π. Χρίστος Κυριαζόπουλος
Διδάκτωρ Βυζαντινῆς Ἱστορίας/
καὶ Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας
Βρισκόμαστε μπροστὰ σ᾿ ἕνα σύγχρονο ὀξύτατο γλωσσικὸ ζήτημα, ποὺ ὅμως, ἐπειδὴ δὲ δημιουργεῖ ἰδεολογικὲς ἀντιπαραθέσεις, ὅπως τὸ πρὸ ἑκατονταετίας, δὲν προκαλεῖ τὶς ἀναγκαῖες ἀντιδράσεις καί, ἐπὶ πλέον, ἡ ὀξύτητά του δὲν «ἐνοχλεῖ» λόγῳ τῆς ἀδιαφορίας τῶν πολλῶν καὶ τοῦ γενικότερου ἐφησυχασμοῦ τὸν ὁποῖο εὐνοεῖ ἡ ἐποχή μας. Μπροστὰ στὸ γλωσσικὸ αὐτὸ ζήτημα ὀφείλουμε ὅλοι, καὶ πρωτίστως οἱ φιλόλογοι, νὰ σταθοῦμε μὲ ὑψηλὸ αἴσθημα εὐθύνης, μὲ ἀνησυχία ἀλλὰ καὶ μὲ ἀποφασιστικότητα, ἐργατικότητα καὶ πρακτικὸ πνεῦμα. Κυρίως ὅμως ὅσοι θεσμοθετοῦν.
Τὸ πρῶτο τὸ ὁποῖο, κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, πρέπει νὰ γίνη εἶναι νὰ περιορισθῆ ἡ ὕλη τῶν σχολικῶν βιβλίων Νεοελληνικῆς Γλώσσας Γυμνασίου καὶ Λυκείου. Τὰ βιβλία τοῦ Λυκείου, ἰδίως, εἶναι ὑπερβολικὰ ὀγκώδη. Νὰ διατηρηθῆ ὡς διδακτέα, ἂν κρίνεται τόσο ἀναγκαία, ὁλόκληρη ἡ ὕλη τῆς θεωρίας ἡ ὁποία περιλαμβάνεται στὰ ὑπάρχοντα ἐγχειρίδια καὶ νὰ ὑποστηριχθῆ μὲ ἕνα μικρὸ ἀριθμὸ κειμένων καὶ ἀσκήσεων. Ἔτσι, θὰ μποροῦσε πιθανῶς νὰ καταστῆ ἐφικτὸ τὰ βιβλία τοῦ μαθητῆ στὸ μάθημα τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας νὰ μὴν ὑπερβαίνουν σὲ συνολικὸ ἀριθμὸ σελίδων κατὰ τάξη τὸ ἕνα τέταρτο, τὸ πολύ, ἐκείνων ποὺ διδάσκονται σήμερα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἐξοικονομηθῆ ὁ χρόνος ποὺ εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν μαθητῶν στὸ γραπτὸ λόγο γιὰ ν᾿ ἀρχίση νὰ διαφαίνεται κάποια μικρὴ πρόοδος τῶν μαθητῶν στὴ γλώσσα. Παράλληλα τὰ βιβλία –ἰδιαίτερα τοῦ Λυκείου, τὰ ὁποία εἶναι δύσχρηστα– νὰ ἀποκτήση τὴν ἀπαιτούμενη γιὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια λειτουργικότητα. Ἡ σύντμηση αὐτὴ τῆς διδακτέας ὕλης φρονῶ πὼς πρέπει νὰ γίνη ὄχι μόνο στὰ βιβλία τοῦ Λυκείου ἀλλὰ καὶ τοῦ Γυμνασίου.
Θὰ προσθέσω ἐπὶ τροχάδην, καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ περιληφθοῦν στὰ βιβλία Γλώσσας τῆς Γ΄ Γυμνασίου καὶ κυρίως τοῦ Λυκείου καὶ κείμενα δοκιμιακοῦ χαρακτήρα, καλῶν συγγραφέων. Ἡ ἐπὶ εἰκοσιπέντε χρόνια περίπου μονοπώληση τοῦ σχολικοῦ γλωσσικοῦ χώρου ἀπὸ τοὺς δημοσιογράφους –μὲ ὅλες τὶς γνωστὲς συνέπειες στὴ γλώσσα τῶν παιδιῶν μας– εἶναι καιρὸς νὰ καταργηθῆ. Διδάσκονται κείμενα παρόμοιας δυσκολίας (καὶ ἀξίας) σὲ ὅλες τὶς τάξεις τοῦ Γυμνασίου καὶ Λυκείου. Εἶναι σὰν νὰ δίδασκαν οἱ μαθηματικοὶ μαθηματικὰ ἴδιου ἐπιπέδου ἀπὸ τὴν Α΄ Γυμνασίου ὡς τὴ Γ΄ Λυκείου. Κατὰ τὰ ἄλλα μιλοῦμε γιὰ προοδευτικὴ βελτίωση τῶν δομῶν τῆς Γλώσσας. Μὲ γλωσσικὰ ἐργαλεῖα ἀνεπαρκῆ. Ἂν εἶναι δυνατόν! Εἶναι βέβαιο πώς, ἂν τολμήσουν οἱ ὑπεύθυνοι τὴν προτεινόμενη ρήξη, τὸ κέρδος γιὰ τοὺς μαθητές μας θὰ εἶναι πάρα πολὺ μεγάλο.
Πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, εἶναι πλέον, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, ἀναγκαία καὶ μία ἀλλαγὴ νοοτροπίας τῶν φιλολόγων, ἕνας ἀπεγκλωβισμός τους ἀπὸ τὴ λογικὴ ποὺ ἀπαιτεῖ αὐστηρὴ προσκόλληση στὸ σχολικὸ βιβλίο τῆς Γλώσσας καὶ μία δυνατότητα ἀξιοποίησης τῶν σχολικῶν βιβλίων κατὰ τὴν κρίση τους ἢ ἀκόμη καὶ χρησιμοποίησης διδακτικοῦ ὑλικοῦ προσωπικῆς τους ἐπιλογῆς, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τῶν ἑκάστοτε μαθητῶν τους. Πολλοὶ κοπτόμαστε γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ πολλαπλοῦ βιβλίου καὶ γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ νὰ ἐπιλέγη κάποτε συμπληρωματικὰ καὶ κάποιο βιβλίο τῆς προσωπικῆς του ἐπιστημονικῆς ἐπιλογῆς. Στὸ μάθημα τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας εἶναι μία εὐκαιρία νὰ ἀξιοποιηθῆ ἡ δυνατότητα αὐτή, κάτι, ἐξάλλου, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως γινόταν καὶ πρὸ τοῦ 1989, ποὺ πρωτομπῆκε στὸ Λύκειο ἡ Ἔκφραση-Ἔκθεση (Ἀναλυτικά Προγράμματα Νεοελληνικῆς Γλώσσας γιὰ τὸ Λύκειο, 1999).
Στὰ βιβλία τῆς Γλώσσας τῆς Δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης συναντοῦμε, ἐπίσης, ἕνα πλῆθος ὅρων οἱ ὁποῖοι ἔχουν γλωσσολογική, κατὰ βάση, προέλευση (π.χ. γλωσσικὴ ἱκανότητα, κάθετη/ὁριζόντια κατάταξη, ἰδιωτισμός, ὑφολογικὸ ἐπίπεδο, γλωσσικὸ ρεπερτόριο, ποιητικὴ γραμματική, παραγλωσσικὰ γνωρίσματα, ἐπιτονισμός, τελεστικὸς λόγος, λεκτικὸ φώνημα κ.τ.λ.). Τὸ ζητούμενό μας, ὅμως, δὲν εἶναι νὰ διδάξουμε γλωσσολογία στὸν μαθητὴ οὔτε νὰ τοῦ παράσχουμε ἐπιστημονικὲς γνώσεις σχετικὰ μὲ τὸ γλωσσικὸ φαινόμενο οὔτε νὰ τὸν κατακλύσουμε, ὅπως συμβαίνει, μὲ ἐπιστημονικὲς πληροφορίες γιὰ τὴ Γλώσσα, ἀλλὰ νὰ τὸν βοηθήσουμε νὰ βελτιώση –κυρίως μὲ τὴ συνεχή ἄσκηση– τὴν ἱκανότητά του γιὰ ἀποτελεσματικὴ χρήση τοῦ γλωσσικοῦ κώδικα.
Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ καρδιὰ τοῦ προβλήματος. Ἡ συσσωρευμένη ὕλη τοῦ γλωσσικοῦ μαθήματος καὶ τὸ ἀσαφὲς (π.χ. πόσες ἐκθέσεις ὑποχρεοῦνται οἱ φιλόλογοι νὰ βάζουν τὰ παιδιὰ νὰ γράφουν;) νομοθετικὸ πλαίσιο δὲν ἐπιτρέπουν τὴν ἄσκηση τῶν μαθητῶν ὅλων τῶν τάξεων Γυμνασίου καὶ Λυκείου στὸ γραπτὸ λόγο σὲ ἱκανοποιητικὸ βαθμό. Γιατί δὲ νομίζω νὰ θεωρῆ κανεὶς ἐπαρκῆ ἄσκηση τὴν ἀπάντηση σὲ κάποιες γλωσσικὲς ἀσκήσεις, ὅπως γίνονται συνήθως, ἂς μὴ μᾶς διαφεύγει, ἄλλωστε, ὅτι οἱ γλωσσικὲς ἀσκήσεις δὲν ἀποτελοῦν αὐτοσκοπό, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται ὡς ἐργαλεῖα γιὰ τὴ βελτίωση τοῦ προφορικοῦ καὶ γραπτοῦ λόγου τῶν μαθητῶν μας – ἢ τὴ σύνταξη μίας παραγράφου ἢ μίας σύντομης περίληψης. Κι ἂν κάτι τέτοιο θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῆ ἀρκετὸ γιὰ τὶς δύο πρῶτες τάξεις τοῦ Γυμνασίου, φρονῶ ὅτι ἀπὸ τὴν Τρίτη τάξη τοῦ Γυμνασίου καὶ σὲ ὅλες τὶς τάξεις τοῦ Λυκείου ἀπαιτεῖται μία ριζικὴ ἀλλαγὴ πλεύσης. Ὁ κοινὸς νοῦς καὶ ἡ ἐκπαιδευτικὴ πείρα βεβαιώνουν ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ βελτιωθῆ ὁ μαθητὴς στὸ λόγο, ἂν δὲν γράφει συστηματικὰ καὶ πολὺ συχνὰ ἕναν ἐπαρκῆ ἀριθμὸ γραπτῶν δοκιμίων πλήρως ἀνεπτυγμένων καὶ κάποιας ἔκτασης, τὰ ὁποία ἐν συνεχείᾳ νὰ διορθώνη μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια ὁ φιλόλογός του. Ἔτσι γινόταν ἐπὶ δεκαετίες μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τῶν Δεσμῶν. Ὅταν προέκυψαν οἱ Κατευθύνσεις στὸ Λύκειο ἂλλαξε ὁ τρόπος ἀξιολόγησης, ἄρα καὶ τῆς διδασκαλίας, τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας. Κατὰ τὴν ταπεινή μου ἄποψη, ἡ κακοδαιμονία ποὺ παρατηροῦμε στὸ μάθημα τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας τὰ τελευταῖα χρόνια ὀφείλεται πρωτίστως στὴν περιφρόνηση αὐτῆς τῆς ἁπλούστατης λογικῆς. Θεωρῶ ὡς ζήτημα ἀπόλυτης προτεραιότητας νὰ ἐπιλυθῆ τὸ σοβαρότατο αὐτὸ πρόβλημα.
Ὅσο γιὰ τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο –ποὺ ἡ γνώση τους θὰ συντελοῦσε τὰ μέγιστα στὴν πρόοδο καὶ βελτίωση τῶν μαθητῶν καὶ στὴ Νεοελληνικὴ Γλώσσα– στὸ μὲν Λύκειο, ὡς γνωστόν, ἕνας μικρὸς μόνον ἀριθμὸς μαθητῶν –αὐτῶν τῆς Θεωρητικῆς Κατεύθυνσης– ἀνταποκρίνεται, κατ᾿ ἀνάγκη, –ὅσο ἀνταποκρίνεται– στὴ διδασκαλία τους. Οἱ τῶν ἄλλων κατευθύνσεων ἀδιαφοροῦν παντελῶς γιὰ τὸ μάθημα, ὅπως, κατὰ κανόνα, ἀδιαφοροῦν καὶ γιὰ ὅλα τὰ μαθήματα Γενικῆς Παιδείας τὰ ὁποῖα δὲν ἐξετάζονται στὴ Γ΄ Λυκείου Πανελληνίως, ἀλλὰ σὲ ἐνδοσχολικὲς ἐξετάσεις.
Ἂν δὲν τὸ γνωρίζουν κάποιοι –θὰ τὸ πῶ πολὺ ἁπλουστευτικὰ– στὸ μάθημα τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν τοῦ Λυκείου, ἕνας μαθητής, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει ἄριστα στὴν προφορική του βαθμολογία, μὲ τὸ ἰσχῦον ἀξιολογικὸ σύστημα μπορεῖ νὰ βγάλη μέσο ἐτήσιο ὄρο βαθμούς, γραπτῶς καὶ προφορικῶς,καὶ πάλι ἄριστα, ἔστω κι ἂν ἀγνοεῖ παντελῶς τὴ γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικό τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, ἀγνοεῖ δηλαδὴ στὴν πραγματικότητα τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικά!
Ὅμως ἡ ἀξία τῆς γλώσσας μας –τόσο ὡς φορέως ἑνὸς ἀνυπέρβλητου πολιτισμοῦ, ὅσο καὶ ὡς βασικοῦ συστατικοῦ τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ, δηλαδὴ ἡ ἀταξία της– ἀναγνωρίζεται διεθνῶς ὁλοένα καὶ περισσότερο καὶ οἱ δηλώσεις τῶν ξένων εἰδικῶν γιὰ τὴ χρησιμότητά της, ἰδιαίτερα στὸ χῶρο τῆς πληροφορικῆς, μᾶς ἐκπλήσσουν. Οἱ ἠλεκτρονικοὶ ὑπολογιστὲς θεωροῦν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα «μὴ ὁριακή», ὅτι δηλαδὴ μόνον σὲ αὐτὴν δὲν ὑπάρχουν ὅρια καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀναγκαία στὶς νέες ἐπιστῆμες, ὅπως ἡ Πληροφορική, ἡ Ἠλεκτρονική, ἡ Κυβερνητικὴ καὶ ἄλλες. Αὐτὲς οἱ ἐπιστῆμες μόνο στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα βρίσκουν τὶς νοητικὲς ἐκφράσεις, ποὺ χρειάζονται, χωρὶς αὐτὲς ἡ ἐπιστημονικὴ σκέψη ἀδυνατεῖ νὰ προχωρήση. Γνωστὸ εἶναι ἐπίσης ὅτι Δυτικοὶ ἐπιχειρηματίες προτρέπουν τὰ ἀνώτερα στελέχη τους νὰ μάθουν Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ἐπειδὴ αὐτὰ περιέχουν μία ξεχωριστὴ σημασία γιὰ τοὺς τομεῖς ὀργανώσεως καὶ διαχειρίσεως ἐπιχειρήσεων.
