Η μάχη της Καστέλλας του Πειραιά (30 Ιανουαρίου 1827) ήταν πολεμικό επεισόδιο του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα (1821 – 1829) που διεξήχθη μεταξύ των υπερασπιστών του ομώνυμου λόφου της Αττικής και των δυνάμεων του Ρεσίτ Πασσά ο οποίος εξόρμησε εναντίον τους με πεζικό και ιππικό, ενώ χρησιμοποίησε και έξι κανόνια. Τις ελληνικές μονάδες υπεράσπισαν δυο Ψαριανά πλοία, καθώς και το ατμόπλοιο «Καρτερία» υπό το ναύαρχο Άστιγξ. Ύστερα από πεντάωρη σύγκρουση οι Τούρκοι υποχώρησαν με βαριές απώλειες (πέραν των 300 νεκρών) τις οποίες αύξησε η καταδίωξη από αντεπιτιθέμενα τμήματα των Ελλήνων μαχητών υπό τους Μακρυγιάννη, Σπ. Δοντά και Δημ. Μπενιζέλο. Οι ελληνικές απώλειες ήταν 60 άνδρες και φθορές της «Καρτερίας», που προκλήθηκαν από το αντίπαλο πυροβολικό.
Στις 20 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς ο Τούρκος αρχιστράτηγος επιχείρησε νέα επίθεση κατά της Καστέλλας, της οποίας την κατάληψη θεωρούσε απαραίτητη για την συνέχεια της πολιορκίας της Ακρόπολης αλλά απέτυχε εκ νέου, παρά το γεγονός ότι οι αντίπαλοί του, οχυρωμένοι στη βαλτώδη θέση «Τρεις Πύργοι» δε διέθεταν ιππείς, ενώ και ο αριθμός τους (μόλις 500 μαχητές, υπό τους Αθηναίους οπλαρχηγούς Χαρ. Ιγγλέση, Γεώργ. Λέκκα και του εκ Ναυπάκτου Παν. Σωτηρόπουλου) ήταν ελάχιστος σε σχέση με τις τουρκικές δυνάμεις (3.000 πεζοί, 1.000 ιππείς).
Παρότι η επιτυχής άμυνα της Καστέλλας δεν εμπόδισε το γενικότερο σχέδιο του Κιουταχή να καταλάβει την Ακρόπολη, εντούτοις, προσέφερε στις ελληνικές δυνάμεις ένα σημαντικό προγεφύρωμα για τον περαιτέρω αγώνα τους στην Αττική.
Ακολουθεί απόσπασμα από την Ιστορία τών Αθηνών (1853), του Σουρμελή Διονύσιου
«Αφού λοιπόν συνήλθον τά σώματα ταύτα εις Σαλαμίνα, τό όλον συμποσούμενον εις έξ χιλιάδας, διαιρείται εις δύο, καί τό μέν έν υπό τόν Βάσσο Μαυροβουνιώτη, Μπούρμπαχη, Παναγιώτη Νοταρά καί Προκόπιο Κατσαντώνη, εκστρατεύει διά ξηράς από Ελευσίνος, καί τοποθετείται εις Καματερόν. Τό δέ έτερον υπό τόν Ιωάννη Νοταρά, Μακρυγιάννη καί Χαράλαμπο Ιγγλέση, αποβαίνει εις Μουνυχίαν (Καστέλλα) συγχρόνως τοίς εν Καματερώ επί τής αυτής νυκτός τής φερούσης τήν 25ην Ιανουαρίου 1827. Συμμετέσχον δέ τής εκστρατείας ταύτης καί σημαντικοί φιλέλληνες, οίτινες συνέδραμον προθύμως νά αγωνισθώσι μετά τών Ελλήνων, μάλιστα δέ εις τόν υπέρ Αθηνών αγώνα. Μεταξύ τών φιλελλήνων τούτων είναι ο συνταγματάρχης Γκόρντον, όστις ανέλαβε τήν διά θαλάσσης διεύθυνσιν τής εκστρατείας, εξοδεύσας πολλά εξ ιδίων, καί ο συνταγματάρχης Κάρολος Έιντεκ μετά τινων άλλων αξιωματικών Βαυαρών.
Συνεβοήθουν δέ τό στρατόπεδον τούτο καί τρία πλοία, τό ατμοκίνητον Καρτερία κυβερνώμενον υπό τού καρτερόψυχου Άστιγγος, καί δύο βρίκια ψαριανά, τό μέν Νικολάου Γιαννίτση, τό δέ Δημητρίου Παπανικολή. Άμα δέ απέβησαν οι Έλληνες εις τήν Μουνυχίαν, η επί τού λόφου λεγομένου Καστέλλα τουρκική φυλλακή βλέπουσα τούς ημέτερους, τουφεκίζουσι τήν εμπροσθοφυλακήν, αλλ’ ούτοι αλαλάξαντες μιά βοή, κατετρόμαξαν τούς εχθρούς, οίτινες κατέφυγον νά ασφαλισθώσιν εις τό μοναστήριον ο Άγιος Σπυρίδων, καί εις τόν πύργον τού Τελωνείου. Οι ημέτεροι ενησχολήθησαν αυθωρεί εις προμαχώνας καί χαρακώματα επί τής Καστέλλας καί θέσαντες εννέα κανόνια επ’ αυτής, εσχημάτισαν αυτήν φρούριον.
Ημείς δέ οι από τού φρουρίου (Ακρόπολη) βλέποντες πυρσούς εις Καματερόν, πυρσούς εις Μουνυχίαν καί Πειραιά, επλήσθημεν χαράς, καθότι είμεθα μέν προειδοποιημένοι τό τοιούτον, όμως δέν επιστεύομεν. Ημέρας δέ υποφαινομένης εισελθόν τό ατμοκίνητον εις τόν λιμένα Πειραιώς, άρχεται τού κανονοβολισμού, κτυπών τό μοναστήριον καί τόν πύργον τού Τελωνείου, ένθα ήσαν κλεισμένοι εχθροί. Ο πυροβολισμός διήρκεσε δι’ όλης ημέρας. Ο εχθρός εκυριεύθη από άκραν αμηχανίαν καί ταραχήν, θέλει νά σώση τούς εν τώ μοναστηρίω καί πύργω, καί δέν δύναται. Στέλλει περίπου εκατό ιππείς εις βοήθειαν αυτών, πλήν φεύγουσιν άπρακτοι καί κτυπημένοι. Μετά ταύτα έστειλε τινάς πρός τόν Κερατόπυργον (θέση στό Κερατσίνι) διά νά φυλάξη τήν θέσιν αυτήν. Τό δέ ατμοκίνητον (Καρτερία) εξακολουθεί τό πύρ, καί κρημνίζει τοίχους τού μοναστηρίου καί κατέθραυσε τόν πύργον.
Ο εχθρός σκεπτόμενος περί τών δύο τούτων ελληνικών σωμάτων τών εν Καματερώ καί τών εν Πειραιεί, καί θεωρών τούς εν Καματερώ αδυνατώτερους, αποφασίζει νά πολεμήση πρώτον τούτους, τούς οποίους αφού χαλάση, θέλει φοβίση καί τούς άλλους, καί ούτω δέν θέλει δυσκολευθή νά καταστρέψη καί τούτους. Πάραυτα λοιπόν κινείται μέ δύο χιλιάδας στρατού εξ ιππέων καί πεζών, φέρων καί δύο κανόνια, καί αντιπαρατάττεται εναντίον τών εν Καματερώ τήν 27ην τού αυτού μηνός, ανατείλαντος τού ηλίου. Οι ημέτεροι ήσαν εντός δύο χαρακωμάτων όχι όμως οχυρωμένων. Ο εχθρός αφού εκανοβόλησεν αρκετά εναντίον τών χαρακωμάτων, εφορμά επ’ αυτά καί τρέπει εις φυγήν τούς ημετέρους, επιφέρων τό πύρ καί τόν σίδηρον. Ο δέ Προκόπιος Κατσαντώνης μαχόμενος ανδρείως εις τήν θέσιν του, αποθνήσκει ομού μέ εξήκοντα άλλους Αθηναίους.
Ο εχθρός συνάξας τάς δυνάμεις του, έρχεται εφωδιασμένος νά κτυπήση τούς εν Πειραιεί, καί μάλιστα τήν Καστέλλαν. Καί παραταττόμενος εις τό πεδίον τού λειβαδίου καί τού μοναστηρίου, στήσας δέ κανόνια τέσσαρα, έχων περί αυτόν τό ιππικόν του, έκαμε πρώτος αρχήν τής μάχης μετά τήν ανατολήν τού ηλίου τήν 30ην Ιανουαρίου 1827. Οι δέ ημέτεροι ωχυρωμένοι καλώς, καί διατεθειμένοι ως έπρεπεν, αντεπέρχονται μέ τρομερόν πύρ, η μέν Καρτερία διά τού Άστιγγος από τού λιμένος εκεραυνοβόλει πρός τούς εχθρούς, τά δέ δύο ψαριανά πλοία αφ’ ετέρου μέρους εξηκολούθουν ομοίως, οι από τής Καστέλλας δέ επυροβόλουν δι’ εννέα κανονίων.
Τό πύρ διήρκεσεν εκατέρωθεν αρκετήν ώραν, ο εχθρός κτυπημένος από τόσον πύρ ελληνικόν, τό οποίον άλλοτε δέν είχε δοκιμάσει, όχι μόνον δέν ετόλμησε νά κάμη έφοδον κατά τήν συνήθειάν του, αλλά δέν εδυνήθη ούτε κάν τάς θέσεις του νά κρατήση, καθότι οι ημέτεροι βλέποντες πρό οφθαλμών τήν μεγάλην φθοράν τών εχθρών, ώρμησαν κατ’ αυτών καί μέ πρώτον τούς απεδίωξαν, θέλοντες δέ οι εχθροί νά αναλάβουν τάς θέσεις των, αποδιώκονται πάλιν, μέ μεγάλην των φθοράν, χωρίς νά τολμήσωσι πλέον νά επανέλθωσιν, αλλά διεσκορπίσθησαν, άλλοι μέν οδεύοντες εις Πατήσια, άλλοι δέ εις τήν πόλιν. Όλοι σχεδόν οι οπλαρχηγοί τών ημετέρων ηνδραγάθησαν κατ’ αυτήν τήν μάχην. Ο λαμπρόν τόπον λαβών κατ’ αυτήν στρατηγός Μακρυγιάννης έκαμε λαμπρόν εγκώμιον τών υπό τήν οδηγίαν του Αθηναίων. Υπαρχηγοί δέ τού σώματος τούτου ήσαν Δημήτριος Βενιζέλος καί Σπυρίδων Δοντάς, συντελέσαντες πολύ διά τήν ανδρείαν των αμφότεροι. Οι εν τώ φρουρίω δέ βλέποντες οφθαλμοφανώς τήν λαμπράν νίκην τών ημετέρων επλήσθησαν χαράς, πεποιθόντες ότι ο εχθρός δέν θέλει δυνηθή εις τό εξής ν’ αποδιώξη τούς ημετέρους από τού Πειραιώς.»
ΠΗΓΕΣ:
ΑΔΕΙΑ: