Η ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ*

Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀχιλλίου Τσούτσουρα,

Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱ. Μ. Λαρίσης καὶ Τυρνάβου

 

Δικαιολογημένη καὶ αὐτονόητη, ἀλλὰ καὶ ἀπόλυτα σεβαστὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ ἡ πραγματικὴ καὶ ὄχι ὑποκριτικὴ εὐλάβεια τῶν πιστῶν καὶ εὐλαβῶν χριστιανῶν πρὸς τὸ σεπτὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Στὴ χάρη Της, ἀλλὰ καὶ στὸ χαριτόβρυτο εἰκόνισμά Της σκύβουν εὐλαβικά, ἄρχοντες καὶ πένητες, πλούσιοι καὶ πτωχοί, ἀσθενεῖς καὶ εὔρωστοι, ἐπιφανεῖς καὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, προκειμένου νὰ Τῆς ἐναποθέσουν τὰ καρδιακά τους αἰτήματα καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἐπίσκεψή Της, νὰ νιώσουν τὴ συναντίληψή Της.

Τί σημαίνει ὅμως πραγματικὰ ἡ λέξη εὐλάβεια;

            Ἡ εὐλάβεια, κατὰ τοὺς θεόπνευστους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,  εἶναι ὁ δρόμος τοῦ οὐρανοῦ, εἶναι πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι καταύγασμα τῆς θείας χάριτος, εἶναι ἀπαύγασμα τῶν τριῶν θεολογικῶν ἀρετῶν -τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς ἀγάπης -, εἶναι ἡ νοερὴ καὶ καρδιακὴ ἔλλαμψη, ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴ μελέτη καὶ τὴ βίωση τῶν θείων πραγμάτων, καὶ ποὺ μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο, κάνοντάς τον φίλο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐχθρό του διαβόλου, ἐραστὴ τῆς ἀρετῆς καὶ ἀντίπαλό τῆς  κακίας. Ἡ εὐλάβεια εἶναι τὸ κλειδὶ τῆς θύρας τοῦ παραδείσου. Θὰ τὴν ἀποκτήσεις, μᾶς καταθέτουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, θὰ τὴν καλλιεργήσεις, θὰ τὴν ἑδραιώσεις καὶ θὰ τὴν ἀναπτύξεις μέσα στὴν καρδιά σου σιγά-σιγά, μὲ συνεχῆ ἀγώνα, μὲ τὴ συχνὴ συμμετοχὴ στὰ θεῖα μυστήρια, μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ μνήμη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, μὲ τὴ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ ἄλλων πνευματικῶν βιβλίων. Ἔτσι, θὰ ἐγκατασταθοῦν μὲ τὸν καιρὸ μέσα σου ὁ φόβος καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι οἱ γεννήτορες τῆς ἀληθινῆς καὶ ἀμετάπτωτης εὐλάβειας.

Καὶ κατὰ τὸν  π. Παΐσιο  τὸν Ἁγιορείτη εὐλάβεια εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ συστολή, ἡ πνευματικὴ εὐαισθησία. Ὁ εὐλαβὴς μπορεῖ νὰ σφίγγεται, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ σφίξιμο στάζει μέλι στὴν καρδιά του, δὲν τοῦ κάνει μαρτυρικὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ τὸν εὐχαριστεῖ. Οἱ κινήσεις του εἶναι λεπτές, προσεγμένες. Αἰσθάνεται ἔντονα τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἀγγέλων, τῶν Ἁγίων. Νιώθει δίπλα του τὸν Φύλακα Ἄγγελο νὰ τὸν παρακολουθεῖ. Ἔχει συνέχεια στὸν νοῦ του ὅτι εἶναι Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ζῆ ἁπλᾶ, ἁγνὰ καὶ ἁγιασμένα. Παντοῦ συμπεριφέρεται μὲ προσοχὴ καὶ συστολὴ καὶ νιώθει ζωντανὰ ὅλα τὰ ἱερά. Προσέχει λ.χ. νὰ μὴν εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη του οἱ εἰκόνες. Δὲν βάζει ἐκεῖ ποὺ κάθεται, τὸ Εὐαγγέλιο ἢ ἕνα πνευματικὸ βιβλίο κ.λπ. Ἂν δεῖ μία εἰκόνα, σκιρτᾶ ἡ καρδιά του, βουρκώνουν τὰ μάτια του. Ἀλλὰ καὶ μόνον τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νὰ δεῖ κάπου γραμμένο, τὸ ἀσπάζεται καὶ αὐτὸ μὲ εὐλάβεια καὶ γλυκαίνεται ἐσωτερικὰ ἡ ψυχή του.

Αὐτὸν τὸν γλυκασμὸ νιώθει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ἐπικαλεῖται τὴ χάρη τῆς Παναγίας μας!

