Γράφει ο Ηρακλής Ρεράκης, ομ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Εκ των προτέρων διευκρινίζουμε ότι στόχος του άρθρου μας, δεν είναι η κατάκριση αλλά η οικοδομή. Τις τελευταίες ημέρες ακούμε και διαβάζουμε τα όσα συμβαίνουν σε έναν από τους κλάδους των λεγόμενων πνευματικών ανθρώπων του τόπου μας, μέσα στους οποίους εντάσσεται και ο κλάδος των ηθοποιών.
Βέβαια, καλό θα είναι να μην γενικεύουμε, καθώς τα γεγονότα αυτά αφορούν μόνον σε ένα μέρος και όχι στο όλον των υπηρετούντων του συγκεκριμένου κλάδου.
Επίσης, φρόνιμο είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η ηθικοπνευματική και πολιτισμική κρίση, που παρατηρούμε να υπάρχει σε μια ομάδα ενός κλάδου, εικονίζει, γενικά την κατάσταση που αφορά σε ένα ικανό μέρος ολόκληρης της κοινωνίας μας.
Εκτός αυτού, όμως, αυτή η κοινωνία είναι εκείνη που θεωρεί και ονομάζει όλους τους επιστήμονες, φιλοσόφους και καλλιτέχνες πρότυπα πνευματικά, χωρίς, ίσως, να συνειδητοποιεί ποια είναι τα γνήσια χαρακτηριστικά του προτύπου που φέρει το επίθετο «πνευματικός», στο πλαίσιο της ελληνορθόδοξης πνευματικής μας παραδόσεως.
Ο παιδαγωγός Ευ. Παπανούτσος ήταν διστακτικός στη χρήση του επιθέτου αυτού: «Φρονιμότερο θα ήταν να ονομάζουμε τους άλλους και τον εαυτό μας απλώς ανθρώπους της επιστήμης, των γραμμάτων, της τέχνης χωρίς το επίθετο “πνευματικός” και άλλα ηχηρά παρόμοια».
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Αρχιμ. π. Εφραίμ, επίσης, ακόμη πιο κατηγορηματικός, αναφέρει σχετικά:
«Σήμερα υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση για το ποιός είναι ο πνευματικός άνθρωπος. Πολλές φορές ακούω, ότι πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που ασχολείται με τα γράμματα και τις τέχνες, τη μουσική, τη ζωγραφική, την ακαδημαϊκή γνώση, με μια καλαισθητική εικόνα ενός τοπίου. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν τη θέση τους, είναι αξιόλογοι, αλλά νομίζω ότι είναι λάθος να λέγονται “πνευματικοί άνθρωποι”. Μπορούσαν να λέγονται, οτιδήποτε άλλο, έκτος από πνευματικοί άνθρωποι. Ο πνευματικός άνθρωπος, σύμφωνα με τον ορισμό των αγίων Πατέρων, είναι εκείνος ο οποίος, είναι “πεπληρωμένος”, δηλαδή, γεμάτος με Πνεύμα Άγιο. Είναι εκείνος, ο οποίος, εντασσόμενος στην Εκκλησία, ακολουθεί πιστά τις υποθήκες των αγίων Πατέρων, τηρώντας τις εντολές του Χριστού μας, που δόθηκαν διά μέσου του Ευαγγελίου· Είναι εκείνος, ο οποίος, αναπνέει συνεχώς τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: “μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον”».
Eίναι γεγονός ότι με το Μυστήριο του Βαπτίσματος ο Χριστιανός εισέρχεται στην Εκκλησία, ενώ με το Μυστήριο του Χρίσματος γίνεται δέκτης των δωρεών του Αγίου Πνεύματος και ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία προσφέρει, γενικά, τα μέσα για να μπορέσουν τα μέλη της να αξιωθούν να γίνουν πνευματικοί και πνευματοφόροι, εντός της εν Χριστώ εκκλησιαστικής ζωής.
Η πνευματική αλλοίωση την οποία δέχονται, μέσω της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας, αφορά όχι στη φύση του ανθρώπου, αλλά στον τρόπο υπάρξεως της φύσεώς του. Ενώ δηλαδή παραμένει φύση κτιστή, αξιώνεται, όμως, να υπάρχει, αντλώντας ζωή από την αυτοπαράδοσή της στην αγάπη και στην κοινωνία του Θεού.
Αυτή η ζώσα και ενεργός σχέση με τον Θεό, συναντά τη ζωοποιό ανταπόκριση του Αγίου Πνεύματος, που μεταβάλλει τον τρόπο συντηρήσεως της ζωής σε τρόπο αφθαρσίας της ζωής.
Όμως, αρκετοί από τους ανθρώπους της κοινωνίας μας επιμένουν να ζουν σαρκικά, εκτός της Εκκλησίας και της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και εντός της επήρειας του πονηρού πνεύματος.
Ο τρόπος ζωής τους, όταν πορεύονται σε άσωτες περιοχές, μακράν του Θεού και της Εκκλησίας τους είναι υλιστικός και γι αυτό είναι περιοριστικός, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζονται τα νοήματα και οι σκοποί της ζωής τους και όλες οι επιθυμίες και οι προσδοκίες τους στα σαρκικά.
Έτσι, σύμφωνα με την πολιτισμική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ούτε είναι ούτε μπορούν να τιτλοφορούνται με το όνομα «πνευματικοί», αφού δεν θέλουν να ζουν εντός της ζωής του Πνεύματος, αλλά επιλέγουν να ζουν σαρκικά.
Ο μόνος τρόπος για να αλλάξει η κατάστασή τους είναι να μετανοήσουν, για να αξιωθούν έτσι από τον Θεό να γίνουν δέκτες των δωρεών του Αγίου πνεύματος.
Η σχέση τους με τον Ιησού Χριστό, που είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή», αποτελεί τον μόνο τρόπο εξύψωσής τους σε γνήσια κοινωνικά όντα.
Διότι, εάν δεν είναι πνευματικοί, θα είναι σαρκικοί, με αποτέλεσμα οι κοινωνικές τους σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους να μην μπορούν να είναι αληθινές και ελεύθερες από τα πάθη.
Τα χαρίσματα που λαμβάνουν άνωθεν οι πνευματικοί άνθρωποι είναι, κατά τον Απ. Παύλο: «Αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθοσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια» (Γαλ 5. 22-23).
Συνεπώς, οι μη κοινωνοί των δωρεών του Αγίου Πνεύματος δεν μπορούν να έχουν, για παράδειγμα, την αρετή της πίστεως ή της εγκράτειας, με αποτέλεσμα να είναι άπιστοι και μη εγκρατείς.
Με βάση τα παραπάνω, είναι εμφανές ότι κάποιοι άνθρωποι του συγκεκριμένου κλάδου φέρουν καταχρηστικά τον τίτλο του πνευματικού, αφού ούτε είναι ούτε ζουν με τις αρετές του Αγίου Πνεύματος, που δίνονται μόνον εντός της Εκκλησίας σε καθαρούς ανθρώπους.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι η κοινωνία μας έχει την δυνατότητα, μέσω της ορθόδοξης Εκκλησίας, να γίνεται και να είναι αληθινά πνευματική, έτσι ώστε να μπορούν να διαμορφώνονται υγιείς και έντιμες σχέσεις μεταξύ των μελών των ομάδων που την συναποτελούν, δηλαδή σχέσεις, όχι με «φρόνημα σαρκός», αλλά με «φρόνημα πνεύματος» (Ρωμ. 8, 6).
Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο προσωπικός Θεός ενεργεί, μέσω των Θείων Ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, προκειμένου να βοηθά τους ανθρώπους να οικειώνονται τα αγαθά της Θείας Ενανθρωπίσεως, δηλαδή, να αγιάζονται (καθαρίζονται), να φωτίζονται και να θεώνονται.
Έτσι, το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο που ενεργοποιεί τη Θεία Αποκάλυψη, με την συμμετοχή των πιστών στην εν Χριστώ, εν Αγίω Πνεύματι, ζωή της Εκκλησίας και που τους οικοδομεί πνευματικά. Γι αυτό αυτοί που απομακρύνονται από την Εκκλησία και την πίστη στον αληθινό Θεό αρνούνται την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και δεν μπορούν να είναι πνευματικοί άνθρωποι, αφού κατά τον Απ. Παύλο, εάν κάποιος «Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν Αυτού» (Ρωμ. 8, 9).
Εάν όμως δεν έχουν Πνεύμα Θεού, δεν μπορεί να έχουν γνήσιες πνευματικές αρετές, αφού πηγή όλων των χαρισμάτων είναι το Άγιον Πνεύμα, το «δοτικόν και παρεκτικόν πάντων των εν τη Εκκλησία πνευματικών χαρισμάτων» (Κατηχήσεις, Κυρίλλου Ιεροσολύμων).
Αυτό βεβαιώνει και ο π. Γ. Φλορόφσκυ, όταν αναφέρει ότι «ο άνθρωπος γίνεται δεκτός σε κοινωνία με τον Θεόν, διά του Χριστού και διά της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος».
Κάπως, έτσι, μπορεί κανείς να δει το ερμηνευτικό πλαίσιο και τις προϋποθέσεις της πνευματικής ζωής των πνευματικών ανθρώπων, με το οποίο μπορεί, επίσης, να συσχετιστεί και ένα παλαιότερο κείμενο ενός σώφρονα δημοσιογράφου, του Μάριου Πλωρίτη, που αφορά στους όντως πνευματικούς ανθρώπους:
«Είναι βαρύτατη, η ευθύνη των πνευματικών ανθρώπων για την πορεία της κοινωνίας. Σ’ αυτούς έχει λάχει ο κλήρος να την οπλίσουν, όχι μόνο με οργάνωση και μέθοδο, αλλά και με έρεισμα, με νόημα, με σκοπό. Μια κοινωνία που δεν ξέρει πώς βαδίζει, είναι κοινωνία τυφλών, καταδικασμένη να χαθεί μέσα στο ίδιο της το σκοτάδι».
Μέσα από το αίτημα του Πλωρίτη, διαπιστώνει κανείς ότι αυτούς που εντάσσει ο λαός μας στους πνευματικούς ανθρώπους, όπως είναι, για παράδειγμα, οι ηθο-ποιοι, είναι οι όντως πνευματικοί στο φρόνημα και ποιητές ήθους και χαρακτήρα.
Ανήκουν και αυτοί, όπως και άλλοι από άλλους κλάδους εργαζομένων, στους ανθρώπους που με τη ζωή και το έργο τους αποτελούν αξιοπρόσεκτα υποδείγματα ζωής, που προσδοκούν οι πολίτες να είναι άνθρωποι με αρετές, με πίστη και αναφορά προς τον Τριαδικό Θεό, με ήθος, με πλούσια και έμπρακτη πνευματική καλλιέργεια, με κοινωνική συνείδηση και βαθιά αίσθηση της ευθύνης τους, που δεν είναι άλλη από την άσκηση ηθικοπνευματικής επίδρασης στους άλλους, μέσα από το πρότυπο της προσωπικής τους ζωής.
Συγκαταλέγονται συνεπώς στους πνευματικούς «φάρους» και ηγέτες της κοινωνίας, που θεωρούνται άκρως απαραίτητοι, όχι μόνο για την επιβίωσή της αλλά και για τη νοηματοδότηση και ηθικοποίησή της.
Καλό θα είναι συνεπώς οι ηθο-ποιοί να μην χάνουν ούτε να ξεχνούν τον ρόλο που διαδραματίζουν στην κοινωνία, αν όντως επιθυμούν, από τη δική τους πλευρά, να συμβάλουν στην οικοδόμηση και όχι στην αποδόμησή της.