Ἂς προσθέσω καὶ λίγες σκέψεις γιὰ τὸ Γυμνάσιο.
Γιὰ τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο, στὸ Γυμνάσιο, θεωρῶ ὡς γεγονὸς πρωταρχικῆς σημασίας τὴν ὀρθὴ ἐπιλογὴ τῶν πλέον κατάλληλων γιὰ τὴν κάθε τάξη κειμένων. Συγκεκριμένα, γιὰ τὸ Γυμνάσιο ὁ κοινὸς νοῦς ἀπαιτεῖ τὰ κείμενα νὰ εἶναι μίας κλιμακούμενης δυσκολίας καὶ πάντως σχετικὰ εὔκολα. Γι᾿ αὐτό, ἄλλωστε, προβλέπεται καὶ ἡ διασκευή τους, ὅπου ἀπαιτεῖται. Τὰ ἀκατάλληλα ἢ δύσκολα κείμενα ἀποδυναμώνουν κάθε φιλότιμη προσπάθεια τῶν διδασκόντων νὰ καταστήσουν τὸ μάθημα ἁπλὸ καὶ ἑλκυστικό. Προσωπικὰ θεωρῶ πὼς εἶναι ἀδιανόητο νὰ ὑπάρχουν στὰ βιβλία τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν τοῦ Γυμνασίου κείμενα γιὰ τὴν πλήρη κατανόηση καὶ ἐπεξεργασία, τῶν ὁποίων ὁ φιλόλογος νοιώθει τὴν ἀνάγκη βοηθήματος ἢ ἔστω λεξικοῦ. Εἶναι, γιὰ παράδειγμα, πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ αὐτό, ποὺ πρόσφατα συνέβη –καὶ βεβαίως δὲν ἴσχυσε– νὰ προτείνη κάποια συγγραφικὴ ὁμάδα τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν ἀπὸ τὸ πρωτότυπο τῆς Β΄ Γυμνασίου στὴν 3η κιόλας ἑνότητα νὰ ὑπάρχη πρὸς διδασκαλία κείμενο τοῦ πλατωνικοῦ Πρωταγόρα, τὸ ὁποῖο, μάλιστα, καλύπτει δύο ὁλόκληρες ἑνότητες (τὴν 2η καὶ τὴν 3η) τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν Θεωρητικῆς Κατεύθυνσης τῆς Γ΄ Λυκείου. Οὔτε, ὅμως, τὰ κείμενα τοῦ Λυκείου ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι πάρα πολὺ δύσκολα, ὅπως εἶναι, γιὰ παράδειγμα, τὰ κείμενα τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν Λυρικῶν τῆς Β΄ Λυκείου. Ἀπὸ τοὺς Λυρικοὺς φρονῶ πὼς εἶναι ἀρκετὴ ἡ διδασκαλία κάποιων ἐπιγραμμάτων.
Σήμερα εἴμαστε βέβαιοι πὼς ἡ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἕνα πιστὸ καθρέπτισμα τῆς ὁμιλούμενης κοινῆς τοῦ ἑλληνιστικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς της. Εἶναι πολὺ ἁπλή, κατανοητὴ –ἰδίως τὰ Εὐαγγέλια– καὶ θεωρῶ βέβαιο πὼς ἡ γνώση τῆς προάγει παντοιοτρόπως τὴ γνώση τῆς σημερινῆς Νεοελληνικῆς γλώσσας. Φρονῶ λοιπὸν ὅτι γιὰ τὶς τρεῖς τάξεις τοῦ Γυμνασίου θὰ ἦταν μία θαυμάσια ἰδέα νὰ ἐπιλεγοῦν πρὸς διδασκαλία κείμενα κλιμακούμενης δυσκολίας τῆς Κοινῆς Ἑλληνικῆς, μίας γλώσσας ποὺ γράφτηκε καὶ μιλήθηκε γιὰ τετραπλάσια περίπου χρονικὴ διάρκεια ἀπὸ ὅ,τι ἡ Ἀττική, μὲ προτεραιότητα σὲ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ Ἑλλήνων συγγραφέων ὅπως εἶναι ὁ Πλούταρχος καὶ ὁ Πολύβιος, ἁπλὰ καὶ ἑλκυστικά. Αὐτὰ θεωροῦνται πολὺ προσιτὰ στοὺς μικροὺς μαθητές, διότι τὰ κατανοοῦν πολὺ-πολὺ εὔκολα, ἀλλὰ καὶ ἀνταποκρίνονται ἄριστα στοὺς εὐρύτερους παιδαγωγικοὺς στόχους τοῦ μαθήματος, καὶ φυσικά τούς καταρτίζουν θαυμάσια στὸν Νεοελληνικὸ λόγο. Ὅταν οἱ μαθητὲς διδαχθοῦν καλὰ καὶ μὲ ἐπάρκεια κειμένων –στὸ Γυμνάσιο– τὴν Ἑλληνιστικὴ Κοινή, πολὺ εὐκολώτερα θὰ κατανοήσουν ἐν συνεχείᾳ στὸ Λύκειο δυσκολώτερα κείμενα, π.χ. τοῦ «μετρημένου» Ἀττικιστή Ἀρριανοῦ ἢ τῶν μεγάλων μας κλασσικῶν τῆς Ἀττικῆς διαλέκτου.
Ὅμως, ὁ ἀπολύτως ἀπῶν ἀπὸ τὴ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση εἶναι ὁ Βυζαντινὸς λόγος. Ἕνας δυναμικὸς ἑλληνικὸς λόγος, καθημερινός, σὲ ἐπίσημα καὶ ἀνεπίσημα κείμενα, προφορικὸς ἀλλὰ καταγεγραμμένος καὶ γραπτός, π.χ. ἀκριτικὰ τραγούδια, κάθε εἴδους, ποιητικὸς καὶ πεζὸς, ἐκκλησιαστικὸς καὶ διδακτικός, δυναμικὰ διάχυτος, μέσα στὰ ἀχανῆ γεωγραφικὰ καὶ χρονικὰ ὅρια τῶν 1123 ἐτῶν τῆς πανέμορφης, πολυζήλευτης καὶ ἀκατάβλητης Ἑλληνικῆς Ρωμηοσύνης. Ἂν ἐξαιρεθοῦν κάποιες ἐλάχιστες στιγμὲς τοῦ Νεοελληνικοῦ κράτους κατὰ τὶς ὁποῖες συμπεριλήφθηκαν σὲ σχολικὰ βιβλία Νέων Ἑλληνικῶν καὶ Θρησκευτικῶν κάποια κείμενά της, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι βέβαιο καὶ ὅτι διδάχθηκαν, ἡ πλουσιότατη Βυζαντινὴ γραμματεία εἶναι ἡ μόνιμα καὶ ἐκκωφαντικὰ ἀποῦσα ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας. Ἂν ἐξαιρεθοῦν κάποιοι ἐντελῶς εἰδικοὶ πόσοι ἀπὸ μᾶς –μὲ τὸ χέρι στὴν καρδιὰ– θὰ βεβαίωναν ὅτι ἔχουν διαβάσει κείμενα –θὰ κάνω μία τυχαῖα ἀπαρίθμηση– τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ Φωτίου, τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, τοῦ Μιχαὴλ Ψελλοῦ, τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ; Κι ὅμως ὅλοι αὐτοὶ καὶ πολλοὶ ἄλλοι ὑπῆρξαν κορυφαῖοι καὶ πρωτοπόροι διανοούμενοι ἐπιστήμονες καὶ ποιητές.
Ὅμως τὰ κείμενα τῆς Βυζαντινῆς γραμματείας προσφέρονται καὶ αὐτὰ γιὰ μία περιήγηση τῶν μαθητῶν στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῆς γλώσσας μας. Πολὺ περισσότερο χρήσιμο εἶναι νὰ προσεγγίσουμε τὰ κείμενα αὐτά, γιὰ νὰ δείξουμε στὰ παιδιὰ πὼς τὸ νάμα τῆς Ἀρχαιοελληνικῆς Παιδείας καὶ τοῦ Ἀρχαιοελληνικοῦ λόγου δὲν στέρεψε στοὺς κατοπινοὺς αἰῶνες ἀλλὰ ἔμενε πάντα ζωογόνο κὰ δημιουργικό. Ὁ λόγος τους εἶναι ἐξαίσιος καὶ πολλαπλὰ ὠφέλιμος γιὰ τοὺς σημερινοὺς μαθητές, γιὰ ὅλους τούς Ἕλληνες.
