του άρεσε να βλέπει τα οχήματα να μπαίνουν στα πλοία, να παρατηρεί τα λιμάνια. Ξαφνιάστηκε από τον ήχο της μηχανής του καραβιού. Έτρεξε να το προφθάσει. Οι άνδρες του πληρώματος τον εκτόπισαν. Προσπάθησε να τους μιλήσει, να τους εξηγήσει πως δεν είναι λαθρεπιβάτης. Στον νου του πέρασε στιγμιαία η πρόσφατη εικόνα των κερμάτων που, πηγαίνοντας με το ποδήλατό του για να τα μετατρέψει σε χάρτινα, έπεσαν από τη σακούλα που σκίστηκε. Του τα είχαν δώσει από το σούπερ μάρκετ. Αφήνοντας στην άκρη το ποδήλατό του, γονάτισε τότε στον δρόμο για να τα μαζέψει ένα προς ένα, μην τυχόν τον κατηγορήσουν πως τα έκλεψε. Οι οργισμένοι άνδρες του καραβιού συνέχισαν να τον απωθούν με ορμή, κραυγάζοντας: «Φύγε ρε παλαβέ!». Δοκίμασε και τρίτη φορά. Δεν ήταν δυνατόν να μείνει έξω, ενώ είχε εισιτήριο. Εκείνοι αγρίεψαν ακόμα πιο πολύ: «Όξω! Όξω ρε!» του φώναζαν σαν να ήταν λυσσασμένο αγρίμι, σπρώχνοντάς τον, ενώ ο αναδιπλούμενος καταπέλτης ορθωνόταν μπροστά στα μάτια τους. Ο ύπαρχος τον κοίταξε απαθέστατα για τελευταία φορά κι έδωσαν το σήμα για αναχώρηση : «Έλα, πάμε»…

Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι άφηναν πίσω τους μέσα στη μανιασμένη δίνη ένα πλάσμα αδύναμο, μόνο, ανυπεράσπιστο, φοβισμένο μέχρι θανάτου, συνέχισαν τον απόπλου, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Δίχως την παραμικρή ενέργεια διάσωσης, ούτε καν από τους ανθρώπους του Λιμένα που στέκονταν να κοιτούν άπραγοι. Τι κι αν υπήρχε και απινιδωτής στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας; Κι ας φώναζαν κάποιοι την απόλυτη φρίκη. Κι ας έτρεχαν με κομμένα τα πόδια αλαφιασμένοι, μη μπορώντας να πιστέψουν στα μάτια τους.
Αντιμέτωποι με την ασύλληπτη αδιαφορία, όχι μόνο των δύο, αλλά και ακόμα περισσοτέρων μελών του πληρώματος. Κάποιοι φώναζαν, άλλοι πάσχιζαν να βρουν λύση, άλλοι τρομοκρατημένοι περίμεναν παγωμένοι, άλλοι βιντεοσκοπούσαν. Ορισμένοι δίστασαν από φόβο να μην κριθούν αποσυνάγωγοι, να μη στοχοποιηθούν. Είναι, βλέπεις,
επικίνδυνη η φανέρωση και υπεράσπιση της αλήθειας. Ανάμεσά τους τέσσερις θαρραλέοι – πάντα υπάρχουν ελάχιστοι τολμηροί Ιωσήφ και Νικόδημοι που στα στήθη τους βοά η φωνή της δικαιοσύνης και του καθήκοντος – όρμησαν προς τον καπετάνιο. Βλέποντάς τους ακολούθησαν λίγοι ακόμη, ίσαμε δεκαπέντε άνθρωποι το πολύ – τόσοι από ολόκληρο το
καράβι είχαν το σθένος – ανάμεσά τους κι ένα εξάχρονο παιδί που είδε με τα αθώα του μάτια την ανομία. Κτύπησαν την πόρτα του καπετάνιου, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οι «υπεύθυνοι» κλείδωσαν από μέσα και έσβησαν τα φώτα. Καμία απόκριση. Για άλλη μια φορά το κραυγαλέο δίκαιο και η δυνατή οργή έπρεπε να φιμωθούν, να θαφτούν. Θα το έκαναν να φανεί σαν ατύχημα. Εξάλλου κανείς ίσως να μην τον αναζητούσε. Αυτό τους έλεγε η εξωτερική του εμφάνιση. Υπήρχαν όμως και οι κάμερες των επιβατών… Ξοπίσω τους η μαύρη, ταραγμένη θάλασσα ξέβραζε στην επιφάνεια το μέχρι πριν λίγο γεμάτο πάθος για αλήθεια, ανθρωπιά και τη χαρά της ζωής πληγωμένο σώμα.

Είχαν περάσει 40 περίπου λεπτά ταξιδιού όταν ανακοινώθηκε ότι έπρεπε να γυρίσουν στον Πειραιά, χωρίς να δοθούν περαιτέρω εξηγήσεις. Έσπευσαν δε κατά τον απόπλου να διαβεβαιώσουν πως «το πλοίο δεν έχει καμία ευθύνη για το συμβάν». Όπως ακριβώς και σε δύο παλαιότερες περιπτώσεις σκοτεινών εξαφανίσεων δύο ανθρώπων που δεν βρέθηκαν ποτέ. Είχε – νόμιζαν – και το καράβι ενός είδους «ακαταδίωκτο», όπου το παράλογο ντύνεται τη λογική και το ψέμα την αλήθεια. Ήταν, άλλωστε πολλά τα βραβεία που είχε λάβει πρόσφατα η ναυτιλιακή εταιρεία: «Πρόγραμμα Όλοι διαφορετικοί – όλοι ίσοι», «Πρόγραμμα Δράση – Πλέουμε μαζί», «Πρόγραμμα Προστασία των εργαζομένων και των επιβατών», «Πρόγραμμα Πρώτες βοήθειες»… Περαιτέρω αντίφαση παλαιότερη διαφήμιση της εταιρείας: «Το σπίτι μας είναι ανοιχτό σε όλους… τους περιποιούμαστε,τους φροντίζουμε, καμαρώνουμε γι’ αυτούς˙ είμαστε δεμένοι», ενώ σκηνή της έδειχνε τον πλοίαρχο να περιμένει με υπομονή τον αργοπορημένο επιβάτη, είτε πρόκειται για τον επιχειρηματία, είτε για τον απλό φαντάρο…

Η αλήθεια όμως είναι τραγικά διαφορετική, όπως πάντα. Η ανισότητα, η απάθεια και ο ρατσισμός που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κοινωνία των «ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών» και του «δικαιώματος στη διαφορετικότητα» ξεσκεπάζονται καθημερινά. Σε έναν παραβατικό κόσμο που ολισθαίνει ολοένα και περισσότερο, ο «απελευθερωμένος» ̶ εθελοντής σκλάβος ̶άνθρωπος καταλήγει να συμβιώνει με τον ατομισμό, την ολιγωρία, την ανερμήνευτη εγκατάλειψη, την αγνόηση, την αμεριμνησία, την περιφρόνηση και περιθωριοποίηση που συχνά φθάνει στη βία, όμηρος της αδιαφορίας και του άκρατου εφησυχασμού. Και δεν ευθύνεται γι’ αυτό μόνο η κοινωνία της σήψης. Οι ρίζες είναι πολύ βαθύτερες. Ξεκινούν από το σπασμένο τζάμι στο σχολείο που ο ένοχος δεν βρέθηκε ποτέ, γιατί πολύ απλά τον έμαθαν στο ψέμα και τη φυγή, από την τρικλοποδιά που έβαλαν στον τραυλό της τάξης για να σκάσουν στα γέλια, από το σακούλι της τυρόπιτας που πέταξαν στο προαύλιο, από το σπρώξιμο και κλέψιμο της θέσης στην ουρά για το κυλικείο και φθάνει ως
το δήθεν «δεν σας πρόσεξα» στην ουρά για το γκισέ της τράπεζας, το καρότσι που φεύγοντας παράτησαν στο πάρκινγκ του σούπερ μάρκετ, το οποίο κύλησε και χτύπησε σταθμευμένα αυτοκίνητα, το αμάξι που χτύπησαν κάνοντας όπισθεν και προσποιήθηκαν πως δεν είδαν, το τσιγάρο που πέταξαν από το παράθυρο στον δρόμο, τη βιτρίνα που έσπασαν με πέτρες και το αυτοκίνητο που πυρπόλησαν κοντά στο Πολυτεχνείο. Αλλά και στην κόρνα που πάτησαν στο αναπηρικό καρότσι που διέσχιζε βιαστικά τη διάβαση, τον τυφλό που προσπέρασαν πεζοί και χτύπησαν χωρίς να ζητήσουν συγγνώμη, τον ηλικιωμένο που σκόνταψε στον δρόμο δίπλα μας και αγνοήσαμε σαν να μην υπήρχε, ως τον καθηγητή
