Ανάσταση στην Πόλη του Θεού

π. Δημητρίου Μπόκου

Ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, τὸ ἱερότερο κειμήλιο τοῦ Ἰσραήλ, μετακινούμενη ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, στεγαζόταν γιὰ αἰῶνες στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Ὁ Δαυΐδ ὑποσχέθηκε στὸν Θεὸ μὲ ὅρκο νὰ μὴ δώσει ἀνάπαυση στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μὴν κοιμηθεῖ ποτὲ ἥσυχος, ἂν δὲν βρεῖ «τόπον τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ», κατάλληλο τόπο καὶ μόνιμη κατοικία γιὰ τὸν Θεὸ τοῦ λαοῦ του.

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς μετακινήσεις, ἡ Κιβωτὸς μεταφέρθηκε ἐπιτέλους ἀπὸ τὸν Δαυΐδ στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰδικότερα στὴν ἀκρόπολή της, στὸν λόφο τῆς Σιών. Ἐκεῖ ὁ Δαυΐδ θέλησε νὰ χτίσει καὶ ναὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ τὸ ἐπέτρεψε, γιατὶ ἡ ζωή του ἦταν γεμάτη πολέμους καὶ αἵματα. Ὁ ὀνομαστὸς ναὸς τοῦ Θεοῦ χτίστηκε ἀργότερα ἀπὸ τὸν Σολομώντα τὸν υἱό του.

Ἔκτοτε ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶναι ἡ ἁγία πόλη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Σιὼν τὸ θεῖο κατοικητήριό του ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς Οἰκουμένης. «Ἐκ Σιὼν ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ». Ἀπὸ τὴ Σιὼν ἀνατέλλει ἡ λαμπρότητα τῆς θεϊκῆς ὀμορφιᾶς. «Ὀφθήσεται ὁ Θεὸς τῶν θεῶν ἐν Σιών». Εἶναι παγκοίνως ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ, ὅτι τὸ ἐπὶ γῆς σκή-νωμα, ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Σιών. «Καὶ ἔσται σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ οἴκῳ Ἰσραὴλ παρὰ Κυρίου Σαβαώθ, ὃς κατοικεῖ ἐν τῷ ὄρει Σιών».

Ἂν ὁ λαὸς μένει πιστὸς στὸν θεῖο νόμο, ὁ Θεὸς μὲ τὴ σειρά του θὰ ἔχει πάντα ὑπὸ τὴν ἀπόλυτη προστασία του τὴν ἁγία του πόλη. «Κατα-βήσεται Κύριος Σαβαὼθ ἐπιστρατεῦσαι ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σιών, …ὑπερασπιεῖ Κύριος Σαβαὼθ ὑπὲρ Ἱερουσαλήμ», θὰ τὴν ὑπερασπίσει, θὰ τὴ γλυτώσει ἀπὸ κινδύνους, θὰ τὴν περιποιηθεῖ, θὰ τὴ σώσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν: «Μακάριος ὃς ἔχει ἐν Σιὼν σπέρμα (ἀπογόνους) καὶ οἰκείους ἐν Ἱερουσαλήμ» (Ψαλμ. 49, 2. 83, 8. Ἡσ. 8, 18. 31, 4-9).

Ὁ Θεὸς φέρεται νὰ ἐπιλέγει ὁ ἴδιος τὴν Σιών, «ᾑρετίσατο αὐτὴν εἰς κατοικίαν ἑαυτῷ». Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ μόνιμη καὶ αἰώνια κατοικία του, «ὧδε κατοικήσω, (δι)ὅτι ᾑρετισάμην (ἐξέλεξα) αὐτήν». Εἶναι ἀπολύτως φυσικὸ λοιπὸν καὶ ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστὸς Κυρίου, νὰ ἔχει ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς του τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν Σιών. Ἐκεῖ θὰ λάβει χώρα ἡ ὅλη δραματουργία τοῦ θείου δράματος. Ἐκεῖ θὰ πάθει καὶ θὰ σταυρωθεῖ ὁ Χριστός. «Οὐ γέγραπται, εἰ μὴ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἀποκτανθῆναι». Ἐκεῖ θὰ ταφεῖ. Ἐκεῖ θὰ λύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου, θὰ συντρίψει τοὺς ἐχθρούς του, θὰ πολεμήσει δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο.

Ἐκεῖ καὶ θὰ ἀναστηθεῖ «ἐνδόξως ὡς Θεός», «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς». Ὁ ψαλμὸς θέλει πάλι προφητικὰ τὸν Θεὸ νὰ λέει: «Ἐκεῖ ἐξανατελῶ κέρας τῷ Δαυΐδ, ἡτοίμασα λύχνον τῷ Χριστῷ μου· τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ ἐνδύσω αἰσχύνην, ἐπὶ δὲ αὐτὸν ἐξανθήσει τὸ ἁγίασμά μου». Μὲ τὴν Ἀνάσταση ἀνέτειλε στὴ Σιών κέρας, ἰσχυρὴ δύναμη ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαυΐδ, τὸ λαμπερὸ αἰώνιο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐχθροί του καταισχύνθηκαν, ἐνῶ πάνω σ’ αὐτὸν ἀνθεῖ ἡ θεϊκὴ ἁγιότητα (Ψαλμ. 131, 13-18).

Μὲ τὴ δόξα τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου νὰ ἀνατέλλει πάνω τους, ἡ Σιὼν καὶ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀναβαθμίζονται πλήρως. Παραπέμπουν τώρα στὴ Νέα καὶ Ἄνω Ἱερουσαλήμ, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγία Σιὼν εἶναι πλέον «μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀφοῦ δέχεται «πρώτη ἄφεσιν ἁμαρτιῶν διὰ τῆς Ἀναστάσεως».

Δίκαια μέλπει ὁ ὑμνωδός: «Χόρευε νῦν καὶ ἀγάλλου, Σιών…».

Χριστὸς ἀνέστη! Χρόνια πολλά!

«Ἀντιύλη».