Κείμενα τῆς καθαρεύουσας
Πρὸς Θεοῦ! Δὲν θὰ θίξουμε τὸ γλωσσικὸ ζήτημα, λυμένο οὕτως ἢ ἄλλως τελεσίδικα πολὺν καιρὸ πρὶν ἀπὸ τὴ νομοθετικὴ ρύθμισή του. Μᾶς ἀπασχολεῖ ὅμως πολὺ τὸ γεγονὸς πὼς οἱ μαθητές μας –στὴν πλειονότητά τους– ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν πλήρως κείμενα τῆς καθαρεύουσας. Ὅμως στὴν καθαρεύουσα εἶναι γραμμένα χιλιάδες ἐπιστημονικὰ ἄρθρα –ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, ἕνα πραγματικὸ θησαυροφυλάκιο γνώσης– καὶ χιλιάδες σελίδες λογοτεχνικῶν βιβλίων. Νὰ μεταφρασθοῦν; Εἶναι ἀδύνατον. Νὰ ἀγνοηθοῦν; Δὲν πρέπει. Θλίβομαι καὶ μόνον στὴν ἰδέα ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ὁδεύει πρὸς κατάργηση. Καί, λοιπόν, τί θὰ γίνη; Νὰ ἀντιμετωπίσουν οἱ ἁρμόδιοι –οἱ ἐντέλει ἁρμόδιοι, μία καὶ αὐτοὶ ἀποφασίζουν γιὰ ὅλα μας τὰ μικρὰ ἢ τὰ μεγάλα ζητήματα, δηλαδὴ οἱ πολιτικοὶ– νὰ ρυθμίσουν, λοιπόν, μὲ θάρρος, ὑπευθυνότητα καὶ ἐντιμότητα τὸ πρόβλημα. Μία πρόχειρη καὶ εὔκολη λύση θὰ ἦταν νὰ συμπεριλαμβάνονταν μέσα στὰ κείμενα τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας ὅλων τῶν τάξεων Γυμνασίου καὶ Λυκείου κείμενα τῆς καθαρεύουσας –ἁπλούστερα ἢ δυσκολώτερα, ἀνάλογα μὲ τὴν τάξη– ὄχι μόνον λογοτεχνικά, ἀλλὰ καὶ ἐπιστημονικὰ (οἱ νέοι ἐπιστήμονες πρέπει νὰ ἀνατρέχουν μὲ εὐκολία στοὺς παλαιότερους). Ἐπειδὴ οἱ καθηγητὲς στὸ μάθημα συνήθως ἐπιλέγουν νὰ διδάξουν κατὰ τὴν κρίση τους ἕναν πολὺ περιορισμένο, τελικά, ἀριθμὸ κειμένων, σὲ σύγκριση μὲ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ ποὺ περιλαμβάνονται στὰ βιβλία τῶν Νέων Ἑλληνικῶν, μὲ συνέπεια νὰ εἶναι κάποτε ἐνδεχόμενο νὰ μὴν διδάσκονται κάποιοι μαθητὲς κανένα κείμενο τῆς καθαρεύουσας, γι᾿ αὐτὸ τὸ Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο ἢ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας ἂς ὁρίζουν ὡς ὑποχρεωτικὴ τὴ διδασκαλία κάποιων –ἔστω καὶ ἐλάχιστων– τέτοιων κειμένων.
Θὰ ἦταν κρίμα νὰ χαθῆ ὁ Κάλβος ἢ ὁ Βιζυηνός. Θὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἀτόπημα τεραστίου μεγέθους νὰ καταργήσουμε στὴν πράξη τὸν γλυκύτατο Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη! Θὰ ἦταν σὰν νὰ ἀπεμπολούσαμε οἱ Νεοέλληνες τὸν ἑαυτό μας. Ἡ δικαιολογία ὁρισμένων πὼς δὲν διδάσκουν κάποια, ἔστω, ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτά, διότι εἶναι δυσνόητα ἢ μὴ ἐπιθυμητὰ ἀπὸ τὰ παιδιά, εἶναι ἀβάσιμη. Τρεῖς, τοὐλάχιστον, φορὲς τὰ τελευταῖα χρόνια μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ μιλήσω ὡς Σχολικὸς Σύμβουλος σὲ μαθητὲς γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη –ὡς καθηγητὴς τὸν δίδασκα συστηματικότατα– ὕστερα ἀπὸ εὐγενικὴ πρόσκληση συναδέλφων. Τὶς δύο μάλιστα φορὲς σὲ μαθητὲς τῶν Τ.Ε.Ε. Σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἡ ἀτμόσφαιρα, ποὺ δημιουργήθηκε ἦταν ὑπέροχη παρὰ τὰ κείμενα τῆς καθαρεύουσας. Ὅμως οἱ φιλόλογοί τους τοὺς εἶχαν διδάξει μὲ πολλὴ ἀγάπη τὸν κορυφαῖο Ἕλληνα λογοτέχνη. Ἂς ἀντιμετωπίσουμε τὸ ὅλο ζήτημα χωρὶς πιὰ προκαταλήψεις ἀλλὰ μὲ εὑρύτητα πνεύματος, μὲ μεγάλη καρδιὰ καὶ μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ἔτσι συμβάλλουμε καθοριστικὰ στὴν καλλιέργεια καὶ βέβαιη πρόοδο τῶν μαθητῶν μας στὸν σύγχρονο Νεοελληνικὸ λόγο.
Πολυτονικό – Μονοτονικό
Προβληματίσθηκα πολὺ ἂν ἔπρεπε νὰ θίξω τὸ ἀκανθῶδες ζήτημα τῆς ἀντικατάστασης τοῦ πολυτονικοῦ ὀρθογραφικοῦ συστήματος ἀπὸ τὸ μονοτονικό. Ὀφείλω μὲ ἐντιμότητα νὰ πῶ ὅτι δὲν ἔγραφα στὰ ὑπηρεσιακά μου ἔγγραφα μὲ ξεχωριστὴ εὐχαρίστηση τὴν ἐκδοχὴ τοῦ μονοτονικοῦ, ποὺ ἔχει καθιερωθεῖ (Π.Δ. 297/1982), οὔτε καὶ πιστεύω ὅτι ἡ ἁπλούστευση αὐτὴ προσέφερε πολύτιμο χρόνο στὴν Ἐθνική μας οἰκονομία ἢ ὅτι ἀπάλλαξε τὸν μαθητόκοσμο ἀπὸ ἕνα ἀσήκωτο γνωστικὸ φορτίο –ὅπως τὰ χρόνια τῆς ἐπιβολῆς πού κατὰ κόρον λεγόταν καὶ γραφόταν (στὰ ἰδιωτικά μου κείμενα ἔγραφα καὶ γράφω σὲ παραδοσιακὸ πολυτονικό). Ἔνοιωθα, ἐπίσης, πολὺ ἀμήχανα ὡς φιλόλογος, ὅταν στὶς Πανελλήνιες, ἰδιαίτερα, ἐξετάσεις ὁρισμένοι συνάδελφοι ὑπογράμμιζαν ἔντονα κάποιους ἀσυνείδητα, συνήθως, τοποθετημένους τόνους καὶ διερωτώνταν πόσες μονάδες θὰ ἔπρεπε τάχα νὰ ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο γραπτό. Κι ἂν ἤμασταν οἱ φιλόλογοι εἰλικρινεῖς, νομίζω πὼς ὅλοι θὰ ὁμολογούσαμε πὼς πολὺ συχνὰ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι –οἱ μαθητὲς μας σίγουρα– δὲν ἀναγνωρίζουμε μὲ τὴν πρώτη –βιαστικὴ ἰδίως– ματιὰ κάποιες μονοσύλλαβες λέξεις. Γιὰ παράδειγμα, οἱ λέξεις «τοῦ, τῆς, τό, τὸν, τὴν, τοὺς, τὶς» δὲν φαίνονται ἀμέσως ἂν εἶναι ἄρθρα ἢ προσωπικὲς ἀντωνυμίες, τὸ «ποὺ» ἂν εἶναι αἰτιολογικὸ ἢ ἀναφορικό, τὸ ὁποῖο εἶναι ἄτονο, ἢ τοπικὸ –ἐρωτηματικό, ποῦ θὰ πρέπη νὰ τονισθῆ, τὸ «πὼς» ἂν εἶναι εἰδικὸ (ἄτονο) ἢ τροπικὸ– ἐρωτηματικό, ὅποτε χρειάζεται τόνο, τὸ «τοῦ» ἂν εἶναι προσωπικὴ ἢ κτητικὴ ἀντωνυμία…
Ὁ προψυχαρικὸς Δημοτικιστὴς Δημήτριος Καταρτζῆς (Γραμματική τῆς Ρωμαίϊκης γλώσσας, Ἑρμῆς, σελ. 249, 1788-1793) ἔβρισκε πὼς «Οἱ τόν᾿ εἶν᾿ ἕνα τέντωμα τῆς συλλαβῆς κατὰ τὸ ὕψος τῆς φωνῆς της … ἤγουν ἐκεῖ ποὺ ᾿ναι τὸ τέντωμα δυνατό, ἡ ὀξεία, ἐκεῖ ποὺ ᾿ναι μαλακό, ἡ βαρεῖα, ἐκεῖ ποὺ ᾿ναι μεσηό, ἡ περισπωμένη». Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ εἶναι βέβαιο εἶναι πὼς τὸ μονοτονικὸ ἐπιβλήθηκε αὐθαίρετα ἐν μιᾷ νυκτὶ (11 πρὸς 12 Ἰανουαρίου τοῦ 1982, ὡς τροπολογία σ᾿ ἕνα ἄσχετο ὑπὸ συζήτηση στὴ Βουλὴ Νομοσχέδιο γιὰ τὴν κατάργηση τῶν εἰσαγωγικῶν ἐξετάσεων γιὰ τὰ Λύκεια) καταργώντας βιαστικὰ μία παράδοση πολλῶν αἰώνων. Ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν κρατικὸ ἐξαναγκασμὸ σὲ Δημόσιο ἐπίπεδο, ποὺ ὅμως εἶχε, κατ᾿ ἀνάγκη, ἀντίκτυπο καὶ σὲ καθημερινὸ διαπροσωπικὸ ἢ προσωπικὸ ἐπίπεδο. Κατὰ τὴν προσωπική μου ἐκτίμηση, τὸ μονοτονικὸ ἐπιβλήθηκε χωρὶς σημαντικὲς ἀντιδράσεις, διότι συναρτήθηκε στενὰ μὲ τὴ νομοθετικὴ καθιέρωση τῆς Δημοτικῆς ὡς ἐπίσημης γλώσσας τοῦ κράτους (1976). Ὅμως, ἐνῶ ἡ τυπικὴ κατοχύρωση τῆς Δημοτικῆς ἦλθε ὡς ἀναγνώριση μίας ἰσχύουσας καὶ παγιωμένης ἀπὸ χρόνια πραγματικότητας, τὸ μονοτονικὸ ἐπιβλήθηκε ξαφνικὰ καὶ ἄνωθεν. Ἴσως στὸ μέλλον ἡ γνώση τοῦ πολυτονικοῦ ἀποδειχθεῖ σπουδαῖο προσὸν (βλ. Η/Υ), θὰ εἶναι ὅμως ἄγνωστο στοὺς πολλοὺς Ἕλληνες.
Πάντως, σήμερα, τὰ Ἑλληνόπουλα ὑποχρεοῦνται νὰ μαθαίνουν ἀπὸ τοὺς Δυτικοευρωπαίους, ὅτι γιὰ παράδειγμα, ἡ λέξη Ἱστορία ἔπαιρνε κάποτε δασεῖα (history) ἢ ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους ὅτι οἱ ἑλληνικὲς λέξεις Αἷμος καὶ Ἕβρος κάποτε δασύνονταν, μία καὶ αὐτοὶ καὶ σήμερα προφέρουν Χαῖμος καὶ Χέβρος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τὸ 480 π.Χ. στὶς Θερμοπύλες μαζὶ μὲ τοὺς 300 τοῦ Λεωνίδα καὶ τοὺς 700 Θεσπιεῖς σκοτώθηκε πολεμώντας καὶ ἕνας μάντης: Ὁ Μεγιστίας. Στὴν Παλατινὴ Ἀνθολογία βρίσκεται ἕνα ἐπιτύμβιο ἐπίγραμμα ποὺ ἔγραψε πρὸς τιμὴν τοῦ μάντη ὁ Σιμωνίδης ὁ Κεῖος, ποὺ εἶχε μαζί του δεσμὸ φιλοξενίας. Τὸ ἐπίγραμμα τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ Ἡρόδοτος:
«Μνῆμα τόδε κλεινεῖο Μεγιστίου, ὅν πότε Μῆδοι
Σπερχειὸν ποταμὸν κτεῖναν ἀμειψάμενοι,
Μάντιος, ὃς τότε κήρας ἐπερχομένας σάφα εἰδῶς
Οὐκ ἔτλη Σπάρτας ἡγεμόνας προλιπεῖν»
(: «Αὐτὸ ἐδῶ εἶναι τὸ μνῆμα τοῦ ἔνδοξου Μεγιστία, ποὺ τὸν σκότωσαν οἱ Μῆδοι, ὅταν πέρασαν τὸν Σπερχειὸ ποταμό, ἐκεῖνον τὸν μάντη, πού, ἂν γνώριζε τότε πολὺ καλὰ πὼς ἔρχεται ὁ θάνατος, δὲν βάσταξε ἡ καρδιά του νὰ ἐγκαταλείψη τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς Σπάρτης»).
(Σιμωνίδης ὁ Κεῖος, Παλατινὴ Ἀνθολογία).
Ἡ καρδιὰ τοῦ μάντη «οὐκ ἔτλη προλιπεῖν». Τί ὡραῖο ρῆμα! Προδίδει βαθύτατο αἴσθημα εὐθύνης ἑνὸς πνευματικοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν, ὡς μάντης, ὑποχρεωμένος νὰ πεθάνη.
Πολλοί, σήμερα, στοχεύουν στὴν ἀποδυνάμωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τοῦ Γένους μας, τῆς Ρωμηοσύνης. Στὸ στόχαστρό τους καὶ ἡ γλῶσσα μας.
Ὅμως, ἕνα εἶναι βέβαιο. Ὅτι Μεγιστίες καὶ σήμερα ὑπάρχουν καὶ θὰ συνεχίσουν νὰ ὑπάρχουν. Ἄλλοι δυναμικότεροι καὶ ἄλλοι σιωπηλοί. Καὶ θὰ ἀναδειχθοῦν κι ἄλλοι, ποὺ δὲν θὰ βαστάζη ἡ καρδιὰ τους ν᾿ ἀφήσουν τὴν Ἑλλάδα νὰ σβήση, τὴ γλῶσσα μας νὰ φυλλορροήση. Καὶ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι μαζί μας. Ἀρκεῖ ν᾿ ἀγαποῦμε ὡς τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς μας καὶ μὲ ἀνιδιοτέλεια τὴν Πατρίδα μας καὶ νὰ ζοῦμε μὲ ταπείνωση καὶ μετάνοια!
Σᾶς εὐχαριστῶ!
*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΄΄ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ΄΄ ΣΤΟ ΑΠΘ, ΣΕΠΤ. 2010