που δεν ασχολείται με «το κάθε καθυστερημένο», τον διευθυντή του γραφείου που προωθεί τον έχοντα τα «προσόντα», τον γιατρό του νοσοκομείου που αφήνει τον άρρωστο να πεθάνει γιατί είναι φτωχός και άσημος, τον οδηγό που χτυπά και εγκαταλείπει τον πεζό νύχτα στην άσφαλτο…
Μιας τέτοιας διάβρωσης κοινωνίας είναι θύμα ο κάθε μη «ταλαντούχος». Καθένας που δεν διαθέτει τα «έξυπνα» χαρακτηριστικά που τον καθιστούν ικανό να ανήκει σε μια «smart» – κοινωνία, σε μια κοινωνία προνομίων. Έναν κόσμο προσεκτικά σχεδιασμένο και προορισμένο να είναι άσπλαχνος, άδικος, βάρβαρος, ανελεύθερος, ανεύθυνος. Εκεί όπου
δεν χρειάζεται ̶ή καλύτερα δεν πρέπει ̶ να σκέπτεσαι, να αισθάνεσαι και να διαφωνείς.
Γνωρίζουν πως όταν νιώθεις ένα με τη μάζα, δεν αντιδράς˙ παύεις να έχεις βούληση και μαθαίνεις να ζεις έτσι, με όποιο κόστος, με πιστό φίλο τη δειλία. «Έγινε η απώλεια συνήθειά μας».

Σε ένα κλίμα παραλογισμού, αποτροπιασμού, φόβου και απογοήτευσης, η καταφανής αδικία αποτυπώνεται στην εν ψυχρώ δολοφονία και την εγκατάλειψη του Αντώνη, τη στιγμή μάλιστα που για την προστασία του είχαν ενημερωθεί τα κρητικά λιμεναρχεία από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία. Η ασύλληπτη βαρβαρότητα και η ανευθυνότητα ενίοτε επιχειρείται να δικαιολογηθούν ή και να συγκαλυφθούν στον βωμό του κέρδους.
Κι ενώ η ανθρωπότητα ολισθαίνει στην κυνική απάθεια και το ψέμα ολοένα και πιο πολύ, η αντίφαση γίνεται περισσότερο ηχηρή: προτάσσεται επιμελώς και συστηματικά η έννοια της υποτιθέμενης ασφάλειας, εν ονόματι της προστασίας των πολιτών. Ταυτοποίηση, ιχνηλάτηση και απόλυτος έλεγχος των πάντων. Ένα ψηφιακό σύστημα διαχείρισης και 24ωρης παρακολούθησης της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσω συστημάτων καταγραφής, συλλογής, καταχώρησης, αποθήκευσης και επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, αλλά και γεωεντοπισμού. Τραγικότατη ειρωνεία! Όλα υπό δεινό έλεγχο σε μια δίνη ανασφάλειας, παντελούς ελλείψεως προστασίας και χάους. Κάμερες υψίστης «ασφαλείας» εν είδει «Μεγάλου Αδελφού» που δήθεν εγγυώνται την πάταξη της ανομίας και του εγκλήματος καταγράφουν τα πάντα. Και το χειρότερο, με την τυφλή αποδοχή και επικύρωση του αδαούς πολίτη: παντελής αδιαφορία, απουσία σκέψης και λογικής. Σε μια σκοτεινή, δυστοπική πραγματικότητα όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει προ πολλού αρχίσει να λειτουργεί με σύστημα επιβράβευσης πόντων – υπακοής στο σύστημα, τι θα γινόταν άραγε αν ένας «ανυπάκουος» πολίτης προσπαθούσε να επιβιβαστεί σε πλοίο;
Ρητορικό το ερώτημα. Κι αν η σωματική ή ψυχική αναπηρία ξαφνικά θεωρηθεί ως μεμπτή ή απαγορευτική; Μήπως η τεχνητή νοημοσύνη που ολοταχώς προτάσσεται μαζί με τον πολύ συχνά χρησιμοποιούμενο τελευταία όρο «σωματική αναβάθμιση» θα ήταν αρμόδια να κρίνει κάτι τέτοιο; Ένα πάντως είναι βέβαιο: Η βίαιη και ξαφνική μετάβαση από την εποχή του ανθρωπισμού σε αυτήν του Μετανθρωπισμού ήρθε για να σημάνει την αρπαγή της ανθρωπιάς και της ελευθερίας από επιδέξιους «χάκερς» και το πέρασμα σε μια απύθμενη δίνη.
