Άγιος Ιάκωβος – Η Ιερατική Ζωή και οι Ασθένειες του Γέροντα

«Αρχίζοντας την Ιερατική ζωή στο Μοναστήρι», έ­λεγε o Γέροντας, «στο τυπικό των καθημερινών Ιερών Ακολουθιών προστέθηκε και η τέλεση της καθημερινής Θείας Λειτουργίας. Το πρωί – όρθρου βαθέως – αρχίζαμε την Ακολουθία και πριν ξημερώσει καλά τελειώναμε τη Θεία Λειτουργία. Έτσι κοινωνώντας καθημερινά τ’ Άχραντα Μυστήρια ένοιωθα τέτοια δύναμη μέσα μου που ήμουν σαν λιοντάρι. Τέτοια θεϊκή φωτιά είχε η ψυχή μου που όλη την ημέρα ούτε πεινούσα, ούτε διψούσα, ού­τε ζέστη, ούτε κρύο ένοιωθα. Από το πρωί ως το βράδυ ακούραστος εργαζόμουν. Ακόμη και το μεσημέρι το κα­λοκαίρι, όταν οι άλλοι πατέρες ησύχαζαν στα κελλιά τους αναζητώντας λίγη δροσιά, εγώ κουβαλούσα χώμα παχύ και λίπαινα τους κήπους που καλλιεργούσα έξω α­πό τη Μονή.

Μια φορά ήρθε ο Ηγούμενος, ο πατήρ Νικόδημος, στο Μοναστήρι και βλέποντάς με να εργάζομαι μέσα στο καταμεσήμερο, μου λέει: – Πήγαινε, πάτερ Ιάκωβε κι εσύ στο κελλί σου να ξεκουραστείς. Μην εργάζεσαι μέσα στο λιοπύρι.

Και για να με πειράξει μου λέει:

– Θα σε κλειδώσω στο κελλί σου, για να σε αναγκά­σω να καθήσεις. Τότε του λέω:

– Θα πηδήξω από το παράθυρο, Γέροντα.

-Αλήθεια, μου λέει ο Γέροντας, αν σε κλείδωνα θα πηδούσες από το παράθυρο;

-Όχι βέβαια, Γέροντα, του λέω. Αλλά το είπα, γιατί έχω ζήλο να εργαστώ για τον Άγιο. Εγώ δεν κου­ράζομαι, δε με πειράζει η ζέστη, δε θέλω να χάνω την ώρα μου αναπαυόμενος».

    Η Ιερά Μητρόπολη λόγω ελλείψεως Ιερέων του α­νέθεσε την ιερατική εξυπηρέτηση των χωριών και οικι­σμών της ορεινής περιοχής γύρω από το Μοναστήρι. Εκ περιτροπής λειτουργούσε για πολλά χρόνια σε όλα τα γύ­ρω χωριά και γενικά εξυπηρετούσε στις ιερατικές ανάγ­κες τους, βαπτίσεις, γάμους, κηδείες κ.λ.π. Οι άνθρωποι στα γύρω χωριά μη έχοντας Ιερέα έμεναν χρόνια αλει­τούργητοι, ανεξομολόγητοι, ακοινώνητοι, ήταν «ως πρό­βατα μη έχοντα ποιμένα». Οι εκκλησίες των χωριών παραμελημένες και κυρίως τα πάμπολα εξωκκλήσια, που ή­ταν και η αδυναμία του Γέροντα, σχεδόν εγκαταλελειμμένα. Έτσι εκτός από την ανοικοδόμηση και το νοικοκύρεμα της Μονής του Οσίου Δαβίδ, ο ζήλος του Γέρον­τα για τους έμψυχους και άψυχους οίκους του Θεού, σαν φωτιά εξαπλώθηκε και σ’ όλη τη γύρω περιοχή, όχι για να κάψει και να ερημώσει αλλά να θερμάνει, να φωτίσει να οικοδομήσει, να αναζωογονήσει τους πάντες και τα πάν­τα. Την ευεργετική επίδραση της αγαπώσης καρδιάς του Γέροντα τη δέχτηκε και η φύση. «Όταν πήγα στο Μοναστήρι», έλεγε ο Γέροντας, «λόγω παλαιοτέρας πυρκαϊάς τα γύρω βουνά ήταν γυμνά και μόνο λίγα πεύκα και έλατα που σώθηκαν από την πυρκαϊά υπήρχαν πολύ αραιά. Καθώς λοιπόν πήγαινα στις διάφορες διακονίες είχα στην τσέπη μου σπόρους από τα κουκουνάρια των πεύκων και τους έσπερνα σ’ όλη τη γύρω περιοχή». Έτσι σιγά-σιγά με την πρωτότυπη αυτή φροντίδα και κυρίως με την προσευχή του, το δάσος ξαναζωντάνεψε, φύτρωσαν τα πευκάκια και τα γύρω βουνά είναι κατάφυτα από τα μυροβόλα πεύκα. «Έκανα ειδική προσευχή», έλεγε ό Γέροντας, «να διαφυλαχθεί το δάσος κυρίως από τις πυρκαγιές που έχουν ως αιτία και τον φθόνο του διαβόλου, που βάζει τα όργανά του να κα­ταστρέφουν τα δάση». Αυτό συνετέλεσε εκτός των άλ­λων και στην οικονομική πρόοδο των κατοίκων των γύ­ρω χωριών που συλλέγουν τη ρετσίνη και υλοτομούν με μέτρο τα δένδρα. «Όλες λοιπόν τις εποχές με τα πόδια η με τα ζώα, αφού ειδοποιούσα από νωρίτερα, πήγαινα στα χωριά από το απόγευμα του Σαββάτου και το πρωί λειτουργούσα και επέστρεφα στο Μοναστήρι».

Είχε ο Γέροντας τον αξιοθαύμαστο ζήλο να προσπα­θεί να μιμηθεί τις διάφορες ασκήσεις των Αγίων που διά­βαζε στα συναξάρια. Έτσι διαβάζοντας το βίο του Αγίου Δανιήλ του Στυλίτη, είδε ότι ο Άγιος εγκρατευόταν τις φυσικές του ανάγκες για πολλές ημέρες λόγω των πολ­λών προσκυνητών που τον πολιορκούσαν ημέρα και νύ­χτα για να τον συμβουλευτούν και να πάρουν την ευχή του. Θαυμάζοντας ο Γέροντας την υπεράνθρωπη άσκηση του Αγίου, την εζήλωσε με τον καλό ζήλο. «Έτσι από την ώρα που έφευγα από το Μοναστήρι για να πάω να λει­τουργήσω σε διάφορα χωριά, εγκρατευόμουν τις φυσικές μου ανάγκες μέχρι να ξαναγυρίσω στην Ιερά Μονή. Έ­μενα βέβαια σε διάφορα σπίτια ευσεβών ανθρώπων το βράδυ του Σαββάτου. Στα χωριά εκείνη την εποχή πολ­λές φορές δεν υπήρχε ιδιαίτερο, και οι γύρω αγροί εξυπηρετούσαν τους άνθρώπους. Αλλά κι αν υπήρχε, έπρεπε να προσέχω πολύ, γιατί στους Ιερωμένους όλα μπορεί να τα παρεξηγήσουν. Έτσι μιμούμενος τους βιαστές Α­γίους, εβίαζα τον εαυτό μου στο θέμα αυτό».

Για να φανεί η νήψη του Γέροντα για τη διατήρηση της καθαρότητας της καρδιάς του, αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι στα τόσα παιδάκια που εβάπτισε στη γύρω περιοχή, ποτέ δεν είδε κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου το γυμνό κορμάκι τους. «Όλα τα εβάπτισα με κλειστά τα μάτιαΑλλά και την κουρά των μαλλιών τους και τη χρίση με το Άγιο Μύρο με κλειστά τα μάτια τα έκανα. Πρόσεχα να μην τυπωθεί στη μνήμη μου γυμνό σώμα, έστω και νη­πίου παιδιού».

Πολλές φορές, κατά την ευλογημένη συνήθεια εκείνων των εποχών, ο Γέροντας πήγαινε με την Αγία Κάρα του Οσίου Δαβίδ σε διάφορα χωριουδάκια της γύρω πε­ριοχής μετά από πρόσκληση των κατοίκων τους για να πάρουν ευλογία. Αυτό ήταν πολύ κουραστικό και επίπονο για τον ησυχαστικό χαρακτήρα του Πατρός. Αλλά ό­ταν με το καλό τελείωνε η περιοδεία και γύριζε ο Γέρον­τας στην Ιερά Μονή πολλές φορές οφθαλμοφανώς ο Άγιος Δαβίδ τον υποδεχόταν αμείβοντας τον κόπο του.

Έλεγε ο Γέροντας: «Κάποτε γυρίζοντας με την Αγία Κάρα νυχτώθηκα έξω από τη Μονή. Πλησιάζοντας έβλεπα ένα λαμπρό φως έξω από το Μοναστήρι να φωτίζει την περιοχή και το μονοπάτι που ερχόμουν. Μόλις έφθασα στο Μοναστήρι και μπήκα στην εκκλησία, βλέπω δεξιά να με περιμένει όρθιος ένας γέροντας. Μετά την εναπόθεση της Αγίας Κάρας και την προσκύνηση των εικόνων του τέμπλου έ­ψαξα να τον χαιρετήσω νομίζοντας ότι ήταν κάποιος από τους πατέρες της Μονής, αλλά εκείνος έγινε άφαντος. Ήταν ο Όσιος Δαβίδ που με περίμενε ζωντανός, όπως και είναι».

Στις λειτουργικές του εξορμήσεις ο Γέροντας διαπι­στώνοντας τη μεγάλη φτώχεια και τις ελλείψεις των δια­φόρων ναών και εξωκκλησίων της περιοχής, ανέλαβε με ζήλο και με θυσίες, αξιοποιώντας κάθε οβολό που ο Θεός του έστελνε, να εξοπλίσει τους ναούς με τα απαραίτητα λειτουργικά σκεύη και κατόρθωσε, όπως με χαρά το ομολογούσε, με τις προσωπικές του φροντίδες να δει όλες τις εκκλησίες τακτοποιημένες, εξοπλισμένες, χωρίς ελλείψεις. Ακόμη και το λαδάκι που χρειαζόταν για τα καν­τήλια τους φρόντιζε και το χορηγούσε από το λάδι της Ιεράς Μονής.

Εδώ αναφέρουμε το εξής θαυμαστό γεγονός, όπως το αφηγήθηκε ο Γέροντας: «Επειδή το λάδι της Μονής ή­ταν λιγοστό και οι εκκλησίες της περιοχής πολλές και οι φτωχοί που ελεούσαμε περισσότεροι, παρακάλεσα την Παναγία μας και τον Άγιο Δαβίδ καθώς και τον Άγιο Προφήτη Ηλία να βοηθήσουν να μη σωθεί το λάδι μας, αλλά για όλους να επαρκέσει. Κατεβαίνοντας λοιπόν με­τά τη δέησή μου στην αποθήκη του λαδιού κοιτάζω το δο­χείο που είχε μέσα το λάδι και βλέπω να τρέμει το καπάκι του και το λάδι να ξεχειλίζει και να έχει πλημμυρίσει γύ­ρω. Κατ’ αρχάς νόμισα ότι έπεσε μέσα κανένα ποντίκι, το οποίο στην προσπάθειά του να βγει κουνούσε το καπά­κι και χυνόταν το λάδι. Είπα, μάλιστα, μέσα μου: Τι να το κάνω τώρα τόσο λάδι, αν έπεσε μέσα ποντίκι; Ούτε για φαγητό κάνει, ούτε για το καντήλι, αλλά πάλι πως να έπεσε μέσα αφού το καπάκι είναι στη θέση του; Άνοιξα λοιπόν το καπάκι και διαπίστωσα ότι όχι μόνο ποντίκι δεν έπεσε μέσα, αλλά το λάδι, θαυματουργικώ τω τρόπω, ανέβλυζε από το δοχείο και πλημμύριζε γύρω. Το θαύμα αυτό συνέβη, γιατί προμηθεύαμε με λάδι όλους τους γύρω ναούς και τα εξωκκλήσια για τις ανάγκες τους, αλλά και για την ελεημοσύνη που δίναμε στους φτωχούς».

Την ελεημοσύνη την είχε κληρονομιά ο Γέροντας από τη μητέρα του. Άδειαζε τα χέρια του κι ο Θεός του τα ξαναγέμιζε περισσότερο και πάλι το ίδιο και πάλι η απάντηση του Ελεήμονος Θεού πιο μεγάλη. Θαύμαζε ο Γέροντας το μεγαλείο της αρετής αυτής και τον πλούτο του Ε­λέους του Θεού.

Αξίζει ν’ αναφέρουμε ένα τέτοιο χαρακτηριστικό γε­γονός. Κάποτε λειτούργησε σ’ ένα χωριό της περιοχής και αφού τελείωσε τη Θεία Λειτουργία, γύριζε με το ζώο στο Μοναστήρι, έχοντας όλο κι όλο στην τσέπη του δέκα – είκοσι δραχμές. Στο δρόμο βλέπει μια γριά να κάθεται έξω από ένα σπιτάκι, κάτω από ένα δένδρο, βρεγμένη, σκεπασμένη μ’ ένα τσουβάλι να τουρτουρίζει. Κατέβηκε με κόπο από το ζώο, γιατί ήταν και φρεσκοχειρουργημέ- νος, και την πλησίασε να την παρηγορήσει. Αυτό ήταν, έ­λεγε, το καθήκον του. Αφού νουθέτησε το γιό της και τη νύφη της για τη συμπεριφορά τους προς τη γριά μητέρα τους της λέει: – Πάρε γιαγιά αυτές τις είκοσι δραχμές να πάρεις λί­γη ζάχαρη, να κάνεις ένα ζεστό. Άλλα δεν έχω να σου δώσω. Αφού την παρηγόρησε, ανέβηκε στο ζώο και πήρε το δρόμο για τη Μονή. Πιο πάνω τον σταματάει μια γνω­στή του γιαγιά και του λέει: -Πάτερ Ιάκωβε πάρε αυτά τα χρήματα, γιατί μου ψέλνεις (μνημονεύεις) το γέρο μου, πάρε κι αυτά τ’ αυγά.

Και τούδωσε περί τις διακόσιες δραχμές και αρκετά αυγά. -Γιαγιά, της λέει, το γέρο σου τον μνημονεύω και χρήματα δε θέλω. Και τ’ αυγά, κότες έχουμε στο Μονα­στήρι, κράτησέ τα. – Όχι πάτερ, μη με προσβάλλεις χονδρικώς, του απαντά η γιαγιά.

Και έτσι αναγκάστηκε να τα κρατήσει. Φτάνοντας στην Ιερά Μονή απέξω τον περίμενε ένας γέροντας από ένα κοντινό χωριό, άρρωστος, και του λέει: –Πάτερ Ιάκωβε, αν έχεις να μου δανείσεις εκατό δραχμές να πάω στο γιατρό κι όταν θα έχω στις ξαναδί­νω.

Του λέει τότε ό Γέροντας: – Πάρε παππού μου αυτές τις διακόσιες δραχμές για το γιατρό και για τα φάρμακα και δεν θέλω να μου τα επιστρέψεις. Μπήκε στη Μονή και πάλι χωρίς δραχμή στο χέρι.

Σε λίγο έρχονται προσκυνητές και του λένε: – Πάρε πάτερ αυτόν το φάκελο για να μας κάνεις έ­να σαρανταλείτουργο, και του δίνουν είκοσι χιλιάδες δραχμές.

Τους λέει ο Γέροντας: – Θα το κάνω το σαρανταλείτουργο, τα χρήματα ό­μως δεν τα θέλω.

Τον παρακάλεσαν να τα δεχτεί. Με τα χρήματα αυτά αγόρασαν ένα μανουάλι για τη Μονή, έμειναν και υπό­λοιπα και ξοδεύτηκαν, όπως έπρεπε. «Κάθε μήνα», έλεγε ο Γέροντας, «έχω τις οικογένειες που έχουν ανάγκη και τις οικονομώ τ’ απαραίτητα σε τρόφιμα και σε χρήματα. Ένα δίνω κι ο Θεός δέκα μου δίνει. Μόλις σκεφτώ κάτι να δώσω αμέσως η απάντηση του Θεού μου δίνει πολλαπλάσια. Γι’ αυτό έλεγε χαρα­κτηριστικά, «δίνε, δίνε κι ο Θεός θα σου δίνει». Ο Γέρον­τας διακονούσε τους συνανθρώπους του ελεώντας τους υλικά και πνευματικά και αγωνιζόταν με υπεράνθρωπη ά­σκηση.

Η υγεία του μέχρι την ηλικία περίπου των πενηνταπέντε χρόνων ήταν σιδερένια, παρόλη την ασθενική του κράση. Έφθασε όμως ο καιρός που παραχώρησε ο Θεός να περάσει πολλές και επώδυνες ασθένειες. Έλεγε χαρα­κτηριστικά ο Γέροντας, «πήρε ο εωσφόρος την άδεια να πειράξει το σώμα μου». Το δαιμόνιο μέσω μιας δαιμονι­σμένης είπε ότι ο πατέρας του, ο εωσφόρος, πήρε την άδεια να πειράξει το σώμα του και του φανέρωσε τις παθή­σεις του που μόνο ο Γέροντας τις ήξερε. «Εμένα που πο­τέ άνθρωπος δε με είδε γυμνό εκτός από τη μητέρα μου, όταν ήμουν παιδάκι, παραχώρησε ο Θεός να με δουν οι γιατροί και οι νοσοκόμοι και να με χειρουργήσουν επανειλημμένως. Δεν ήθελα κατ’ αρχάς να πάω σε γιατρό, θεωρώντας ότι είναι ντροπή να δουν το σώμα μου, σώμα Ιερέως.

Ο Γέροντάς μου πατήρ Νικόδημος μου είπε κάποια φορά: –Πήγαινε, παιδί μου, στο γιατρό, γιατί ο Θεός θα παραχωρήσει να πέσεις σε σοβαρή πάθηση, γιατί έχεις υ­περηφάνεια και δε θέλεις να εξεταστείς.

– Γέροντα, του είπα, τι εστί υπερηφάνεια; Εγώ ντρέ­πομαι να ξεγυμνωθώ. Όταν όμως κάποτε με έπιασαν δυνατοί πόνοι και α­βάσταχτοι, με το ζώο με κατεβάσανε στη Λίμνη και μετά με έβαλαν στο Νοσοκομείο της Χαλκίδας. Εκεί με εξέτασε ο χειρουργός και είπε επειγόντως να χειρουργηθώ.

Ενώ λοιπόν υπέφερα και βρισκόμουν σε βαριά κατάστα­ση, παρακάλεσα τον Άγιο Δαβίδ λέγοντας: «Άγιε μου Δαβίδ, σε παρακαλώ γρήγορα, σε δέκα λεπτά, να είσαι εδώ, να με βοηθήσεις. Καθώς θα έρχεσαι πέρασε από το Προκόπι πάρε μαζί σου και τον Άγιο Ιω­άννη το Ρώσο και ελάτε να με βοηθήσετε τώρα που κινδυ­νεύω». Αυτά νοερώς προσευχήθηκα. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά, ανοίγει η πόρτα και βλέπω να μπαίνει μέσα ένας Γέροντας ασπρογένειος με πατερίτσα στο χέρι, συνοδευόμενος από έναν νεώτερο ως τριάντα χρονών με ράσο.

Με πλησίασαν και με χαιρέτησαν.

-Τι κάνεις, πάτερ Ιάκωβε; Μας γνωρίζεις ποιοι εί­μαστε;

– Τι να κάνω πατέρες μου, υποφέρω. Δε σας γνωρί­ζω. Ποιοι είστε;

– Εγώ είμαι ο Γέρων Δαβίδ και από εδώ ο Ιωάννης ο Ομολογητής, είπε, απευθυνόμενος στο νεώτερο, ο οποίος συγκατένευσε κι έκανε υπόκλιση στον Άγιο Δαβίδ ως γεροντότερο και Ιερέα. Μη φοβάσαι, μου είπε ο Όσιος Δαβίδ, ήρθαμε να σε βοηθήσουμε.

Είδα – έλεγε ο Γέροντας — το μέτωπο του Αγίου Δαβίδ ότι ήταν ιδρωμένο- τόσο γρήγορα ήρθε ο Άγιος να με βοηθήσει! Γυρίζω τότε και λέω στον Γέροντά μου, τον πατέρα Νικόδημο που ήταν δίπλα μου: -Γέροντα, εδώ είναι ο Άγιος Δαβίδ και ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος.

Σκύβει ο Γέροντάς μου στο αυτί και μου λέει: – Τι είναι αυτά που λες, χάζεψες; Ποιος Άγιος Δα­βίδ μου λες; Μη λες τέτοια πράγματα να μην ακούσουν οι γύρω μας και πουν ότι ο πατήρ Ιάκωβος τάχασε. Όταν άκουσα το Γέροντά μου να μου λέει αυτά κα­τάλαβα ότι δεν έβλεπε τίποτε και σώπασα. Στη συνέχεια καθώς με πήγαιναν στο χειρουργείο είδα τον Άγιο Δαβίδ ν’ ανοίγει την πόρτα του χειρουργείου με το ραβδί του και να μπαίνει μέσα μαζί με τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο. Τους είδα να στέκονται κοντά μου στο χειρουργικό τραπέζι.

Με τη  νάρκωση δεν κατάλαβα τίποτα γιατί κοιμήθηκα.

Ο χειρουργός αντιμετώπισε δύσκολη κατάσταση, γιατί χρειάστηκε να μου κάνει τρεις εγχειρήσεις μαζί. Για τη σκωληκοειδίτιδα που είχε σπάσει, για βουβουνοκοίλη και σε κάποια άλλα σημεία του σώματός μου χαμηλά. Έτσι με την βοήθεια των Αγίων και τις φιλότιμες προσπάθειες του καλού χειρουργού σώθηκα.

Έλεγα έκτοτε συχνά, πολύ καλός ο χειρουργός- μ’ έσωσε. Όμως, ω του θαύ­ματος, είδα τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο που μου είπε:

– Σ’ ακούω να λες Πάτερ μου, όλο για το χειρουργό ότι είναι καλός γιατρός και καλός άνθρωπος. Όσο κα­λός γιατρός κι αν είναι το λεπίδι του δεν μπορούσε να σε θεραπεύσει. Εγώ ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος διετάχθην με τον Άγιο Δαβίδ να σε θεραπεύσω. Ήταν σήμερα να φύγεις, αλλ’ έγώ σε άφησα για την αύριο. Έτσι μ’ αυτήν την παράταση ζω ακόμη, έλεγε ο Γέ­ροντας, γι’ αυτή την αύριο που είπε ο Άγιος». Αργότερα παρουσιάστηκαν κιρσοί και στα δύο πό­δια του Γέροντα και χρειάστηκε να τα χειρουργήσει στην Αθήνα. Αλλά και πάλι ξαναδημιουργήθηκαν και η κα­τάστασή τους ήταν ανυπόφορη. Τόσο πολύ υπέφερε από τα πόδια του, ώστε χρειαζόταν απίστευτη καρτερία και ψυχικό σθένος για να σταθεί όρθιος. Όμως ποτέ δεν παρέλειψε τις Ιερές Ακολουθίες και τη Θεία Λειτουργία, παρόλες τις συστάσεις των γιατρών ν’ αποφεύγει την ορθοστασία. «Όταν τα βράδια από την ολοήμερη κόπωση οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι και ανθρωπίνως κάθε βοήθεια αδύνατη», έλεγε ο Γέροντας, «ερχόταν η Καλή μου Πα­ναγία με τον Άγιο Δαβίδ και μου βάζανε φάρμακο στα πόδια και οι πόνοι περνούσαν για λίγες ώρες. Το πρωί ό­μως ξαναρχίζανε πάλι».

Ο Γέροντας δοκιμάστηκε πολύ επίσης εξαιτίας ρα­γάδων του εντέρου που ορισμένες φορές του προκαλούσαν ανυπόφορες ενοχλήσεις. «Όμως τι να έκανα, με την υπομονή υπέφερα και αυτή τη δοκιμασία», έλεγε ο Γέροντας. Επίσης βασανιστικοί ίλιγγοι ταλαιπώρησαν τα τε­λευταία χρόνια το Γέροντα που είχαν ως αιτία το αυχενικό σύνδρομο, από το οποίο υπέφερε. «Δεν τολμούσα», έ­λεγε, «να γυρίσω το κεφάλι μου στο πλάι κι έχανα τον κό­σμο. Αναγκαστικά το κρατούσα σε μια θέση και μάλι­στα κατά τη διάρκεια των ατελείωτων ωρών της εξομολογήσεως, ώστε αυτό μου προξενούσε δριμείς πόνους στον αυχένα. Αλλά ήταν και μία άσκηση, διότι δεν εγύριζα το κεφάλι μου να δώ το πρόσωπο του εξομολογουμένου, αλλά όλη την ώρα σκυφτός εγκαρτερούσα σ’ αυτήν τη στάση, κάνοντας υπομονή».

Η δοκιμασία των ασθενειών ούτε το πεπτικό σύστη­μα του Γέροντα άφησε άθικτο, γιατί υπέφερε από σπαστι­κό έντερο, το οποίο τον ταλαιπωρούσε με κοιλιακά άλγη και μετεωρισμό. Αλλά και το ουροποιητικό σύστημα δεν έμεινε αμέτοχο. Κατά τη διάρκεια ουρολογικής επεμβάσεως κάποιος νοσοκόμος χωρίς να προσέξει, μάλλον από τον πειρασμό κινούμενος έβαλε ουροκαθετήρα με μεγαλύτερο μέγεθος από το κανονικό. Αυτό προξένησε πόνο και άλλα προβλήματα. Εξ αιτίας αυτών η ελάχιστη ξεκούραση του Γέροντα τη νύχτα διακοπτόταν κάθε μια ώρα περίπου από την ταλαιπωρία της προβληματικής ουρήσεως.

Η τελευταία όμως δοκιμασία που τελικά οδήγησε το Γέροντα στην άλλη ζωή ήταν η πάθηση της καρδιάς του. ’Έλεγε: «Η καρδιά μου δεν είχε κανένα πρόβλημα, αλλά ένας πειρασμός που πέρασα ήταν η αιτία να αισθανθώ έ­ναν πόνο σαν μαχαίρι να μου τρυπάει το στήθος. Κατά­λαβα ότι η καρδιά μου από εκείνη τη στιγμή αρρώστησε σοβαρά». ’Έτσι χρειάστηκε να τοποθετηθεί βηματοδό­της. Υπέστη μάλιστα δυο φορές χειρουργική επέμβαση, και τη δεύτερη φορά χωρίς νάρκωση, γιατί η πρώτη δεν ήταν επιτυχημένη. Ο βηματοδότης τοποθετήθηκε, αλλά κοντά στη δεξιά μασχάλη, ώστε και το σημείο του Σταυ­ρού να κάνει υπέφερε και το ευαγγέλιο να σηκώσει ομοίως.

   Η ισχαιμία του μυοκαρδίου του Γέροντα ήταν πολύ σοβαρή, ώστε, παρόλη τη φαρμακευτική αγωγή και τις τακτές και έκτακτες εισαγωγές του σε Νοσοκομείο των Αθηνών για νοσηλεία, η κατάσταση προχωρούσε όλο προς το χειρότερο. Το κρύο καθώς και η ζέστη ήταν α­φορμές πόνου στο στήθος που συνοδευόταν με κρύο ιδρώτα και εξάντληση. Όμως ο ζήλος του Γέροντα και η αγάπη του προς το Θεό και προς τα πλάσματά Του στήρι­ζαν το πολυβασανισμένο αυτό σώμα, και μέχρι την τελευ­ταία του ώρα κάνοντας «ξερή υπομονή», «ξηρό κουρά­γιο», όπως έλεγε, με το χαμόγελο στα χείλη και αγάπη διακονούσε αδιάκοπα, έλιωνε κυριολεκτικά φωτίζοντας και θερμαίνοντας και θεραπεύοντας τις ψυχές και τα σώ­ματα επιχέοντας «έλαιον και οίνον», σαν γνήσιος μαθη­τής του «Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων ημών».

ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ – Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ π. ΙΑΚΩΒΟΣ

ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ι.Μ ΟΣΙΟΥ ΔΑΥΙΔ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΡΟΒΙΕΣ ΕΥΒΟΙΑΣ 1993- Σελ. 47-58

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

entaksis