τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Συχνά τίς γιορτινές ἡμέρες μιλοῦν πολλοί γιά τό «πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων». Ἄραγε μιλοῦμε ὅλοι γιά τό ἴδιο πρᾶγμα; Νομίζω πώς ὄχι! Θεωρῶ ὅτι ἄν αὐτό τό «πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων» εἶναι μόνο τά δῶρα, γενικά οἱ ἀγορές, τά οἰκογενειακά τραπέζια, οἱ συνεστιάσεις, ἡ διασκέδαση, τότε τά Χριστούγεννα, ἰδίως στίς μέρες μας, εἶναι πολύ καταθλιπτικά γιά πολλούς συνανθρώπους μας. Προκαλεῖται κατάθλιψη γιατί πολλοί δέν ἔχουν τήν δυνατότητα νά ἀγοράσουν, νά βγοῦν, νά διασκεδάσουν. Ὅμως τό ζήτημα εἶναι πιό σοβαρό ἀπό ὅ,τι νομίζουμε γιατί ἔχει καί ἄλλη διάσταση. Καί αὐτοί πού δῆθεν χαίρονται μέ τά παραπάνω, κι αὐτοί ζοῦν σέ μία ἄλλου τύπου στενοχώρια. Δέν χαίρονται καί αὐτοί πραγματικά. Φαίνεται καθαρά στά πρόσωπά τους ὅτι δέν χαίρονται, ἔστω κι ἄν γιά λίγο ξεχνιοῦνται. Εἶναι ὅμως χαρά χωρίς διάρκεια!
Ἀπό τά παραπάνω γίνεται σαφές ὅτι δέν ἐννοοῦμε ὅλοι τό ἴδιο ὅταν μιλοῦμε γιά τό «χριστουγεννιάτικο πνεῦμα», πού οὐσιαστικά εἶναι κάτι ἄλλο, ἕνα τελείως διαφορετικό κλίμα. Ὅλη αὐτή ἡ περίοδος τοῦ Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά – Θεοφάνεια) ὄντως ἔχει κάτι τό ἰδιαίτερο. Εἶναι ὁ χειμώνας, ἴσως, καί τό κρύο ὡς ἐξωτερικός παράγοντας πού ὠθοῦν τούς ἀνθρώπους νά μαζεύονται στά σπίτια τους, νά ἔρχονται πιό κοντά ὁ ἕνας στόν ἄλλο γιά νά βροῦν ζεστασιά. Εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τά παιδιά της πιό κοντά της, μέσα ἀπό περισσότερες καί «καινούριες» γιά τό εὐρύτερο ἐκκλησίασμα ἀκολουθίες, ὅπως τῶν Ὡρῶν κ.ἄ.. Εἶναι τά κατανυκτικά τροπάρια καί οἱ ἦχοι τῶν μελωδιῶν, φτιαγμένα ὅλα μέ ἕναν τρόπο θαυμαστό, θεόπνευστο. Ἀλλά εἶναι καί ἡ πλούσια λαϊκή παράδοση, τοῦ μητροπολιτικοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου μά καί τοῦ ἀπόδημου ἑλληνισμοῦ, μέ τά κάλαντα, τά τραγούδια καί τά ποικίλα ἔθιμα.
Εἶναι, ὅμως, καί κάτι ἄλλο. Ὅλη αὐτή ἡ περίοδος τῶν ἑορτῶν παραπέμπει σέ κάτι πού εἴχαμε ζήσει στήν ἀθώα, ἀνέμελη παιδική μας ἡλικία· Τά Χριστούγεννα μᾶς θυμίζουν αὐτό πού πρέπει νά εἴμαστε, παιδιά! Θυ-μόμαστε τήν ἁγνότητα τῶν παιδικῶν μας χρόνων καί τήν ἀναζητοῦμε καί πάλι. Προσοχή! Δέν εἶναι οἱ γιορτές τῶν Χριστουγέννων «μόνο γιά τά μικρά παιδιά», γιά νά περάσουν δῆθεν ἐκεῖνα καλά· εἶναι, ὅταν τό λέμε αὐ-τό, σάν νά βγάζουμε ἀπό πάνω μας μία εὐθύνη καί νά θέλουμε νά ξεφύγουμε ἀπό τό κενό μας. Πρόκειται γιά μία ὑπεκφυγή, μία ψεύτικη ταπεινότητα. Οἱ γιορτές αὐτές εἶναι γιά ὅλους, καί ἰδιαιτέρως γιά τούς μεγάλους, καθώς συνιστοῦν μία ἄριστη ἀφορμή, μέσα ἀπό τούς τρόπους πού προτείνει καί προτρέπει ἡ Ἐκκλησία, νά ζήσουν αὐτοί καί πάλι ὡς παιδιά. Τά Χριστούγεννα εἶναι ἀκόμα καί γιά κάποιους ἄλλους, γιά κάποιους γέ-ροντες γιά παράδειγμα, οἱ ὁποῖοι δέν πρόλαβαν νά γίνουν «παιδιά», καί ἔχουν φθάσει ἀρκετά κοντά στήν στιγμή τοῦ θανάτου τους, τότε πού θά συναντήσουν τόν Χριστό. Οἱ ἑορτές αὐτές μᾶς παραπέμπουν στά παιδικά μας χρόνια καί μᾶς θυμίζουν τόν πραγματικό προορισμό μας, ὅπως καί ὁ Κύριος τόν προσδιόρισε λέγοντας: «θέλω νά γίνετε σάν τά παιδιά», ἐννοώντας στήν καθαρότητα καί ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς τους.
Ποιό εἶναι λοιπόν τό πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων; Εἶναι ἡ ἑορτή αὐτή καθαυτή. Εἶναι ἡ Σάρκωση! Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται υἱός τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός γίνεται ἄνθρωπος. Αὐτό εἶναι τό μεγάλο γεγονός πού ζε-σταίνει κάθε ἄνθρωπο, πού «ζεσταίνει» τήν ἀνθρωπότητα ὁλάκερη. Αὐτή ἡ ὑπερβολική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, πού τόν κάνει νά γίνει «εἷς ἐξ ἡμῶν», ἕνας ἀπό μᾶς. Αὐτή ἡ κίνηση πού πετάει τήν ἔννοια τῆς θρησκείας μακριά, γιατί ἡ θρησκεία εἶναι δημιουργία Θεοῦ ἀπό τόν ἄν-θρωπο, ἐνῷ ἐδῶ ἔχουμε ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Μέ αὐτήν τήν Σάρκωση, ἀνοίγει καί πάλι ὁ κλειστός δρόμος πρός τόν οὐρανό, χτίζεται καί πάλι ἡ γέφυρα τῆς ἐπικοινωνίας μας μαζί Του. Καί πλέον, ἐκεῖ πού θεωροῦσαν οἱ φιλόσοφοι ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὁ Θεός νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἄνθρωπο -Θεός ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται-, τώρα ἔχουμε νέα πραγματικότητα, ἀφοῦ ὁ Χριστός μέ τήν Σάρκωσή Του μᾶς ἐπαναφέρει στήν πρό τῆς πτώσεως κατάσταση, στό πρότερον κάλλος. Πανηγυρίζουμε γιατί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει Θεός, δίχως ὅμως τό προπατορικό λάθος, δηλαδή χωρίς τόν Θεό καί μακριά Του. Θεώνεται διά τοῦ Θεοῦ.
Τά Χριστούγεννα μᾶς ἀφοροῦν! Ἔχουν νά ποῦν κάτι στόν καθένα μας. Γεμίζουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό γίνεται βέβαια σέ ὅσους θε-λήσουν νά κάνουν τήν καρδιά τους «φάτνη». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐντοπίζει τά πάθη του -καί τά ἀποτελέσματα αὐτῶν πού εἶναι τά ἁμαρτήματά του- καί ξεκινᾶ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς του ἀρχίζει νά «βλέπει». Ξεκινᾶ ἤδη νά ζεῖ Χριστούγεννα. Ἔτσι, μπορεῖ νά ζεῖ Χριστούγεννα τό Πάσχα, ἤ σέ μία ἄλλη γιορτή, ἤ σέ ὁποιαδήποτε ἡμέρα τοῦ χρόνου. Αὐτό δηλώνει τό «σήμερον» τῶν τροπαρίων· «σήμερον γεννᾶται», «σήμερον ἡ Παρθένος τίκτει τόν Δεσπότην», «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ σήμερον προφητικῶς εὐφραινέσθωσαν», «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ σήμερον ἡνώθησαν». Αὐτό τό «σήμερον» ἔχει μεγάλη δύναμη· ἀέναη δυναμική! Ὅταν γίνει ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί αὐτό γίνεται κυρίως μέ τήν Θεία Κοινωνία καί τήν προσευχή, τότε ὁ ἄνθρωπος ζεῖ Χριστούγεννα κάθε στιγμή· καί γενικά, «ζεῖ» πραγματικά.