Η στάση των Παπικών κατά το 1821

Γράφει η Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος – Θεολόγος

Κατά τή διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 οἱ διάφορες χριστιανικές ὁμολογίες, πού βρίσκονταν στήν Ἑλ­­λάδα, ἔπαιξαν πολυποίκιλο ρόλο. Σύμ­­φω­να μέ ὅλους τούς ἀπομνημονευ­μα­­­το­γρά­φους καί τούς ἱστορικούς τοῦ Ἀ­γώνα «οἱ λατινόδοξοι ἰδίᾳ τῶν νήσων τοῦ Αἰ­γαίου Πελάγους, ὄχι μόνον δέν ἐβοήθησαν τόν ἀγώνα, ἀλλά ἀντεῖ­πον (=πρό­βαλαν ἀντιρρήσεις) καί ἀντέπραξαν κατ’ αὐτοῦ».

Ὁ ἐπισημότερος ἱστορικός τοῦ Ἀ­γώνα, Σπ. Τρικούπης, γράφει γιά τό ξέσπασμα τῆς Ἐπανάστασης: «Μόναι αἱ καρδίαι τῶν τοῦ δυτικοῦ δόγματος Ἑλ­λήνων ἐκώφευσαν. Ἐφάνη κατά τήν περίπτωσιν ταύτην ὑπό τήν μορφήν τοῦ δόγματος τούτου ὅλη ἡ ἀσχημοσύνη τοῦ φανατισμοῦ προτιμήσαντος τήν ἡ­μισέ­ληνον τοῦ σταυροῦ καί τήν δουλεί­αν τῆς ἐλευθερίας».

Τήν τριετία 1822-1825 ἔγιναν ἔντονες προσπάθειες, προκειμένου οἱ πολιτικοί ἡγέτες τῆς Ἑλλάδας νά προσεγ­γί­σουν τόν παπικό θρόνο, γιά νά βοη­θή­σει στήν ἀναγνώριση τῆς Ἐπανάστασης ἀ­πό τή Δύση. Μέ αὐτή τήν προ­ο­πτική ἔ­φθασαν ἀντιπρόσωποί μας μέ μυστική ἀποστολή στό Συνέδριο τῆς Βερόνας, τό ὁποῖο τελικά δέν τούς ἀ­ποδέχθηκε. Γιά τόν ἴδιο σκοπό ἔστειλαν πολλά κείμενα στόν πάπα, τοῦ ὁ­ποίου ὁ ἀντιπρόσωπος συμμετεῖχε στό Συνέδριο τῆς Βερόνας, ἀλλά ὁ πάπας δέν ἀνταποκρίθηκε στίς ἐκκλήσεις.

Τό σημαντικότερο ὅμως εἶναι ὅτι μέ­λη τῆς Κυβέρνησης, ὅπως ὁ Μαυροκορδάτος καί ὁ Νέγρης, προχώρησαν σέ πολ­λές μυστικές ἐνέργειες γιά τή σύναψη διπλωματικῶν σχέσεων μέ τόν παπικό θρόνο καί πρόβαλαν τό ἐπιχεί­ρη­μα τῆς ἕνωσης «τῶν δυό Ἐκκλησι­ῶν». Σέ κείμενα ὁ πάπας Πίος Ζ´ χα­ρακτηρίζεται «κεφαλή τῆς Χριστιανοσύνης». Ὁ ἐκ­πρό­σωπος μάλιστα τῆς ἑλληνικῆς κυβέρνησης ἀποστέλλεται, γιά νά ὑποβά- λει ταπεινά «τόν σεβασμό, τή λατρεία καί τήν ἐκτίμηση ὁλοκλήρου τοῦ ἑλληνικοῦ ἔ­θνους».

Ἐπιπλέον, ὁ Μαυροκορδάτος ἔ­στει­λε ἀπό τήν Κόρινθο ἐμπιστευτική ἐπιστολή στίς 14 Ἀπριλίου 1822 στόν ρω­μαι­οκαθολικό ἀρχιεπίσκοπο Νάξου, μέ τήν ὁποία τόν καλοῦσε στήν Κόριν­θο, γιά νά συζητήσουν. Παρόμοια ἐ­πι­στολή ἔ­στειλε τήν ἴδια ἡμέρα στόν ἀρχιεπίσκοπο Νάξου καί ὁ ὑπουργός Ἐξωτερικῶν Θ. Νέγρης. Βέβαια πολύ πιθανόν οἱ ἐπιστολές αὐτές νά ἀπο­τελοῦσαν ἑ­λιγμό πού ἀποσκο­ποῦ­σε στήν ἐνημέρω­ση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων μέσῳ τοῦ πάπα, τόν ὁποῖο οἱ Ἱεράρχες θά ἐνημέρωναν.

Ἐπίσης, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ὡς ἀπεσταλμένος τῆς ἑλληνικῆς κυβέρνησης πρός τόν πάπα, τοῦ μετέφερε μυστικά μήνυμα. Ἀπό τήν παπική πλευρά διατυπωνόταν ἡ ἄποψη ὅτι «ὁ Γερμανός, μέσῳ μυστικῆς ὁδοῦ, εἶχε ὑποβάλει προφορικά σ’ αὐτόν τήν πρόταση γιά ἔναρξη ἐπισήμων συζητήσεων σχετικά μέ τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν». Μάλιστα οἱ λατίνοι «κληρικοί» διαβίβασαν στόν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό «τό ἐνδιαφέρον πού πάντα ἔδειχνε ὁ παπικός θρόνος γιά τήν ἐπιστρο­φή τῶν ὀρθοδόξων στή δικαιοδοσία τοῦ ὑπέρτατου ποντίφηκα».
Τελικά, ὅμως, δέν ἐπιτεύχθηκε κάτι τέ­τοιο ἐρήμην τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ γιά πολλούς λόγους. Ὁ πάπας στήν ἀρχή δέν ἔδειχνε ἐνδιαφέρον γιά τήν ὑπόθεση αὐτή, ἴσως διότι οἱ πολιτικοί ἡγέτες τῆς Δύσης κρατοῦσαν ἀρνητική στάση ἀπέναντι στούς Ἕλληνες. Ἐπίσης χειρίστη­κε τό θέμα πολύ προσεκτικά ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ὁ ὁποῖος ἔμμεσα, ὡς γνήσιος ἱεράρχης, ὑπονόμευσε τήν ἐπι­θυ­μία τῶν πολιτι­κῶν ἡγετῶν τῆς Ἐ­πανάστασης νά ὑ­πο­ταχθοῦν στόν πάπα. Πάν­­τως, αὐτό ἀ­πέβη σωτήριο γιά τήν ὀρθόδοξη Ἐκ­κλησία τῆς Ἑλλάδας.

Γενικότερα φαίνεται ὅτι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο οἱ παπικοί ἀντιμετώπισαν τίς κινήσεις Μαυροκορδάτου-Νέγρη εὐεργέτησε τελικά τήν Ἑλλάδα, διότι βοήθησε νά διακρίνουν οἱ πρόγονοί μας τά ἐ­θνικά ἀπό τά θρησκευτικά ζητήμα­τα τῆς ἀγωνιζόμενης πατρίδας.

Ἕνα ἄλλο μεγάλο θέμα, κατά τόν καθηγητή Κων. Μανίκα, εἶναι ἡ ἀδιαφορία τήν ὁποία ἐπέδειξαν οἱ λατίνοι γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας ἀπό τόν τουρκικό ζυγό. Στήν ἀρχή ἀποστασιοποιήθηκαν ἀπό τίς πρῶτες ἐπαναστατικές ἐνέργειες καί δέν συμμετεῖχαν στήν ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων. Στή Σύρο σέ σύ­σκεψη πού ἔγινε «ἀποφασίστηκε ἡ μή συμμετοχή τους στήν ἐπανάσταση».

Ὁ Ἰω. Φιλήμων σημειώνει: «Ἀλλ’ ἐν ὥρᾳ, καθ’ ἥν ἐπί ξυροῦ ἀκμῆς ἡ τύχη τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης ἵστατο, ἐν ὥρᾳ, καθ’ ἥν τό ἑλληνικόν ἔθνος ἐδρεπανίζετο (=θεριζόταν)…, οἱ τοῦ δυτικοῦ δόγματος νησιῶται ἀνανεύουσιν ἀρ­νούμενοι πᾶν αἴσθημα ἐθνικόν, κακο­λο­γοῦσι μάλιστα, φρυάσσονται, ἀπειλοῦσιν οὔτε ἄνθρωποι οὔτε Χριστιανοί δεικνύμενοι, ἀλλά τήν δουλείαν ἑαυτῶν προτιμῶντες καί τούς διώκτας τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ἀ­σπα­ζόμενοι… Οἱ δίμορφοι οὗ­τοι Λατινοέλληνες περιωρίζοντο ἐν τέ­- ταρσι μόναις νήσοις, τῆς Σύρου, Νάξου, Τήνου καί Θή­ρας».

Δέν στάθηκαν ὅμως μόνον στήν ἀρ­χή τῆς οὐδετερότητας· προχώρησαν καί σέ ἄλλες ἀντιεπαναστατικές ἐνέργειες. Μέ πολλούς τρόπους καί μέ πολλές ἐνέργειες ἐπιδείκνυαν τά φιλοτουρ­κικά τους αἰσθήματα. Ἔτσι, οἱ Λατίνοι τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου κατά τή διάρκεια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ὅταν οἱ Ὀρ­θόδοξοι ὕψω­ναν τά λάβαρα τῆς ἐλευθερίας, ἐκεῖ­νοι ὕψωναν στούς ναούς τους τίς γαλλικές σημαῖες, πρά­γμα τό ὁποῖο προκα­- λοῦ­σε καί τόν λαό καί τήν ἑλληνική Κυβέρνηση.

Σέ ἐπιστολή, πού ἀπέστειλε ὁ λατίνος ἐπίσκοπος Τήνου στίς 8 Μαΐου 1822, σημειώνει: «Μόλις ἄρχισε ἡ ἐπανάσταση αὐτοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔ­θνους, ἐπεδίω­ξα μέ κάθε ἐπιμέλεια νά τηρήσω μία τέλεια οὐδετερότητα τόσο ἐγώ, ὅσο καί πάντες οἱ καθολικοί, καί μέχρι τοῦ πα­ρόν­τος κανένας καθολικός δέν ἔχει πιάσει ὅπλα ἐναντίον τοῦ κυρι­άρχου (δηλα­δή τοῦ Σουλτάνου)».

Οἱ Συριανοί, κατά τή μαρτυρία τοῦ Σπηλιάδη, ἔφθασαν σέ ἔνοπλη σύγκρου­ση μέ τούς ὀρθόδοξους πρόσφυγες πού κατέφυγαν στό νησί τους. Τό πιό ἐπιβαρυντικό ὅμως εἶναι πώς ἔ­στειλαν τροφές στούς ἀποκλεισμένους Τούρκους τοῦ Ναυ­πλίου καί τῆς Καρύστου «μέ τούς ὁποίους συνεννοοῦντο διά σημείων συντεθειμένων ἀναμεταξύ των καί τούς ἐ­πλη­­ρο­φόρουν περί τοῦ στόλου καί περί ἄλλων ἀντικειμένων ἀφορώντων τά τοῦ πολέμου».

Στή Νάξο πολλοί λατινίζοντες καί μάλιστα οἱ πλουσιότεροι ἦταν ἄσπονδοι ἐχθροί τῆς Ἐπανάστασης. Αὐτοί ὄ­χι μό­νον δέν συνεισέφεραν χρήματα, ἀλ­λά μέ κάθε μέσο προσπαθοῦσαν νά πείσουν καί τούς ὑπόλοιπους νά ἀρνη­θοῦν. Ἐ­πι­πλέον, οἱ Λατίνοι τῶν περι­ο­χῶν αὐ­τῶν ἀρνήθηκαν νά «ἀντα­πο­­­κριθοῦν θετικά στίς ἔκτακτες εἰσφορές, πού ζη­τοῦσε καί ἀπό αὐτούς, ὡς ἕλληνες πολίτες, ἡ ἐπαναστατική κυβέρνη­ση γιά τήν οἰκονομική ἐνίσχυση τοῦ ἀ­γώνα, καθώς ἐπίσης καί νά ἐκ­πλη­ρώ­σουν τίς νόμιμες φορολογικές τους ὑποχρεώσεις», ὅταν ἡ κεντρική κυβέρ­νηση μετά τήν ἑδραίωση τῆς Ἐ­πα­νά­στασης «προσπάθησε νά ἐπιβάλει ἕνα ἑνιαῖο διοικητικό καί φορολογικό σύστημα στίς ἀ­πελευθερωμένες περιοχές».

Συμπερασματικά, ὅσον ἀφορᾶ στούς παπικούς ἡ ἑλληνική κυβέρνηση τό 1826 προχώρησε στήν ἐπίσημη καταδίκη «τῆς ἀντιεπαναστατικῆς καί ἀν­θελληνικῆς στάσεώς τους» καταγ­γέλ­λοντας ὅτι «τό ἔργον τῆς προδοσί­ας ἐξ­ηκολούθησαν οἱ δυτικοί εἰς τούς ἐ­σχά­τους χρόνους μέ πλειότερον ζῆ­λον καί μάλιστα ὅταν ἤρχισεν ὁ Ἑλληνικός ἀ­γών, ἔγιναν ἐξ ἐπαγγέλματος προδόται καί σύμβουλοι τῶν Τούρκων ἐναντίον τῶν ἀνατολικῶν, ἕως ὅτου ἐ­χόρ­τασαν τήν ἐπιθυμίαν των, βλέποντες ἔμπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν των ἐ­ξαν­δραπο­δι­ζομένους τούς ἀθώους συ­μπο­λίτας των!» («Γενική Ἐφημερίς τῆς Ἑλλάδος»). Ὁμολογουμένως, «ἡ Ἐπανάστα­ση ρίζωσε στίς περιοχές ὅπου κυριαρχοῦσε ὁ ὀρθόδοξος πληθυσμός», ὑπογραμμίζει ὁ Καργάκος. Ὁ ἐπαναστατικός Ἑλ­ληνισμός ἔβγαινε πάντα μέσα ἀπό τούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκ­κλησίας.

ΑΚΤΙΝΕΣ