Σε μια τέτοια φρικτή δίνη εγκαταλείφθηκε ο 36χρονος Αντώνης. «Έζησε αθόρυβα, αλλά έφυγε εκκωφαντικά» ̶ σαν άλλος άγιος ̶ όπως σωστά ειπώθηκε στην εξόδιο ακολουθία του. Τρεις φορές τον αρνήθηκαν, λοιδορήθηκε, ταπεινώθηκε, υβρίστηκε, μαστιγώθηκε σωματικά, αλλά κυρίως ψυχικά. Του στέρησαν το δικαίωμα να αναπνέει, έτσι, γιατί ένιωσαν πως είχαν την κυριότητα να το κάνουν. Να είναι εκείνοι που θα αποφασίζουν για τις ζωές των άλλων. Σιώπησε τόσο απρόσμενα και ξαφνικά, μα χωρίς να το γνωρίζει έγινε άθελά του εικόνα – σύμβολο, δυνατή κραυγή ήθους, δυνάμεως και τόλμης ενάντια στον ισχυρό και τον απαθή. Φώναξε το δίκιο μέχρι τέλους κι ας το πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή. Στο πρόσωπό του έτρεξε ιδρώτας αγωνίας «ωσεί θρόμβοι αίματος», όπως εκείνο τοβράδυ της παντελούς εγκατάλειψης και προδοσίας στο Όρος των Ελαιών…

Ο Αργεντινός συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες , στο διήγημά του με τίτλο «Φούνες ο μνήμων» περιγράφει την τραγωδία ενός ανθρώπου που δεν έχει λήθη. Μην μπορώντας να ξεχάσει λοιπόν τίποτα, ο ήρωας του έργου δεν άντεξε να ζήσει πολύ. Με αυτό ο Μπόρχες δίνει ένα τρανταχτό μήνυμα: ότι για τη ζωή η λήθη είναι ίσως πιο σημαντική από τη μνήμη,και κατ’ επέκτασιν φοβερό μαρτύριο το να ζει κανείς χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ξεχάσει ότι τον ταλανίζει, ίσως μια ενοχή. «Μπορείς να τρέξεις μακριά από τα πάντα, αλλά όχι από αυτά που έχεις μέσα σου. Τούτο το καράβι της φυγής είναι εντός μας και μόνο» (Κώστας Καρυωτάκης). 

Το πλοίο φθάνει στον προορισμό του. Δεν μπορείς να το διακρίνεις από την ομίχλη, μα το γνωρίζεις από τον χρόνο που πέρασε. Εδώ η λήθη δεν θα ήταν ωφέλιμη. Στον σκοτεινό γκρι ορίζοντα οι δυνατές σταγόνες της βροχής χτυπούν τη θάλασσα με μανία, θέλοντας θαρρείς να την εκδικηθούν, χωρίς αυτή να φταίει. Ζεστές σταγόνες μιας άλλης «βροχής» κυλούν απ’ τα μάτια για να σμίξουν, λες, με τις άλλες στο υγρό δάπεδο του καταστρώματος. Ένας χείμαρρος ορμητικός σιωπηλού πόνου μαζί και οργής για την παντελή απουσία ανθρωπιάς στον άσημο, τον ταπεινό, τον άγνωστο, τον καταφρονεμένο. 
Ο καταπέλτης αγγίζει τη μουσκεμένη αποβάθρα. Πάνω σε μια δέστρα ξεχωρίζει έναςγλάρος. Μοιάζει πληγωμένος˙ ναι, έχει ένα μόνο πόδι. Κρατά το στόμα ανοιχτό, σαν να θέλει να βγάλει κραυγή πόνου: «Δεν φοβάμαι το σκοτάδι γύρω μου, αλλά αυτό που υπάρχει στην ψυχή κάποιων ανθρώπων» (Βαγγέλης Αυγουλάς). Κοιτά με παράπονο προς το βάθος του πελάγους. Κάνει να πετάξει, μα δεν μπορεί. Μια σκέψη μοιάζει να τον τυραννά: «Γιατί; Πού πήγαν η ενσυναίσθηση, η ανθρωπιά, η ευαισθησία;».

Συνειρμικά, η εικόνα ενός άλλου γλάρου ξεπηδά μέσα από γνωστό διήγημα: «Καθώς βούλιαξε χαμηλά στο νερό, μια παράξενη κούφια φωνή αντήχησε μέσα του. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγω. Είμαι γλάρος. Είμαι από τη φύση μου περιορισμένος».
«Μη γίνεσαι τόσο σκληρός μαζί τους, Φλέτσερ Γλάρε. Όταν σε διώχνουν οι άλλοι γλάροι κάνουν κακό μόνο στον εαυτό τους και κάποια μέρα θα το καταλάβουν και κάποια μέρα θα δουν ό,τι βλέπεις εσύ. Συγχώρα τους και βοήθα τους να καταλάβουν».
« ̶Δεν μπορώ να καταλάβω πώς κατορθώνεις ν’ αγαπάς έναν όχλο από πουλιά που προσπάθησαν πριν από λίγο να σε σκοτώσουν.
̶ Ω! Φλετς, δεν τ’ αγαπάς αυτό! Δεν αγαπάς, φυσικά, το μίσος και την κακία. Πρέπει να ασκηθείς και να βλέπεις τον πραγματικό γλάρο, την καλοσύνη μέσα στον καθένα τους και να τους βοηθήσεις να τη δουν κι οι ίδιοι. Αυτό εννοώ όταν λέω αγάπη».
«Αντί για το μονότονο κοπιαστικό πήγαινε κι έλα στις ψαρόβαρκες, υπάρχει ένα νόημα στη ζωή!… Μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι! Μπορούμε να μάθουμε να πετούμε!»
«Οι πιο πολλοί γλάροι το μόνο που μπαίνουν στον κόπο να μάθουν είναι οι βασικές αρχές της πτήσης – δηλαδή πώς να πετούν για να φτάσουν από την ακροθαλασσιά στην τροφή τους και πάλι πίσω. Γι’ αυτούς δεν έχει σημασία το πέταγμα, αλλά το φαγητό. Όμως για τούτον εδώ τον γλάρο, μετρούσε πολύ περισσότερο η χαρά του να πετάει» (Ρίτσαρντ Μπαχ).
«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο. Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές. Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες μα δεν θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ‘ναι μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων. Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι για να γκρεμίζει την αδικία. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις, ούτε στιγμή να ξεχαστείς. Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε. Μια στιγμή αν ξεχαστείς, αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στη δίνη του πολέμου, έτσι και σταματήσεις για μια στιγμή να ονειρευτείς. 
Εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές. Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι. Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι ένα οποιοδήποτε πρωινό. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι μπρος στα ντουφέκια!».

«Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν.
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν ν’ αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά
και να μοχτούνε τόσο αντρίκεια
φοβούνται τα λόγια που λέμε οι δυο μας με φωνή χαμηλωμένη
φοβούνται τα λόγια που θα λέμε αύριο όλοι μαζί
μας φοβούνται, αγάπη μου, κι όταν μας σκοτώνουν
νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ…».
(Τάσος Λειβαδίτης)