Κοσμά Γεωργιάδη
Θεολόγου
Tην τελευταία εβδομάδα της Μεγ. Σαρακοστής, η Εκκλησία εορτάζει δύο ενθαρρυντικά για τους Χριστιανούς γεγονότα: την Ανάσταση του τετραήμερου φίλου του Χριστού Λαζάρου και την ένδοξη είσοδο του στα Ιεροσόλυμα την «Βαϊοφόρον» όπως αποκαλείται.
α. Η ανάσταση του Λαζάρου
Ο φίλος του Κυρίου «δίκαιος» Λάζαρος ανήκε στην τάξη των Φαρισαίων. Γεννήθηκε στην μικρή πολίχνη, την Βηθανία, όχι πολύ μακριά από τα Ιεροσόλυμα, στους ανατολικούς πρόποδες του όρους των Ελαιών. Ο πατέρας του επίσης Φαρισαίος ελέγετο Σίμων και είχε δύο αδελφές, την Μάρθα και την Μαρία, για τις οποίες γίνεται συχνά λόγος στο Ευαγγέλιο.
Όταν ο Κύριος περιόδευε την Ιουδαία, περνούσε συχνά από το σπίτι του Σίμωνα με τον οποίο συνομιλούσε, διότι ο Σίμων καίτοι Φαρισαίος πίστευε στην ανάσταση των νεκρών. Εκεί στο σπίτι του Σίμωνα εφιλοξενείτο συχνά και οι οικιακοί του, Λάζαρος, Μάρθα και Μαρία και «διηκόνουν αὐτῷ».
Ολίγον προ του εκουσίου του Πάθους, ο Κύριος θέλησε να «προτυπώσει» το μυστήριο της δικής του Αναστάσεως με το μεγάλο θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου. Όταν αρρώστησε ο Λάζαρος, ο Κύριος βρισκόταν εις «την πέραν του Ιορδάνου χώραν». Ειδοποιήθηκε από τις αδελφές του Λαζάρου, αλλά σκοπίμως άργησε να επιστρέψει. Είπε δε στους μαθητές του ότι «αὓτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἒστι πρός θάνατον, ἀλλ’ ἳνα δοξασθῇ ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ δι’ αὐτῆς». Όταν ο Λάζαρος απέθανε, είπε στους μαθητές Του: «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται, ἀλλά πορεύομαι ἳνα ἐξυπνήσω αὐτόν». Οι μαθη-τές νόμισαν ότι πρόκειται πράγματι για ύπνο. Τότε ο Κύριος αναγκάστηκε να τους μιλήσει καθαρά: «Λάζαρος ἀπέθανε καί χαίρω δι’ὑμᾶς , ἳνα πιστεύσητε ὃτι οὐκ ἢμην ἐκεῖ·ἀλλ’ ἂγωμεν πρὀς αὐτόν».
Ύστερα από δύο μέρες ο Κύριος αφήνει την πέραν του Ιορδάνου χώρα και πηγαίνει στην Ιουδαία. Στην Βηθανία όταν έφθασε ο Κύριος, ο Λάζαρος ήταν ήδη πεθαμένος τέσσερις ημέρες. Η Μάρθα όταν άκουσε ότι έρχεται ο Χριστός βγήκε να τον προϋπαντήσει και του είπε: «Κύριε αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα πέθαινε· αλλά και τώρα γνωρίζω ότι όσα ζητήσεις από τον Θεό, θα σου τα δώσει». Λέγει σ’ αυτήν ο Ιησούς «θα αναστηθεί ο αδελφός σου» του απαντά η Μάρθα :«γνωρίζω Κύριε ότι θα αναστηθεί την έσχατη ημέρα». Τότε της απήντησε ο Ιησούς «Εγώ είμαι η Ανάστασις και η Ζωή· όποιος πιστεύει σε μένα, ακόμα και αν πεθάνει, θα ζήσει· και όποιος πιστεύει σε μένα και ζει, δεν θα πεθάνει εις τον αιώνα. Το πιστεύεις αυτό;» λέγει σ’ αυτόν ή Μάρθα «ναι, Κύριε, εγώ πίστευσα ότι συ είσαι ο Χριστός ο υιός του Θεού, που περιμένουμε να έλθει στον κόσμο». Αφού είπε αυτά ειδοποίησε κρυφά την αδελφή της, ότι ο Δάσκαλος έφθασε και την ζητάει. Η Μαρία σηκώθηκε αμέσως και ήλθε προς συνάντηση του Ιησού. Οι Ιουδαίοι που είχαν έλθει για να παρηγορήσουν τις δύο αδελφές, όταν είδαν την Μαρία να φεύγει νόμισαν ότι πάει στον τάφο για να κλάψει και την ακολούθησαν. Όταν η Μαρία συνάντησε τον Ιησού έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας και του είπε: «Κύριε αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα πέθαινε». Ο Ιησούς όταν την είδε να κλαίει και τους Ιουδαίους που την ακολουθούσαν να κλαίνε και αυτοί λυπήθηκε βαθειά και ταράχθηκε και τους είπε: «Που τον έχετε βάλει;» του λένε «Κύριε έλα να δεις». Τότε ο Ιησούς δάκρυσε. Και αυτό, παρ’ ότι ήξερε ότι ο Λάζαρος θα αναστηθεί. Δεν μπορούσε να μην εκδηλώσει τα ανθρώπινα αισθήματά Του.
Οι Ιουδαίοι που ήσαν παρόντες έλεγαν: «Δες πόσο τον αγαπούσε!!! Αλλά δεν θα μπορούσε, αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να κάνει κάτι ώστε και αυτός εδώ να μην πεθάνει;». Ο Ιησούς ταραγμένος και λυπημένος έρχεται προς το μνήμα. Το μνήμα ήταν μια σπηλιά, που την είσοδό της έφρασε μια μεγάλη πέτρα. Λέει τότε ο Ιησούς: «Βγάλτε την πέτρα (από την είσοδο του τάφου)». Του λέει η Μάρθα: «Κύριε, τώρα πιά θα μυρίζει άσχημα, γιατί είναι τέσσερις μέρες στο μνήμα». Της λέει τότε ο Ιησούς: «Δεν σου είπα πως αν πιστέψεις, θα δεις την δύναμη του Θεού;». Έβγαλαν λοιπόν την πέτρα από το μνήμα του νεκρού. Τότε ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια ψηλά και είπε: «Πατέρα σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. Εγώ ήξερα πως πάντα με ακούς· το είπα όμως για χάρη του πλήθους που στέκει εδώ γύρω, για να πιστέψουν πως εσύ με έστειλες». Και όταν είπε αυτά φώναξε με φωνή δυνατή «Λάζαρε έβγα έξω». Βγήκε ό νεκρός, με δεμένα τα πόδια και τα χέρια σε πάνινες λουρίδες και το πρόσωπό του τυλιγμένο με ξεχωριστό πανί, το σουδάριο. Τότε τους λέει ο Ιησούς: «Λύστε τον και αφήστε τον να περπατήσει».
Εδώ εγείρεται μια προφανής απορία. Αφού ο Χριστός είχε τη δύναμη να αναστήσει ένα νεκρό, δεν θα είχε και τη δύναμη να σηκώσει την πέτρα που έφρασε το μνήμα; Η απάντηση είναι, ότι βεβαίως και την είχε. Αλλά ο Θεός και σ’ αυτήν την περίπτωση και σε άλλες «κάνει μόνο αυτό που δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος». Τα άλλα (δηλ. να σηκώσει την πέτρα) τα αφήνει να τα κάνουν οι άνθρωποι όταν μπορούν.
Πράγματι κατά την προσταγή του Κυρίου, έλυσαν τον Λάζαρο και τον άφησαν να πάει περπατώντας σπίτι του, ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι εθαύμαζαν για το γεγονός και εδόξαζαν τον Θεό.
Το θαύμα αυτό ήταν πρωτοφανές και πρωτάκουστο και δείχνει την παντοδυναμία του Χριστού. Διότι ο Λάζαρος ήταν ήδη πεθαμένος τέσσερις μέρες και το σώμα του είχε αρχίσει να αποσυντίθεται. Η παράδοση διασώζει ότι ο Λάζαρος μετά την ανάστασή του δεν γελούσε ποτέ. Γέλασε μόνον μία φορά, όταν είδε έναν πλανόδιο που πούλαγε γλάστρες μ’ ένα κάρο. Αυτός ενώ διαπραγματευόταν με κάποιον ή κάποια, που ήθελε να αγοράσει, κάποιος άλλος πήγε από πίσω από το κάρο, και έκλεψε μια γλάστρα. Τότε ο Λάζαρος λύθηκε στα γέλια αναφωνώντας: «Για ιδές, πηλός κλέβει πηλόν». Επίσης το στόμα του ήταν πάντα πικρό και το γλύκαινε με κάτι γλυκό. Και αυτό καθώς και η συνεχής λύπη του, σημαίνει ότι, κατά τις τέσσερις ημέρες που πήγε στον Άδη, δηλ. στην κόλαση, βρέθηκε σε χώρο ζοφερό και αυτό τον στιγμάτισε διά βίου. Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει «την πίκρα της κολάσεως».
Οι Αρχιερείς και οι Γραμματείς του λαού όταν έμαθαν το θαύμα και πως εξαιτίας του Λαζάρου πολλοί Ιουδαίοι πίστευσαν στον Χριστό αποφάσισαν να θανατώσουν και τον Χριστό και τον Λάζαρο. Ο Χριστός έφυγε στην Εφραίμ, δυτικά του Ιορδάνη.
Κατά την παράδοση ο Λάζαρος διέφυγε στην Κύπρο. Εκεί αργότερα χειροτονήθηκε από τους Αποστόλους, επίσκοπος Κιτιέων (στην σημερινή Λάρνακα, που πήρε το όνομά της ακριβώς από την Λάρνακα του Λαζάρου). Εκεί λένε ότι δέχθηκε δώρο από την Παναγία ένα ωμοφόριο, που το έφτιαξε με τα ίδια της τα χέρια. Αφού εποίμανε την τοπική Εκκλησία θεαρέστως και κήρυξε το Ευαγγέλιο με πολλή θέρμη και ενθουσιασμό, εκοιμήθη πάλι, 30 χρόνια μετά την ανάστασή του σε ηλικία 63 ετών. Ο δεύτερος τάφος του κοντά στο Κίτιο, στην σημερινή πόλη Λάρνακα, σώζεται μέχρι σήμερα και κάνει πολλά θαύματα. Φέρει δε την επιγραφή : «Λάζαρος, ο τετραήμερος φίλος του Χριστού».
Η Εκκλησία μας ψάλλει, στη μνήμη του Λαζάρου, πανηγυρικά: «Τήν κοινήν ἀνάστασιν πρό τοῦ σοῦ Πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἢγειρας τόν Λάζαρον Χριστέ ὁ Θεός· ὃθεν καί ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τά τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοί τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννά. ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
δηλ.: «Παρέχοντας εγγυήσεις, προ του Πάθους Σου, δια την πραγματοποίηση της κοινής αναστάσεως των σωμάτων, Χριστέ και Θεέ μας, ανέστησες εκ των νεκρών τον Λάζαρο· γι’ αυτό και εμείς φέροντας τα σύμβολα της νίκης, όπως τα παιδιά, σε Σένα που είσαι ο νικητής του θανάτου φωνάζουμε· δόξα σε σένα (ωσαννά) που βρίσκεσαι στα ύψιστα μέρη του ουρανού, (στην Αγία Τριάδα) ας είσαι ευλογημένος Εσύ που έρχεσαι στο όνομα του Θεού Πατρός, του Κυρίου μας. Γιά τον ύμνο παιδιών και θηλαζόντων νηπίων είχε προφητευθεί από τον προφητάνακτα Δαυΐδ: «ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηρτίσω αἲνον τῷ Θεῷ» Ψαλμ. ριζ΄( 117 ) 25,26.
β. Η εορτή των Βαΐων
Την ΣΤ΄ Κυριακή της Μεγ. Σαρακοστής, η Εκκλησία μας εορτάζει την θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, ως του αναμενόμενου Μεσσία και Σωτήρα.
Έξι ημέρες πριν το Πάσχα, ο Κύριος με τους μαθητές του επέστρεψε στην Βηθανία, όπου του παρετέθη δείπνο στο σπίτι του Λαζάρου. Μετά το δείπνο έστειλε δύο μαθητές και του έφεραν «τήν ὂνο καί τόν πῶλον αὐτῆς» δηλ. μια θηλυκή όνο με το πουλάρι της, στο οποίο ποτέ κανείς δεν είχε καθίσει. Την επομένη ο Χριστός, καθήμενος επί «πῶλον ὂνου» μπήκε στα Ιεροσόλυμα μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαράς και αγαλλιάσεως. Τον υποδέχονταν οι πάντες με ζωηρούς αλαλαγμούς φωνάζοντας: «Ὠσαννά τῷ υἱῷ Δαυΐδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ» δηλ. «Δόξα στον υιό Δαυϊδ, ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο, ο Βασιλιάς του Ισραήλ» (Ιωαν. ιβ΄ 12) και (Ματθ. κα΄ 9).
Άλλοι έστρωναν στο δρόμο τα ενδύματά τους, άλλοι έκοβαν κλωνάρια από ελιές και φοινικιές και τα έριχναν στο δρόμο ή τα ανεμίζαν με τα χέρια τους, ζητωκραυγάζοντας με ενθουσιασμό. Το «ὠσαννά» (δόξα) ακούγονταν μυριόστομο από όλους τους Εβραίους, μα πιο πολύ από τα παιδιά, ακόμα και από θηλάζοντα βρέφη για να εκπληρωθεί η προφητεία του Δαυίδ «ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον» (βλ. Ματθ. κα΄16) και (Ψαλμ. ριζ΄ 25). Όλος ο κόσμος των Ιεροσολύμων χαίρονταν και πανηγύριζε, για να επαληθευθεί και η προφητεία του Ζαχαρία: «Χαῖρε σφόδρα θύγατερ Σιών· Ἰδού ὁ Βασιλεύς σου ἒρχεται σοι πραΰς καί ἐπιβεβηκώς ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον, υἱόν ὑποζυγίου» (Ζαχ. θ΄ 9).
Οι άγιοι Πατέρες ως “πῶλον” εννοούν τα «έθνη» δηλ. τον ειδωλολατρικό κόσμο πάνω στον οποίο νικητής και τροπαιούχος κάθισε ο Χριστός με την νέα θρησκεία της αγάπης. Άλλοι Πατέρες δίνουν την παρακάτω αλληγορική ερμηνεία: τώρα που περιμένουμε τον νικητή Χριστό να μπει στα Ιεροσόλυμα του καθενός μας, στην στέγη της ψυχής με τα άχραντα Μυστήρια, ας την προετοιμάσουμε με ειλικρινή μετάνοια. Ας απεκδυθούμε τον παλαιό εαυτό μας «σύν ταῖς πράξεσι αὐτοῦ καί ταῖς ἐπιθυμίαις» και ας πάρουμε στα χέρια μας τα βάγια της νίκης δηλ. τις πνευματικές αρετές για να νικήσουμε τους τρεις μεγάλους εχθρούς μας: τον κακό εαυτόν μας (δηλ. το σαρκικό μας φρόνημα), τον κόσμο (με την ευπερίστατη αμαρτία) και τον διάβολο (τον εμπνευστή όλων των αμαρτιών). Έπειτα με άρρητη χαρά θα πλησιάσουμε το Δείπνο της Βασιλείας, κραυγάζοντας μαζί με τα νήπια και τους παίδες του Ευαγγελίου «Ὠσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Ένα από τα ιδιόμελα του Εσπερινού της Κυριακής των Βαΐων λέει: «Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε» διότι σε πολλά μοναστήρια οι μοναχοί, όταν έμπαινε η Μεγ. Σαρακοστή, αναχωρούν από τα μοναστήρια των και έμεναν στην έρημο μόνοι με τον Θεό. Επέστρεφον δε και συνηθροίζοντο πάλι την ημέρα των Βαΐων, για να εορτάσουν κοινοβιακά την Μεγ. Εβδομάδα και την λαμπροφόρα Ανάσταση. Γι’ αυτό έχει γραφεί και το· «Οἱ ἐν τοῖς ἐρήμοις καί σπηλαίοις ἢκατε· ἀθροίσθητε σύν ἡμῖν βαϊοφόρωςὑυπαντῆσαι τῷ Βασιλεῖ καί Δεσπότῃ».
Ευρισκόμενοι πλέον στο μεταίχμιο της Μεγ. Σαρακοστής και της Μεγ. Εβδομάδος, χρειάζεται να ακουστεί για άλλη μια φορά η σημασία της νηστείας, από τα χείλη ενός εξαίρετου Ιεράρχη και εκκλησιαστικού συγγραφέως του Ηλία Μηνιάτη:
«Ιδού διαπεράσαμε, με τη βοήθεια του Θεού, το πέλαγος της Αγίας Τεσσαρακοστής και καλότυχος εκείνος, όπου δεν εκινδύνευσεν εκ το πέλαγος αυτό, αλλά εξήλθεν ελευθερωμένος από πάσαν δαιμονικήν τρικυμίαν· ούτος και εις καλόν λιμένα έφθασεν και τον λοιπόν κίνδυνον δεν φοβείται· Η αγία Τεσσαρακοστή, την οποίαν διήλθομεν, είναι αγιασμός και σωτηρία της ψυχής ημών. Διότι η νηστεία είναι μέγα όφελος. Από αυτήν ο Μωϋσής έγινε νομοθέτης του Εβραϊκού γένους· από αυτήν εκαθαρίσθη ο νους του και είδεν δόξαν Θεού. Από αυτήν οι τρεις παίδες έσβεσαν την φλόγαν της καμίνου· από αυτήν και ο προφήτης Δανιήλ ημέρωσε τους λέοντας· από αυτήν ο προφήτης Ηλίας εκράτησε τα νέφη και δεν έβρεξε τρεις χρόνους και εξ μήνας· και σχεδόν ειπείν, όλοι οι άγιοι από αυτήν ετιμήθησαν από αυτήν ηξιώθησαν της Βασιλείας των Ουρανών. Με την νηστείαν, είθε και ημείς να αξιωθώμεν, τώρα μεν να φθάσωμεν την αγίαν ημέραν του Πάσχα, να λαμπροφορέσωμεν ψυχικά και σωματικά και να εορτάσωμεν ως αγαπά ο Χριστός· εκεί δε εκ τον μέλλοντα αιώνα, να αξιωθώμεν του αιωνίου Πάσχα, της αιωνίου χαράς και της αιωνίου τρυφής. Αμήν».