Στέκεται ἐκστατικὸς μπροστὰ στὴ μεγαλωσύνη Της, ἀλλοιώνεται ἐσωτερικὰ κάθε φορὰ ποὺ ψελλίζει τὸ θεῖο Της ὄνομα, θλίβεται πολὺ ὅταν διαπιστώνει τὴν ἀδυναμία του νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, προσπαθεῖ βαδίζοντας τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος νὰ ἐπιτυγχάνει πνευματικὲς ἀναβάσεις μὲ τὶς πρεσβεῖες καὶ τὴ βοήθεια ἐκείνης ποὺ ἔγινε τὸ δοχεῖον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καὶ πού, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, κατέστη τὸ πανάρρητον τῆς οἰκονομίας κειμήλιον. Μὲ τὴν κραταιὰ προστασία τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ὁ πιστὸς καὶ εὐλαβὴς Χριστιανός, ἀγωνίζεται νὰ ξεπεράσει τὸν ἑαυτό του, νὰ περάσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ του, στὴν ἀγάπη τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ μὲ τὸν πνευματικό του ἀγώνα νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ὑποδεχθεῖ μέσα στὴν καρδιὰ του τὸν ἴδιο τὸν Χριστό!

 Ἀλλὰ ὁ πιστὸς καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σέβεται καὶ τιμᾶ μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια τὴν Παναγία μας, τὴν ὄντως Θεοτόκον, γιὰ τὴ μεγάλη συμμετοχή Της στὸ μυστήριον τῆς Θείας Οἰκονομίας. Βλέπει στὸ πάνσεπτο πρόσωπό Της τὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ κατανοεῖ σὲ βάθος πὼς ἐκείνη    εἶναι  ἡ γυναίκα ποὺ ἕνωσε τὶς δυὸ διαθῆκες, τὴν Παλαιὰ μὲ τὴν Καινή, ἐκείνη ποὺ ἀναγέννησε πνευματικὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς χάρισε  τῆς πρώτης θεοπλασίας τὰ προοίμια.

Τὴν κοιτάζει ὁ πιστὸς καὶ μὲ ἱερὸ δέος, ἀλλὰ καὶ ἀπόλυτη βεβαιότητα τὴν ἐμπιστεύεται καὶ ἐλπίζει στὴ βοήθειά Της, ἀφοῦ ξέρει καλὰ πὼς ἐκείνη εἶναι «ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως», ἡ γυναίκα αὐτὴ ποὺ προφητεύθηκε αἰῶνες πρὶν γεννηθεῖ. Γι’ αὐτὸ ἐξάλλου ἡ ζωή Της βρίσκεται στὸ κέντρο τῶν αἰώνων καὶ ἀποτελεῖ «τὸ περιήχημα τῆς προφητικῆς ἀγγελίας, τὴν ὀπτασία τῶν προφητικῶν ὁραματισμῶν, τὸ κέντρο τῆς μεσσιανικῆς προσδοκίας». Γι’ αὐτὸ πάλι ἀπειράριθμες εἶναι οἱ παλαιοδιαθηκικὲς προτυπώσεις ποὺ ἀναφέρονται στὴν «ἀπείρανδρον Μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ». Δικαιολογημένα λοιπὸν ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος προτρέπει τοὺς πιστοὺς Χριστιανούς: «Προφητικῶς τὴν Παρθένον ἀνευφημήσωμεν, στάμνον χρυσὴν τοῦ μάννα, ἀκατάφλεκτον βάτον, καὶ τράπεζαν καὶ θρόνον, λυχνίαν χρυσῆν, τὸ λαμπάδιον ἔχουσαν, καὶ ἀλατόμητον ὄρος καὶ κιβωτὸν ἁγιάσματος καὶ πύλην Θεοῦ».

Πράγματι λοιπὸν ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματος, γι’αὐτὸ καὶ  βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρό τῆς  ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος διψᾶ γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὸν ἁγιασμό του καὶ βλέπει τὴν Παναγία μας ὡς ἐκείνην ποὺ ἕνωσε τὸν Οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ, ἐκείνη ποὺ γέννησε τὸν Σωτήρα Χριστό, ποὺ ἦλθε ἐκ κοιλίας μητρὸς γιὰ νὰ σώσει καὶ νὰ ἁγιάσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει  στὸ ἀρχαῖον κάλλος  καὶ ἑπομένως γι’αὐτὸ  ἰδιαιτέρως τὴν τιμᾶ, τὴ σέβεται, τὴν κατανοεῖ, τὴν ἐμπιστεύεται καὶ τὴν ἐπικαλεῖται ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν καὶ κυρίως στὶς δύσκολες ὧρες τῆς ζωῆς του.

Καὶ αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀγωνίζεται σκληρὰ γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ κατανοήσει καὶ νὰ ἑρμηνεύσει τὸ μέγα μυστήριον τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ θαῦμα τῆς παρουσίας Της στὴ ζωή του, ποὺ χωρὶς δυνατὴ πίστη καὶ εἰλικρινῆ εὐλάβεια σίγουρα δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κατανοήσει. Γι’αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς δικαιολογημένα πάλι ἐκφράζει τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἀπορία του πρὸς τὴ Θεοτόκο, λέγοντάς Της:

            «Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα εὐφημεῖν πρὸς ἀξίαν, ἰλιγγιᾶ δὲ νοῦς καὶ ὑπερκόσμιος ὑμνεῖν σὲ Θεοτόκε». Δηλαδή, κάθε γλώσσα ἀδυνατεῖ ὅταν θέλει νὰ ὑμνήση τὴν Παναγία, καὶ κάθε νοῦς ὄχι μόνον τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς τῶν ὑπερκοσμίων ἀγγέλων, ἰλιγγιᾶ καὶ σκοτίζεται ὅταν προσπαθεῖ νὰ ὑμνήσει τὴ Θεοτόκο. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος σκοτίζεται καὶ αἰσθάνεται ἴλιγγο ὅταν βλέπει κάθε ὕψος καὶ βάθος, ἔτσι καὶ ὁ πιὸ καθαρὸς νοῦς, τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, αἰσθάνεται πραγματικὰ νὰ σκοτίζεται καὶ νὰ ζαλίζεται ὅταν ἀτενίζει τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας.

Καὶ ὁ Ἱερὸς Δαμασκηνὸς χαρακτηριστικὰ συμπληρώνει:

« Γύρνα ὢ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ὅλη τὴν κτίση μὲ τὸν λογισμό σου καὶ δὲς τί εἶναι ἴσο ἢ μείζων τῆς  Θεοτόκου. Γύρνα τὴν γῆ, περίβλεψον τὴν θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τὸν ἀέρα, τοὺς Οὐρανοὺς τῇ διανοία ἐρεύνησον, ἐνθυμήσου πάσας τὰς οὐρανίους δυνάμεις καὶ δὲς ἐὰν ὑπάρχει ἄλλο μεγαλύτερο θαῦμα ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο! Αὐτὴ ἐμεγάλυνε τὸν Κύριο, ἔζησε μέσα στὰ ἅγια τῶν ἁγίων ἰσάγγελο καὶ θεοειδῆ βίον, ἀνέβηκε πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα καὶ εἶδε καὶ ἀσφαλῶς συνεχίζει νὰ βλέπει δόξαν Θεοῦ! Ἂς μιμηθοῦμε τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ νὰ δοῦμε καὶ μεῖς τὸ πρόσωπο καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ», καταλήγει ὁ ἱερὸς Πατήρ.

Νὰ λοιπὸν γιατί ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ μὲ μία ἀγάπη μοναδικὴ τὴν Παναγία μας, γιατί προτοῦ γεννηθεῖ ἐκείνη καὶ δεχθεῖ μὲ ὑπακοὴ νὰ γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν τυφλὴ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸν Θεό, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ὑπερβεῖ τὸν θάνατο, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν σκοτισμένος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.

Τὴν ἀγαπᾶ καὶ τὴν σέβεται ἰδιαίτερα γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ τοῦ προσέφερε καὶ ποὺ συνεχίζει νὰ τοῦ προσφέρει ἀλλὰ καὶ  γιατί νιώθει κοντά Της ἰδιαίτερα εὐεργετημένος, δέχεται τὴν ἀγάπη Της καὶ τὴ μητρικὴ στοργή Της, ἀφοῦ ἐκείνη ἔχει μητρόθεα σπλάχνα, τὴν αἰσθάνεται ὡς γέφυρα μεταξὺ ἐκείνου καὶ τοῦ Θεοῦ, τὴ δέχεται ὡς λιμάνι ἀσφαλέστατο ποὺ προετοιμάζει τὴν ψυχή του γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ δὲν παύει μὲ ἱερὸ δέος καὶ εὐλάβεια πολλὴ νὰ τὴν εὐχαριστεῖ γιὰ τὰ πολλὰ Της θαύματα, τὶς καθημερινὲς παρεμβάσεις Της,  γιὰ τὸ ὅτι συνεχίζει ἀκόμη καὶ σήμερα ὅπου ἐπλεόνασε ἡ ἁμαρτία νὰ  στηρίζει, νὰ  παρηγορεῖ, νὰ  ἐνδυναμώνει, νὰ πρεσβεύει στὸν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Της γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῶν τέκνων Της.

Καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὸν Ἕλληνα ἡ Παναγία μας ὑπῆρξε πάντοτε ἡ στοργικὴ Μητέρα, ἡ προστασία ἡ ἀκαταίσχυντος, ἡ Ὑπέρμαχος στρατηγὸς τοῦ ἐνδόξου γένους μας, ποὺ ἄκουγε τὶς προσευχές του, δεχότανε τὶς παρακλήσεις του καὶ τὰ εὐλαβικὰ αἰτήματα τῆς καρδίας του, ἐνίσχυε τὸ ὑπέροχο γενναῖο  φρόνημά του καὶ εὐλογοῦσε τὸν δίκαιο ἀγώνα του, καταστέφοντάς τον μὲ θριάμβους καὶ νίκες ἱστορικές.

Ἂς τὸ θυμόμαστε αὐτὸ σήμερα ποὺ ἐπιχειρεῖται σκόπιμα ἡ διάρρηξη τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Ἔθνους, κάτι ποὺ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ συμβεῖ, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἔνδοξοι πρόγονοι ἥρωές μας ἔπεσαν πρῶτα ὑπὲρ Πίστεως καὶ μετὰ ὑπὲρ Πατρίδος! 

 

 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2011

 

 

 

 

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα