ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ*

Ἀθηνᾶ Τζινίκου-Κακούλη

Φιλολόγου-συγγραφέως

Μεγάλη συγκίνηση, εὐλάβεια καὶ ὑπερηφάνεια πλημμυρίζει τὶς ψυχές μας κάθε χρόνο, ὅταν φθάνει ἡ 25η Μαρτίου. Ἀπ’ ἄκρον εἰς ἄκρον κυματίζουν οἱ γαλανόλευκες σημαῖες στὰ μπαλκόνια τῶν σπιτιῶν, στὰ δημόσια κτήρια, στὰ  σχολεῖα, στοὺς δρόμους, στὰ χέρια τῶν στρατευμένων παιδιῶν μας, τῶν σπουδαστῶν καὶ τῶν μαθητῶν, γιὰ νὰ λαμπρύνουν τὴ μεγάλη γιορτή. Παιάνες, ὕμνοι, τυμπανοκρουσίες  καὶ δοξολογήματα δονοῦν τὸν ἀέρα. Χαρμόσυνη ἡ μέρα τῆς Παναγίας, τῆς πατρίδας, τῆς λευτεριᾶς, τῆς λεβεντιᾶς καὶ τῆς νεκραναστάσεως τῆς φύσεως μετὰ τὸν λήθαργό του παγεροῦ χειμώνα.

«Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ χαῖρε».  Ἦταν τότε,  πρίν ἀπὸ δυὸ χιλιάδες  χρόνια, ποὺ ἡ ἀνθρωπότητα παράδερνε στὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἐσαρκώθη ὁ Λόγος καὶ ἔλαμψε τὸ Φῶς τὸ ἀληθινὸ στὸν κόσμο.

Χίλια ὀχτακόσια εἴκοσι ἕνα χρόνια ἀργότερα, ὡσὰν καὶ πάλι « Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφη» καὶ ἠγέρθη σύσσωμο τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων καί ὑπὸ τὴ σκέπη τῆς Παναγίας ἡ πατρίδα ἀνέστη ! Καὶ ἀπετίναξε τὴν ταφόπετρα τῆς μακραίωνης δουλείας. Γι’αὐτὸ καὶ διπλὴ ἀγαλλίαση, διπλοὶ καὶ οἱ πανηγυρισμοὶ κατὰ τὴν εὐφροσύνη γιὰ ὅλους τοὺς Ἕλληνες αὐτὴ ἡ μέρα.

Ὅμως ὁ ἁπλὸς λαός, πέρα ἀπὸ τὸ διττὸ θρησκευτικὸ καὶ ἐθνικὸ περιοχόμενο τῆς 25ης  Μαρτίου, τῆς γιορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ποὺ τὸ βιώνει μὲ τὸν δικό του ἄδολο τρόπο στὰ τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς του, τῆς δίνει καὶ μιὰν ἄλλη διάσταση ποὺ  ἀποπνέει τὸ ἄρωμα τῆς λαογραφίας. Γι’ αὐτὸν ὅλος ὁ μήνας Μάρτιος εἶναι ἁπλᾶ ὁ «Βαγγελιώτης». Ἀπὸ τὰ βυζαντινὰ ἀκόμα χρόνια οἱ ἁπλοικοὶ ἄνθρωποι ἀπέδιδαν ξεχωριστὴ τιμὴ στὴ γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας τοποθέτησε στὴν ἐαρινὴ ἰσημερία, τότε ποὺ ἡ φύση δροσάτη ἀποχαιρετᾶ τὸν χειμώνα, ἐννέα ἀκριβῶς μῆνες πρίν ἀπὸ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο καὶ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μας, τὸν ὁποῖον οἱ Γραφὲς ὑμνοῦν ὡς Ζωή, Ἥλιον, τὸν νοητὸν καὶ Φῶς τοῦ κόσμου. Ὅλα λάμπουν ἐξ ἴσου γιορτινὰ στὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ κατὰ τὶς δυὸ μεγάλες αὐτὲς γιορτὲς τῆς χριστιανοσύνης.

Παράλληλα, γιὰ νὰ ὑμνηθεῖ ἡ διὰ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ σάρκωση τοῦ Θεανθρώπου, ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελωδὸς συνέθεσε τοὺς Χαιρετισμοὺς καὶ οἱ πρόγονοί μας  θεωροῦσαν τὴ γιορτὴ αὐτὴ ὡς τὸν πρῶτο Καλὸ Λόγο, τὴν πρώτη Πασχαλιὰ ποὺ προοιώνιζε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Χρόνια πολλὰ ἀργότερα, ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία μὲ πολλὴ περίσκεψη ἐπέλεξε ὡς ἔναρξη τοῦ Ἀγῶνος τῆς Ἐθνεργεσίας τοῦ 1821 τὴν 25η  Μαρτίου, διότι ἡ μέρα εἶχε συμβολικὰ ἀναστάσιμο χαρακτήρα καὶ θὰ χαλύβδωνε τὴν πίστη στὶς ψυχὲς τῶν ἀγωνιστῶν, ὅτι ὁ δίκαιος Ἀγώνας τους θὰ ἔφερνε καὶ τὴν ἐθνικὴ Ἀνάσταση τῆς δύστυχης Πατρίδας.

Ἰδιαίτερα οἱ Μακεδόνες  ὅδευσαν δεκαετίες ὁλόκληρες πικρῆς σκλαβιᾶς περιμένοντας μὲ λαχτάρα τὴν ἐπαλήθευση τῆς προφητείας τοῦ Πατρο- Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ὅτι «Τὸ ποθούμενον θὰ ἔλθη, ὅταν συμπέσουν δυὸ Πασχαλιὲς μαζί» . Καὶ πράγματι τὸ 1912, ὅταν ἀπελευθερώθηκε ἡ Μακεδονία, ἡ Πατρίδα μας διατηροῦσε ἀκόμα τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο καὶ ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας γιορτάστηκαν μαζὶ τὴν 25η  Μαρτίου!

Μεγάλη λοιπὸν ἀνέκαθεν ἦταν ἡ γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ καθολικὴ ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἀργία της. Ἰδιαίτερη σημασία ὅμως τῆς ἔδιναν τὰ ἀνδρόγυνα, τὰ ὁποῖα ὄφειλαν νὰ σέβονται τὴν ἱερότητά της καὶ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ κάθε συζυγικὴ ἐπαφή. Διαφορετικά, πίστευε ὁ λαός, ὅτι διαπράττουν ἁμάρτημα βαρύ. Στὴ γιορτὴ τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀσπόρου κυήσεως τῆς Θεοτόκου, ἂν κάποια ἀσεβὴς γυναίκα συνελάμβανε παιδί, θὰ ἦταν καταραμένο. Προκοπὴ δὲν θὰ ἔβλεπε. Πόνος καὶ δοκιμασίες θὰ σημάδευαν τὴ ζωή του, ἀφοῦ – κατὰ τὴν πίστη πάντα τοῦ λαοῦ – ἴσχυε ἡ ἀλήθεια τοῦ ρητοῦ : «Ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Βέβαια οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι δὲν γνώριζαν, ὅτι στὸ διάβα τῶν χρόνων οἱ λέξεις ἐνίοτε ἀλλάζουν ἔννοια καὶ τὸ παραπάνω ρητό, στὴν ἀρχική του διατύπωση σήμαινε, ὅτι «τὰ σφάλματα τῶν γονέων διδάσκουν διὰ τοῦ ἀρνητικοῦ παραδείγματος καὶ φρονηματίζουν πρὸς ἀποφυγή του τὰ παιδιά». Στὶς λαϊκές μας δοξασίες ἴσχυε ἡ πίστη, ὅτι ὅσα παιδιὰ συλλαμβάνονται τὴ μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀπὸ ἁμαρτήσαντες συζύγους, καὶ συνεπῶς γεννιοῦνται τὰ Χριστούγεννα, διὰ βίου δυστυχοῦν ἢ γίνονται Καλλικάντζαροι καὶ Παγανά, ἀφοῦ εἶναι φύτρα ἀσεβῶν γονέων.

Στὸ μεταβυζαντινὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Βελβεντὸ Κοζάνης, ἔργο τοῦ 16ου  μ.Χ. αἰῶνος, σὲ λαϊκὴ τοιχογραφία τοῦ νάρθηκα- ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι γιὰ αἰῶνες οἱ ἐκκλησιαστικὲς τοιχογραφίες ἦταν ἱερὰ βιβλία τῶν ἀγραμμάτων- ἀπεικονίζεται παράσταση συζύγων, ποὺ κοιμοῦνται ἀγκαλιασμένοι τὴ μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τοὺς ἀερίζουν διάβολοι. Ἔ! Πὼς νὰ μὴ φέρουν οἱ ἁμαρτωλοὶ στὸν κόσμο Καλλικάντζαρο…

Κοινὴ ἦταν ἡ πίστη τὸν παλιὸ καιρό, ὅτι τέτοια μέρα μήτε καὶ τὰ πουλάκια κοιμοῦνται στὶς φωλιές τους ζευγαρωτά, μήτε καὶ ἄλλο ζωντανό τῆς  γῆς ζευγαρώνει. Ὅμως, ἐπειδὴ ἡ γιορτὴ εἶναι μεγάλη καὶ ὁ λαός μας ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια συνέδεσε τὶς χρονιάρες μέρες μὲ εὐωχίες καὶ ἐπειδὴ κατὰ κανόνα ὁ Εὐαγγελισμὸς συμπίπτει μὲ τὴ νηστεία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, καθιερώθηκε ὡς ἑορταστικό της ἡμέρας ἄρτυμα τὸ ψάρι.

Στὴ Σωζόπολη ὅσες νοικοκυρὲς εἶχαν τσίρους ἔστελναν καὶ σὲ κεῖνες ποὺ δὲν εἶχαν, γιὰ νὰ κάνουν τσιροπίλαφο καὶ τσιρρολάλαγγα, δηλαδὴ λαλαγγίτες, ἀφοῦ ἀνέκαθεν οἱ λαλαγγίτες στὸ λαϊκό μας πολιτισμὸ θεωροῦνταν τὸ γλύκισμα γιὰ λεχῶνες καὶ ἐγκύους. Ὅμως  στὴ γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τῆς ἀσπόρου κυήσεως τῆς  Παναγίας κατὰ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὰ ἀνθρώπινα, οἱ λαλαγγίτες ἦταν ἁλμυρὲς μὲ κομμάτια τσίρου. Σὲ μέρη ἀπόμακρα ἀπὸ θάλασσα, λίμνες ἢ ποτάμια ἔτρωγαν ξερὸ ἁλατισμένο βακαλάο ἢ ἄλλα ψάρια παστωμένα. Τὸ εἶχαν σὲ κακὸ νὰ μὴ φᾶνε ψάρι, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὴ λαϊκὴ πίστη μετὰ τὸν Εὐαγγελισμό Της καὶ ἡ Παναγία ἔφαγε ψάρι. Τὸ ἔθιμο οἱ γενεὲς τὸ διατήρησαν καὶ ἐπαναλαμβάνεται ἀπαράβατα μέχρι σήμερα ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἕλληνες. Οἱ λαογράφοι ὡστόσο ἀνιχνεύουν τὴν ἑρμηνεία του στὴ γοητεία, ποὺ ἀσκοῦν οἱ λέξεις στὴν ἄδολη ψυχὴ τῶν ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων, ποὺ τὶς δίνουν κάθε φορὰ καὶ ἕναν βαθύτερο συμβολισμό. Στὴν ἀρχαία καὶ στὴν καθαρεύουσα  τὸ ψάρι λέγεται ΙΧΘΥΣ, λέξη ἀκροστιχίδα τῆς  πίστεως : Ἰησοῦς Χριστὸς Θεοῦ Υἱὸς Σωτήρ. Ἄλλωστε ὁ Ἰχθὺς ὡς ζωγραφικὴ ἀπεικόνιση ἀπετέλεσε θρησκευτικὸ σύμβολο στὶς κατακόμβες τῶν πρώτων χριστιανῶν. Καὶ ἀφοῦ τὸ Πάσχα μετὰ τὴν Ἀνάσταση, πατροπαράδοτο  ἑλληνικὸ φαγητὸ εἶναι τὸ ἀρνί, ὁ Ἀμνός, ποὺ τὸ ἐσθίουμε συμβολικὰ γιὰ νὰ πάρουμε τὴ χάρη τοῦ Ἀναστηθέντος Χριστοῦ ὡς ΑΜΝΟΥ τοῦ Θεοῦ, θὰ πρέπει καὶ στὴν Πρώτη Πασχαλιά, στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, νὰ φᾶμε συμβολικὰ ψάρι, γιὰ νὰ πάρομε τὴ χάρη τοῦ σαρκωθέντος Κυρίου ὁμολογώντας ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Θεοῦ Υἱὸς Σωτήρ.

Πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ποὺ ὁπωσδήποτε ἔχουν θρησκευτικὰ στοιχεῖα, ὅπως σὲ ὅλα τὰ νοελληνικὰ ἔθιμα συνυπάρχουν καὶ οἱ ἀρχαιοελληνικὲς ρίζες, ἔτσι καὶ σὲ μερικὰ ἄλλα ἔθιμα τῆς γιορτῆς τῆς 25ης  Μαρτίου- ποὺ  συμπίπτει μὲ τὴν ἐαρινὴ ἰσημερία, τότε οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι πίστευαν ὅτι ἐπανέρχεται στὸν πάνω κόσμο ἡ Περσεφόνη, γιὰ νὰ φέρει τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀνθοφορία στὴν Πλάση- ἀνιχνεύονται ἀνάλογες δοξασίες ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ   σχέση μὲ τὸ μέγα   θρησκευτικὸ γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Γιὰ τὸν λαό μας π.χ. ἡ γιορτὴ αὐτὴ σηματοδοτεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς Ἀνοίξεως καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν χελιδονιῶν. Τὰ μικρὰ παιδάκια βγάζουν τὸν μάρτη , τὴν κοκκινόασπρη στριμμένη κλωστή, ποὺ τοὺς πέρασε στὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ τους ἡ Μητέρα  τὴν πρώτη Μαρτίου , γιὰ νὰ μὴν τὰ μαυρίσει ὁ ἥλιος, καὶ τὴν ἀφήνουν στὴν τριανταφυλλιά, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴ δροσιὰ καὶ τὸ χρῶμα της, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν πάρουν τὰ χελιδόνια στὴ φωλιά τους ὡς στρωματάκι γιὰ τὰ πουλάκια τους.

Γιὰ φρεσκάδα, σφρίγος, δροσιὰ καὶ ὀμορφιὰ σὲ πολλοὺς τόπους τὰ κορίτσια μετὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ βγαίνουν στοὺς ἀγρούς, ὅπου πρασινίζει ἡ χλόη κυλιοῦνται στὰ γρασίδια, κάνουν κούνιες στὰ κλαδιὰ τῶν μεγάλων δέντρων καὶ λένε τραγούδια- εὐχολόγια,  τὰ «καλημεριστά», ἴδια κι ἀπαράλλαχτα, ὅπως οἱ νέες τῆς  ἀρχαιότητας καλωσόριζαν τὴν ἐπιστροφὴ τῆς Περσεφόνης. Ἔθιμα γραφικὰ καὶ πανέμορφα, ποὺ ὅμως ἀποτελοῦν κατάλοιπα ἀρχαίων ἀγροτικῶν ἐθίμων, ποὺ εἶχαν σκοπὸ νὰ προάγουν τὴ βλάστηση κατὰ τὴν κρίσιμη στιγμὴ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.

Πολλὲς δοξασίες τῆς ἡμέρας αὐτῆς συνδέονται μὲ τὴ γεωργία καὶ τὴν αὔξηση τῶν σπαρτῶν, ποὺ τώρα ἀρχίζουν νὰ ψηλώνουν καὶ νὰ πρασινίζουν. Στὸ Πλωμάρι πίστευαν πὼς τὰ σπαρτὰ σκύβουν καὶ φιλοῦν τὴ μάννα γῆ, γιατί ἑτοιμάζονται νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά της. Στὴ Χίο, σύμφωνα μὲ καταγραφὴ τοῦ Νικολάου Πολίτη, οἱ ἀγρότες πίστευαν, ὅτι τὴ μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ οἱ τρυφεροὶ βλαστοὶ λυγίζουν, φιλοῦν τὴ γῆ, τὴν ἀποχαιρετοῦν καὶ λένε :

Ἔχε γεια, μαννούλα μας, καὶ πᾶ (ἐνν. πᾶμε) μᾶς φᾶν οἱ λύκοι…

Καὶ ἐκεῖνοι τοὺς ἀντιχαιρετᾶ καὶ λέγει:

Ἐσᾶς οἱ λύκοι τρώγουσι, μὰ ’γῶ τρώγω τοὺς λύκους.

Μὰ καὶ ἄλλες λαϊκὲς συνήθειες ἔχουν ὡς βάση τὴν ἀντίληψη ὅτι μὲ τὸν Εὐαγγελισμὸ ἀρχίζει ἡ ἐαρινὴ περίοδος. Στὴν Κρήτη οἱ τσοπάνηδες ὁδηγοῦν τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ χειμαδιὰ στὰ ὀρεινά, ἐνῷ στὴν Ἤπειρο τὰ παιδιὰ παίρνουν ἕνα ταψάκι ἢ ἕναν κουβά, τὸν χτυποῦν μὲ τὸ κουτάλι καὶ λένε :

Φευγᾶτε, φίδια, γκουστερίτσια, κακὰ σκαθάρια καὶ ζούζουλα.

Σήμερα εἶναι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ ἡ μάννα γῆ γιορτάζει !

Φίλοι Ἀναγνῶστες, δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ καταγράψουμε ἐδῶ καὶ ἄλλα ἔθιμα, γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ ὅτι ἡ 25η Μαρτίου εἶναι μέρα περίλαμπρη, γιατί ἀποτελεῖ γιὰ τὸ λαό μας τὴ μεγάλη ἀναστάσιμη καὶ ἑνιαία γιορτὴ τῆς Παναγιᾶς καὶ τῆς πατρίδας , ἀλλὰ καὶ τῆς φύσεως καὶ τῆς ἀνοίξεως, καθὼς σημαδεύεται ἀπὸ συνήθειες καὶ δοξασίες, πού μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ παρελθόν. Ἰδοὺ μία ἀκόμα ἀπόδειξη ὅτι ἡ χριστιανικὴ καὶ ἡ ἀρχαιοελληνικὴ παράδοση εἶναι τὰ γενεσιουργὰ στοιχεῖα τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ νοελληνικοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ.

 

 

    *ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ε΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡ. 2011

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα